Οκτώ κείμενα απολογισμού και αυτογνωσίας από ισάριθμα πρόσωπα με ενδιαφέρουσες πολιτικές διαδρομές: στην αντιδικτατορική πάλη, σε εκδοχές της δημοκρατικής Αριστεράς και στη διεκδίκηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της Ευρώπης. Τι μένει από μια τέτοια πορεία; {ΤΒJ}
Στη μνήμη του Λάμπη Ντόλκα
Τον περασμένο Μάιο, κυκλοφόρησε ένα σημαντικό και πολύτιμο βιβλίο, οι Διαδρομές. Τα κείμενά του υπογράφουν οκτώ συγγραφείς: Νίκος Διακουλάκης, Σπύρος Καβουνίδης, Νίκος Κουτρέτσης, Γιάννης Μαρούκης, Γιάννης Μεϊμάρογλου, Λάμπης Ντόλκας, Βασίλης Στεφανής, Δημήτρης Ψυχογιός, από τις Εκδόσεις Επίκεντρο, Μάιος 2021, 288 σελ. Ήδη όμως ένας από τους 8 απουσιάζει, ο αλησμόνητος Λάμπης Ντόλκας. Η βιολογική του «διαδρομή» τερματίστηκε πρόσφατα, τελείως απροσδόκητα. Μόλις πρόλαβε να παραδώσει τη δική του εμπειρία και τα δικά του συμπεράσματα ενός δημιουργικού και έντιμου πολιτικού βίου, μεταξύ μιας διαδρομής στην οποία τίμησε με πάθος και προσωπικές θυσίες τις δημοκρατικές και προοδευτικές του ιδέες, τη φιλελεύθερη δημοκρατία, τους συναγωνιστές και φίλους του.
Η «διαδρομή» καθενός από τους συγγραφείς, πέρα από τον «κοινό παρανομαστή» που όλοι τους εντοπίζουν στις πολιτικές τους εμπειρίες στην περίοδο της δικτατορίας (συλλήψεις, βασανισμοί, φυλακίσεις, διώξεις), είναι επίσης συνάρτηση και άλλων δεδομένων, παγκόσμιων και εγχώριων, πολιτικών και πολιτισμικών, κουλτούρας.
Πρόκειται για «ανδρικό» βιβλίο. Αλλά, αυτό δε σημαίνει ότι οι συγγραφείς ήθελαν να αποκλείσουν γυναίκες με ανάλογες «διαδρομές» ή άλλους άνδρες με ανάλογες εμπειρίες. Άλλωστε, οι πορείες καθενός από τους οκτώ συγγραφείς, μολονότι αναπόφευκτα μοναδικές από προσωπική άποψη, έχουν και κάποιο «αντιπροσωπευτικό» χαρακτήρα για μια ολόκληρη γενιά ή μάλλον για όσες και όσους βάδισαν στα ίδια μονοπάτια. Ήταν λίγοι και εκλεκτοί, γυναίκες και άνδρες.
Επομένως, χρειάζεται να επαναλάβει κανείς και να τονίσει ότι το βιβλίο έχει μια ανεκτίμητη προσωπική και κοινή αξία όχι μόνο συναισθηματική αλλά ευρύτερα ιδεολογική και πολιτική. Προσωπική πάνω από όλα καθώς ο «εμπνευστής» του βιβλίου Σπύρος Καβουνίδης, εξηξγώνξτας το νόημα του βιβλίου, απαντά στο ερώτημα για ποιους γράφτηκε. «Μα πρώτα απ’ όλα για μας», λέει, Αλλά και για όσους θα ήθελαν να μοιραστούντις στιγμές τους.
