Σωτήρης Ντάλας (επιμέλεια-εισαγωγή), Από το Μάαοτριχτ στο Άμστερνταμ. Αποτίμηση της Διακυβερνητικής Διάσκεψης και Ανάλυση της Νέας Συνθήκης της Ε.Ε., εκδ. Ι. Σιδέρης, Βιβλιοθήκη Διεθνών και Ευρωπαϊκών Μελετών, Αθήνα 1997
Η διαδικασία αναζήτησης των σύγχρονων ιδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης όπως αυτές διαμορφώνονται λίγο πριν από το τέλος της δεκαετίας εξελίσσεται πλέον με αξιοσημείωτη ένταση. Η υπογραφή στο Άμστερνταμ στις 2 Οκτωβρίου 1997 της νέας Συνθήκης της Ε.Ε, αποτελεί μία ακόμα ευκαιρία για την ανίχνευση της φυσιογνωμίας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και για την αξιολόγηση της πολιτικής δυναμικής που το τελευταίο φαίνεται να εκφράζει. Στην Ελλάδα η επιστημονική συζήτηση και η έρευνα δεν έχουν αναπτυχθεί στον βαθμό που θα περίμενε κανείς, δεδομένης της σημασίας που έχει αποδοθεί στην επιτυχή εξέλιξη του ενοποιητικού φαινομένου για την προοπτική εκσυγχρονισμού και την ασφάλεια της χώρας. Η συλλογή κειμένων που επιμελήθηκε ο Σωτήρης Ντάλης αποτελεί μία ολοκληρωμένη αποτίμηση και ανάλυση της νέας συνθήκης.
Τα κείμενα του πρώτου μέρους υπογράφουν οι Κώστας Σημίτης, Ζακ Σαντέρ, Χιλ Ρόμπλες, Θεόδωρος Πάγκαλος και Κώστας Καραμανλής. Πρόκειται για πολιτικά κείμενα, με έντονο διακηρυκτικό χαρακτήρα όπου επανεπιβεβαιώνονται, πρώτον, η ανάγκη συνέχισης της ενοποιητικής διαδικασίας και, δεύτερον, η σημασία παγίωσης της στρατηγικής ενεργού ελληνικής συμμετοχής
στα διεθνή και ευρωπαϊκά δρώμενα.
Το δεύτερο μέρος αποτελεί μία επετειακού χαρακτήρα αποτίμηση της ενοποιητικής διαδικασίας από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης μέχρι (ήμερα.
Στο τρίτο μέρος, με τα κείμενα που υπογράφουν οκτώ Έλληνες ευρωβουλευτές και ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Ομάδα Προβληματισμού της Ε.Ε. πρέσβης ε.τ. Στέφανος Σταθάτος, επιχειρείται ο σχολιασμός των βασικών θεμάτων της Διακυβερνητικής. Πολύ χρήσιμα είναι τα κείμενα του Δημήτρη Τσάτσου για την προβληματική της «ευελιξίας», του Γιάννη Θεωνά όπου αναπτύσσεται μια μαρξιστική ερμηνεία της στρατηγικής και των στόχων της διαπραγμάτευσης, αλλά και του Ευθύμιου Χριστοδούλου για την προοπτική της διεύρυνσης. Τα σχόλια είναι (και πάλι) σύντομα αλλά σαφή. Οι προσεγγίσεις χαρακτηρίζονται από κριτική διάθεση, αλλά την ίδια στιγμή είναι προφανής η αποσπασματικότητα των επιμέρους επιχειρημάτων, γεγονός που υπονομεύει την πληρέστερη κατανόηση των προβλημάτων της διαπραγμάτευσης.
