Για Όλα φταίνε τα ΜΜΕ

Οι άμεσες και απώτερες  επιδιώξεις του ΣΥΡΙΖΑ και των αριστεροδεξιών λαϊκιστικών κυβερνήσεων των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ απέναντι στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τους «δυσάρεστους» δημοσιογράφους έγιναν ευρύτερα γνωστές από την υπόθεση της «γάτας των Ιμαλαίων». Σύντομα, έγινε φανερό ότι αυτή τη φορά η προσπάθεια όλων των κυβερνήσεων να επηρεάσουν τα ΜΜΕ με διάφορα μέσα αποκτούσε καθεστωτικά χαρακτηριστικά ποδηγέτησης και καθολικού ελέγχου. Η λαϊκιστική κυβερνητική κλίκα νεοσταλινικών και ακροδεξιών δίκην συμμορίας κατάφερε σύντομα να στήσει  παρακρατικούς και παραδικαστικούς μηχανισμούς με τη συνέργεια δημοσίων λειτουργών και του δημοσιογραφικού υπόκοσμου. Να αλλοιώσει στην ουσία τους θεσμούς του πολιτεύματος. Είναι απορίας άξιον γιατί οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών σταθμών δέχτηκαν τότε να συμμετάσχουν σε μια ταπεινωτική και εξευτελιστική διαδικασία με «λαγούς» κι άλλους αφερέγγυους, όπως αποδείχτηκε, εγκάθετους «ανταγωνιστές». Κάποια Υπουργός της κυβέρνησης ωρυόταν ισχυριζόμενη ότι τα ποσά που οι ολιγάρχες  θα κατέβαλαν για να πάρουν την άδεια για τα βοθροκάναλά τους προορίζονταν για τα  φτωχά παιδιά, κοινωνική πολιτική δηλαδή υψηλού επιπέδου. Τελικά, η γνωστή θαρραλέα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και η κατά το μάλλον ή ήττον συναινετική κατ? ανάγκη απόφαση της Βουλής για τη συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης το 2016 ματαίωσαν τα σχέδια φίμωσης, καθυπόταξης και ελέγχου των ΜΜΕ. Δεν έγινε γνωστό πόσα εκ των φτωχών παιδιών απέθαναν από την πείνα ή εάν βρέθηκαν εναλλακτικοί πόροι για την προμήθεια βρεφικού γάλακτος.

Τα όσα συνεχώς αποκαλύπτονται στο θέμα αυτό ελέγχου των ΜΜΕ (π.χ. υπόθεση Καλογρίτσα) δεν πρέπει να εκπλήσσουν. Εικάζεται ότι η συνέχεια θα είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Δεν χρειάζεται επίσης να αναφερθεί κανείς στην ΕΡΤ. Ο κομματικός έλεγχος και η πολιτική εξαχρείωση στο μεγαλείο της, δυστυχώς με πρόθυμους υπηρέτες και χωρίς εμφανείς αντιστάσεις. Δεν νομίζω να υπήρξε άλλο τόσο απροκάλυπτο προηγούμενο στην περίοδο της Μεταπολίτευσης. Το «Μνημείο πεσόντων» της ΕΡΤ και άλλες αθλιότητες ή ευτράπελα συμπλήρωναν την εικόνα της πλήρους κομματικοποίησης και  παρακμής των δημόσιων Μέσων.

 Ας θεωρήσουμε ότι όλα αυτά ανήκουν πλέον σε ένα εφιαλτικό παρελθόν που σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να επιτρέψουμε να επανέλθει. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι επί ΝΔ ο πειρασμός  ελέγχου των ΜΜΕ έχει εκλείψει. Σαφώς και τα Δελτία Ειδήσεων της ΕΡΤ είναι πιο διαφανή, αξιοπρεπή και ισορροπημένα. Είναι φανερό ότι καταβάλλεται μια προσπάθεια από τους επαγγελματίες δημοσιογράφους της ΕΡΤ, εσωτερικούς και εξωτερικούς συνεργάτες,  να ξεφύγουν από ένα κάκιστο και φαύλο, πρόσφατο παρελθόν, από στερεότυπα και πρότυπα που υπαγόρευαν άλλες εποχές και η εκάστοτε κομματική-κυβερνητική μέγγενη. Ορισμένες ενημερωτικές εκπομπές είναι υψηλού επιπέδου. Ρεπόρτερς, συντάκτες, ανταποκριτές, αναλυτές και γενικά οι εργαζόμενοι στη Δημόσια Ρ/Τα, όταν ασκούν επαγγελματικά τα καθήκοντά τους, δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από συναδέλφους τους άλλων προηγμένων χωρών. Τα περιθώρια ουσιαστικής βελτίωσης σε όλα τα επίπεδα παραμένουν μεγάλα. Οι πολίτες πληρώνουν και απαιτούν.