Το βιβλίο είναι ανοιχτό, δεν δίνει «τετελεσμένες», οριστικές απαντήσεις καθώς η κατάρρευση των πολιτικών βεβαιοτήτων στη «διαδρομή» εκάστου και η πορεία αυτογνωσίας μέσα από μια επώδυνη και αγωνιώδη πορεία διαψεύσεων, αναθεωρήσεων και ανατοποθετήσεων κάπου καταλήγει, εν όψει μάλιστα της συνειδητοποίησης ότι ο βιολογικός ορίζοντας περιορίζεται με την πάροδο του χρόνου.
Ωστόσο, αυτή η επώδυνη πορεία αυτογνωσίας είναι η πιο πολύτιμη παρακαταθήκη των «διαδρομιστών». Για όλους τους συγγραφείς η απάντηση στο ερώτημα «εσύ τι έκανες στη δικτατορία;» αποτελεί τίτλο τιμής και υπερηφάνειας για τους απογόνους, τους φίλους τους, τους πολίτες, τουλάχιστον μιας ορισμένης ηλικίας και κατηγορίας. Μπορούν με άνεση και υπερηφάνεια να πουν ότι «τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα….»
ΥΠΑΡΞΙΑΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Υπάρχει, βέβαια, κι ένα άλλο πιο υπαρξιακό ερώτημα που δεν αφορά μόνο ατομικά κάθε «διαδρομέα» αλλά καθένα αντίστοιχης ηλικίας που υπηρέτησε τις πολιτικές ιδέες και απόψεις του με τιμιότητα και ταπεινότητα. Με το πλεονέκτημα όχι μόνο της πολιτικής ωρίμανσης και μιας πολυκύμαντης μακράς πολιτικής διαδρομής αλλά και της ύστερης γνώσης σκεπτόμενων και συνεχώς προβληματιζόμενων ατόμων, εμπλεκόμενων στη δημόσια πολιτική δράση, ποιος τελικά είναι ο απολογισμός; Θα έκαναν τα ίδια αν μπορούσαν να γυρίσουν το ρολόι του χρόνου πίσω στα εφηβικά, νεανικά και φοιτητικά τους χρόνια όταν το προσωπικό τίμημα της πολιτικής δράσης ήταν πολύ υψηλό ιδιαίτερα στα χρόνια της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας; Θα έκαναν τις ίδιες πολιτικές επιλογές κατόπιν, στη Μεταπολίτευση; Μπορεί κανείς να αρνηθεί τον νεανικό εαυτό του, τις πολιτικές επιλογές που έκανε τότε; «Επιστρέφει» με κάποια ρομαντική και εξιδανικευμένη διάθεση ή με τρόπο ορθολογικής πολιτικής εκτίμησης στη βάση των εμπειριών και της ύστερης γνώσης; Ερωτήματα κάθε άλλο παρά εύκολα καθώς ο απολογισμός κάθε ατομικής «διαδρομής» στον προσωπικό και ιδιαίτερα στον πολιτικό βίο θίγει τον υπαρξιακό και αξιακό πυρήνα.
Ως προς το πρώτο ερώτημα η απάντηση όλων έρχεται με απόλυτη βεβαιότητα. Φυσικά και θα έκαναν τα πάντα για να ρίξουν τη χούντα. Από άποψη πολιτικής ηθικής ακόμα και η βίαια πολιτική δράση, όπως του Δημήτρη Ψυχογιού, δικαιώνεται κατά την άποψή μου, όπως αυτή κάθε τυραννοκτόνου. Απλώς, γίνεται ακατανόητη και επικίνδυνη για τη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία και τους θεσμούς της στις συνθήκες της Μεταπολίτευσης, από την κατάρρευση της χούντας το 1974 μέχρι σήμερα, τη μεγαλύτερη περίοδο δημοκρατίας, ευημερίας και ασφάλειας που γνώρισε ποτέ η χώρα στην ιστορία της. Είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι ανεξάρτητα από την ιδεολογική και πολιτική τους αφετηρία – κι αυτό αφορά σε όσους ξεκίνησαν την πολιτική τους δράση από τις γραμμές κομμουνιστικών, κομμουνιστογενών και διάφορων ακροαριστερών οργανώσεων που είχαν ως «τελικό στόχο» την ανατροπή του δημοκρατικού συστήματος με βίαια μέσα – όλοι οι συγγραφείς είναι ένθερμοι υποστηριχτές της σύγχρονης φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Όσοι δε εκ των φίλων τους ακολούθησαν άλλη πορεία ή εξακολουθούν να πιστεύουν και να στηρίζουν «αντισυστημικές», «αντικαπιταλιστικές» πολιτικές δυνάμεις, απλώς αναπαράγουν επικίνδυνα προσωπικά και πολιτικά αδιέξοδα στο δικό τους μικρόκοσμο. Διότι, η μεσοαστική νεανική πολυτέλεια και άνεση «αντισυστημικής» δράσης υπάρχει μόνο χάρις στην ανεκτικότητα της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Και στις προσωπικές θυσίες αυτών που την πίστεψαν και επιδίωξαν την εγκαθίδρυσή της με δυτικές πλέον προδιαγραφές, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς, μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974.
