Η Εξεταστική για τα ΜΜΕ και τις δημοσκοπήσεις επαναφέρει το ζήτημα της διερεύνησης των γεγονότων που οδήγησαν στο δημοψήφισμα του 2015 και στο τρίτο μνημόνιο. Αναγκαία η πολιτική συντριβή του εγχώριου φαιοκόκκινου λαϊκισμού, που επιμένει.
Ο πρόεδρος της Βουλής με απόφασή του μετέθεσε για την ερχόμενη Παρασκευή (12/11), λόγω του πένθους για την αποδημία της Φώφης Γεννηματά, τη συζήτηση στη Βουλή σχετικά με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής «για τη διερεύνηση της επιχείρησης πολιτικής χειραγώγησης της κοινής γνώμης, ευτελισμού των θεσμών και κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος».
Ο εγχώριος Τραμπ, ενώ είχε συγκατανεύσει στη Βουλή στην πρόταση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για τη διεύρυνση της Εξεταστικής ώστε να συμπεριλάβει και τα άθλια πεπραγμένα ποδηγέτησης των ΜΜΕ της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ (2015-2019), χωρίς κάποια αρχική αξιολογική κρίση, ως γνήσιος λαϊκιστής υπαναχώρησε. Προφανώς πιστεύει ότι θα κερδίσει πρώτα τις εντυπώσεις με τη λεγόμενη «λίστα Πέτσα», τα «εξωνημένα» και «φαύλα» ΜΜΕ, τις «πουλημένες» εταιρείες δημοσκοπήσεων και τα συναφή. Όλη η «ελίτ» και το «σύστημα» εναντίον του αθώου παιδός. Μετά, σχετικά με τη δική του φαύλη διακυβέρνηση, καρφί δεν του καίγεται. Κι ας κάνουν όσες Εξεταστικές θέλουν. Αρκεί να «απομονώσει» τα δικά του θέματα για τη δική του εκλογική πελατεία.
Δεν είναι, βέβαια, γνωστό πώς θα εξελιχτεί η όλη συζήτηση και ποιο τελικά θα είναι το χρονικό εύρος της δικαιοδοσίας της Εξεταστικής. Σε κάθε περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να αποφύγει την Εξεταστική για τις αθλιότητες που διέπραξε ο ίδιος απέναντι στα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους και για τις ολοκληρωτικές απόπειρες να καταργήσει την ελευθερία των ΜΜΕ με άγριες επιθέσεις κατά των δημοκρατικών θεσμών και με τη συστηματική υπονόμευσή τους.
Η κατασκευή μιας «άλλης πραγματικότητας» από φαιοκόκκινα λαϊκιστικά κόμματα ολοκληρωτικής κοπής και νοοτροπίας και νεοσταλινικής ηγεσίας δεν είναι κάτι το καινοφανές. Παρατηρείται και σε άλλες χώρες και μάλιστα σε ορισμένες δυτικές και προηγμένες. Ωστόσο, ιδιαίτερα στη δική μας περίπτωση, οι ισχυρισμοί του ΣΥΡΙΖΑ και η κατασκευή μιας «άλλης», δικής του πραγματικότητας μέσα στην οποία προσπαθεί να μας πείσει ότι ζούμε (αυταρχισμός, χούντα του Μητσοτάκη, αστυνομικό κράτος, ανάλγητη και ανίκανη κυβέρνηση κι άλλα πολλά, φαιδρά, επαίσχυντα και επικίνδυνα για τη φιλελεύθερη δημοκρατία) έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά φαρσοκωμωδίας, που αν δεν αποτελούσε πραγματικό κίνδυνο για τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας απλώς θα προκαλούσε ένα ειρωνικό μειδίαμα. Βέβαια, στόχος παραμένει ο σημερινός πρωθυπουργός και η σύζυγός του. Η επωδός; «Δώσε μας τη Μαρέβα».
