Θεωρητικές προσεγγίσεις στο πρόβλημα των στρατιωτικών επεμβάσεων στην πολιτική

Το άρθρο αυτό βασίζεται σέ μέρος ευρύτερης μελέτης πού πρόκειται να υποβληθεί ως διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο τού Λονδίνου.

Πρόλογος

Ή επιτυχία τού στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967 και ή εγκαθίδρυση τής στρατούς δικτατορίας ήταν επόμενο να προκαλέσουν, τόσο στην *Ελλάδα δσο καί στό έξωτερικό, την έμφάνιση πληθώρας άρθρων, μελετών και βιβλίων1. Έτσι, τά Ιδια τά γεγονότα, συντέλεσαν στό ν’ άναδυθεί στην έπιφάνεια τό πρόβλημα τοΰ ρόλου του στρατού στην πολιτική, πρόβλημα πού έμφανώς βρισκόταν στό έπίκεντρο τών πολιτικών έξελίξεων καθόλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, άλλα κατά ένα «περίεργο τρόπο» είχε παραμεληθεϊ καί ώς αντικείμενο μελέτης καί ώς συστατικό κι άποφασιστικό στοιχείο τών πολιτικών έκτιμήσεων καί υπολογισμών. Δυστυχώς όμως, έλάχιστο μέρος τής όγκώδους αυτής φιλολογίας καταπιάνεται νά μελετήσει καί νά έρμηνεύσει άπό συστηματική καί συνεπή θεωρητική σκοπιά τίς έξελίξεις αύτές. Ή ευφορία .τής μεταπολίτευσης έπικάλυψε τό πρόβλημα μέ παχύ στρώμα σκόνης παρά τό γεγονός δτι οί συγκυριακές έκδηλώσεις τοΰ στρατιωτικού προβλήματος τό φέρνουν κάθε φορά στό προσκήνιο καί παρά τή «γενική πεποίθηση» ότι παραμονεύει σέ κάθε κρίσιμη καμπή τών έσωτερικών πολιτικών έξελίξεων.

Είναι περιττό νά τονιστεί ή σημασία τής θεωρητικής προσπάθειας. ‘Η πολιτική όραση βέβαια άναπόφευκτα έστιάζεται στά προβλήματα τής συγκυρίας κι έπείγεται φυσικά νά λύσει μέ πρακτικό τρόπο τά πιό φλέγοντα άπ’ αυτά, τά όποια δέν περιμένουν βέβαια την έτυμηγορία τής θεωρίας. Δέν μπορώ νά έπεκταθώ περισσότερο στό σημείο αύτό. Συμβαίνει όμως, άκόμα καί σήμερα, ή θεωρητική προσπάθεια νά περιφρονεϊται ή νά παραγνωρίζεται σέ μεγάλο βαθμό, είτε λόγω τού δογματισμού καί τού τυφλού άκτιβισμοΰ πού διακρίνει την «έλληνική» πολιτική σκέψη καί δράση, είτε λόγω τής αυτάρεσκης άγνοιας, αέ την καταστροφική αύτάρκεια πού την συνοδεύει, πάνω στην όποια έπαναπαύονται συνειδήσεις καί πράξεις.

Παρακάμπτω τά προβλήματα πού υποθέτω ότι δημιουργούν οί αιτιάσεις μου. ’Αλλά άκριβώς γι’ αυτούς τούς λόγους, στην πρόσκληση τού περιοδικού νά συμβάλω στό ειδικό άφιέρωμα γιά τίς Ένοπλες Δυνάμεις, θεώρησα σκόπιμο ν’ άνψερθώ μέ πολύ συνοπτικό τρόπο στίς κυριότερες θεωρητικές προσεγγίσεις στό πρόβλημα τών στρατιωτικών έπεμβάσεων στην πολιτική. Είναι φανερό δτι οί λίγες αξιόλογες έργασίες πού καταπιάνονται μέ τό πρόβλημα τού στρατού στήν Ελλάδα βασίζονται ρητά ή σιωπηρά σέ υποθέσεις πού άνήκουν σέ εύδιάκριτα θεωρητικά σχήματα, υποθέσεις πού στή συνέχεια μετατρέπονται σέ έρμηνευτικές άρχές. Έξ άλλου ό χώρος τών στρατιωτικών έπεμβάσεων άποτελεΐ κατά μία έννοια τόν κατ’ έξοχή χώρο δοκιμασίας τής έγκυρότητας τών πολιτικών θεωριών. Οί στρατιωτικές έπεμβάσεις μέ τή συνήθη κυρίως μορφή τού πραξικοπήματος πού παίρνουν στίς ΰπαναπτυγμένες ή άναπτυσρόμενες χώρες, συνιστούν «έκτακτη» πολιτική άλλαγή, άπότομη μεταβολή τών πολιτικών συντεταγμένων. Στό πεδίο αύτό δοκιμάζονται οί θεωρίες περί κράτους, περί κοινωνικών τάξεων, περί σχέσεων οικονομικού καί πολιτικού στοιχείου, μέ λίγα λόγια ή καταλληλότητα κι έπάρκεια τών άναλυτικών έργαλείων γιά βασικά θέματα μέ τά όποια άσχολοΰνται οί διάφορες προσεγγίσεις πού άκαδημαϊκά συστεγάζονται κάτω άπό την έπιστημονική πειθαρχία τής Πολιτικής Κοινωνιολογίας. θά προσπαθήσω λοιπόν νά έξετάσω κριτικά τίς προσεγγίσεις αυτές άποφεύγοντας, λόγω χώρου, τίς λεπτομερείς βιβλιογραφικές παραπομπές.

Εισαγωγή

Δέν είναι τυχαίο δτι τά προβλήματα τών στρατιωτικών παρεμβάσεων μελετήθηκαν κυρίως μέσα στό θεωρητικό πλαίσιο τής Κοινωνιολογίας τής ’Ανάπτυξης γιά δυό κυρίως λόγους: πρώτο τό γεγονός τής κυριαρχίας στόν άκαδημαϊκό χώρο τών θεωρητικών προτύπων τού λειτουργισμού / έξελικτισμού καί, δεύτερο, τό έμπειρικό γεγονός τής συχνότητας μέ τήν όποια τά στρατιωτικά πραξικοπήματα έπληξαν τίς χώρες τού Τρίτου Κόσμου στίς πρόσφατες δεκαετίες2. Μπορούμε νά παρακολουθήσουμε μέ άρκετή άκρίβεια τίς μετατοπίσεις τής έμφασης στίς κατευθύνσεις τής έρευνας σ’ δλη αύτή τήν περίοδο. Αύτό πάντως πού έχει σημασία είναι ή σχεδόν μονοπώληση τού θεωρητικού πεδίου άπό τό λειτουργισμό στίς διάφορες παραλλαγές του. Μόνο στίς δύο τελευταίες δεκαετίες, κάτω άπό τήν πολλαπλή έπίδραση τών νεο-μαρξιστικών θεωριών γιά τήν υπανάπτυξη καί τής άνάπτυξης τών πολιτικών κινημάτων στίς άναπτυσσόμενες χώρες, άρχισε ν’ άμφισβητεΐται πρακτικά καί θεωρητικά ή παντοδυναμία τού θεωρητικού λειτουρ- γιστικού προτύπου. Έτσι, σήμερα οί νεο-μαρξιστικές έρευνες, παρά τίς προφανείς δυσκολίες καί τά δυσεπίλυτα προβλήματα πού συναντούν ,έκτοπίζουν όλοένα καί περισσότερο τό λειτουργιστικό / έξελικτικό παράδειγμα, χωρίς αύτό νά σημαίνει δτι οί άπαντήσεις είναι ικανοποιητικές. Γιά πρώτη φορά καταβάλλεται μιά συστηματική προσπάθεια διερεύνησης τών σχέσεων οικονομικής άνάπτυξης καί πολιτικής άλλαγής, Γόρδιος κυριολεκτικά Δεσμός γιά τή μαρξιστική προσέγγιση.

 Λ. Ή Λειτονργιστική προσέγγιση

1. ‘Εκσυγχρονισμός

’Από λειτουργιστική σκοπιά, τό φαινόμενο τής ύπανάπτυξης καί τών πολιτικών μορφών πού «άναπόφευκτα» τήν συνοδεύουν, μελετήθηκε κυρίως κάτω άπό τή γενική έτικέττα τού έκσνγχρονισμού. Ό έκσυγχρονισμός συλλαμβάνεται θεωρητικά ώς μία παγκόσμια διαδικασία πού προορίζεται νά μετασχηματίσει τίς «παραδοσιακές» κοινωνίες σέ «σύγχρονες» μέσω μιας μάλλον άπροσδιόριστης χρονικά καί άκαθόριστης πολίτικο-κοινωνικά μεταβατικής περιόδου. Στό τέλος τής μεταβατικής αύτής περιόδου ή σπονδυλική στήλη τής υπανάπτυξης έχει ήδη θραυστεϊ. Χαρακτηριστικό τής προσέγγισης αύτής είναι δτι ή δλη διαδικασία θεωρείται μέσα άπό τό πρίσμα τού λειτουργισμού τού Parsons, κυρίως μέ τίς «μεταβλητές προτύπων»3 πού περιγράφουν τίς άντιθετικές πραγματικότητες τού «παραδοσιακού» καί τού «σύγχρονου». Ή προσέγγιση αύτή συνεπάγεται φυσικά τή διάχυση τών σύγχρονων στοιχείων στήν παραδοσιακή κοινωνία, διάχυση πού δέν μπορεί νά έχει άλλη πηγή προέλευσης παρά τίς Αναπτυγμένες κοινωνίες. Αύτά τά «σύγχρονα» στοιχεία μέ τήν έμφύτευσή τους στό κοινωνικό έδαφος τών υπανάπτυκτων / παραδοσιακών χωρών, δημιουργούν τούς «θύλακες» έκεί/ους πού σταδιακά, λειτουργώντας ώς μοχλοί, έπικαλύπτουν κι ένσωματώνουν τά «παραδοσιακά» στοιχεία τού κοινωνικού, οικονομικού καί πολιτικού Ιστού. Ή δλη άνάλυση τής προσέγγισης τού έκσυγχρονισμοΰ βασίζεται στή θεμελιώδη έννοια τού κοινωνικού συστήματος τού λειτουργισμού τού Parsons. Βασικά χαρακτηριστικά τού «συστήματος» καί τών «υποσυστημάτων» άπό τά όποία άπαρτίζεται, είναι ή άλληλεπίδραση καί Αλληλεξάρτηση τών μερών του καί τελικά ή Ισορροπία πού διασφαλίζεται μέσω μηχανισμών ένσωμάτωσης, προσαρμογής, διακανονισμού καί συμφιλίωσης των συγκρούσεων καί Ικανοποίησης τών άναγκών. Συνοπτικά, οί «μεταβλητές προτύπων» τού Parsons συνιστούν στην ούσία μιά θεωρία τής όράσης πού προσδιορίζει τη λειτουργία καί τούς προσανατολισμούς τών κοινωνικών ρόλων, είναι μ’ άλλα λόγια μιά θεωρία βολονταριστική πού προσλαμβάνει δομικά χαρακτηριστικά μόνο μέ την- άποδοχή λειτουργιστικών άξιωμάτων (π.χ. τάξη καί σταθερότητα, «άνάγκες» τού συστήματος, ανάγκες αναπαραγωγής κλπ.) Μ’ άλλα λόγια, ή δομική συνιστώσα τής θεωρίας κατασκευάζεται μόνο μέ τήν προσφυγή στό άξίωμα τών «λειτουργικών άπαιτήσεων» τού συστήματος, μέ συνέπεια οί «μεταβλητές προτύπων» νά άποτελοΰν στην ούσία τήν άφετηρία γιά μιά τυπολογία τών κοινωνικών δομών.