Πουθενά αλλού, σε κανένα άλλο «σύστημα» και «καθεστώς» όσες και όσοι παρέμειναν οπαδοί της πολιτικής βίας δεν θα μπορούσαν να έχουν ανάλογη πολιτική δράση ως φορείς ανατροπής του «συστήματος» εκτός κι αν οι ίδιοι αποτελούν το νέο «σύστημα», οπότε, σύμφωνα με όσα πιστεύουν και επαγγέλλονται δεν θα γίνεται ανεκτή καμιά πολιτική δραστηριότητα εναντίον του δικού τους «συστήματος» που θα ήταν τρόφιμοι των πολιτικών ψυχιατρίων, των γκουλάγκ και των υπόλοιπων γνωστών καταστάσεων στα ολοκληρωυτικά φαιοκόκκινα καθεστώτα. Το θέμα δεν είναι ότι ορισμένοι εκ των φίλων του Μεϊμάρογλου από την εποχή που ήταν στο Παρίσι ή φίλοι και συναγωνιστές των άλλων συγγραφέων έχουν ακόμα «τα μυαλά τους στα κάγκελα», όπως γράφει ο ίδιος, αλλά ότι οι στάσεις αυτές αποτελούν επικίνδυνες αντιδημοκρατικές συμπεριφορές. Όταν ξεπερνούν το επίπεδο της γραφικότητας και της χυδαιότητας, γίνονται εξ αντικειμένου βίαιες και επικίνδυνες για την δημοκρατία. Όταν χειροκροτούνται και στηρίζονται πολιτικά, ακόμα και από κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης – πρωτοφανές σε μια φιλελεύθερη δυτική δημοκρατία – κατάδικοι τρομοκράτες δολοφόνοι της 17 Νοέμβρη με πρόσχημα κάποια δήθεν παραβίαση του «κράτους δικαίου». Όταν οι δολοφόνοι αφήνονται ελεύθεροι με άδειες και κάνουν κυνικά βόλτα στον τόπο των απεχθών εγκλημάτων τους αμετανόητοι χωρίς την εκφραση κάποιας τυπικής ή σκόπιμης μεταμέλειας ή συγνώμης. Όταν αποτελούν ακόμα «πρότυπα» για νέα άτομα. Κι όμως, ακόμα κι αυτοί αποφυλακίζονται με όρους, σύμφωνα με τους νόμους. Καγχάζουν, βέβαια, οι πολέμιοι της δημοκρατίας την οποία θέλουν μεν να καταργήσουν τα δικαιώματα δε της οποίας διεκδικούν τελείως κυνικά και υβριστικά. Δεν έχουν πρόβλημα. Το σκοπό τους θέλουν να πετύχουν με κάθε μέσο.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα, αυτό των πολιτικών τους επιλογών στη Μεταπολίτευση την απάντηση δίνει τελικά η αφοσίωσή τους στην πολιτική δημοκρατία, την κοινωνική πρόοδο και την εμπέδωση της χώρας στην ΕΕ, το ευρώ και τους θεσμούς της Ένωσης. Πρόκειται για προσανατολισμούς που συνυφαίνονται με τις επιδιώξεις εγχώριων πολιτικών δυνάμεων οι οποίες δεν έχουν σχέση είτε με κομμουνιστικές και «επαναστατικές» ουτοπίες, περιέργως ακόμα ζωντανές εν Ελλάδι, είτε με αριστερόστροφους και επικίνδυνους αντιδημοκρατικούς, δήθεν «αντισυστημικούς», φαιοκόκκινους λαϊκισμούς.