Το θράσος του εγχώριου Τραμπ, του κόμματος που ηγείται και των συνοδοιπόρων του, δεν γνωρίζει όρια. Αν μη τι άλλο διότι κανένα ΜΜΕ, κανένα «σύστημα» δεν τον εμπόδισε να ανέλθει στην εξουσία με τις διαδικασίες της επάρατης «αστικής» δημοκρατίας. Ο ίδιος, η κομμουνιστογενής παρέα του και το φασίζον συγκυβερνόν κόμμα, έκαναν τα πάντα για να διαβρώσουν τους θεσμούς της και να ελέγξουν τους «αρμούς» της. Μάλιστα, ορατά μέρη του «συστήματος» τον στήριξαν και εμφανώς και υπογείως με ποικίλους τρόπους, εξ ου και οι διακοπές σε κότερα εφοπλιστών και τα συναφή, η συγκυβέρνηση με ένα ακροδεξιό λαϊκιστικό κόμμα καθώς και η αμέριστη στήριξη ορισμένων καραμανλικών.
Οι ψηφοφόροι και οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους, θα πρέπει να αποτελούν απίστευτη περίπτωση λωτοφάγων και σανοφάγων, εγκλωβισμένοι καθώς είναι στην ακλόνητη πεποίθησή τους ότι αποτελούν εξ ορισμού και εκ γενετής τα αθώα και ενάρετα «θύματα». Ότι κατέχουν περίοπτη και προνομιακή θέση στο λόφο της αρετής εκ του οποίου ορώνται τους πολιτικούς τους αντιπάλους, ή μάλλον εχθρούς («ή εμείς, ή αυτοί»), με περιφρόνηση και αλαζονεία ως ανήθικους, πουλημένους, αμαρτωλούς και τα συναφή. Κλασική περίπτωση ναρκισσισμού και προβολής μέχρι υστερίας ιδίων χαρακτηριστικών στους άλλους. Δέχονται, χωρίς να ζητούν λογικές και επαρκείς εξηγήσεις, τις ερμηνείες, ή μάλλον τη μοναδική ερμηνεία για τις στρατηγικές ήττες του «Λεγάμενου» και του κόμματος στις κάλπες του 2019. «Για όλα φταίνε τα ΜΜΕ». Δηλαδή, κάποιος άλλος. Εδραιωμένος και «σίγουρος» μύθος στη νεοελληνική παργματικότητα. Εύκολος στόχος, δοκιμασμένη συνταγή. Έρχεται, υποτίθεται τώρα να επισφραγίσει την ερμηνεία αυτή, να την αποδείξει η Εξεταστική.
Δεν αποκλείεται στη λεγόμενη «λίστα Πέτσα» να υπάρχουν ορισμένες σκοπιμότητες στη χρηματοδότηση, στην ενίσχυση των ΜΜΕ στην αρχική φάση της πανδημίας. Σίγουρα τα ΜΜΕ έχουν τη δική τους πολιτική ματιά, ενδέχεται να μην είναι ισόρροπα στα πολιτικά τους θέματα, έχουν τη δική τους κρίση και «γραμμή». Υπάρχει, όμως, πλουραλισμός και το θάρρος της γνώμης των δημοσιογράφων. Η στάση των ΜΜΕ απέναντι στα κόμματα και τις κυβερνήσεις διαμορφώνεται από πολλούς παράγοντες και, φυσικά, από διάφορα και ποικίλα κέντρα εξουσίας, από ομάδες πολιτικών, εμπορικών και άλλων συμφερόντων, άτομα κ.λπ. που προσπαθούν να τα να επηρεάσουν. Είναι μια συνήθης διαδικασία με τα δικά της πολιτικά και άλλα χαρακτηριστικά στις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Και φυσικά απείρως προτιμότερη κατάσταση από τα ΜΜΕ στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Άλλωστε, με όλα τα στραβά τους, τα ΜΜΕ δεν παύουν να αποτελούν το νευρικό σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας και ο πλουραλισμός τους είναι θεσμικώς απαραίτητος. Από τις ρυθμίσεις, όμως, για τη λειτουργία τους, συμπεριλαμβανομένου και του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος, μέχρι τις «γάτες των Ιμαλαΐων» και όλες τις προσπάθειες, επιτυχείς και ανεπιτυχείς, ελέγχου των ΜΜΕ με απίθανες και άθλιες μεθοδεύσεις, που ευτυχώς κατέπεσαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η απόσταση είναι πάρα πολύ μεγάλη. Αγεφύρωτη. Κι όλα αυτά θα καταδιώκουν εσαεί τους εγχώριους αριστερούς τραμπιστές. (Δεν υπεισέρχομαι εδώ στη συζήτηση για τον σημερινό ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε σχέση με τη λειτουργία της φιλελεύθερης δημοκρατίας).