Η εντατική προσπάθεια για την ορθή ενημέρωση της κοινής γνώμης σχετικά με την πανδημία του κορωνοϊού είχε ως βασικό χρηματοδοτικό μοχλό την κατανομή κρατικής διαφήμισης ύψους 16 εκ. ευρώ (χωρίς ΦΠΑ)  στα ΜΜΕ. Είναι φανερό ότι απέδωσε καρπούς. Ταυτόχρονα, όμως, έδωσε αφορμή για σχόλια περί μεροληψίας υπέρ κομματικών ημετέρων ή φίλα προσκείμενων προς την κυβέρνηση ΜΜΕ.

Η αποκαλούμενη «λίστα Πέτσα» αποτέλεσε την «πέτρα του σκανδάλου». Δεν είμαι σε θέση να κάνω τη δική μου έρευνα. Θα αρκεστώ στις επισημάνσεις ενός Μέσου εκτός του «κράτους των Αθηνών». Κάθε αντίλογος ευπρόσδεκτος. Στο (www.voria.gr 8/7/2020) διατυπώνονται τα εξής συμπεράσματα: πρώτον ότι τα ποσά που δόθηκαν σε μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια, εφημερίδες και Ρ/Σ του λεκανοπεδίου υπερέβησαν τα μερίδια αγοράς τους. Δεύτερον ότι δεν πρυτάνευσαν «αξιοκρατικά κριτήρια» αλλά λογικές «ημετέρων». Και τρίτον ότι τα ΜΜΕ εκτός Λεκανοπεδίου παρέμειναν οι «φτωχοί συγγενείς» παραβιάζοντας μάλιστα τον νόμο περί του 30%, ήτοι του ποσοστού επί της συνολικής δαπάνης που πρέπει να διατίθεται εκτός Λεκανοπεδίου. Σημειώνεται δε ότι τα ΜΜΕ της υμνούμενης ως «συμπρωτεύουσας» πόλεως του Βορρά έλαβαν κυριολεκτικά ψίχουλα, μόλις 300.000 ευρώ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους.

Δεν ισχυρίζομαι ότι μια τέτοια αντιμετώπιση των ΜΜΕ υποκρύπτει κάποιο καταχθόνιο κυβερνητικό σχέδιο άλωσης των ΜΜΕ. Ωστόσο,  τέτοιες  πρακτικές μπορεί μεν να ανοίγουν την όρεξη των κομματικών πελατών βλάπτουν όμως σοβαρά και την εικόνα της κυβέρνησης τουλάχιστον σε ένα κοινό δημοκρατικών και προοδευτικών πολιτών που οφείλει να κρίνει με αυστηρά κριτήρια. Πλήττουν επίσης και την εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στα ΜΜΕ που για χρόνια βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο λόγω κυρίως της λαϊκιστικής ολοκληρωτικής προπαγάνδας αλλά και του μεριδίου ευθύνης των ίδιων των ΜΜΕ.

Επομένως, η συζήτηση που πρέπει να γίνει με τη δέουσα σοβαρότητα δεν σχετίζεται με την καθεστωτική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, όπου οι συγκρίσεις είναι συντριπτικές, αλλά με ποια κριτήρια διαφάνειας μια κυβέρνηση που θέλει να αυτοχαρακτηρίζεται ως φιλελεύθερη και δημοκρατική μπορεί να διαθέσει την κρατική διαφήμιση ούτως ώστε, πράγματι, να διατηρείται και η πολυφωνία σε συνθήκες μάλιστα κυριαρχίας ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων στον τομέα των ΜΜΕ, αλλά να στηρίζονται επαρκώς και οι δημοσιογράφοι. Είναι κι αυτοί εργαζόμενοι και αξίζουν κάθε στήριξης και ενίσχυσης σε χαλεπούς μάλιστα καιρούς όπως και οι άλλοι εργαζόμενοι. Μολονότι  λοιδορούνται πανταχόθεν από τους λαϊκιστές ολοκληρωτικής και αντι-δημοκρατικής κοπής κάθε απόχρωσης, εν τούτοις αποτελούν το πιο πολύτιμο σώμα για να λειτουργήσει το νευρικό σύστημα της δημοκρατίας, τα ΜΜΕ. Χωρίς αυτό, χωρίς την ανεξαρτησία του, έστω και σχετική, την ομαλή και πλουραλιστική λειτουργία του, δεν υπάρχει δημοκρατικό πολίτευμα αλλά ολοκληρωτισμός, κόκκινος ή φαιός.