Ή λειτουργιστική προσέγγιση δέν αναγνωρίζει σχέσεις κυριαρχίας καί υπεροχής ανάμεσα στά έπίπεδα (οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό) τού κοινωνικού σχηματισμού. Πώς είναι λοιπόν δυνατό νά έξηγήσει θεωρητικά τή διαδικασία τής άλλαγής; Γιατί, τουλάχιστον οί πιό έκλεπτυσμένες έκδοχές τού λειτουργισμού, δέν άποτελούν άπλή έξάσκηση στόν τομέα τής στατιστικής. ’Αντίθετα φιλοδοξούν νά έρμηνεύσουν τήν κοινωνική καί πολιτική άλλαγή. Προφανώς ή μόνη διέξοδος είναι ή καταφυγή στην έννοια τής δνσλειτουργικότητας πού όμως δέν είναι τίποτ’ άλλο παρά μιά ύπολειμματική κατηγορία πού χρησιμοποιείται σάν φόρμουλα pass-partout, χωρίς καμιά άναλυτική άξια. Κάθε κίνηση πρός τήν άλλαγή θεωρείται ώς «παρέκκλιση» άπό τίς νόρμες κι ώς διατάραξη τής Ισορροπίας, έφόσον βασικές ύποθέσεις τού παραδείγματος είναι ή σχεδόν πλήρης ένσωμάτωση καί ή Ισορροπία, Έτσι τά φαινόμενα πού παράγουν τήν άλλαγή παραμένουν χωρίς θεωρητική θεμελίωση μιά πού τό έπίκεντρο τής ανάλυσης είναι ή έρμηνεία τής άνταπόκρισης τού συστήματος στην πρόκληση τής άλλαγής μάλλον παρά στις ίδιες τίς αίτιες τής άλλαγής. Βέβαια τό έπιπεδο Ισορροπίας, κάτω άπό την έπίδραση τών δυνάμεων τής άλλαγής, μετακινείται, άλλά ή άδυναμία τής θεωρίας φαίνεται “καθαρά στό ότι τό άποτέλεσμα τής μετάβασης έκλαμβάνεται ώς αίτία τής ίδιας τής άλλαγής.

Συμπερασματικά, ή λειτουργιστική θεωρία γιά τήν άλλαγή βασίζεται στήν υπόθεση ότι ή αίτία τής διαφοροποίησης έντοπίζεται στήν άνάγκη προσαρμογής τής κοινωνικής μονάδας στό περιβάλλον. Άλλά τό σχήμα ταυτολογεί έξ όρισμού έφόσον ή διαφοροποίηση θεωρείται ότι παράγει νέα στοιχεία μεγαλύτερης προσαρμοστικότητας, πράγμα πού άποτελεϊ ταυτόχρονα αίτία καί συνέπεια τής άλλαγής.

Άν ή αντίληψή μου γιά τίς βασικές ύποθέσεις τού λειτουργισμού είναι σωστή, τότε δέν είναι δύσκολο νά διαπιστωθεί γιατί στην Κοινωνιολογία τής Ανάπτυξης έμφανίοτηκαν διάφοροι τύποι ύποβαθμισμού μέ άκραΐα παραδείγματα τόν ψυχολογικό ύποβαθμισμό τού Mcclelland4 καί τού Lemer5 ή γιατί ή προσοχή στράφηκε σέ διάφορες πλευρές τού έκσυγχρονισμού (παιδεία, συστήματα άξιων, mass media κλπ.) πού άναγορεύτηκαν σέ κινητήριες μηχανές τής διαδικασίας έκσυγχρονισμοϋ.

Τό θεωρητικό πλαίσιο τού έκσυγχρονισμοϋ μπορεί νά βοηθήσει στό νά κατανοηθεί καλύτερα σέ ποιά άκριβώς θέση τοποθετείται ό στρατός μέσα στή διαδικασία αύτή. ’Αντιπροσωπευτικό δείγμα τών έπιχειρημάτων γιά τίς σχέσεις στρατού καί έκσυγχρονισμού άποτελούν οί άπόψεις τού L. Pye6, ό όποιος έπιλέγει τό στρατό ώς βασικό «φορέα έκσυγχρονισμοϋ». Όπως όρθά παρατήρησε ό Finer ή πολιτική συνέπεια τής θέσης αύτής είναι δτι ό στρατός «θά πρέπει νά κυβερνά ή τουλάχιστον νά έλέγχει»7. Η έρμηνευτική αύτή αρχή υίοθετεϊται καί σέ μελέτες8 γιά τό στρατιωτικό πραξικόπημα τού 1967 στήν Ελλάδα.

Μιά δεύτερη κατηγορία άναλύσεων στό πλαίσιο τής προβληματικής πού άπεικονίζει τό στρατό ώς φορέα έκσυγχρσνισμού, έπιμένει περισσότερο στά «πρότυπα συμπεριφοράς» καί τό ρόλο τού στρατού. Τά κλασικά έργα τού Μ. Janowitz9, άναψαν ιό πράσινο φώς γιά αναρίθμητες μελέτες πάνω στίς ιδεολογικές μεταλλαγές τών στρατιωτικών τών «νέων έθνών». Σύμφωνα μέ τό υπόδειγμα κατά τή διαδικασία τού έκσυγχρονισμού ή «εικόνα» πού έχουν οί στρατιωτικοί γιά τόν έαυτό τους άλλάζει: από παραδοσιακή/ήρωική μεταβάλλεται σέ τεχνοκρατική/διοικητική. Μηχανική έφαρμογή τής θεωρίας αύτής στήν έλληνική περίπτωση έπιχειρήθηκε άπό τόν Γ. Κουρβετάρη μετά άπό σχετική έρευνα έρωτηματολογίου πού διεξάχθηκε στήν περίοδο τής δικτατορίας10.

Πώς οί έκσυγχρονιστικές άντιλήψέις τών στρατιωτικών συνδέονται μέ τήν έπέμβασή τους στήν πολιτική, κάτω άπό ποιους όρους, γιατί τά ιδεολογικά περιεχόμενα τοϋ έκσυγχρονισμού παίρνουν διαφορετικές πολιτικές κατευθύνσεις -παρεμβατικές καί μή- σέ διαφορετικές χώρες, παραμένουν βέβαια άλυτα μυστήρια. Κι είναι πολύ φυσικό. Γιατί, άπό μόνη της, ή θέση τής «είκόνας» δέν μας λέει άπολύτως τίποτα. Διαφορετικά, θά έπρεπε νά ύποθέσουμε δτι ό έκσυγχρονισμός τού στρατού μέ τήν ύποτιθέμενη Ιδεολογία πού τόν συνοδεύει είναι ευθέως άνάλογός μέ τή στρατιωτική έπέμβασή, πράγμα πού άπλούστατα άπέχει παραοάγγας άπό τήν πραγματικότητα, γιατί διαφορετικά τή μεγαλύτερη συχνότητα έπεμβάσεων ή πραξικοπημάτων θά έπρεπε νά τήν συναντούμε στίς άναπτυγμένες χώρες.

2. ‘Εμπειρισμός

Συνέπεια της θεωρητικής κενότητας τής έννοιας τού «έκσυγχρονισμού» καί τής λειτουργικής έμφασης στις «άξιες» είναι ό έμπειρισμός. Στά πλαίσια τών στρατιωτικών έπεμβάσεων καί καθεστώτων αποτελεί στην ουσία μιά a posteriori λογική ανάλυση γιατί προσπαθεί ν’ αποδείξει την άποτελεσματικότητα τών στρατιωτικών ώς «έκσυγχρονιστών» μετρώντας την κυβερνητική τους έπίδοση κυρίως στόν οικονομικό τομέα, πράγμα πού δέν είναι βέβαια καθόλου περίεργο.

Στό πεδίο αυτό τοΰ έμπειρισμοΰ ή άντιδικία είναι μάταιη. Μάταιη π.χ. ή προσπάθεια τοΰ Finer11 δ όποιος, στηριζόμενος στά έμπειρικά στοιχεία σχετικής έρευνας τοΰ Nordlinger12, προσπάθησε νά καταρρίψει τη συσχέτιση μεταξύ στρατιωτικών καθεστώτων καί «οικονομικής άνάπτυξης». Γιατί άπό τή μιά μεριά οί μέσοι δροι τής στατιστικής άποκρυβουν σημαντικές άτομικές παρεκκλίσεις άπό τόν κανόνα. Ποιός θά μποροΰσε ν’ άρνηθεΐ τήν «οικονομική άνάπτυξη» τής Βραζιλίας ή τής Ελλάδας κάτω άπό τό καθεστώς τών συνταγματαρχών, γιά ν’ άναφέρουμε δυό μόνο χτυπητά παραδείγματα. Κι άπό τήν άλλη ή έπιχειρηματολογία στό έδαφος τοΰ έμπειρισμοΰ όδηγεί άνα- πόφευκτα τόσο στήν παγίδα τής υποτίμησης τής πολιτικής σφαίρας δσο καί στήν «παράλειψη» σημαντικών έρωτημάτων (π.χ. ποιός ώφελείται καί ποιός τήν πληρώνει κλπ.) Άπό πολύ πιό νωρίς ό Νίκος Πουλαντζάς13 είχε καταρρίψει τό μύθο τού «οικονομικού καταστροφισμού» πού τόσο άκριβά πληρώθηκε στό μεσοπόλεμο μέ τήν έπικράτηση τοΰ φασισμού.

Στό έδαφος αύτό τά μέν έπιχειρήματα τής Δεξιάς καταλήγουν σέ άπροκάλυπτη άπολογητική τής στρατιωτικής διακυβέρνησης τής δέ Αριστερός στό σοβαρό λάθος δτι «καταστρέ- φεται» ή οικονομία καί κατά προέκταση στό δτι ή κατάσταση αυτή άποτελεϊ «προθάλαμο» τής έπανάστασης. Κι αν τελικά θέλαμε νά δούμε τίς έσχατες συνέπειες τής θέσης αύτής, άς κοιτάξουμε στήν άντίληψη δτι μπορούν νά ύπάρξουν ή μάλλον πρέπει νά έπιδιώκονται δικτατορικές μορφές διακυβέρνησης «πρό όφελος τον λαού» (δλ. «δικτατορία τού προλεταριάτου», πραξικοπηματική κατάληψη τής έξουσίας καί τά παρεπόμενα).

“Ολες αύτές οί θέσεις πού περιστρέφονται γύρω άπό τά «χειροπιαστά» έμπειρικά δεδομένα υποβαθμίζουν σέ τέτοια έκταση τήν πολιτική σφαίρα (παρά τό γεγονός δτι άπό πρώτη άποψη φαίνεται νά τής άποδίδουν τό προβάδισμα!) ώστε στην πραγματικότητα νά παραμορφώνουν τίς σχέσεις οικονομίας καί πολιτικής καί νά περιφρσνοΰν άπόλυτα τίς δημοκρατικές διαδικασίες. Αγγίζουμε έδώ εύαίσθητα προβλήματα καί μπαίνουμε στήν κινητή άμμο τής πρακτικής πολιτικής. Γιατί πραγματικά οί σχέσεις οικονομίας καί πολιτικής ούτε άμεσες είναι ούτε εύθύγραμμες καί οί έντάσεις πάντα υπάρχουν μεταξύ δημοκρατικών μορφών διακυβέρνησης καί οικονομικής Ισότητας. Αλλά 6σες πολιτικές δυνάμεις προβάλλουν θεωρητικά, σχεδιάζουν πολιτικά κι άκολουθοΰν πρακτικά τίς άπόψεις αύτές συντελούν οί ίδιες στό νά δημιουργούν τεχνητά διλήμματα τύπου: Δημοκρατία ή Οικονομική Άνάπτυξη. Πρόκειται γιά διλήμματα πού Ισχύουν -άν Ισχύουν- σέ όξυμένη μορφή μόνο σέ πολύ υπανάπτυκτες χώρες, άλλά δέν έχουν καμιά σχέση γιά χώρες όπως ή ‘Ελλάδα. Ή συζήτηση στά προβλήμα τα αυτά θά μπορούσε νά πάρει μεγάλη έκταση καί νά θίξει πολλές πλευρές. Δέν ισχυρίζομαι πώς οί άπαντήσεις είναι εύκολες άλλά πρέπει στό σημείο αύτό νά είμαστε αυστηροί καί άπόλυτοι: μέρος τής άπάντησης έξαρτάται άπό τήν ίδια δημοκρατική υφή καί τούς δημοκρατικούς στόχους τών πολιτικών δυνάμεων πού τροφοδοτούν τά διλήμματα. Πρώτα άνάπτυξη καί μετά (πότε; ποτέ;) Δημοκρατία, είναι μιά άπαράόεκτη πολιτική προτεραιότητα! 14.

