Η φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι ένα σχετικά ευάλωτο και εύθραυστο πολίτευμα, από ιστορική δε άποψη πάρα πολύ νέο. Η διατήρησή της σε υγιή και λειτουργική κατάσταση κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι. Σύμφωνα με τα Δείκτη Δημοκρατίας (Democracy Index) του Economist Intelligence Unit, που χρησιμοποιεί 60 κριτήρια περίπου αξιολόγησης, το 2020 μόνο 8.1% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε «πλήρη δημοκρατία», το 41% σε «ελαττωματικές δημοκρατίες», το 35,6% σε αυταρχικά καθεστώτα και το υπόλοιπο σε «υβριδικά καθεστώτα». Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 35ην θέση και κατατάσσεται στην κατηγορία των «ελαττωματικών». (Στην κατηγορία αυτή κατατάσσονται κι άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως π.χ. η Γαλλία). Γεγονός πάντως είναι ότι η περίοδος της Μεταπολίτευσης αποτελεί την πιο μεγάλη χρονική περίοδο στη νεώτερη ιστορία της κατά την οποία η χώρα γνωρίζει έναν άνευ προηγουμένου αδιάλειπτο ελεύθερο δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό βίο σε συνθήκες πολιτικής και γεωπολιτικής σταθερότητας, ασφάλειας και ευημερίας. Η Δημοκρατία μάλιστα και οι θεσμοί της παρά τις πολλαπλές επιβουλές και επιθέσεις που δέχτηκαν και τις δοκιμασίες που πέρασαν από το 2008 μέχρι σήμερα κατάφεραν να επιβιώσουν με εμφανή, όμως, τραύματα.
Πολλά έχουν γραφεί και γράφονται για την «ανελεύθερη δημοκρατία». Είναι σήμερα μια θλιβερή πραγματικότητα ακόμα και σε κράτη-μέλη της ΕΕ. Η φιλελεύθερη δημοκρατία και οι θεσμοί της δέχονται στα χρόνια της οικονομικής κρίσης της τελευταίας δεκαετίας και πλέον και τη συναφή κρίση θεσμών, αξιών και βεβαιοτήτων, ολομέτωπες επιθέσεις από φαιοκόκκινα λαϊκιστικά κινήματα και κόμματα. Στην Ευρώπη ο κύριος κίνδυνος προέρχεται από τα δεξιά. Στην Ελλάδα της «εξαίρεσης» ο κίνδυνος προέρχεται κυρίως από τα αριστερά για λόγους ιδεολογικούς, ιστορικούς και συγκυριακούς. Οι κίνδυνοι εμφανώς αυξάνονται. Γι αυτό, το «παράδειγμα» της ακμής, κατάρρευσης και κατάλυσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, μολονότι πριν από έναν αιώνα περίπου, παραμένει εσαεί διδακτικό και επίκαιρο. Ποτέ δεν τελειώνει οριστικά η μάχη για τη δημοκρατία και τους θεσμούς της για όσους θέλουν να παραμείνουν ελεύθεροι και δεν είναι διατεθειμένοι να παραδοθούν αντί πινακίου φακής, όπερ και συχνότερο στην πολιτική ιστορία των κρατών.
Μπορεί, όμως, να προβλέψει κανείς το αδιανόητο; Είναι ένα εύλογο ερώτημα με το οποίο τελειώνει το θαυμάσιο βιβλίο του Benjamin Carter Hett[i] «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ: Η πτώση της Βαϊμάρης και η άνοδος του Ναζισμού», Εκδ. Διόπτρα, ΑΘΗΝΑ, 2019.
