Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον… για δεύτερη φορά

© (ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ/EUROKINISSI

Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ξορκίζει για δεύτερη φορά κάθε κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ ακόμα κι αν αυτή έχει 149 έδρες στις εκλογές της 25ης Ιουνίου, δια στόματος μάλιστα του αρχηγού του. «Με το πρόγραμμα της ΝΔ το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καμιά σχέση, …δεν υπάρχει πεδίο σύγκλισης με τη ΝΔ», συμπλήρωσε αργότερα εξίσου εμφατικά ο κ. Ανδρουλάκης. Εκλογικός στόχος του είναι «ισχυρή και αξιόπιστη αντιπολίτευση» (ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής, 11/6/23). Χρειάζεται κυβέρνηση για να υπάρχει αντιπολίτευση.

Ταυτόχρονα, όμως, συμμερίζεται την επιθυμία και εκλογικό στόχο του ΣΥΡΙΖΑ να περιορίσει ενδεχόμενη «παντοδυναμία» της ΝΔ σε επίπεδο «αυτοδυναμίας» έναντι, όμως, της οποίας υψώνει αναχώματα!

Πρόκειται περί εμφανούς αμηχανίας και των δυο κομμάτων μπροστά στο εκλογικό ρεύμα υπέρ της ΝΔ που διαμορφώθηκε και εκφράστηκε τελικά στις εκλογές της 21ης με εμφατικό και αναμφισβήτητο τρόπο. Οι δε ισχυρισμοί ότι τυχόν ενίσχυση της ΝΔ με περισσότερες έδρες θα αποτελούσε δήθεν «κίνδυνο για τη δημοκρατία» δεν αποτελούν παρά ευτελή και γελοία προσχήματα. Όπως, επίσης, και η βασική αντίφαση που διέπει τη θέση περί παντοδυναμίας, ιδιαίτερα από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ. Διότι, εφόσον αποτάσσεται την «παντοδυναμία» λογικό είναι να καλεί τους ψηφοφόρους της ΝΔ να το ψηφίσουν, όπως, άλλωστε πράττει φανερά ο ΣΥΡΙΖΑ. Πώς θα καταφέρουν η ΝΔ να πάρει 151 κι όχι 149 έδρες; Μυστήριο. Χρειάζεται ίσως προσφυγή στο Μαντείο των Δελφών. Ενδέχεται, όμως, το ΠΑΣΟΚ να κατέχει κάποια μαγική ράβδο για να αποφύγει για δεύτερη φορά το πικρό ποτήριον κάποιας αναγκαστικής κυβερνητικής συνεργασίας με τη ΝΔ. Τότε, όμως, κατά ποία έννοια η προσφυγή σε Τρίτη κάλπη αποτελεί «εκβιασμό» εκ μέρους της ΝΔ; Δεν προκύπτει ως η μόνη εφικτή λύση εφόσον ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης έχει κατηγορηματικά αποκλείσει κάθε κυβερνητική σύμπραξη με τα μικρά κόμματα στα δεξιά του;

Τα αποτελέσματα των εκλογών της 21ης Μαΐου όχι μόνο συνέτριψαν τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τους μύθους περί του εκλογικού συστήματος που είχα επισημάνει σε προηγούμενο άρθρο μου (Βλ. athensvoice.gr σε δυο συνέχειες 14 και 16/5). Είχα αντικρούσει την άποψη του κ. Γεράσιμου Μοσχονά ο οποίος  είχε υποστηρίξει ότι ήταν στρατηγικό συμφέρον του ΠΑΣΟΚ η απλή αναλογική με την προοπτική, φυσικά,  συμμαχίας με τον ΣΥΡΙΖΑ ως ο μικρός εταίρος κάποιας «προοδευτικής κυβέρνησης» υπό τη φωτεινή ηγεσία, βεβαίως, του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 7/5/23). Ο ίδιος, σε νέο ολοσέλιδο άρθρο του (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής, 28/5/23) με τίτλο «Το μαύρο κουτί ενός ιστορικού ναυαγίου» παραθέτει τα δικά του συμπεράσματα της νεκροψίας του ΣΥΡΙΖΑ, εναποθέτοντας τις τελευταίες ελπίδες του στον «παίκτη» (τον αρχηγό).

Σημειωτέον ότι ο αρχηγός επαναλαμβάνει πλέον σε όλους τους τόνους ότι «δεν θα λιποτακτήσει», κι ο νοών νοήτω. Ο κ. Μοσχονάς αυτή τη φορά δεν έγραψε λέξη για τον εκλογικό νόμο (σύμφωνα με δηλώσεις του «παίκτη» θα χρειαστεί να περιμένει μερικές δεκαετίες για τη συζήτηση περί επαναφοράς του, επομένως έχει αρκετό χρόνο να το ξανασκεφτεί). Ούτε λέξη και για την τύχη του δύσμοιρου ΠΑΣΟΚ που δεν ακολούθησε τις συμβουλές του.