3. Ή κοινωνιολογική θέση

Ή κοινωνιολογική θέση είναι άναγκαϊο παρακολούθημα τής λειτουργιστικής σύλληψης τών κοινωνικών τάξεων καί τής έμφασης ατίς «άξιες». Ή κριτική τής θέσης αύτής έχει γίνει άλλοϋ15 μέ έπάρκεια ώστε νά μήν χρειάζεται νά τήν έπαναλάβω έδώ. Σέ σχέση μέ τίς στρατιωτικές έπεμβάσεις ή θέση αυτή ύποστηρίζει ότι πολιτικά μέν οί στρατιωτικοί «αντιπροσωπεύουν» τίς άνερχόμενες μεσαίες τάξεις ιδεολογικά δέ τίς «άξιες» τους. Ή σχέση συλλαμβάνεται ώς άμεση, εύθύγραμμη καί μονόδρομη. Οί «τάξεις» διατάζουν, οί στρατιωτικοί ύπα- κούουν καί έκτελούν τά δέ πραξικοπήματα πού έμπίπτουν στήν έρμηνευτική αύτή κατηγορία ταξινομούνται άνάλογα ώς προοδευτικά, ριζοσπαστικά κλπ. Αναπόφευκτη λοιπόν ή έμφαση πού δίνεται στήν ταξική καταγωγή καί συνολική σύνθεση τού σώματος τών άξιωματικών. ‘Επομένως τά προβλήματα στρατόλόγησης τών στελεχών παίζουν έδώ πρωτεύοντα ρόλο.

Ή κοινωνιολογική θέση στηρίζεται σέ μιά φανερά ύποβαθμιστική άντίληψη γιά τήν ιδεολογία πού συνίσταται στήν άποψη ότι ή κοινωνική θέση άποτελεϊ καί τήν πηγή προέλευσις τής ιδεολογίας τού κατόχου της.

Άν δηλαδή γνωρίζουμε τήν κοινωνική θέση ή καταγωγή κάποιου άτόμον ή ένός συνόλου, αύτόματα είμαστε σέ θέση νά προσδιορίσουμε τήν ιδεολογία του τήν όποία ύποτίθεται δτι παράγει ή θέση αύτή16. Σύμφωνα μέ τή θέση αύτή, θά έπρεπε όλοι οί έργάτες νά γεννιούνται σοσιαλιστές!

Παρόμοιες θεωρητικές άπόψεις βρίσκουμε στή μαρξιστική όχθη όπου ή «χρηματιστική όλιγαρχία» καί τά «μονοπώλια» (συνήθως) κινούν δλα τά νήματα τής πολιτικής. Ό ταξικός ύποβαθμισμός, δπως βλέπουμε, έπαψε σήμερα ν’ άποτελεϊ αποκλειστικό προνόμιο τού πρωτόγονου «μαρξισμού». Τό ότι τά πράγματα δεν είναι τόσο άπλά ούτε στήν περίπτωση τής ‘Ελλάδας (!) τό έχουν δείξει σημαντικές ιστορικές έργασίες17.

4. Πολιτική ανάπτυξη

Πολυάριθμοι είναι οί όρισμοί τής «πολιτικής άνάπτυξης», άν καί όλοι τους άντλοΰν στοιχεία άπό τή θέση τού έκσυγχρονισμοΰ. Πραγματικά πολλοί συγγραφείς προτιμούν τόν δρο «πολιτικός έκσυγχρονισμός» άλλά δέν θά όδικούσαμε καθόλου τό περιεχόμενο τών δρισμών αυτών άν λέγαμε πώς είναι συνώνυμοι. ‘Η θέση τής πολιτικής άνάπτυξης καλλιεργήθηκε μέ στόχο νά ξεπεράσει τίς άδυναμίες τού «κοινωνικού συστήματος» προσφέροντας μιά διέξοδο πρός την κατεύθυνση τής όριο- θέτησης τού πολιτικού χώρου μέσα στό «σύστημα». Άπ’ αυτή την άποψη είναι άμφίβολο άν ή έννοια τού πολιτικού συστήματος προσθέτει τίποτα περισσότερο άπό ένα έπίχρισμα πολιτικής βαφής. Αύτό δμως πού είναι σημαντικό είναι ή άναγνώριση τής στρατηγικής σημασίας τού πολιτικού στοιχείου μέσα στό «σύστημα», δπως τουλάχιστον άναγνωρίζει ένας άπό τούς πιό διάσημους πατέρες τής Συγκριτικής Πολιτικής, ό Almond. ’Άλλες συνθετικές προσεγγίσεις στό πρόβλημα, σάν αύτή τού Apter, δέν άλλαζουν ουσιαστικά τήν εικόνα. ΟΙ κύριες έννοιες καί οί κύριοι μηχανισμοί τής λειτουργιστικής προσέγγισης διατηρούνται σχεδόν άνέπαφοι. Γιά παράδειγμα, ή έμφαση παραμένει στις άξιες (πολιτικές τώρα), στήν πολιτική κουλτούρας18, στη νομιμοποίηση τού συστήματος, στίς ένσωματικές19 ικανότητάς του κλπ. Άν πάρουμε ύπόψη μας δτι στήν πολιτική άνάπτυξη έμπλέκονται διαδικασίες όρθολογικοποίησης τής έξουσίας, διαφοροποίησης τών πολιτικών δομών καί λειτουργίες αύξημένης πολιτικής συμμετοχής δέν είναι δύσκολο νά δούμε γιατί ή προσέγγιση αύτή δίνει τεράστια σημασία στόν πολιτικό έγκοινωνισμός20 καί στήν πολιτική στρατολόγηση κυρίως μέσα άπό τό πρίσμα θεωριών γιά τίς έλίτ.

Μιά μελέτη τού Κ. Koutsoukis, γιά παράδειγμα, προσπαθεί νά άποδείξει τίς άμοιβαΐες έπιδράσεις μεταξύ «κοινωνικής άλλαγής καί μετασχηματισμού τής πολιτικής έλίτ»21. Άπό τήν άλλη πλευρά ό Κ. Legg μέ μιά έκλεκτική χρήση μοντέλων πολιτικής άνάπτυξης συγκεντρώνει τήν προσοχή του σέ περιγραφές διαδικασιών έγκοινωνισμού καί στρατολόγησης τής πολιτικής έλίτ22.

Μιά δεύτερη κατηγορία δμως προσέγγισης, χωρίς ν’ απομακρύνεται άπό τό έννοιόλογικό θερμοκήπιο τού φονξιοναλισμού, δίνει μεγαλύτερη προσοχή στίς διαταράξεις κι άπο- διαρθρώσεις τού πολιτικού έπιπέδου κάτω άπό τίς διαδικασίες έκσυγχρονισμού. Σ’ αύτή τήν κατηγορία θά μπορούσαμε νά κατατάξουμε τό κλασικό έργο τού S. Huntington,23 ό όποιος στρέφει τήν προσοχή του στίς διαδικασίες θεσμοποίησης καί τούς όρους πολιτικής άστάθειας καί σταθερότητας, καθώς κι άλλων συγγραφέων24 οί όποιοι χρησιμοποιώντας βασικά τήν έννοια τής πολιτικής κινητοποίησης δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στόν άσυγχρονιαμό μεταξύ κοινωνικού καί πολιτικού έκσυγχρονισμού καί κατά συνέπεια κάνουν δυνατή τή μελέτη τών διαφόρων πολιτικών κινημάτων, καί τών ιδεολογικών πολιτικών συγκρούσεων. Αφήνεται έτσι άνοιχτή ή πόρτα καί γιά τήν άποτυχία τής ένσωμάτωσης καί γιά τήν πολυμορφία τών πολιτικών καθεστώτων.

‘Η έπί τροχάδην αναφορά στήν φανξιονολιστική προσέγγιση καί στίς διάφορες παραλλαγές καί συνέπειές της στό θεωρητικό έπίπεδο δέν έξαντλεί βέβαια τό θέμα. Γιατί πράγματι έχουμε νά κάνουμε μέ μιά καλά δουλεμένη καί συνεκτική θεωρία πού έπί πλέον έχει καταπιαστεί μέ προβλήματα τά όποια ff μαρξιστική θεωρία μόλις πρόσφατα «καταδέχτηκε» νά τιμήσει μέ τήν προσοχή της.

Β. Οί δροι τών στρατιωτικών επεμβάσεων

Οί λειτουργιστικές προσεγγίσεις στό πρόβλημα τών στρατιωτικών έπεμβάσεων μπορούν βασικά νά διαιρεθούν σέ δύο εύρύτερες κατηγορίες: σ’ αυτές πού άναζητοΰν τίς αιτίες κυρίως μέσα στήν ίδια τή στρατιωτική όργάνωση καί σ’ αυτές πού έχουν σάν πλαίσιο αναφοράς κυρίως τήν «κοινωνία» γενικά, ώς χώρο έντοπισμού τών όρων τών στρατιωτικών έπεμβάσεων. Άν άκολουθήσουμε, γιά λόγους σαφέστερης παρουσίασης, τό διχοτομικό αύτό σχήμα, μπορούμε νά διατυπώσουμε πολύ συνοπτικά τίς έξής παρατηρήσεις:

1. Ο στρατός

Στό σκέλος αύτό ταξινομούνται παράγοντες πού άναφέρον- ται στην ιδιότητα τού στρατού ώς τού πιό όργανωμένου θεσμού μέσα στό κράτος, καβώς έχει καί τό μονοπώλιο τών μέσων άσκησης τής φυσικής βίας και’ τήν όργανωτική υπεροχή άπέναντι ατούς άλλους κρατικούς θεσμούς. Απ’ αύτή τήν άποψη ή υλική βάση τού στρατού καί ή όργανωτική του δομή θεωρούνται βασικές προϋποθέσεις καί συντελεστές τών στρατιωτικοιν έπεμβάσεων. Στό θεσμικό έπίπεδο έπισημαίνονται τα ιδιαίτερα όργανωτικά χαρακτηριστικά τού στρατού: ιεραρχημένη διοικητική δόμηση, πειθαρχία, Γ esprit de corps, ιδιαίτερο σύστημα έπικοινωνιών, συνοχή. “Ολες αυτές οί ιδιότητες τού στρατού συνιστοΰν τήν «πολιτική ίσχύ» του. Βασικό ρόλο στήν προβληματική αυτή παίζουν έπίσης τά κίνητρα. Ό Finer π.χ. κατέστρωσε ένα πίνακα κινήτρων (ταξικό, έθνικό, φυλετικό κλπ. ή όποιος συνδυασμός τους) μέ βάση τόν όποιο ταξινομεί τά διάφορα στρατιωτικά πραξικοπήματα σ δλο τόν κόσμο. Ό πίνακας αυτός προκύπτει έμπειρικά, από τή συχνότητα δηλαδή έμφάνισης τού ένός ή τού άλλου κινήτρου στά στρατιωτικά πραξικοπήματα.

Στό υπόστρωμα τών κινήτρων βρίσκονται μερικές σημαντικές καί διακριτές διαδικασίες: ή κοινωνική στρατολόγηση τού στρατιωτικού προσωπικού καί ό έγκοινωνισμός. Καί οί δύο αυτές διαδικασίες προϋποθέτουν μιά σχέση μέ τήν ταξική προέλευση τού σοιματος τών άξιωματικών.