Αν επανέρχεται κανείς τόσο συχνά στις εμπειρίες και την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-1933) δεν είναι μόνο για τις ελευθερίες, την άνθηση των τεχνών και την προοδευτική κοινωνική πολιτική της, αλλά για να κατανοήσει τις αιτίες και τις διαδικασίες διάβρωσης των δημοκρατικών θεσμών και κατολίσθησης προς τη ναζιστική δικτατορία και το ολοκληρωτικό καθεστώς. Να κατανοήσει όλους τους σύνθετους παράγοντες που έφεραν τον Χίτλερ και τους Ναζί σε θέση πολιτικής κυριαρχίας. Πώς ένας ασήμαντος εξτρεμιστής πολιτικός, ο Αδόλφος Χίτλερ, γνωστός για τις ρατσιστικές αντιλήψεις και δικτατορικές, ολοκληρωτικές επιδιώξεις του, κατάφερε να εξαπατήσει ένα πολιτισμένο έθνος, να το εκβαρβαρίσει και να ανέλθει στην εξουσία με συνταγματικό, νόμιμο τρόπο. Πώς η μυωπία και τύφλωση των δημοκρατικών κομμάτων, η ακραία πολιτική πόλωση, η εγκληματική μυωπία και ανευθυνότητα της κομμουνιστικής Αριστεράς που θωρούσε τους σοσιαλδημοκράτες «σοσιαλφασίστες», τα λάθη της ίδιας της σοσιαλδημοκρατίας, κοινωνικοί, οικονομικοί και διεθνείς παράγοντες συντέλεσαν στην εκ των ένδον διάβρωση των θεσμών και την κατάρρευση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Κανείς το 1933, όταν ανατέθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο σχηματισμός κυβέρνησης στον Χίτλερ μετά τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαρτίου, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι αυτό θα οδηγούσε μέσα σε λίγα χρόνια στον φονικότερο παγκόσμιο πόλεμο όλων των εποχών, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, στο Άουσβιτς και την Τρεμπλίνκα, το Ολοκαύτωμα, τα Κρεματόρια, τις μαζικές δολοφονίες, τις διώξεις, τα βασανιστήρια και την εξόντωση όλων όσων αντιτάσσονταν στο χιτλερικό, ναζιστικό καθεστώς.
Η ιστορία, βέβαια, δεν διδάσκει τίποτα σε αυτούς που δεν θέλουν τίποτα να διδαχτούν. Είναι αλήθεια ότι κάθε εποχή βλέπει το παρελθόν διαφορετικά. Δεν πρόκειται μόνο για την ιδεολογική χρήση της ιστορίας. Κάθε γενιά έχει τα δικά της βιώματα και τις δικές της εμπειρίες. Επιλέγει να τονίζει ορισμένες πτυχές του παρελθόντος, ενώ αγνοεί άλλες, ίσως πιο σημαντικές. Η επιστημονική ιστορική έρευνα φέρνει συνεχώς στην επιφάνεια καινούργια στοιχεία. Καλλιεργούνται και προβάλλονται νέες θεωρίες και ερμηνείες των ιστορικών γεγονότων. Τέτοιες διαδικασίες είναι δόκιμες και γόνιμες όταν δεν υποκύπτουν στον πειρασμό της πολιτικής σκοπιμότητας που συνήθως αποτελεί σταθερό και εγγενές στοιχείο στα ολοκληρωτικά καθεστώτα και κόμματα. Στις περιπτώσεις αυτές συγκροτούνται «επιτροπές μελέτης της επίσημης ιστορίας» κρατών ή κομμάτων, που συνεχώς αναθεωρείται και επικυρώνεται, ένα διαρκές επίσημο rewriting.Τα συμπεράσματα προσαρμόζονται πάντα στις εκάστοτε πολιτικές ανάγκες της ηγεσίας του κόμματος και του κράτους.
Το Μικρό και το Μεγάλο Ψέμα
Για να μπορέσουν να δημιουργηθούν μεγάλα πολιτικά κινήματα, να «ανατραπούν» κυβερνήσεις και καθεστώτα σε συνθήκες γενικευμένης σοβαρής κρίσης, κυρίως οικονομικής και πολιτικής, χρειάζεται ίσως μια κεντρική ιδέα, ένα κεντρικό σύνθημα που να συνενώνει τα μικρά ρυάκια της κοινωνικής δυσαρέσκειας και ηθικής αποδοκιμασίας σε ένα μεγάλο ρεύμα. Η Αλήθεια εδώ παίζει ασήμαντο ή μηδαμινό ρόλο. Αρκεί η Μεγάλη, η Κεντρική αυτή ιδέα, το Σύνθημα να γίνονται πιστευτά. Είναι συνήθως ένα Μεγάλο Ψέμα ικανό να συγκινεί και να γίνεται πιστευτό, οπότε και γίνεται μοχλός πολιτικής κινητοποίησης και στράτευσης ιδιαίτερα όταν αναζητείται διέξοδος από εξ αντικειμένου δύσκολες καταστάσεις κι όταν «οι μάζες» γραπώνονται για τη «σωτηρία» τους από το αμπέχονο κάποιου «ισχυρού» και χαρισματικού ηγέτη με «ατσάλινη θέληση», έστω τυχοδιώκτη, λαοπλάνου, τυχάρπαστου.