Η Απλή Αναλογική ως Νέα Αυταπάτη

Ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήρισε τον εκλογικό νόμο της απλής αναλογικής που η κυβέρνησή του των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είχε ψηφίσει το 2016 (όχι όμως το ΠΑΣΟΚ), στρατηγικό λάθος και mea culpa (ΣΚΑΪ, 8/6). Αλλά, ταυτόχρονα, κατά τα ειωθότα, μετέθεσε την  ευθύνη στα κόμματα του προοδευτικού χώρου «που την απέρριψαν». «Δυστυχώς αστοχήσαμε», είπε στη Λάρισα, «ήταν αυταπάτη, γιατί οι άλλες προοδευτικές δυνάμεις….αντί να έχουν μέτωπο τη Δεξιά είχαν ως μέτωπο εμάς….». Τους ίδιους  ισχυρισμούς  επανέλαβε και στη συνέντευξή του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (11/6). Τελικά φταίνε οι άλλοι ή ήταν mea culpa;

Αποδείχτηκε ότι η απλή αναλογική συνέτριψε το δεύτερο κόμμα ενώ ενίσχυσε το τρίτο κατά 40% περίπου σε σχέση με τις εκλογές του 2019, από το 8.10% στο 11.46%. Οι λόγοι της μικρής αυτής ενίσχυσης του ΠΑΣΟΚ είναι πολιτικοί και παραμένουν επισφαλείς για την κάλπη της 25ης Ιουνίου. Σε κάθε περίπτωση το ποσοστό ανόδου δεν είναι επαρκές για να καλύψει τη διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ και να τον εκθρονίσει από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Αναφορικά με τον ΣΥΡΙΖΑ, οι λόγοι της εκλογικής πανωλεθρίας του θα γίνουν αντικείμενο συζήτησης και πολιτικών, άγριων συγκρούσεων σε πολλά επίπεδα μετά τις εκλογές. Αναμένονται πολλές νεκροψίες. «Το τι τελειώνει και τι μένει», όπως έγραψε ο Γ. Βούλγαρης (βλ. ΤΑ ΝΕΑ, 10/6/2023), τι απέμεινε και τι θα γίνει, θα διαπιστωθεί μετά τις εκλογές. Θεωρώ ότι και το 20.7% αποτελεί μια πολύ μεγάλη επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ από τη στιγμή που η δική του μαύρη «εναλλακτική» πραγματικότητα που είχε κατασκευάσει με την ολοκληρωτική του προπαγάνδα και τον φαιοκόκκινο λαϊκισμό του δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματική πραγματικότητα. Συνολικά, τα «αντισυστημικά» κόμματα αθροίζουν περίπου το 50% του εκλογικού σώματος. Λυπηρό. Επικίνδυνο για τη δημοκρατία. Δεν συνυπολογίζω την μπούρδα του κ. Ανδρουλάκη περί «αντισυστημικού ρεαλισμού».

Η εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το πιο σημαντικό πολιτικό φαινόμενο που σημειώθηκε στις εκλογές της 21ης Μαΐου. Ηλίοιυ φαεινότερο. Η ανάλυση του κ. Γιάννη Μαυρή, διευθύνοντα συμβούλου της Public Issue, για τα εκλογικά αποτελέσματα στις 21/5  (βλ. www.mavris.gr, 6/6/2023), περιέχει πολλές ενδιαφέρουσες επισημάνσεις.

Πράγματι, εάν η 25η Ιουνίου επαληθεύσει σε γενικές γραμμές τις εκλογικές τάσεις του Μαΐου και τις μέχρι σήμερα δημοσκοπήσεις τότε θα πρόκειται για την πιο ριζική αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων μετά την περίοδο 2012-2019. Ο εκλογικός νόμος (4654/2020) καθιστά απαγορευτική την κάθοδο στις εκλογές «συνασπισμού» κομμάτων και άχρηστο το ρόλο κάποιου φιλόδοξου «Μιτεράν», αλλά ουδόλως αποκλείει τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας. Δεν εξασφαλίζει εξ ορισμού αυτοδυναμίες, ισχνές ή ισχυρές.