Δέν είναι δυνατό ν’ άναλυθεΐ έδώ ή σημασία τών παραγόντων αυτών καθώς καί πλήθος άλλων πού υπεισέρχονται στήν άνάλυση όπως, ένδεικτικά. οί μηχανισμοί στρατολόγησης, οί σχέσεις τής πολιτικής καί στρατιωτικής θητείας, τό φαινόμενο τής έπαγγελματικής κληρονομικότητας, ή πολιτική καί ιδεολογική σημασία τής παρουσίας τών κατώτερων τάξεων στό στρατιωτικό μηχανισμό, ό στρατός ώς λεωφόρος κοινωνικής κινητικότητας κλπ.

Ή όλη προβληματική βέβαια χαρακτηρίζεται από έναν έμφανή κοινωνιολογικό ύποβαθμισμό πού γιά τό ξεπέρασμά του υιοθετήθηκε ή έννοια τού έπαγελματικον έγκοινωνισμον25 ή όποια κατακλύζει όλες τίς μελέτες γιά τό στρατό. Φυσικά τό πρόβλημα δέν λύθηκε κι αύτό φαίνεται ιδιαίτερα άπό τά Αντιφατικά πολιτικά συμπεράσματα στά όποια καταλήγει ή προσέγγιση αυτή, ότι δηλαδή ό έπαγγελματισμός όδηγεϊ είτε στήν ένίσχυση τής παρεμβατικής τάσης είτε στήν ένίσχυση τής πολιτικής ουδετεροποίησης τού στρατού. Έξ ού καί ή δοσολογία έπαγγελματισμοΰ πού συνιστάται όνάλογα μέ τήν περίπτωση.

“Ετσι τό πρόβλημα τής ταξικής ύφής καί τού ρόλου τού καίριου αύτού κρατικού μηχανισμού παραμένει θεωρητικά καί πρακτικά άσαφές γιατί ούτε οί μαρξιστικές προτάσεις, πού θεωρούν τό σώμα τών άξιωματικών (ή γενικότερα τό προσωπικό τών κρατικών μηχανισμών) ώς ιδιαίτερη κοινωνική κατηγο- ρίαι26, τό λύνουν, παρά τό γεγονός ότι αποφεύγουν τόν ύποβαθμισμό. Παρακάμπτω έπίσης καί τό ακανθώδες πρόβλημα τής στρατιωτικής ιδεολογίας (ώς υποσύνολο τής κυρίαρχης ιδεολογίας, Ιδιαίτεροι μηχανισμοί παραγωγής, Αναπαραγωγής καί μετάδοσής της, ιδεολογικές διαιρέσεις καί Αποδιαρθρώσεις στό στρατό, όροι τους κλπ.) ‘Ως πρός αύτό τό σημείο ή άνάλυση τού Van Doom27. ό όποιος προτείνει ένα σχήμα διαστρωμάτωσης (πολιτική, επιχειρησιακή, κορπορατιστική) σέ συνδυασμό μέ διάφορα έπίπεδα λειτουργίας της (τό θεσμικό, τό τεχνικό, τό διοικητικό), μέ τά παράλληλα δίκτυα πολιτικού έλέγχου τού στρατού, μολονότι δέν είναι έπαρκής ώστόσο συμβάλλει αξιόλογα στη διερεύνηση μερικών πτυχών τού προβλήματος. Γιά νά συνοψίσω:

1)  Οί τεχνικοί παράγοντες (στρατιωτική τεχνολογία) ουδέποτε λειτουργούν άπό μόνοι τους γιατί όχι μόνο υπεισέρχονται στό γενικότερο συσχετισμό τοιν πολιτικοόν δυνάμεων άλλά καθορίζουν. ανάλογα μέ τίς συνθήκες, καί τά μέσα διεξαγωγής τής πολιτικής πάλης είτε άμεσα είτε έμμεσα ώς τελευταίο καταφύγιο λύσης τών κοινωνικών καί πολιτικών συγκρούσεων.

2)  Ή υποβαθμιστική άποψη πού στέκεται στήν ταξική προέλευση τού στρατιωτικού προσωπικού καί χρησιμοποιείται γιά νά δείξει τή δημοκρατικότητα τής στρατολόγησης28, δέν μπορεί ν’ άπαντήσει σέ κανένα άπό τά ουσιαστικά προβλήματα τής στρατιωτικής έπέμβασης.

3)  Ό αυστηρός διαχωρισμός άνάμεσα στήν πολιτική καί στρατιωτική σφαίρα είναι έξωπραγματικός κι άνεδαφικός. ‘Υπάρχει σημαντική άλληλο-επικάλυψη τών δύο σφαιρών τόσο στό θεσμικό έπίπεδο όσο καί στό πρακτικό,29 χωρίς αύτό βέβαια νά σημαίνει ότι καταργοΰνται τά προβλήματα καί οί συγκρούσεις μεταξύ τής στρατιωτικής καί πολιτικής σφαίρας μιά καί συνιστοΰν διακριτά κέντρα ισχύος μέ ιδιαίτερη ύφή καί όργάνωση, συχνά δέ έδρες διαφορετικών κοινωνικό-πολιτικών συμφερόντων καί συνασπισμών πού συνυπάρχουν κάτω άπό πολύπλοκες συμφωνίες καί διευθετήσεις πού διαρκώς έπαναπροσδιοριζόνται.

καί 4) Ή ιδεολογική συνοχή καί όμοιογένεια τού στρατού δέν πρέπει νά θεωρείται ώς δεδομένη, παρά τούς ισχυρότατους μηχανισμούς πού λειτουργούν στό έσωτερικό του. Μεταβολές, μετατοπίσεις, αναδιαρθρώσεις, άποδιαρθρώσεις, συμβαίνουν τόσο λόγω μονιμότερων αναδιατάξεων στό θεσμικό έπίπεδο δσο καί λόγω τών συγκυριακών συγκρούσεων.

Τελικά οί παράγοντες τών στρατιωτικών έπεμβάσεων πού μπορούν νά έντοπιστοΰν μέσα στήν ίδια τή στρατιωτική όργάνωση ουδέποτε λειτουργούν από μόνοι τους ούτε μπορούν ν’ απομονωθούν ώς παράγωγα καθαρά έσωτερικών διεργασιών. Δεν έχουν, μ’ άλλα λόγια, την αυτοδυναμία κι αυτοτέλεια πού έπικαλοΰνται οί ύποστηρικτές τής προσέγγισης.

  1. Ή κοινωνία

Τό δεύτερο σκέλος τού διχοτομικοΰ σχήματος στρατός-κοινωνία ύποστηλώνει όλες έκεΐνες τίς απόψεις πού άναζη- τοΰν τίς αιτίες τών στρατιωτικών έπεμβάσεων έξω άπό τά στενά όρια τον ίδιου τού στρατού. Ή άνάλυση δηλαδή αναζητεί αναγκαία ευρύτερες έστίες προσδιορισμών τού φαινομένου. Περιορίζομαι καί πάλι στά ουσιώδη.

1) Ό Finer π.χ. συνδέει έπίπεδα στρατιωτικής έπέμβασης μέ έπίπεδα πολιτικής· κουλτούρας κάθε κοινωνίας καταρτίζοντας έτσι μιά κλίμακα σύμφωνα μέ τήν δποία «μετρά» τίς πιθανότητες τού είδους τών έπεμβάσεων γιά κάθε κοινωνία. Δύο βασικές παράμετροι τής κλίμακας- κριτήρια έκτίμησης καί διαβάθμισης της πολιτικής κουλτούρας— είναι ή συναίνεση καί ή όργάνωση. Τό σχήμα τού Finer, έκτός άπό τό δτι στηρίζεται στήν λειτουργιστικής προέλευσης έννοια τής πολιτικής κουλτούρας, είναι στήν ούσία έξελικτικό γιατί προϋποθέτει άναγκαϊα ένα κρίσιμο κατώφλι πού άπαξ καί τό διαβεΐ κανείς προστατεύεται αυτόματα άπό τίς στρατιωτικές επεμβάσεις. Κατά δεύτερο λόγο ή διάκριση μεταξύ υπανάπτυκτης κι άνα- πτυγμένης πολιτικής κουλτούρας πού αναπαράγει σιωπηρά τη διάκριση τού σχήματος παραδοσιακός / σύγχρονος, παραγνωρίζει τίς συμβιωτικές σχέσεις τών δύο αυτών στοιχείων, τά διάφορα μείγματα καί τελικά τό γεγονός δτι σέ κάθε πολιτικό σύστημα υπάρχουν πολλές έδρες νομιμότητας, ή δέ τελευταία δέν είναι αποκλειστικό προϊόν συναίνεσης.

Τό πρόβλημα είναι μάλλον νά μελετήσουμε τούς δρους σταθερότητας, άστάθειας καί άλλαγής τού δοσμένου πολιτικού συστήματος, πράγμα πού δέν μπορεί νά γίνει μέ μοναδικό κριτήριο τή συναίνεση γύρω άπό τό κυρίαρχο σύστημα άξιων. Αυτό πού ένδιαφέρει νά μάθουμε είναι οί συνθήκες καί οί διαδικασίες κάτω άπό τίς όποιες κυρίαρχα συστήματα νομιμότητας διαβρώνονται, αποσυνδέονται, καταρρέουν τί δυνάμεις προκαλοΰν τήν άποσύνθεση αύτή καί ποιές δυνάμεις είναι σέ θέση νά δημιουργήσουν νέα σύνθεση καί νά έδραιώσουν τούς νέους δ ρους της πολιτικής τάξης. Μ’ άλλα λόγια, μάς ένδιαφέ- ρουν έξίσου οί έναλλακτικές πολιτικές Ιδέες καί πρακτικές, τά έναλλακτικά πολιτικά σχέδια τών αντιθετικών κοινωνικό—πολιτικών δυνάμεων κι όχι άπλά ή υποτιθέμενη όμοιογένεια τών κυρίαρχων άξιών καί τών φορέων τους.

2) Άπό την άλλη μεριά ή σχέση μεταξύ πολιτικής τάξης καί θεσμιΰν βρίσκεται στό κέντρο τής ανάλυσης τού Huntington γιά τίς στρατιωτικές έπεμβάσεις. «Καθώς οί κοινωνίες γίνονται πιό πολύπλοκες», γράφει, «ή κοινότητα παράγεται άπό την πολιτική δράση καί διατηρείται άπό τούς πολιτικούς θεσμούς»30. θεσμοποίηση είναι ή διαδικασία έκείνη μέσω τής όποιας οΐ όργανώσεις καί οί κανόνες άποκτσϋν άξία καί σταθερότητα. ΟΙ ιδεολογίες μπορεί νά δημιουργούν τή βάση τής νομιμότητας άλλά μόνο οί θεσμοί προμηθεύουν τούς μηχανισμούς γιά τήν κινητοποίηση τής πολιτικής υποστήριξης καί τήν έφαρμογή τών πολιτικών άποφάσεων. Τά έπιχειρήματα τού Huntington έντάσ- σσνται μέσα στην προβληματική του γιά τόν πολιτικό έκσυγχρονισμό.