Έχει επίσης μεγάλη σημασία να τονιστεί πως όταν μιλάμε για τη δεκαετία του ’60, μιλάμε για μια συνταρακτική, επαναστατική και ανεπανάληπτη δεκαετία. Βέβαια, κάθε δεκαετία είναι τρόπον τινα «ανεπανάληπτη». Καμιά, όμως, δεν είχε την καθοριστική επίδραση που είχε η δεκαετία του 1960, πολιτικά και πολιτισμικά όχι μόνο στην παγκόσμια πολιτική σκηνή αλλά και στην Ελλάδα. Ούτε τον μακρόχρονο απόηχό της.
Οπότε, η διαφορά μερικών ετών έχει τεράστια σημασία. Επί παραδείγματι, ο Λάμπης Ντόλκας και ο Σπύρος Καβουνίδης ήταν ώριμοι φοιτητές όταν οι συνταγματάρχες κατέλυσαν τη δημοκρατία στις 21 Απριλίου 1967. Ο Ντόλκας, μάλιστα, κατείχε ηγετική θέση στο φοιτητικό κίνημα ως στέλεχος της ΕΔΗΝ (της Νεολαίας της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου) και Γενικός Γραμματέας της Εθνικής Φοιτητικής Ένωσης Ελλάδος (ΕΦΕΕ) που ενιαία τότε καθοδηγούσε το φοιτητικό κίνημα. Ο Στεφανής και ο Ψυχογιός ήταν «πρωτάκια» στο Πανεπιστήμιο. Μάλιστα, καθ’ ομολογία του Ψυχογιού, ο Ντόλκας τον «ψάρεψε» (τον στρατολόγησε) στην ΕΔΗΝ. Οι άλλοι ήταν γυμνασιόπαιδα όταν τους «βρήκε» η δικτατορία. Ίσως αυτό να μην έχει κάποια καθοριστική πολιτική σημασία, ενδέχεται, όμως, να έχει ιδεολογική και πολιτισμική αν δεχτούμε ως καθοριστική «τομή», όπως ήταν, την εγκατάσταση στρατιωτικού διδακτορικού καθεστώτος το 1967, που διήρκησε 7 ολόκληρα χρόνια.
ΚΑΙ ΤΙ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;
«Και τι κατάλαβες»; προλαμβάνει μια λογική ερώτηση τρίτων, φίλων, αναγνωστών και λοιπών, ο Γιάννης Μεϊμάρογλου. «Κατάλαβα ότι το ταξίδι είναι που δίνει αξία κι ομορφαίνει τη ζωή μας. Η Ιθάκη, έτσι κι αλλιώς, θα είναι πάντοτε εκεί και θα μας περιμένει. Ακόμα κι αν δεν προλάβουμε να φτάσουμε», είναι η απάντησή του. Αισιόδοξη νότα, μολονότι η «Ιθάκη» είναι εξ ορισμού ένας μετακινούμενος προορισμός. Ο ίδιος όχι μόνο παραμένει πολιτικά ενεργός, αρθρογραφεί με πάθος αλλά με σύνεση πάνω στα σύγχρονα θέματα, ένθερμος υποστηρικτής του εκσυγχρονισμού και των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα, «μενουμευρωπαίος» μέχρι το κόκκαλο. Σφοδρός πολέμιος της λαϊκιστικής φαιοκόκκινης πολιτικής και χυδαιότητας.