Αναφορικά μάλιστα με τις δημοσκοπήσεις, η φαρσοκωμωδία ολοκληρώνεται πλήρως. Δεν είναι, βέβαια, οι δημοσκοπήσεις αλάνθαστο και τέλειο εργαλείο αποτύπωσης των τάσεων και εκλογικών προτιμήσεων και των διαθέσεων των πολιτών. Ορισμένες φορές, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες, ενδέχεται οι εκτιμήσεις να μην είναι τόσο κοντά στα αποτελέσματα των εκλογών που αποτελούν και έσχατο κριτήριο της «επαλήθευσης». Δεν το αρνούνται ούτε οι ίδιες και προσπαθούν συνεχώς να βελτιώνουν επιστημονικά τα εργαλεία τους. Δεν είναι εύκολη δουλειά ούτε είναι πολιτικά ακίνδυνη. Ασφαλώς και μπορούν να πέσουν έξω, άνευ δόλου ή άλλης σκοπιμότητας.
Συμβαίνει, όμως, από την εποχή της εκλογής του Κυριάκοιυ Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ τον Ιανουάριο του 2016, ΟΛΕΣ, εκατοντάδες δημοσκοπήσεων, να δίνουν σημαντικό προβάδισμα και στο κόμμα της ΝΔ και στην καταλληλότητα του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος προηγείται μακράν του αντιπάλου του.
Επί παραδείγματι, η γνωστή εταιρεία δημοσκοπήσεων MRB, τον Φεβρουάριο του 2016, έδινε προβάδισμα της ΝΔ 3,7% και στον Κυριάκο Μητσοτάκη 28,2% έναντι 25,2% του τότε πρωθυπουργού. Η ίδια εταιρεία έδινε διαφορά 7,6% υπέρ της ΝΔ στις ευρωεκλογές (26/5/2019) ενώ η διαφορά ήταν τελικά μεγαλύτερη (33,12% έναντι 23,75%). Σημειωτέον ότι και άλλες εταιρείες δημοσκοπήσεων έδιναν παρόμοια διαφορά, όπως π.χ, η Metron Analysis 6,9%, η Alco 8,5%, η Pulse 7,5%, η Marc 10,5%).