Ή διεύρυνση τής πολιτικής συμμετοχής μέ τήν όρμητική είσοδο τών μαζών στήν πολιτική, άποτελεί την «ιιό θεμελιακή πλευρά τού πολιτικού έκσυγχρονισμού καί συνιστά ταυτόχρονα τόν κυριότερο παράγοντα τής πολιτικής άστάθειας καθ’ όσον διαταράσσονται έπικίνδυνα ή τείνουν ν’ άνατραπσύν οί καθιερωμένες ισορροπίες τού συστήματος. ’Εκσυγχρονισμός καί πολιτική άστάθεια είναι σχεδόν ταυτόσημοι όροι. ’Αλλά γιατί; Δύο παράγοντες έπισημαίνοτναι άπό τόν Huntington. Ό πρώτος έχει σχέση μέ τό γεγονός δτι τό πολιτικό σύστημα δέν μπορεί νά παρακολουθήσει τίς άλλαγές πού έπέρχονται στήν κοινωνική καί οίκσνομική δομή (π.χ. κοινωνική κινητικότητα, έξαστισμός, γεωγραφική μετακίνηση τού πληθυσμού, διεύρυνση τού κοινωνικού χάσματος μεταξύ τών τάξεων, άνισότητα κλπ.). Τό πολιτικό σύστημα υστερεί χρονικά. Ό δεύτερος άναφέρεται άμεσα στή διαπίστωση δτ ή είσοδος τών μαζών στήν πολιτική συντρίβει στήν κυριολεξία τίς παλιές πολιτικές δομές. Οί πολιτικοί θεσμοί είναι απαρχαιωμένοι καί δέν μπορούν νά προσαρμοστούν στίς νέες συνθήκες καί νά άντισταθούν στά νέα αιτήματα. Ή πολιτική συμμμετοχή δέν μπορεί ν’ άπορροφηθεΐ καί νά θεσμοποιηθεΐ.Έξ ου καί ή άστάθεια καί κατά προέκταση ή τεράστια σημασία σταθερών πολιτικών θεσμών άλλά καί Ικανότητας θεσμοποίησης. ’Αναδύεται έτσι στήν έπιφάνεια ένα πρόβλημα παραμελημένο. Ή σπουδαιότητα τής πολιτικής όργάνωσης τόσο στήν κύρια κομματική της μορφή δσο καί σ’ άλλες μορφές -κύριος φορέας τής θεσμοποίησης. «Ή όργάνωση», γράφει, «όδηγεΐ στήν πολιτική έξου- σία κι άποτελεί τό θεμέλιο τής πολιτικής σταθερότητας κι έπομένως τήν προϋπόθεση τής πολιτικής έλευθερίας»31.

Ό Huntington κατασκευάζει ένα μοντέλο μιάς έκσυγχρονιζόμενης κοινωνίας τήν όποια χαρακτηρίζει ώς «πραιτωριανή» καί τής όποίας τά βαοικά γνωρίσματα είναι ό χαμηλός βαθμός θεσμοποίησης καί ό ύψηλός βαθμός πολιτικής συμμετοχής μέ τήν άναπάφευκτη διάσταση μεταξύ τους. ΟΙ κοινωνικές όμάδες κινητοποιούνται μέν πολιτικά άλλά δέν κοινωνικοποιούνται άπό τήν πολιτική. Τό μοντέλο δέν άπομακρύνεται άπό τίς βασικές ύποθέσεις τού φονξιοναλισμού, πράγμα πού έκδηλώ- νεται, έκτός τών άλλων, καί στήν έμμονη Ιδέα του περί σταθερότητας. Δέν έξηγεϊ τί βρίσκεται πίσω άπό τή θεσμοποίηση πού τήν έκκενώνει άπό κάθε ταξικό περιεχόμενο. Άλλωστε ή πολιτική άστάθεια δέν είναι γενικό κι άποκλειστικό χαρακτηριστικό τών έκσυγχρονιζόμενων κοινωνιών. Έξ άλλου, οί πηγές άστάθειας δέν έντοπίζονται παρά σέ μιά άφηρημένη κλίμακα χωρίς νά γίνεται διάκριση άνάμεσα στίς κοινωνικές καί πολιτικές δυνάμεις πού είναι φορείς-ιστορικά καί συγκυριακάτών γενικότερων διαδικασιών πού άναλύει. Ό Huntington, παρ’ δλο πού φέρνει στήν έπιφάνεια κρίσιμα προβλήματα, δέν ξεφεύγει άπό τά πλαίσια τού λειτουργισμού. Δέν φτάνει σέ μιά θεωρία γιά τήν πολιτική κρίση, πού όπως θά προσπαθήσω νά περιγράφω πιό κάτω αποτελεί στήν ουσία την άτμομηχανή τής πολιτικής αλλαγής.

Γ. Μαρξιστικές προσεγγίσεις

Σ’ άντίθεση μέ τίς λειτουργιστικές προσεγγίσεις καί τά θεωρητικά σχήματα πού βασίζονται σ’ ένα άφηρημένο καί ουδέτερο μοντέλο οικονομικής άνάπτυξης οί μαρξιστικές προσεγγίσεις τονίζουν πάντα τόν καπιταλιστικό χαρακτήρα της άνάπτυξης πού νομιμοποιείται νά διεκδικήσει περισσότερα εύσημα ακρίβειας καί σαφήνειας στόν έντοπισμό τών κοινωνικών διαδικασιών.

Νομίζω δτι δέν άποτελεί άντικείμενο διαμάχης χό γεγονός δτι ή καπιταλιστική έπέκταση σέ παγκόσμια κλίμακα είναι μιά έξαιρετικά άνιση καί άντιφατική διαδικασία πού χαρακτηρίζεται άπό σοβαρές διακυμάνεις (π.χ. έμπόριο, έπενδύσεις, συναλλαγές κλπ.) Ή διαπίστωση δτι ό καπιταλισμός διεισδύει άσυμμετρικά στους μή-καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς είναι τόσο παλιά ώστε νά μήν χρειάζεται νά έπιμείνουμε. Ή ίδια ή διαδικασία τής διείσδυσης, άπό τήν άλλη μεριά, συνεπάγεται διαφορετικού είδους διασυνδέσεις μεταξύ τών διαφόρων χωρών καί τού «παγκόσμιου συστήματος» καί τή δημιουργία άνισων σχέσεων έξάρτησης καί άμοιβαίων δεσμών.

Όλες οί νεο-μαρξιστικές άναλύσεις στήν τελευταία 20ετία έχουν σάν άφετηρία τό δτι οί χώρες τού Τρίτου Κόσμου άκολουθούν διαφορετική τροχιά άπό έκείνη πού Ακολούθησαν οί ήδη άναπτυγμένες χώρες στήν έκβιομηχάνιση τους. Άλλά άπό δώ άκριβώς αρχίζουν τά προβλήματα.

Οί διαμάχες καί οί συζητήσεις μεταξύ τών διαφόρων μαρξιστικών προσεγγίσεων πάνω στά προβλήματα τής υπανάπτυξης είναι άρκετά γνωστές. Ή θέση άν «ή χώρα πού είναι πιό άναπτυγμένη βιομηχανικά δείχνει στίς λιγότερο άναπτυγμένες τήν εικόνα τού μέλλοντός τους»32 είναι ίσιορικο-έμπειρικά δικαιωμένη ή όχι, έξακολουθεΐ βέβαια νά παραμένει άντικείμενο όξύτατης διαφωνίας μεταξύ τών μαρξιστών πού συχνά έπι- σκιάζεται άπό άκόμα πιό μεγάλες διαφωνίες γιά τήν έννοια τής «ύπανάπτυξης»33. Δυστυχώς, παρά τό φώς πού έρριξαν οί μαρξιστικές μελέτες στις σκοτεινές κι αθέατες πτυχές τής υπανάπτυξης δέν κατάφεραν πάντα ν’ άποφύγουν τόν οικονομικό ύποβαθμισμό διαφόρων άποχρώσεων, μέ άποτέλεσμα ή πολιτική θεωρία τής υπανάπτυξης νά παραμένει… ύπανάπτυκτη. Ή ώθηση πού δίνεται μέ τίς νεότερες μελέτες γιά τό λεγόμενο «περιφερειακό κράτος»34 έχει κι αυτή όρισμένα δρια μιά καί άφορά κυρίως τό «μετααποικιακό κράτος» καί τούς κοινωνικούς σχηματισμούς όπου ό καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (ΚΤΠ) δέν έχει άκόμα έγκαταστήσει την κυριαρχία του.

Είναι προφανές ότι έάν ή καπιταλιστική έπέκταση σέ παγκόσμια κλίμακα είναι μιά πολύ άνιση καί διαφοροποιημένη διαδικασία, έπεται ότι δέν μπορεί νά συνεπάγεται όμοιόμορφα πρότυπα συσσώρευσης κεφαλαίου καί οικονομικής αύξησης στίς χώρες όπου διεισδύει. ‘Επομένως καί οί διαδικασίες «ανάπτυξης» τών κοινωνικών καί πολιτικών δυνάμεων δέν μπορεί νά χαρακτηρίζονται από όμοιογένεια καί όμόλογες διαδικασίες.

Γιά μιά άκόμα φορά ή πραγματική πρόκληση γιά τήν μαρξιστική θεωρία παρουσιάζεται στό έπίπεδο τής άποκρυπτογράφησης τών σχέσεων μεταξύ κοινωνικής δομής, πολιτικών Ανταγωνισμών καί πολιτικών μορφών μέ τρόπο ώστε νά παίρ- νονται ύπόψη οί άμοιβαϊες σχέσεις τής ένδσγενοΰς μήτρας σέ συσχετισμό μέ τίς διασυνδέσεις τους μέ ευρύτερα κέντρα οικονομικής καί πολιτικής Ισχύος πού δέν κατέχουν άπλά τη θέση «έξωτερικοΰ περιβάλλοντος». Είναι άπαραίτητο λοιπόν νά όρι- στεΐ μέ άκρίβεια ή έννοια τού καπιταλισμού, ιδιαίτερα στη χώρα πού δέχεται τή διείσδυση, διαφορετικά παραμονεύει ό κίνδυνος σοβαρότατων λαθών35.

Έτσι, γιά τή μαρξιστική προσέγγιση, ή έννοια τού τρόπον παραγωγής καί τής συνάρθρωσής του μέ τούς άλλους τρόπους παραγωγής σ’ έναν κοινωνικό σχηματισμό είναι πολύτιμη κι Αναντικατάστατη.

Οπως έγραψε ό Μάρξ «σ’ όλες τίς μορφές κοινωνίας υπάρχει ένα έντελώς Ιδιαίτερο είδος παραγωγής πού κυριαρχεί πάνω στά υπόλοιπα είδη καί τού όποίου οί σχέσεις έπομένως καθορίζουν τή σπουδαιότητα καί τήν έπιρροή τών άλλων. Πρόκειται γιά μιά γενική φωτοχυσία πού διαπερνά όλα τά άλλα χρώματα μεταλλάσσοντας τήν Ιδιατερότητά τους»36.

’Από τήν άνάλυση τού προτύπου καπιταλιστικής Ανάπτυξης ή μαρξιστική προσέγγιση συνάγει τά γενικά δομικά χαρακτηριστικά τού πολιτικού στοιχείου μέ τήν έννοια τών δομικών περιορισμών πού καθορίζουν τό πλαίσιο τών δυνατών λύσεων όχι όμως καί τήν άκριβή κατεύθυνση ή τή συγκεκριμένη έκβαση τών πολιτικών άνταγωνισμών καί συγκρούσεων. Είναι λοιπόν δυνατή ή καταγραφή μερικών όρων πού καθιστούν δυνατή τήν έμφάνιση ή μή όρισμένου τύπου πολιτικών φαινομένων. “Ολα αύτά βέβαια ώς «υπόβαθρο», ώς γενικές τάσεις καί κατευθύνσεις, ουδέποτε ώς βεβαιότητες φυσικού φαινομένου.

Καταλληλότερη μονάδα Ανάλυσης γιά τήν έρμηνεία τών πολιτικών μετασχηματισμών είναι τό κράτος, οί θεσμοί του, οί όργανωμένοι συλλογικοί πολιτικοί φορείς δράσης, οί άμοιβαϊες σχέσεις τους κλπ. Διαφορετικά έλλοχεύει ό κίνδυνος τού οίκονομικού ύποβαθμισμοϋ πού αναπόφευκτα συνεπάγεται τήν

υποτίμηση τού πολιτικού στοιχείου καί τής πολιτικής έφόσον, έκτος τών άλλων, έξηγεί όλες τίς πολιτικές μεταβολές άνάλογα μέ τίς διαφορές μεταξύ τών μερίδων τού κεφαλαίου (!)