Ας φέρουμε στη μνήμη μας τι είχαν πράξει επαγγελματικές δημοσιογραφικές ενώσεις ως κατάπτυστοι, ανελεύθεροι μηχανισμοί λογοκρισίας και πειθαρχικής δίωξης μελών τους στην υπηρεσία των κυβερνώντων, αντί να αποτελούν προπύργιο υπεράσπισης της ελευθερίας του λόγου και την έκφρασης, κυματοθραύστη απέναντι στα κύματα του αριστεροδεξιού ολοκληρωτισμού. Πολιτικές δυνάμεις που αργότερα κυβέρνησαν τη χώρα στήριξαν ή ανέχτηκαν τα γνωστά  υβριστικά και δολοφονικά συνθήματα των εχθρών του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας κατά των δημοσιογράφων σε τοίχους πόλεων θωπεύοντας μάλιστα την πολιτική βία. Αναγόρευσαν τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους ως πηγή πάντων των δεινών και αμαρτιών της χώρας ή αργότερα, το 2019, της δικής τους πολλαπλής εκλογικής καταδίκης. Εύκολος και βολικός πάντα αποδιοπομπαίος τράγος. Παμπάλαιο καταφύγιο απατεώνων. When in doubt, blame the Press, όπως παλαιόθεν έλεγαν οι Βρετανοί. Ήξεραν αυτοί! Ωστόσο, στη δική μας περίπτωση δεν επρόκειτο περί «αμφιβολίας» και συνήθους επικοινωνιακού αντιπερισπασμού, αλλά για ένα σχέδιο συκοφάντησης και ηθικής εξόντωσης των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων, που θα έκανε ευκολότερη και πολιτικά αποδεκτή την καθυπόταξη και άλωσή τους.

Η χώρα μας διαθέτει ικανότατους επαγγελματίες δημοσιογράφους. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Κι αν πράγματι θέλει κανείς να αποκαταστήσει κάποια εμπιστοσύνη προς το πολιτικό μας σύστημα θα πρέπει πρωτίστως να στηρίξει το έργο του σώματος αυτού, που δεν είναι μεν αλάθητο ή αμερόληπτο, όπως, άλλωστε, τόσες άλλες επαγγελματικές κατηγορίες και τομείς δημόσιας δραστηριότητας και πολιτικής πράξης που παριστάνουν τους άσπιλους, αλλά πολύ  λιγότερο αμαρτωλό από άλλους ευάλωτους πυλώνες της δημοκρατίας.

Πρακτικές τύπου «λίστας Πέτσα» δεν συμβάλλουν προς την κατεύθυνση ανάκτησης της αξιοπιστίας των Μέσων και των θεραπόντων του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Η κυβέρνηση έχασε την ευκαιρία να δείξει ένα διαφορετικό πρόσωπο στον τομέα αυτό. Υπέπεσε σε επιβλαβές ατόπημα. Δυστυχώς, η κρίση της πανδημίας των κορωνοϊού έχει πλήξει σοβαρά  (και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο με χρεοκοπία Μέσων, απολύσεις εργαζόμενων, κ.τ.λ.) τα ΜΜΕ και προφανώς δεν επιτρέπει και σε πολλά ελληνικά Μέσα να αρνηθούν την κρατική διαφήμιση εάν και εφόσον αυτή συνοδεύεται από άρρητους όρους.

Καθώς δεν αποκλείεται να υπάρξει και δεύτερη ενημερωτική εκστρατεία ανάλογης έκτασης σχετικά με την πανδημία ή και για άλλους λόγους δημοσίου συμφέροντος ας γίνουν, λοιπόν, σαφή και διαφανή τα κριτήρια της χρηματοδότησης και της οικονομικής στήριξης των επιχειρήσεων, μικρών και μεγάλων, των δημοσιογράφων και γενικότερα των εργαζόμενων στα ΜΜΕ. Κι ας υπάρξει σαφής θετική διάκριση υπέρ της ενίσχυσης της πολυφωνίας και της γεωγραφικής ισοτιμίας και ισορροπίας. Ας τακτοποιηθούν όλες οι εκκρεμότητες ρύθμισης και νομιμότητας του τοπίου των ΜΜΕ το ταχύτερο δυνατόν. Δεν πρέπει ο κρίσιμος και νευραλγικός αυτός τομέας για τη λειτουργία της δημοκρατίας να πέσει θύμα, όπως άλλοι τομείς του κράτους, πρακτικών που ούτε την κυβέρνηση τιμούν ούτε πολιτικό όφελος στην ουσία προσκομίζουν. Προσφέρουν αχρείαστο άλλοθι σε όσους καραδοκούν να πράξουν τα ίδια και χειρότερα την επόμενη φορά που δεν πρέπει, βέβαια, να υπάρξει. Άλλωστε, το δις εξαμαρτείν….

Δημοσιεύτηκε στη Μεταρρύθμιση στις 26 Ιουλίου 2020.