Είναι, ίσως, πολύ σημαντικό ότι κανείς τους δεν έχει την αίσθηση ότι έφτασε στην «Ιθάκη» και κανείς τους δεν αισθάνεται «απόστρατος». Άπαντες διατηρούν αξιόλογους βαθμούς αισιοδοξίας. Ο Νίκος Διακουλάκης, που εξακολουθεί ενίοτε να αρθρογραφεί, ποντάρει σε «νέες δυνάμεις, νέες ιδέες και νέα πρόσωπα» για να «πιάσουν το νήμα» και να δημιουργήσουν ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα που έχει ανάγκη η χώρα για να αντιμετωπίσει τις σημερινές πολλαπλές προκλήσεις και να συντονίσουν τη χώρα με μια νέα, συνταρακτική εποχή. Ο Σπύρος Καβουνίδης με κάποιο δισταγμό, όπως λέει, προτείνει τη «Φιλελεύθερη Ευρωπαϊκή Αριστερά». Εξακολουθεί κι αυτός να αρθρογραφεί και να παρεμβαίνει στη δημόσια σφαίρα. Ο Νίκος Κουτρέτσης, που ήταν στο ΠΟΤΑΜΙ μέχρις που αυτό στέρεψε δεν το βάζει κάτω. «Αυτή τη φορά θα νικήσω», γράφει. «Πρέπει να το παλεύεις κάθε μέρα». Συνεχίζει τις παρεμβάσεις του από τις γραμμές της Κίνησης Κοινωνικού Φιλελευθερισμου «εΜείς». Ο Γιάννης Μαρούκης επισημαίνει ότι με το «αν» δεν ξαναγράφεται η ιστορία, «γράφονται όμως οι ατομικές ευθύνες». Και μας δίνει το στίγμα του παραθέτοντας βιβλία που διάβασε και κινηματογραφικές ταινίες που είδε τα τελευταία 15 χρόνια. Ο Λάμπης Ντόλκας τονίζει ότι «Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι» κι ότι απλώς σήμερα θα ήταν πιο επιφυλακτικός απέναντι στις «δοσμένες» αλήθειες. Ήταν φανατικός ευρωπαϊστής. Το δικό του ταξίδι τέλειωσε αιφνιδίως το καλοκαίρι, χωρίς σχεδόν να το πάρουμε είδηση γεμίζοντας όλους μας θλίψη. Ο Βασίλης Στεφανής διερωτάται αν αυτός κι οι φίλοι του θα ήθελαν να συνεχίσουν ένα ταξίδι στον ωκεανό χωρίς άγκυρα και πυξίδα «έχοντας την ψευδαίσθηση ότι τελικά θα αποφύγουμε τα λιοντάρια στην αμείλικτη αρένα του Κολοσσιαίου». Τέλος, ο Δημήτρης Ψυχογιός παραμένει δραστήριος συγγραφικά, γράφει, μεταφράζει, εξακολουθεί να μάχεται από τις επάλξεις της σοβαρής δημοσιογραφίας και να υπογραμμίζει τη διαβρωτική και επικίνδυνη επίδραση της πολιτικής βίας στο δημοκρατικό πολίτευμα. Ως Διόδωρος Κυψελιώτης στο εβδομαδιαίο Επταήμερο, τον επινοημένο μπούφο του και το δηλητηριώδες, κυνικό χιούμορ του, εξακολουθεί να κρίνεται συνεχώς από αναγνώστες, φίλους, συμπολίτες. Καμιά φορά είναι υπέρ το δέον κυνικός για την αξία και αυταξία της πολιτικής και των πολιτικών, εξ αιτίας μάλλον των οδυνηρών για τη χώρα και την κοινωνία κρίσεων της τελευταίας δεκαετίας.