’Αγγίζουμε σ’ αύτό τό σημείο εύαίσθητες νευρικές χορδές τής μαρξιστικής όρθοδοξίας αλλά κι όσων Αδυνατούν νά παραδεχτούν ότι ό μαρξισμός δέν έχει Απαντήσεις γιά όλα τά προβλήματα.

Θά πρέπει τελικά νά γίνει παραδεκτό πόσο προβληματική είναι στη μαρξιστική θεωρία ή διασύνδεση μεταξύ κοινωνικών τάξεων καί πολιτικής. Ποιοί είναι κείνοι οί μηχανισμοί πού διασφαλίζουν τήν άρθρωση τών πολιτικών δυνάμεων μέ τίς Ιδεολογίες καί τίς κοινωνικές τάξεις πού ύποτίθεται πώς έκπροσωποϋν;

Τίς δυσκολίες αυτές προσπάθησε νά ξεπεράσεις ό Νίκος Πουλαντζάς στό Ατέλειωτο έργο του, χτίζοντας τήν πολιτική του θεωρία πάνω στό θεωρητικό σχήμα τού Althusser, ότι δηλαδή ή οίκονομία είναι καθοριστική σέ «τελευταία ανάλυση». Γιατί, όπως παραδεχόταν καί ό ίδιος, ή έγκατάλειψη αυτής τής θέσης τινάζει όλα τά μαρξιστικά θεμέλια στόν όέρα. Τό σχήμα του όμως τής «σχετικής αύτονομίας», παρόλο πού μπορεί νά ύποστηριχθεϊ σοβαρά, μ’ άνάλογη «ανάγνωση», άπό κείμενα τού «ώριμου Μάρξ» δέν έλυσε τά προβλήματα τών διασυνδέσεων τής πολιτικής μέ τίς κοινωνικές τάξεις (πού Απεικονίζονται ώς «άποτέλεσμα» τών δομών) ούτε θεωρητικοποίησε σέ κάποιο βαθμό τούς μηχανισμούς έκπροσώπησης τών τάξεων στό πολιτικό πεδίο.Έτσι ό Γόρδιος Δεσμός τής μαρξιστικής θεωρίας παραμένει άλυτος.

Δέν είναι λοιπόν άνεξήγητο τό γιατί μερικοί δέν κατάφεραν νά άντισταθούν στόν πειρασμό καί στράφηκαν πρός τήν κατεύθυνση άποσύνδεσης τών δύο σφαιρών. ’Αναγνώρισαν κατά συνέπεια μιά απόλυτη αυτονομία στό πολιτικό καί τό Ιδεολογικό στοιχείο, άρα ατούς πολιτικούς καί Ιδεολογικούς αγώνες. Είναι φανερό βέβαια ότι οί πολιτικές δυνάμεις δέν μπορούν νά θεωρηθούν άπλά καί μόνο έκφράσεις τών τάξεων καί τών ταξικών συμφερόντων, ούτε έκφραστές μιάς καί μόνο τάξης. Ούτε οι πολιτικές καί οί Ιδεολογικές διαμάχες έχουν πάντα σάν αποκλειστικό, καθοριστικό ή πρωταρχικό αντικείμενο τίς ταξικές διαφορές. Οί διαπιστώσεις αύτές είναι ακόμα πιό έκδηλες στην περίπτωση τών υπανάπτυκτων / έκσυγχρονιζόμενων κοινωνιών, όπου συνήθως απουσιάζουν τόσο ή αύτό- νομη πολιτική όργάνωση τών τάξεων όσο καί ό σαφής ταξικός χαρακτήρας τής πολιτικής σύγκρουσης, σ’ ένα μεγάλο βαθμό.

‘Η έπιλογή τής απόλυτης αυτονομίας37 τοΰ πολιτικού καί ιδεολογικού έπιπέδου είναι μέν έλκυστική άλλά προφανώς βρίσκεται σ’ αντίθεση μέ όρισμένα χτυπητά στοιχεία τής πραγματικότητας πού κανένας πρακτικός πολιτικός δέν θά τολμούσε ν’ αγνοήσει. ’Ακόμα κι άν υπάρχει άδυναμία θεωρητικής απόδειξης δέν σημαίνει ότι πρέπει νά συγχέουμε τη λογική μέ την πραγματικότητα. Τό δίλημμα δέν μπορεί νά είναι οικονομικός ντετερμινισμός ή απόλυτη αυτονομία, άλλά δέν θά πρέπει νά διστάσουμε νά παραδεχτούμε ότι υπάρχουν μεγάλες κι άλυτες πρός τό παρόν δυσκολίες. Τό μέλλον θά δείξει άν ή προσπάθεια τού Πουλαντζά άποτέλεσε τό έσχατο σωσίβιο γιά τη διάσωση τής μαρξιστικής πολιτικής θεωρίας άπό βέβαιο πνιγμό ή τήν απαρχή μιας νέας προβληματικής πού θά καταφέρει τελικά νά κατασκευάσει τά άναγκαΐα έννοιολογικά έργαλεΐα γιά τή μελέτη τών σχέσεων πού άναφέραμε, ξεπερνώντας τις αδυναμίες τής «δομικής αιτιότητας» καί τής ύποβάθμισης τής άποτελεσματικότητας τών πολιτικών συλλογικών φορέων δράσης άλλά καί τήν απόλυτη έκμηδένιση τής κοινωνικής βάσης τής πολιτικής. “Ενα βήμα πρός μιά τέτοια κατεύθυνση θά ήταν ίσως ή πειραματική έπιχεφησιοποίηση όρισμένων έν- νοιών πού ένώ δέν ανήκουν στό καθαυτό μαρξιστικό όπλοστάσιο ωστόσο θά μπορούσαν νά ένσωματωθούν σέ μιά μαρξιστική προβληματική καί νά συντελέσουν στή μελέτη όρισμένων προβλημάτων τής πολιτικής τών υπανάπτυκτων / άναπτυσσόμενων χωρών. Μπορούν δηλαδή ένδεχόμενα νά συμβάλλουν στην κατασκευή ένός μαρξιστικού άναπτυξιακού μοντέλου πού θά έχει σάν άξονα τήν πολιτική άλλαγή μέσα στό γενικότερο πλαίσιο τού τύπου συσσώρευσης κεφαλαίου καί πού θά έπιτρέπει τή μελέτη τόσο τών δυνάμεων διατήρησης όσο καί τών δυνάμεων διατάραξης τού συστήματος στίς άμοιβαϊες έπιδράσεις τους.

Πρόκειται γιά ένα έγχείρημα δύσκολο μέ άβέβαια άποτελέσματα τά όποια ώστόσο θά μπορούσαν νά φανούν μόνο πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο θεωρητικό – έρευνητικό έδαφος38. Δέν μπορούμε ν’ άπορρίψουμε όρισμένες έννοιες άπλά καί μόνο έπειδή ανακύπτουν μέσα στό πλαίσιο μιας άλλης προβληματικής, ούτε πέφτουμε στόν έκλεκτισμό έπιλέγσντας τίς έννοιες αυτές Καί τοποθετώντας τες μέσα στή μαρξιστική θεώρηση.

Ενδεικτικά, οί έννοιες π.χ. τής πολιτικής κινητοποίησης, τού τρόπου ένσωμάτωσης τών μαζών καί τών νέων κοινωνικών δυνάμεων στό πολιτικό σύστημα, σί τρόποι καί οί μορφές τής πολιτικής συμμετοχής καί οί φορείς τής πολιτικής θεσμοποίησης μπορούν νά χρησιμοποιηθούν γόνιμα σέ συνδυασμό μέ τούς προσδιορισμούς τού κράτους καί τού κοινωνικό-οικονομικού πλαισίου. Μέ τή συγκεκριμένη άνάλυση ένός κοινωνικού σχηματισμού μπορεί νά καταγράψουμε τίς άνισομέρειες κι άναντιστοιχίες άνάμεσα στίς άντιφάσεις τών διαφόρων έπιπέδων καί τίς σχέσεις έπίδρασης κι άλληλοκαθορισμού.

Έτσι τά θεωρητικά άποτελέσματα τής ένσωμάτωσης τών έννοιών αύτών σ’ ένα διαφορετικό θεωρητικό λόγο θά είναι τελείως διαφορετικά. Δέν ύπάρχει ό χώρος γιά νά ύπεισέλθω σέ λεπτομέρειες, θά πρέπει όμως νά σημειώσω ότι ή μεταφορά τών έννοιών αυτών καί ή ένσωμάτωση τους ύπάρχει πιθανότητα νά είναι έπιτυχής στό βαθμό πού έχει πρσηγηθεΐ μιά συστηματική θεωρητική έπεξεργασία τους.

Τί σχέση έχουν όλ’ αυτά μέ τή στρατιωτική επέμβαση: Τεράστια, θά υποστήριζα, γιά τόν άπλούστατο λόγο ότι οί πολιτικές συγκρούσεις δέν διεξάγονται έρήμην τού στρατού. ‘Ο στρατός άποτελεί μέρος τού συσχετισμού τών δυνάμεων καί ή συμπαράτάξή του μ’ αυτή ή τήν άλλη πλευρά ή οί περιπτώσεις όπου έπεμβαίνει αυτόνομα στήν πολιτική έχουν αυταπόδεικτη σημασία.

Δ. Ή πολιτική κρίση

Τόσο ή προσέγγιση τού τρόπου παραγωγής όσο κι όποιο- δήποτε έπιτυχές μαρξιστικό μοντέλο γιά τήν πολιτική στίς χώρες πού ακολουθούν μιά πορεία ραγδαίας καπιταλιστικής ανάπτυξης -μ’ όλες τίς συνέπεις- δέν θά μπορούσαν νά μάς δώσουν παρά μόνο γενικές παραμέτρους τής πολιτικής άλλα- γής, τούς γενικούς όρους άστάθειας ή σταθερότητας τού καθεστώτος.

“Οπως υποστήριξα πιό πάνω, ή άνάλυση στό έπίπεδο τών δομών καί τών τάσεων τού συστήματος μπορεί νά υποδείξει μέ όρκετή άκρίβεια τά όρια τών δυνατών λύσεων, μ’ άλλα λόγια νά μάς δώσει τό δείκτη τών πιθανών έξελίξεων, δέν μπορεί όμως νά προκαθορίσει ή νά παραβλέψει μέ ακρίβεια τίς άνακατατάξεις στίς πολιτικές δυνάμεις καί τήν πιθανότητα τής πολιτικής αλλαγής. Ιδιαίτερα στίς χώρες όπου άναφερόμαστε οί «συστηματικές» αύτές άναλύσεις έχουν μικρότερη άξιοπιστία λόγω άκριβώς τής ρευστότητας τού συστήματος καί γενικότερα λόγω τών απότομων καί ταχύρρυθμων άλλαγών σ’ όλους τούς τομείς. Είναι λοιπόν δυσκολότερο νά απομονωθούν γιά ένα έπαρκές χρονικό διάστημα διάφοροι μονιμότεροι παράγοντες άπ’ δ,τι είναι σέ χώρες μέ μεγαλύτερη δομική σταθερότητα.

Τό γεγονός αύτό έχει άναπόφευκτες συνέπειες στό πολιτικό έπίπεδο καί καθιστά τήν άνάλυση άπό τη σκοπιά τών φορέων δράσης όχι μόνο άναγκαία άλλά καί άναντικατάστατη.

Ή έννοια τής πολιτικής κρίσης χρησιμοποιείται συνήθως καταχρηστικά. ’Ιδιαίτερα στη μαρξιστική παράδοση δέν υπάρχει ίσως στιγμή πού νά μήν προβάλλεται ή χρόνια κρίση τού συστήματος καί ή άμεση κατάρρευση του -διαδικασίες πού υποτίθεται ότι διευκολύνουν τήν άνοδο στήν έξουσία τών άντι- καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων. Ή κατάχρηση όμως τής έννοιας δέν άποτελεί λόγο γιά τήν έγκατάλειψή της ύπό τόν όρο ότι θά προσδιορίσουμε ρητά τό περιεχόμενό της.