Το τέταρτο μέρος περιλαμβάνει αναλύσεις για τα θέματα και τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η Ε.Ε. στους τομείς της Οικονομίας, της Κοινωνικής πολιτικής και Απασχόλησης και της Δημόσιας Διοίκησης. Με την εξαίρεση των σχολίων των Ντελόρ και Βάιγκελ, όλα τα υπόλοιπα κείμενα αγγίξουν κρίσιμες πτυχές της διαδικασίας σε μικρο-επίπεδο. Εδώ, ξεχωρίζουν οι αναλύσεις των Χρήστου Ροκόφυλλου για το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και την πρόκληση της προσαρμογής, του Σάββα Ρομπόλη για την κοινωνική πολιτική της Ένωσης, του Ναπολέοντα Μαραβέγια για την μεταρρύθμιση της ΚΑΠ και τις επιπτώσεις της στην ελληνική γεωργία και του Αντώνη Μακρυδημήτρη για την ελληνική διοίκηση και τα προβλήματα εκσυγχρονισμού. Η συζήτηση εξελίσσεται με σαφήνεια και αν και λείπει το υπό κανονικές συνθήκες προσδοκώμενο «βάθος», ο αναγνώστης μπορεί να διαμορφώσει ένα στοιχειώδες υπόβαθρο για τα ζητήματα πολιτικών επιλογών και στρατηγικών προτιμήσεων που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία και οικονομία.
Το επόμενο (πέμπτο) μέρος περιλαμβάνει κείμενα που -με την εξαίρεση αυτών που υπογράφουν οι Ριχάρδος Σωμερίτης και Δαμιανός Παπαδημητρόπουλος- σαφέστατα επιχειρούν και σε μεγάλο βαθμό καταφέρνουν να ξεφύγουν από το γενικότερο ύφος και δομή των υπολοίπων (κειμένων) του βιβλίου. Ο Νίκος Μουζέλης επιχειρεί να θέσει την συνολική προοπτική της ενοποίησης στο ευρύτερο πλαίσιο της συζήτησης που σηματοδότησε η άνοδος κεντροαριστερών κυβερνήσεων στην Ελλάδα, Ιταλία, Μ. Βρετανία και Γαλλία και η απόρριψη τουλάχιστον σε αυτές τις χώρες του «νεοφιλελεύθερου τύπου εκσυγχρονισμού: ενός εκσυγχρονισμού όπου η λογική της παραγωγικότητας/ανταγωνιστικότητας κυριαρχεί απόλυτα πάνω στη λογική της κοινωνικής αλληλεγγύης». Ο Μιχάλης Τσινισιζέλης προσφέρει μία σύντομη αλλά εξόχως περιεκτική προσέγγιση της θεσμικής μετεξέλιξης της Ένωσης, ο Βασίλης Πεσμαζόγλου εύστοχα αναλύει το δίλημμα «διεύρυνση vs. εμβάθυνση», ενώ ο Jerome Vignon αναδεικνύει την διαλεκτική σχέση «μεταξύ της προόδου προς την ευρωπαϊκή υπερεθνικότητα και της εθνικής αυτοεπιβεβαίωσης».
Το έκτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει κείμενα τα οποία εγράφησαν σχεδόν με την ολοκλήρωση της Δ.Δ. Πρόκειται ουσιαστικά για κείμενα που επιχειρούν μία πρώτη αποτίμηση των αποτελεσμάτων και ως εκ τούτου είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Τα κείμενα των Γιώργου Παπανδρέου και Στέλιου Περράκη αποτελούν κατά βάση περιγραφικές αξιολογήσεις των συμφωνηθέντων και κινούνται στην λογική του «κέρδους-απώλειας» με σημείο αφετηρίας τις εθνικές προτεραιότητες και επιδιώξεις των κρατών-μελών. Ο Γιώργος Παπαδημητρίου επισημαίνει την καθοριστική σημασία της «συνταγματικής πολιτικής» της Ε.Ε. στον προσδιορισμό, σε υπερεθνικό επίπεδο, του σχεδιασμού και της διαμόρφωσης των καταστατικών κειμένων της. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, τέλος, ο «διάλογος» Πάνου Καζάκου και Παναγιώτη Ιωακειμίδη για την αλλοίωση και σε ποιο βαθμό του κοινοτικού προτύπου της υπερεθνικότητας στην νέα Συνθήκη.
Συμπερασματικά, το βιβλίο αποτελεί μια εξαιρετικά χρήσιμη εισαγωγή -και ως τέτοια θα πρέπει να ειδωθεί- στην συζήτηση για την θεσμική και πολιτική «γεωγραφία» της Ε.Ε. λίγο μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων της τελευταίας Διακυβερνητικής Διάσκεψης.