Από όποια οπτική γωνία κι αν διαβάσει κανείς το βιβλίο πρόκειται για ένα συναρπαστικό και υπέροχο ταξίδι, όχι σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν αλλά στην αυτογνωσία που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο σε όσες κοινωνίες επιδιώκουν να βλέπουν κριτικά το παρελθόν τους και να χαράζουν με γνώση και ρεαλιστικούς στόχους το μέλλον τους.
Προσωπικά, από τις πρώτες αράδες που άρχισα να το διαβάζω αισθάνθηκα «συνοδοιπόρος» και «συνταξιδιώτης» με τους «εκδρομείς του ’60 άντε και του ’70», όπως καταλήγει ο Μεϊμάρογλου στο σύντομο Πρόλογό του. Είμαι απόλυτα 7βέβαιος ότι τα ίδια συναισθήματα κατέκλυσαν όσους μέχρι στιγμής κατάφεραν να διαβάσουν το βιβλίο κι είχαν αντίστοιχες, παρόμοιες ή ανάλογες πολιτικές εμπειρίες και διαδρομές.
«Παιδιά» με βαθειά συγκίνηση σας ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ‘60
Το κείμενό μου, το έχτε καταλάβει, δεν έχει καμιά πρόθεση αναλυτικής «βιβλιοκρισίας». Περισσότερο περιέχει επισημάνσεις από μια «παράλληλη» διαδρομή. Αντιστάθηκα στον πειρασμό να εμβαθύνω με αναλύσεις για το πλαίσιο προσώπων, γεγονότων, πολιτιστικών και πολιτικών επιδράσεων, εγχώριων αλλά κατ’ εξοχήν ξένων, δυτικών αλλά και άλλων, στη δεκαετία του 1960 στην ελληνική κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική ζωή. Αναφέρω απλώς και μόνο ως υπόμνηση, υπαινικτικά και επιγραμματικά, ορισμένους «δείκτες».
Δεν ήταν μόνο η «Χαμένη Άνοιξη» λόγω της δικτατορίας, η απώλεια ήταν μεγαλύτερη. Η ελληνική κοινωνία έχασε την ευκαιρία του δημιουργικού διαλόγου με τα δυτικά κυρίως, ιδεολογικά, πολιτικά και πολιτιστικά ρεύματα της εποχής. Τι σχέση μπορούσε να έχει η κριτική μιας μέτριας δυτικής καταναλωτικής κοινωνίας στη μεταπολεμική περίοδο από τη Σχολή της Φρανγκφούρτης με μια κοινωνία ελλιπούς δημοκρατίας, που δεν είχε ακόμα επουλώσει τις πληγές του Εμφυλίου Πολέμου, που μαστιζόταν από τη μετανάστευση, τη φτώχεια κ.τ.λ.; Χρειάζεται να «ξαναεπισκεφτούμε» και να ξανασυζητήσουμε την εποχή εκείνη. Τότε που παρακολουθήσαμε την προσελήνωση του Απόλλωνα από το πεζοδρόμιο, χαζεύοντας την εικόνα σε προθήκες καταστημάτων, καθώς η τηλεόραση είχει μόλις κάνει την εμφάνισή της στην Ελλάδα και ελάχιστοι ήταν σε θέση να αγοράσουν το μαγικό ασπρόμαυρο κουτί. Τότε που πολλοί αριστεροί δεν πίστευαν στα ίδια τους τα μάτια! Πώς ήταν δυνατόν οι Αμερικανοί να ξεπεράσουν τη Μεγάλη Σοσιαλιστική Πατρίδα, τη Σοβιετική Ένωση;