Χαρακτήρισα πιό πάνω τήν πολιτική κρίση ώς τήν άτμομη- χανή τής πολιτικής άλλαγής. Καί πραγματικά οί καταστάσεις κρίσης έγκυμσνούν πολλές πιθανότητες έπίλυσής τους. Μόνο όταν άναλυθεϊ συγκεκριμένα ή διάταξη τών δυνάμεων μπορούμε νά προκαθορίσουμε μέ κάποια άσφάλεια την έκβαση τής κρίσης, την έπικρατέστερη λύση της.

Καταστάσεις πολιτικής κρίσης μοιάζουν μέ μεγάλα σκηνικά όπου υπεισέρχονται μακροχρόνιοι, βραχυχρόνιοι καί συγκυριακοί παράγοντες έπιταχύνοντας τόν ιστορικό τους ρυθμό, όπου οί πρωταγωνιστές τού δράματος, άτομικοί καί συλλογικοί φορείς δράσης ένεργούν μέσα σέ συνθήκες αύξημένης πολιτικοποίησης κάθε σφαίρας, άκόμα καί τής Ιδιωτικής ζωής. Τό σκηνικό είναι στημένο γιά νά δεχτεί σοβαρές διαταράξεις καί έπαναδιατάξεις τών κοινωνικών καί πολιτικών διευθετήσεων καί ισορροπιών πού ύπάρχουν. Είναι λοιπόν ή κατ’ έξοχήν «στιγμή» γιά νά άνακαλύψουμε τούς πραγματικούς πρωταγωνιστές, νά παρακολουθήσουμε τίς κινήσεις καί τίς συγκρούσεις, νά διαβάσουμε τούς οϊωνούς.

Κάθε συστηματική «άνάγνωση» τής κρίσης έξαρτάται δχι μόνο άπό τή γνώση καί τό συνυπολογισμό τών μονιμότερων παραμέτρων πού άναφέραμε πιό πάνω αλλά κι άπό μιά γενική άντίληψη γιά τήν πολιτική σέ συνδυασμό μέ τήν έπιλογή τών μέσων τού πολιτικού λογισμού.

Σχετικά μέ τήν πολιτική κρίση, ή λειτουργιστική προσέγγιση θεωρεί δτι τό σύστημα ρίχνεται σέ κρίση δταν δημιουργεΐ- ται μιά κατάσταση άνισορροπίας ή όποια προκαλεΐται άπό τίς «δυσλειτουργικές εισροές» πού άπειλοϋν τίς «φυσικές» ισορροπίες καί πυροδοτούν κρίσεις προσαρμογής. Τό λειτουργιστικό πρότυπο κρίσης προϋποθέτει χρονικές άλληλουχίες περιβαλλοντολογιών αλλαγών καί διαδοχικών άνταποκρίσεων τού συστήματος. Πρόκειται βασικά γιά κρίσεις άναχρονισμού, (θεσμικές, οικονομικές κλπ.) πού δημιουργοϋνται άπό τίς άσυμμετρίες στίς μεταξύ τους σχέσεις. Ή έννοια αύτή τής κρίσης άποτελει έγγενές στοιχείο στά διάφορα μοντέλα «άναπτυξιακής αίτιότητας» τού λειτουργισμού39.

Στόν άντίποόα, ή λανθασμένη διάγνωση τών κρίσεων στό μεσοπόλεμο άπό τή μαρξιστική θεωρία καί τά έργατικά κινήματα καί κόμματα όδήγησε σέ τρομακτικά πολιτικά σφάλματα καί τραγικές συνέπειες40 τόσο στή θεωρία δσο καί στην πολιτική πρακτική* ή άποψη τού «οικονομικού καταστροφισμού» καί ή ταύτιση κάθε κρίσης μέ τή λενινιστική άντίληψη γιά τήν «έπα- ναστατική κατάσταση» πληρώθηκε άκριβά κι δχι μόνο άπό τήν άριστερά. Βασανίζει ακόμα έστω και βερμπαλιστικά τίς «έμβριθείς» άναλύσεις περί έπικείμενης αύτοκατάρρευσης τού καπιταλισμού.

Από τά διάφορα κείμενα τού Μάρξ41, παρά τίς διεισδυτικές άναλύσεις πού περιέχουν, δέν είναι δυνατόν νά συγκροτηθεί μιά θεωρία κοινωνικής καί πολιτικής ισορροπίας ούτε μιά θεωρία γιά τήν πολιτική κρίση. Στά πλαίσια τής μαρξιστικής παράδοσης μόνο ό Γκράμσι άφιέρωσε τήν προσοχή του σέ διάφορες σημαντικές πλευρές τής πολιτικής κρίσης. Παρά τίς δυσκολίες πού παρουσιάζει ή άποσπασματική γραφή του42 μπορούμε ωστόσο νά έπωφεληθούμε άπό τίς έπεξεργασίες του. Σέ πολλά σημεία ό Γκράμσι έπιχειρηματολογεί ώς πρός αύτό τό θέμα άπό μιά συστηματική θεωρητική σκοπιά43.

Ή Αντίληψη τού Γκράμσι γιά την Ιδιαίτερη άποτελεσματικότητα τού δ,τι άποκαλεΐ υπερδομές, τού έπιτρέπει νά άναλύσει αυστηρά τήν κεντρική σημασία τον συσχετισμού των δυνάμεων σέ συνθήκες πολιτικής κρίσης. Σέ πολυάριθμα μέρη τού έργου του καί ιδιαίτερα στίς Αναλύσεις του γιά τόν καισαρισμό44 ό Γκράμσι χρησιμοποιεί ένα πλούσιο έννοιολογικό όπλοστάσιο, πρωτότυπη συμβολή στήν έπεξεργασία τού θέματος. Ό Γκράμσι άναλύει όχι μόνο καταστάσεις Ισοζυγίου μεταξύ κοινωνικών καί πολιτικών δυνάμεων, άλλά καί διαταράξεων καί όρισμένους μηχανισμούς των πολιτικών κρίσεων. Δέν θά ήταν δυνατόν νά σταθούμε άναλυτικότερα στη σημασία τής θεωρητικής συμβολής τού Γκράμσι. ’Αλλά μέ βάση τόσο τίς γενικές του θεωρητικές κατευθύνσεις καί τη συμβολή νεότερων άναλύσεων45 είναι δυνατόν:

α) νά έντοπιστούν τά γενικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τής πολιτικής κρίσης πού προσιδιάζουν στό καπιταλιστικό κράτος.

β) νά έξεταστοΰν τά συστατικά στοιχεία μιας συγκεκριμένης πολιτικής κρίσης σέ σχέση μέ τήν ιστορική καπιταλιστική φάση άνάπτυξης σέ συνδυασμό μέ τίς πολιτικές καί ιδεολογικές συναρθρώσεις της.

y) νά μελετηθούν Ιδιαίτερα φαινόμενα πού έχουν σχέση μέ τήν ιδιόμορφη σέ κάθε περίπτωση διάταξη τών Ανταγωνιστικών δυνάμεων.

Άν δεχτούμε ότι τό γενικό αυτό σχήμα μπορεί νά χρησιμεύσει σάν όδηγός γιά τήν κατασκευή ένός μαρξιστικού μοντέλου πολιτικής κρίσης τότε δέν είναι δύσκολο νά διαπιστώσουμε ότι ή λειτουργκττική προσέγγιση περί «δυσλειτουργιών» τού συστήματος καί περί διάβρωσης ή κατάρρευσης τών δήθεν αύτορυθμιστικών μηχανισμών του καθώς έπισης καί ή μυστήρια «κατάρρευση» τών θεσμών, άπό κόπωση τού μετάλλου ή γιά όποιουσδήποτε άλλους «αυτονόητους» λόγους, δέν εύσταθούν. Γιατί ή πολιτική κρίση, πάνω άπ’ όλα, χαρακτηρίζεται άπό μετακινήσεις στίς σχέσεις τών Ανταγωνιστικών δυνάμεων πού Επηρεάζουν βαθύτατα τίς πολιτικές σχέσεις καί τούς συσχετισμούς μέσα στους κρατικούς θεσμούς. Μ’ άλλα λόγια, κάθε πολιτική κρίση άποτελεΐ προοίμιο γιά μιά άνακατανομή τών σχέσεων Ισχύος μεταξύ τών κοινωνικών καί πολιτικών δυνάμεων,στιγμή διάρρηξης τής άλληλεγγύης τών κυρίαρχων τάξεων καί έσχατης δοκιμασίας τών άνταγωνιστικών δυνάμεων είτε άπό τήν άποψη τής άποφυγής έπιδείνωσης τής θέσης τους είτε άπό τήν άποψη τής ικανότητάς τους νά ήγηθούν ένός κοινωνικό—πολιτικού συνασπισμού γιά μιά νέα κοινωνική καί πολιτική τάξη.

Άλλά ή άνάλυση τής πολιτικής κρίσης θά πρέπει συνάμα νά προχωρήσει καί νά συμπεριλάβει δομικούς καί συγκυριακούς παράγοντες στη διαπλοκή τους καί στόν άμοιβαϊο του προσδιορισμό. OL συγκυριακοί παράγοντες είναι έκεΐνοι πού δέν μπορούν νά έντοπιστούν μέ άδιαφιλονίκητη βεβαιότητα λόγω τής ρευστότητάς τους. ‘Αλλά άκριβώς στό πεδίο τής συγκυρίας δοκιμάζεται ή προετοιμασία τών πολιτικών φορέων, ή ποιότη

τά τους στό τακτικό έπίπεδο, ή ήγετική τους ικανότητα γιά τήν πραγματοποίηση τών στόχων τους. Κανένα άπ’ αύτά τά στοιχεία πού απαρίθμησα ένδεικτικά δέν μπορεί ν’ άναχθεϊ σέ μιά Αντίληψη «δομικής αίτιότητας». Ή άδεβαιότητα καί τό άπρό- βλεπτο είναι έγγενή στοιχεία τής συγκυρίας. Ή έφαρμογή τών μέσων τού πολιτικού λογισμού (υλικού καί θεωρητικού) πού διαθέτει κάθε παράταξη είναι μιά κρίσιμη πλευρά πού παίζει άποφασιστικό ρόλο στήν τελική έκβαση.

Ό στρατός είναι φυσικά συμμέτοχος καί συνεργός σ’ δλες αυτές τίς διαδικασίες είτε μέ πράξεις είτε μέ παραλείψεις. Συνυπολογίζεται στό συσχετισμό τών δυνάμεων μέ τρόπο πού δέν μπορεί νά προκαθοριστεί θεωρητικά, άλλά πού προκύπτει σάν άποτέλεσμα τών συγκεκριμένων συνθηκών. Είτε σάν έφεδρεία τής κατεστημένης κοινωνικό-πολιτικής τάξης, είτε σάν σύμμαχη δύναμη τών δυνάμεων πού Αντιμάχονται τό status quo, είτε σάν αυτόνομη δύναμη, ένωμένος ή διασπασμένος ό στρατός τοποθετείται στη δίνη τής πολιτικής κρίσης γιά τόν άπλό λόγο ότι ή έξσυσία τών όπλων γέρνει τελικά τή ζυγαριά. Ό τύπος τής πολιτικής κρίσης είναι αύτός πού προσδιορίζει τούς όρους καί τό περιεχόμενο τών στρατιωτικών επεμβάσεων πού διακόπτουν τό πολιτικό συνεχές ιδιαίτερα όταν παίρνουν τή μορφή τού πραξικοπήματος.