Χρειάζεται πλέον ο δικομματισμός;

Μπορεί εκ των πραγμάτων να αποδειχτεί ότι το πολιτικό σύστημα, για να είναι λειτουργικό και αποτελεσματικό, δεν χρειάζεται πλέον τον παλαιού τύπου δικομματισμό, υψηλού ή χαμηλού βαθμού, ατελή ή όχι.  Ορθώς μεν επισημαίνεται ότι ο δικομματισμός εξυπηρέτησε το πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης με επάρκεια, συντέλεσε στην πολιτική σταθερότητά του, με όλες τις αδυναμίες του και τα αρνητικά του. Όμως, κατά την άποψή μου, η χρησιμότητά του έχει εκπνεύσει. Δεν αποτελεί, στις σημερινές πολιτικές συνθήκες, αναγκαίο παρακολούθημα ή συστατικό του εκλογικού συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής. Ακόμα και με τρία ισχυρά (υποθετικά) κόμματα άνισης ισχύος και εκλογικής απήχησης που ανταγωνίζονται για την πρωτιά το πολιτικό σύστημα μπορεί άνετα να λειτουργήσει, υπό ορισμένους όρους, μεταξύ των οποίων καθοριστικοί, εκ των ουκ άνευ, είναι η απερίφραστη, γνήσια, στην πράξη, καταδίκη της πολιτικής βίας και η αποδοχή και ο σεβασμός των κανόνων και των θεσμών του συστήματος της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Χρειάζονται, επομένως, συστημικά πολιτικά κόμματα με συγκεκριμένη ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα και πρόγραμμα διακυβέρνησης, κι όχι μικρά κόμματα, αριστερά και δεξιά, ως συμπληρώματα. Η ύπαρξη ενός ισχυρού κόμματος στην κυβέρνηση και η μεγάλη απόστασή του από τα δυο κυριότερα κόμματα της αντιπολίτευσης δε συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη μετάβαση σε ένα πιο ισορροπημένο πολιτικό σύστημα, πράγμα που θα καθιστά αναπόφευκτες κυβερνήσεις συνεργασίας. Ο «κορμός» ενδέχεται να μην είναι πάντα ο ίδιος η δε «αξιωματική» αντιπολίτευση να μην έχει τη σημασία που έχει σήμερα. Δεν αποκλείεται δε να εμφανιστούν άλλα, μικρά μεν αλλά αξιόπιστα συστημικά κόμματα κυβερνητικής προοπτικής, όπως η ΔΗ.ΜΑΡ και το Ποτάμι, χωρίς να έχουν την τύχη τους.

Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ

Αναφορικά με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ή άνοδος του οποίου θα μπορούσε να αποτελέσει το κλειδί, τον καταλύτη, για μα τέτοια νέα κομματική και πολιτική ισορροπία, τα προβλήματά του παραμένουν δύσκολα και δυσεπίλυτα. Η ανωτέρω ανάλυση του κ. Μαυρή έδειξε ότι το υπαρξιακό του πρόβλημα παραμένει ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε σχέση με το 2019 οι εισροές στο ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ ανήλθαν στο 17.7%, ήτοι σε 315.000 ψήφους έναντι αντίστροφων εκροών 17.& %, ήτοι 81.000. Εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι πρόκειται για «συγκοινωνούντα δοχεία». Τα καθαρά κέρδη από τις αντίστοιχες μετακινήσεις από και προς τη ΝΔ ήταν πενιχρά, παρά την όξυνση στο έπακρο της αντιδεξιάς ρητορείας, στα όρια της υστερίας και της ασυναρτησίας. Επίσης, η πρόσφατη δημοσκόπηση της GPO (βλ. εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 10/6/23) επαληθεύει τη διαπίστωση περί συγκοινωνούντων δοχείων μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ. Οι διαρροές του πρώτου προς το δεύτερο είναι της τάξης του 5.3% και οι εισροές στο 1.5%, άρα, το ισοζύγιο αυτή τη φορά είναι αρνητικό, το οποίο αντισταθμίζεται από τις εισροές-εκροές σε σχέση με τη ΝΔ.

Το ΠΑΣΟΚ, τριχοτομημένο στην εκλογική του βάση καθώς παραμένει αναφορικά με τις κυβερνητικές συνεργασίες (1/3 με ΝΔ, 1/3 με ΣΥΡΙΖΑ, το υπόλοιπο με κανέναν), συνέπεια της πολιτικής του κόμματος, συνταγή παράλυσης και αδιεξόδων με ευθύνη της ηγεσίας του, μπορεί τελικά να αποφύγει το πικρό ποτήριον της συγκυβέρνησης με τη ΝΔ για δεύτερη φορά, αλλά δε θα μπορέσει να αποφύγει την αναγκαία συζήτηση μετεκλογικά για το υπαρξιακό του πολιτικό πρόβλημα.

Φαίνεται να βρισκόμαστε στο μεταίχμιο μας νέας πολιτικής εποχής.

Δημοσιεύτηκε στη ηλεκτρονική εφημερίδα athensvoice.gr