Τι ακριβώς διάβαζε η νεολαία τότε (όχι μόνο η αριστερή νεολαία); Τι μουσική άκουγε, τι ταινίες παρακολουθούσε; Πόσο ταξίδευε; Τι παραγόταν στις εγχώριες καλλιτεχνικές σκηνές; Οι αλλαγές ήταν καθοριστικές σε πολλά πεδία και επίπεδα. Πώς όμως και γιατί, στη Μεταπολίτευση, κυριάρχησαν τάσεις που, χρόνια μετά, συνέβαλαν στην ανάδειξη του φαιοκόκκινου λαϊκισμού και μιας βαθειάς κρίσης που πέρα από την οικονομία έθιξε και τραυμάτισε βαθειά το θεσμικό οικοδόμημα της χώρας, αμφισβήτησε πολιτικές σταθερές, σταθερούς εξωτερικούς προσανατολισμούς και συμμαχίες που είχαν διασφαλίσει την ευημερία και αφάλεια της χώρας τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου; Πρέπει ίσως να ανατρέξουμε στα πολιτισμικά αριστερά μορφώματα της δεκαετίας του 1960 και στην περίοδο της δικτατορίας για να ερμηνεύσουμε το γεγονός ότι ο Πούτιν είναι ο πιο δημοφιλής ηγέτης ξένης χώρας στην Ελλάδα. Γιατί η αποκαλούμενη «ανανεωτική Αριστερά» (που αποδείχτηγκε ελάχιστα ανανεωτκή εκτός ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων), είχε τελικά τόσο μικρή πολιτική εμβέλεια, γιατί εξευτελίστηκε στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, γιατί έτρεφε όνειρα επαναστατικής ρήξης μολονότι κανένα «σύστημα» δεν την εμπόδισε να καταλάβει την εξουσία δημοκρατικά;
Η ουσία είναι ότι η επιρροή των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατικών ιδεών, του μαρξισμού και δυτικών αριστερών δημοκρατικών κινημάτων και ιδεών της Δύσης δεν είχαν την καθοριστική επίδραση που είχαν σε άλλες χώρες για τη διαμόρφωση μιας σύγχρονης, θεσμικής Αριστεράς, με δημοκρατική πολιτική κουλτούρα εντός των φιλελεύθερων δημοκρατικών πολιτευμάτων και των θεσμών τους, όπου αναδύθηκε, λειτούργησε και ελεύθερα λειτουργεί. Γιατί η ελληνική κομμουνιστική και κομμουνιστογενής αριστερά αποδείχτηκε φασίζουσα, ολοκληρωτική, αντιευρωπαϊκή, λαϊκιστική και τόσο χυδαία;
Πρέπει να βάλω κάποια τελεία καθόσον και μια απλή απαρίθμηση των συνταρακτικών και επαναστατικών αλλαγών της δεκαετίας του 1960, θα χρειαζόταν κυριολεκτικά σελίδες ολόκληρες. Από το Τοίχος του Αίσχους του Βερολίνου το 1961, το χάπι της αντισύλληψης, τι μίνι φούστα, τη σεξουαλική επανάσταση και την κρίση των πυραύλων της Κούβας μέχρι τα αντι-αποικιακά, φιλειρηνικά και φεμινιστικά κινήματα και τα κινήματα για τα δικαιώματα των αφροαμερικανών στην Αμερική, τις δολοφονίες των Κένεντυ, του Λούθερ Κινγκ, του Μάλκομ Χ, τον Τσε Γκεβάρα, τον πόλεμο στο Βιετνάμ, τα ρεύματα στη μουσική, τη μόδα, τις τέχνες, τα ναρκωτικά, τα παιδιά των λουλουδιών, τους χίππιδες, μέχρι τον Μάη του 1968 και την Άνοιξη της Πράγας, τον άνθρωπο στο διάστημα και στο φεγγάρι, το Woodstock, καθώς και τις εκατόμβες της Πολιτιστικής Επανάστασης του Μάο – που αποδείχτηκε από τους μεγαλύτερους χασάπηδες του περασμένου αιώνα, το «κόκκινο βιβλιαράκι» το οποίο κράδαιναν πασίγνωστοι διανοούμενοι και συγγραφείς στη Δύση και το οποίο είχε κι έχει ακόμα θαυμαστές στη χώρα μας πασίγνωστους πολιτικούς της Αριστεράς. Εράνισα ορισμένα συγκλονιστικά γεγονότα. Η επίδραση των επαναστατικών αυτών αλλαγών είναι ακόμα εμφανής.