Αντί επιλόγου

θά ήταν άνώφελο νά ίσχυριστώ ότι ή άνάλυση έθιξε όλα τά προβλήματα ή δλες τίς πλευρές, μέ τρόπο πλήρη κι έξαντλητικό. Ήθελα μόνο νά έπισημάνω τίς δυσκολίες καί τά κενά πού υπάρχουν, τουλάχιστον δσα Αντιλαμβάνομαι έγώ, στήν πολιτική θεωρία. Ιδιαίτερα σέ σχέση μέ τίς Αναπτυσσόμενες χώρες. Καί φυσικά λείπει τό μεγάλο μέρος, ή Αναφορά στή συγκεκριμένη περίπτωση τής Ελλάδας, όπου θά μπορούσαν νά δοκιμαστούν συγκεκριμένα οί θεωρητικές ύποθέσεις πού παρέθεσα.

ΟΙ μελέτες καί τά άρθρα πού άκολουθούν καλύπτουν ένα μεγάλο κενό στή διερεύνηση τών συγκεκριμένων προβλημάτων τών Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων κι Ανοίγουν τόν Απαραίτητο δημόσιο διάλογο στά κρίσιμα αύτά θέματα. Άς έλπίσουμε ότι οί προσπάθειες αύτές θά προλειάνουν τό έδαφος γιά τή διεξαγωγή μιάς συζήτησης ουσιαστικής. Γιατί ή Απερισκεψία όρισμένων πολιτικών δυνάμεων καί ή συγκάληψη τών προβλημάτων όδηγοΰν Αναμφισβήτητα σέ έπικίνδυνες περιπέτειες.

 Λονδίνο, Μάρτιος 1980

  1. Για βασικά βιβλιογραφικά στοιχεία 6λ. R. Clogg καί G. Yaimopoulos, (ίκδ.) Greece under military rule. Seeker and Warburg, London 1972. (‘Ελλ. έκδοση Παπαζήσης 1976), X. Κορυζής. Τό αυταρχικό καθεστώς, Gutemberg. *ΑΘ. 1975.
  2. Γιά στατιστικά στοιχεία 6λ. S. Finer. The man on horseback: the rote of the military in politics. Penguin 19/5.
  3. Parsons. The Social System. 1951. “The pattern variables revisited: A Response to R. Dubin” στην American Sociological Review. Vol. 25. No 4.
  4. D. Macclelland, The Achieving Society. Princeton 1961.
  5. Βλ. Lemer, The Passing of Traditional Society: Modernizing the Middle East. The Free Press, NY 1958.
  6. Pye. “Armies in the process of political modernization”, στό βιβλίο τοϋ J. Johnson (έκδ.) The Role of the Military in Underdeveloped Countries. Princeton 1962.
  7. Finer, op. cit. σελ. 263.
  8. Couloumbis, Petropoulos, Psomiades, Stravrou et al. Πρέπει νά σημειώσουμε δτι στήν περίπτωσή τους τό έκσυγχρονιστικό έπιχείρημα στρέφεται κατά τής στρατιωτικής έπέμβασης.
  9. ΒλΜ. Janowitz, The Professional Soldier, NY I960. The military in the Political Development of New Nations. of Chicago Press 1964. Military Conflict. Sage 1975. κλπ.
  10. Kourvetaris, “Professional Self – images and Political Perspectives in the Greek Military”. American Sociological Review. (36). Δεκ. Σελ. KM3-1057.
  11. S. Finer, op. cit.
  12. Βλ. Ε. Nordlinger. “Soldiers in Mufti: The Impact of Military Rule Upon Economics and Social Change in the non-Western. States”, American Science Political Review. No 64 (Δεκ. 1970).
  13. N. Πουλαντζάς, Φασισμός καί Δικτατορία, Όλκός 1975.
  14. Ταξινομικάσχήματα 6λ. S. Upset, Political Man; The Social Basis of Politics. NY 1960. Σχετική βιβλιογραφία στό Οικονομία καί Δημοκρατία, τού Π. Τερλεξή, Ράππας 1973. Σχέσεις οίκονομικής άνάπτυξης – πολιτικού καθεστώτος. I.L. Horowitz. Foundations of Political Sociology. Ny 1972, S.M. Lipset καί A. Solari (έκδ.) Elites in Latin America. Oxford Univ. Press. 1967 κ.ά.
  15. Βλ. N. Mouzelis. Modem Greece: Facets of Underdevelopment. Macmillan. Λονδίνο 1978 (6λ. έλληνική έκδοση Εξάντας 1978).
  16. Βλ. Ρ. Hirst. On Law and Ideology. Macmillan 1979. κεφ. 2.
  17. Βλ. E. Papacosmas, The Greek Military Revolt of 1909. διδακτορική διατριβή, Indiana Univ. 1971, T. VEREMIS, The Greek Army in Politics. 1922-1935. διδακτορική διατριβή, Trinity College, Oxford 1974. “The Officer Corps in Greece: 1912-36” ατό Byzantine and Modern Greek Studies. Λονδίνο, t. 2., 1976, Oi επεμΰάαεις τού στρατού στήν έλληνική πολιτική. Εξάντας 1977, G. Dertilis. Social Transformation and Military Intervention 1880-1909. διδακτορική διατριβή, Sheffield Univ. 1976, Κοινωνικός Μετασχηματισμός καί Στρατιωτική ‘Επέμβαση 1880-1909, ‘Εξάντας 1977, Ν. Mouzelis. op. cit.
  18. Γιά βιβλιογραφική ένημέρωση βλ. Ν. Βεντούρης Πολιτική Κουλτούρα. Παπαζήσης 1977.
  19. Βλ:, π.χ. Ε. Shils, Political Development in New States, the Hague 1962, J. Kautsky, Political Change in Underdeveloped Countries, NY 1962 κλπ.
  20. Όδροςάντιστοιχεΐστόνάγγλικό socialization καίτόνδανείζομαιγλωσσικάάπότόνΓ. Δερτιλή, op. at, σελ, 192 ύποσ. 111.
  21. ΚΙ. Koutsoukis, “Socioeconomic change and cabinet composition in Greece: 1946- 1974”. στόGreek Review of Social Research, No 32, ’Αθήνα, Ίαν.-Φεβρ. 1978, σελ. 74-79.
  22. K. Legg, Politics in modern Greece. Stanford Univ. Press. California 1969.
  23. S. Huntington, Political Order in Changing Societies, Yale Univ. Press, 1968.
  24. Βλ. ένδεικτικά, P. Nettle. Political Mobilization: A Sociological Analysis of Methods and Concepts, London 1967, D. Apter, The Politics of Modernization, δπ. παρ. Κ. Dcuisch, R. Bendix κλπ. Γιά κριτική τής θέσης αυτής πού άναπτύχθηκε σέ σχέση μέ τή Λατινική ’Αμερική μάλλον βλ, Ε. Laclau, Politics and Ideology in Marxist Theory. NLB 1977.
  25. Βλ. κυρίως Β. Abrahamson. Military Professionalization and Political Power. Sage. Λονδίνο 1972. M. Janowitz (έκδ.) The Sen Military. Changing Patterns of Organization. Sage NY 1964. The Professional Soldier. Glencoe. 1960.
  26. Βλ. N. Poulantzas. Classes in Contemporary Capitalism. NLB 1975. Οελ. 23-35 καί 185—189 καί L’Etat, le Pouvoir, le Socialisme. PUF 1978 τό κεη.. 4 “Le Personnel de L’ Etat” σελ. 170-177.
  27. J. Van Doom (έκδ.) On Military Ideology. Rotterdam 1971.
  28. Δέν είναι τυχαίο πού πολλές άναλύοιις τού «ανατολικού μαρξισμού» τονίζουν ακριβώς τήν ταξική προέλευση τού «κύματος τών άξιωματικών γιά νά δείξουν έπίσης τή «δημοκρατικότητα» καί «προοόεντικότητα» τού συστήματος. Βλ. π.χ. τά άρθρα τών J Wiai/ καί J Craczyk γιά τήν Πολωνία στό 6ι6λίο τού Van Doom. Armed Forces and Society. ό.π.
  29. Ή σύγχυση τών όρκον μεταξύ τών δυο σφαιρών ξαίνεται καθαρά <ττήν έννοια τού «κράτους-στρατοπέδον» τον Η Laswell Βλ επίσης “The Garrison State Hypothesis Today» στό διδλίο τον S. Huntington ”Changing Patterns in Military Politics” Columbia Univ. 1962.
  30. Political Order in Changing Societies, δ.π.
  31. Στό Γδιο. σελ. 461.
  32. Κ. Marx. Capital, τομ. I. Πρόλογος στήν πρώτη Εκδοση. Pelican 1976. σελ. 91.
  33. Πρόσφατη κριτική έξέταοη τών διάφορων άπόψεων γιά τήν «ύπανάπτυξη» άπό τόν A. Foster – Carter. “The Modes of Production Debate”, New Left Review No 107. Ίαν.-Φεβ. 1978. σελ. 44- 77.
  34. ’Επισκόπηση τής σχετικής φιλολογίας άπό τους W. Ziemman καί Μ. Lanzendorfer, “The Stale in Peripheral Societies”, Socialist Register 1977. σελ. 143-177. ’Επίσης C. Leys, “Capital Accumulation. Class Formation and Dependency, The Significance of the Kenyan case”. Socialist Register. 1978. σελ. 241-266. R. Munck. “Stale and Capital in Brazil”, στό Capital and Class. No 8. 1979.
  35. Βλ. τήνκριτικήτούΕ. Laclau στίςθέσειςτού G. Frank, στόNew Left Review. No 67, 1971 (Feudalism and Capitalism in Latin America). Γιά τίς χρήσεις τού όρου καπιταλισμός άπό “Ελληνες έπιστήμονες, κυρίως Ιστορικούς 6λ. Ν. Μουζέλης, «Στρατός καί πολιτική στή σύγχρονη ‘Ελλάδα», ΟΪκονομία καί Κοινωνία τ. 5, Όκτ. 1979, σελ. 41-51.
  36. Κ. Marx. Grundrisse, ΕΙσαγωγή, Pelican 1973, σελ. 106-107.
  37. Ύποστηρικτές τής άκραίας αύτής άποψης είναι οί Β. Hindess καί Ρ. Hirst ποί τήν έπαναλαμ6άνουν συστηματικά σ’ άλα τά γραπτά τους (π.χ. PreCapitalis Modes of Production. Routlege and Kegan Paul. 1975. Marx’ s Capital and Capitalisn Today τόμ. 1 καί II, 1977, 1979. B. Hindess. “Classes and Politics in Marxist Theory” στό βιβλίο Power and the State. London 1978 κλπ.) Τήν άποψή τους ύποστηρίζοτη μί πολύ στριφνά έπιστημολογικά έπιχειρήματα άλλά ή έπιαήμανση τών κενών τήι μαρξιστικής θεωρίας κάθε άλλο παρά φανταστική είναι.
  38. Βλ. Ν. Mouzelis. Ideology and Class Politics a Critique of E. Luaclau. NLR. No 112 Νοέμ6.-Δεκ. 1978,
  39. G. Almond (έκδ.) Crisis. Choise and Change. Little Brown. Boston 1973.
  40. N. Poulantzas, Fascism and Dictatorship. NLB 1975.
  41. K. Mart, -The Civil War in France· κλπ.
  42. Βλ. C. Mouffe καί A. Sassoon “Gramsci in France and Italy – A Review of the Literature”, Economy and Society, τ. 6. No 1, Φεδρ. 1977.
  43. Βλ. A. Showstack-Sasson, The Political Thought of A. Gramsci, PH. D . LSE. Ιδιαίτερα κεφ. II (ή άνάλυση τών συγκυριών) καί 13 (ή παθητική έπανάσταση
  44. A. Gramsci. Prison Notebooks. Lawrence and Wtshart. Λονδίνο 1971.
  45. Βλ. N. Poulantzas. La Crise de /’ Etat. PUF. 1976. ’Επίσης L’ Etat. le Pouvoir. Socialisme. PUF 1978. Ιδ. μέρος II, σελ. 135-179. ’Επίσης 6λ. C. Buci – Glucksma Gramsci et L‘ Etat. Fayard 1975. σελ. 121.