Το Μεγάλο Ψέμα πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η εθνικιστική ναζιστική πολιτική και εθνική αυταπάτη ήταν ο (ψεύτικος) ισχυρισμός της πανίσχυρης στρατιωτικής ηγεσίας, των εθνικιστών, του Χίτλερ και των ναζιστών, ότι ο στρατός στην ουσία δεν ηττήθηκε στο πεδίο της μάχης στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά δέχτηκε «πισώπλατη μαχαιριά» από τους πολιτικούς. Δεν γνωρίζω εάν οι ναζιστές ήταν οι πρώτοι διδάξαντες στο τόσο συνηθισμένο πλέον πολιτικό παίγνιο της μετάθεσης ευθυνών. Στα καθ’ ημάς έχουμε πάρα πολλά ιστορικά παραδείγματα, με πιο πρόσφατο τη συντριπτική στρατιωτική ήττα (1949) του ΚΚΕ στον Εμφύλιο Πόλεμο (αποδόθηκε στην «πισώπλατη μαχαιριά» του γείτονα γιουγκοσλάβου κομμουνιστή ηγέτη Τίτο που έκλεισε τα σύνορα με την Ελλάδα).
Στο βιβλίο του «Ο Αγών μου» (Mein Kampf)[ii] ο Αδόλφος Χίτλερ, ως επιδέξιος πολιτικός δημαγωγός και απατεώνας, υποστήριξε ότι οι απλοί άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν από περίπλοκες αναλύσεις ούτε μπαίνουν στον κόπο να εμβαθύνουν. Για να μπεις στο μυαλό του «μέσου ανθρώπου» το μήνυμα πρέπει να είναι απλό. Πρέπει να βασίζεται στο συναίσθημα, όπως, ας πούμε, στο μίσος, κι όχι στο πνεύμα ή τη λογική. Και πρέπει να το επαναλαμβάνεις αδιάκοπα. Επανάληψη μήτηρ πάσης μαθήσεως. «Τα γεγονότα δεν έχουν καμιά σημασία», υποστήριζε ένας αδίστακτος δήμιος. «Ακόμα κι όταν τους παρουσιάσεις τα αληθινά γεγονότα», αυτοί οι απλοί άνθρωποι «θα εξακολουθήσουν να αμφιβάλλουν, να αμφιταλαντεύονται και θα συνεχίσουν να πιστεύουν ότι τουλάχιστον ένα μέρος από (το Ψέμα) είναι όντως αλήθεια. Διότι, το πιο θρασύ ψέμα αφήνει πάντα κάτι να αιωρείται πίσω του, γεγονός που το γνωρίζουν πολύ καλά όλοι οι μεγάλοι ειδήμονες ψεύτες σ’ αυτό τον κόσμο». Είναι σφάλμα των πολιτικών να λένε μικρά και ασήμαντα ψέματα. Το μικρό ψέμα μπορούσε εύκολα να αποκαλυφτεί, καταστρέφοντας την αξιοπιστία του πολιτικού. Είναι προτιμότερο το Μεγάλο Ψέμα. Γιατί; Διότι, «στο μεγαλείο του ψέματος ενυπάρχει πάντα ένα στοιχείο αξιοπιστίας». Πέφτουν ευκολότερα θύματα του μεγάλου ψέματος παρά του μικρού, καθώς ψέματα για μικροπράγματα λένε συχνά οι ίδιοι ενώ θα ντρέπονταν να πουν πολύ μεγάλα ψέματα».
Πολύτιμο βιβλίο, συναρπαστική αφήγηση, κατάληξη θλιβερή και πένθιμη με τη νίκη του Χίτλερ. Πολύ σύντομα τα σύννεφα του πολέμου και του τρόμου σκέπασαν την Ευρώπη.
[i] Ο συγγραφέας διδάσκει Ιστορία στο Hunter College και στο City University της Νέας Υόρκης.
[ii] Το βιβλίο αποτελείται από 2 μέρη: το βιογραφικό και το πολιτικό που δημοσιεύτηκαν το 1925 και 1926 στη Γερμανία. Το 2016 κυκλοφόρησε μια νέα έκδοση για εκπαιδευτικούς σκοπούς στη Γερμανία με σχόλια και υποσημειώσεις για την ορθή του κατανόηση. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1961 από τις εκδόσεις Ζάρβανος με εισαγωγή και σχόλια του Ηλία Τσιριμώκου και του Ηλία Ηλιού.
Δημοσιεύτηκε στη ηλεκτρονική εφημερίδα athensvoice.gr