Αλλά, οι γενιές που έζησαν, βίωσαν, επεξεργάστηκαν και μετέδωσαν εκείνες τις επιδράσεις, αναπόφευκτα, απέρχονται. Και πράττουν άριστα που επιθυμούν να αφήσουν ως παρακαταθήκη για τους φίλους, «συνοδοιπόρους» και τις νεότερες γενιές τις δικές τους «διαδρομές».
ΕΙΔΩΛΑ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΤΡΑ
Ορισμένα «είδωλα» της εποχής εκείνης, εποχής διαμόρφωσης πολιτικής συνείδησης, προσωπικότητας και επιλογών, είναι ακόμα ενεργά – από τον Πωλ ΜακΚάρντνεϋ των Beatles που έγινε Σερ και γραμματόσημο μέχρι τον Μπομπ Ντύλαν και τη Τζόαν Μπαέζ που πάτησαν τα 80. Και ο Μικ Τζάγκερ (Σερ κι αυτός) των Rolling Stones ακόμα ενεργός στα 80όντα του. Στις 17/4/1967, λίγο πριν από το πραξικόπημα, το συγκρότημα έδωσε συναυλία στο γήπεδο του Παναθηναϊκού παρουσία 10.000 περίπου νεολαίων την οποία και διέλυσε η αστυνομία. Πόσοι αριστεροί νεολαίοι είχαν πάει στη συναυλία αυτή; Άγνωστο. Προσωπικώς, δεν θυμάμαι να της είχαμε δώσει τότε μεγάλη σημασία.
Τότε, βλέπετε, υπήρχε ορμή αλλά και σοβαρό ‘ελλειμμα γνώσης και ρεαλισμού. Οπότε έχει σημασία η παραδοχή των εκ των συγγραφέων του βιβλίου, Δημήτρη Ψυχογιού, ο οποίο αξιολογεί τις νεότερες γενιές συγκρίνοντάς τες με τη δική του: «Πιστεύω απόλυτα πως η νέα γενιά, οι σημερινοί εικοσάρηδες και τριαντάρηδες είναι πολύ καλύτεροι από εμάς, τους γονείς και τους δασκάλους τους δηλαδή. Έχουν περισσότερες γνώσεις και καλύτερη καλλιέργεια σε σύγκριση με εμάς στην ηλικία τους». (από συνέντευξη, 2015).
Παραμένει ασαφές εάν η εκτίμηση αυτή συνδέεται αξιακά, πολιτικά ή καθ’ οιοδήποτε άλλο τρόπο με την κληρονομιά που άφησαν οι «Διαδρομές» ή πρόκειται για κάποια άλλη «ανεξάρτητη» μεταβλητή.
Προσωπικά, διατηρώ τις αμφιβολίες μου για μια τέτοια γενίκευση, ιδιαίτερα ως προς το πολιτικό επίπεδο. Ιδιαίτερα σε ό,τι έχει να κάνει με τις δραστήριες και μαχητικές αριστερές (και την πανσπερμία των ακροαριστερών) νεολαίες. Δεν χάνουν την ευκαιρία για κατασκηνώσεις και μνημόσυνα στο Γράμμο, στηρίζουν τους διάφορους Κουφοντίνες, ασκούν και πιστεύουν στην πολιτική βία ως μοχλό «ανατροπής» τους «καθεστώτος» και του «συστήματος». Είναι φανερό πως δεν μπορούν να αποτελούν την «ελπίδα» και το «μέλλον» της χώρας στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής πολιτείας. Το αντίθετο μάλιστα.