Πέρα am τη δαιμονολογία

Τάσος Τέλλογλυν, Η γερμανική πολιτική στον γιουγκοσλαβικό χώρο (1991-1995). Εκδ. Πόλις, Αθήνα 1996.

Με το πέρασμα του χρόνου και με την επικέντρωση της προσοχής στα σημερινά, συνήθως χάνουμε το νήμα των γεγονότων, την πηγή από την οποία εκπορεύτηκαν, τους διάφορους συντελεστές που τα διαμόρφωσαν, τις επιδράσεις των αποφάσεων των διαφόρων κέντρων ισχύος. Η αγωνία για την επιτυχία της επισφαλούς συμφωνίας το» Νταίητον. ώστε να μην επιστρέφει και πάλι η περιοχή αυτή των Βαλκανίων στον πόλεμο και το αίμα, επικαλύπτει στη μνήμη του μέσου πολίτη τα όσα προηγήθηκαν.

Η γερμανική πολιτική στο χώρο αυτά αποτέλεσε αντικείμενο δαιμονολογίας και εσφαλμένων  ερμηνειών, με μοναδικό κριτήριο κάποιες «αυτοκρατορικές» φιλοδοξίες της ενοποιημένης πλέον Γερμανίας.

Ο συγγραφέας με τη λιτή δημοσιογραφική του γραφή προσπαθεί να αποκαταστήσει τα πράγματα στις διαστάσεις τους ώστε μια ψύχραιμη εκτίμηση της γερμανικής πολιτικής να οδηγήσει στην καλύτερη κατανόησή της και την τοποθέτησή της και μέσα σ’ ορισμένο πλαίσιο αναφορών και μέσα στην εκάστοτε συγκυρία. Η κατανόηση και η ερμηνεία αποτελεί την μία όψη του προβλήματος.

Την άλλη αποτελούν οι ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – κι όχι αποκλειστικά της Γερμανίας. «Όλοι ανεξαιρέτως έχουμε κάποια ευθύνη», σημειώνει στον πρόλογό του ο υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος.

Πέρα, όμως, από την ανθρώπινη τραγωδία μπροστά στην οποία οι διαμορφωτές και εκτελεστές της πολιτικής ελάχιστα ενέσκηψαν παρά μόνο ως πρόφαση, υπάρχει το αναντίρρητο γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο στις απαρχές  της κρίσης όσο και σήμερα, έχασε την ευκαιρία να ασκήσει μια κοινή εξωτερική πολιτική, με αποτέλεσμα την pax americana και τις συναφείς επιπτώσεις.

Όσο για την πολιτική τους, οι ίδιοι οι Γερμανοί θα έχουν πλέον καταλάβει ότι δεν μπορούν πλέον να εμφανίζονται ως «ιεραπόστολοι» και στυλοβάτες της «ηθικής» άνευ πολιτικού και οικονομικού κόστους.

Διερωτάται κανείς, παρεμπιπτόντως, εάν οι χριστιανοδημοκράτες βουλευτές θα ήταν σήμερα διατεθειμένοι να υποστηρίξουν κατ’ αναλογίαν στην Τουρκία ό,τι υποστήριξαν στην πάλαι ποτέ ενιαία Γιουγκοσλαβία: ότι δηλαδή η διατήρηση του «ενιαίου» της χώρας δεν μπορούσε να τίθεται υπεράνω τού σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Είναι άραγε διατεθειμένοι, με άλλα λόγια, να υποστηρίξουν την ίδια αρχή και για τα δικαιώματα των Κούρδων; Προφανώς όχι. Γι’ αυτό η περί «αρχών» συζήτηση στην εξωτερική πολιτική καταντά κενολογία, αν όχι εμφανής κοροϊδία προς ευρύτατη κατανάλωση αφελών, όταν οι «αρχές» αυτές δεν εφαρμόζονται γενικά αλλά επιλεκτικά.

Το βιβλίο του Τέλλογλου άνευ προκαταλήψεων και εμπαθειών, αποτελεί όχι μόνο έναν πολύτιμο οδηγό στη συγκλονιστική για την περιοχή μας αυτή περίοδο (το κεφάλαιο μάλιστα για το Μακεδονικό είναι ιδιαίτερα διδακτικό) αλλά και μια σταθερή έμμεση υπόμνηση για τους συντελεστές που διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική μιας χώρας. Γι’ αυτούς τους λόγους καλύπτει ένα πολύ σημαντικό κενό.