Το πιο σημαντικό είναι ότι ο Δημήτρης Μαύρος, διευθύνων σύμβουλος της MRB και τότε πρόεδρος των ελληνικών εταιρειών Δημοσκόπησης και Έρευνας Αγοράς, αποκάλυψε στην εκπομπή του Σκάι «Αντίστροφη Μέτρηση» (26/6/2019) ότι o τότε πρωθυπουργός του έστειλε γραπτό μήνυμα (SMS) με το οποίο του ζητούσε συγνώμη για το γεγονός της αμφισβήτησης των δημοσκοπικών ευρημάτων του, τη στιγμή που οι «δικές του», οι κομματικές δημοσκοπήσεις, έδειχναν «ντέρμπι» – μάλιστα ήταν συγνώμη αναδρομική και για «όλο το προηγούμενο διάστημα» (https://www.kathimerini.gr/politics/1031079/dim-mayros-o-alexis-tsipras-moy-zitise-syggnomi-gia-tis-dimoskopiseis/ ). Επιπλέον, ο κ. Μαύρος χαρακτήρισε, «επιεικώς», όπως είπε, τους δημοσκόπους της τότε κυβέρνησης «εγκληματίες» για το ίδιο τους το κόμμα. Έβγαζαν «τα δικά τους νούμερα». Ανάλογες ήταν και οι εκτιμήσεις των δημοσκοπήσεων τρεις ημέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019. Το εύρος της εκτίμησης ψήφου κυμάνθηκε μεταξύ 35,4%-40,4% για τη ΝΔ και 26,5%-31,5% για τον ΣΥΡΙΖΑ (αποτέλεσμα εκλογών ΝΔ 39,85%, ΣΥΡΙΖΑ 31,53%). Από τότε μέχρι σήμερα τα δημοσκοπικά ευρήματα όλων των εταιρειών δεν παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις. Λέτε όλες να «τα πιάνουν» από την κυβέρνηση και τις «ελίτ»; Δεν μπορούν στον ΣΥΡΙΖΑ να καταλάβουν πώς, μετά από τόσες κρίσεις (πανδημία, ελληνοτουρκικά, μεταναστευτικό κ.λπ.) και καταστροφές (πυρκαγιές, σεισμοί, πλημμύρες κ.λπ.), και με εύλογη την κυβερνητική φθορά, η δημοσκοπική διαφορά μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης παραμένει επί του παρόντος σε διψήφια ποσοστά. Η δική τους πολιτική παρουσία, θαρρούν, δεν έχει συμβάλει σε αυτό και, επομένως, φταίνε τα ΜΜΕ και οι δημοσκόποι.
Η μαρτυρία για τη συγνώμη του κ. Τσίπρα στον κ. Μαύρο δεν έχει, φυσικά, διαψευσθεί. Αντίθετα, έχει επιμελώς αποσιωπηθεί και συγκαλυφτεί. Το εύλογο ερώτημα, όμως, είναι αν υπάρχουν και σήμερα τέτοιου είδους «εγκληματίες» εντός του κόμματος, διότι τα δημοσκοπικά ευρήματα της MRB εξακολουθούν να μην απέχουν από το ευρήματα των άλλων εταιρειών. Ταυτόσημα είναι. Αλλά το ίδιο τροπάριο του ΣΥΡΙΖΑ και του εγχώριου Τραμπ για τις «πληρωμένες» δημοσκοπήσεις συνεχίζεται όλο και πιο έντονα. Θα ζητηθεί εκ νέου συγνώμη στην επόμενη αποτυχία;
Είναι όμως καιρός οι δημοκρατικοί και προοδευτικοί πολίτες να απαιτήσουν από την κυβέρνηση να θέσει τέρμα στη θρασύτητα των λαϊκιστών και του εγχώριου Τραμπ. Είναι λυπηρό το ότι, ακόμα, δεν έχουν βγει οι κουκούλες από τους δύο «προστατευόμενους» μάρτυρες της σκευωρίας Novartis, που αποτελεί ανεξίτηλο όνειδος στην πολιτική ιστορία της Μεταπολίτευσης. Ας πούμε, συμβατικά, ότι αυτό οφείλεται στους βραδείς ρυθμούς της Δικαιοσύνης, μολονότι οι δικαστικές ενέργειες δεν το πιστοποιούν.
Είναι, όμως, απολύτως στο χέρι της κυβέρνησης να συστήσει στη Βουλή Εξεταστική Επιτροπή για το Εφιαλτικό Α’ Εξάμηνο του 2015, όταν η τότε κυβέρνηση των φαιοκόκκινων λαϊκιστών, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, οδηγούσε συνειδητά και με Σχέδιο τη χώρα στο Grexit. Θα αποτελούσε κορυφαία εκδήλωση ευθύνης και αναγκαία άσκηση εθνικής αυτογνωσίας. Γιατί διστάζει; Ποιες πολιτικές σκοπιμότητες την κρατούν δέσμια; Γιατί δεν ξεδοντιάζει πολιτικά τον εγχώριο Τραμπ αποκαλύπτοντας τους σκελετούς, που έχει άφθονους, στην ντουλάπα του για την περίοδο εκείνη, σε ένα θέμα τόσο καθοριστικό για την εθνική υπόσταση; Πότε οι πολίτες θα μάθουν τουλάχιστον μέρος της αλήθειας για την εφιαλτική εκείνη περίοδο στην οποία μάλιστα στήριξαν, κατά πλειοψηφία, εκείνους που δημιούργησαν τον εφιάλτη; Πώς είναι δυνατόν να αρκείται κανείς πολιτικά σε μια ομολογία «αυταπάτης» – που δεν παύει, φυσικά, να είναι απάτη, εξαπάτηση εαυτού και αλλήλων; Έχω αναφερθεί στο θέμα αυτό από τις φιλόξενες στήλες του περιοδικού αυτού σχετικά πρόσφατα (Βλ. τεύχος 118, 10/4/2021 https://booksjournal.gr/paremvaseis/3246-ethniki-aftognosia-i-epitaktiki-diereynisi-tou-2015 ).
Ο εγχώριος Τραμπ επιβιώνει πολιτικά με τέτοια απαράδεκτα υψηλά ποστοστά αποδοχής λόγω της κυβερνητικής ατολμίας και της διστακτικότητας στον τομέα της ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης και, φυσικά, λόγω της μέχρι τώρα ιδεολογικής και πολιτικής ανοχής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Γι’ αυτό αποθρασύνεται. Εύχεται κανείς όλοι οι διεκδικούντες την αρχηγία του κόμματος να αντιληφτούν το υπαρξιακό πολιτικό τους πρόβλημα και να το αντιμετωπίσουν με θάρρος και παρρησία, όχι με στρουθοκαμηλισμούς και υπεκφυγές. Η συγκρότηση σοβαρού σοσιαλδημοκρατικού, κεντροαριστερού κόμματος στο μέσον του πολιτικού φάσματος είναι μέρος της λύσης κι όχι μέρος των σοβαρών προβλημάτων της χώρας, μάλιστα σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία, στο μεταίχμιο σημαντικών αποφάσεων για το μέλλον της. Πάνω απ’ όλα, ως εγγύηση σοβαρής, προοδευτικής διακυβέρνησης και υπεράσπισης της φιλελεύθερης δημοκρατίας, που αναπόφευκτα περνάει μέσα από την πολιτική συντριβή του εγχώριου Τραμπ και των ιδεών του κόμματός του, ιδεών που άλλωστε απέκτησαν προ πολλού περίοπτη θέση στον ιστορικό κάλαθο των αχρήστων. Παραμένουν, όμως, ακόμα ζωντανές και αναπαράγονται στην Ελλάδα του δυτικού «εξαιρετισμού».
Η πολιτική συντριβή του εγχώριου Τραμπ και του λαϊκιστικού συνονθυλεύματος του οποίου ηγείται αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάταξη της χώρας. Διότι εξακολουθεί όχι μόνο να βλάπτει τη χώρα και ως αντιπολίτευση αλλά και να αποτελεί απειλή για τη φιλελεύθερη δημοκρατία και τους θεσμούς της. Η επίθεση κατά των ΜΜΕ και των μη αρεστών δημοσιογράφων αποτελεί κατ’ εξοχήν γνώρισμα αδίστακτων λαϊκιστών ανεξαρτήτως πολιτικού προσήμου.
Δημοσιεύτηκε στη ηλεκτρονική εφημερίδα The Books’ Journal