Είναι Ανορθολογικοί οι Έλληνες;

Ιωάννα Τσιβάκου
Συναίσθημα και ορθολογικότητα η Ελληνική Εμπειρία
Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Δεκέμβριος 2019, σελ. 332
ISBN: 9789600808476

Κάθε φορά που παίρνω στα χέρια μου ένα καινούργιο βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου, ομότιμης πλέον καθηγήτριας του Παντείου Πανεπιστημίου, είμαι βέβαιος, πριν καν το ξεφυλλίσω, ότι έχω μπροστά μου ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα. Αισθάνομαι πάντα όλβιος. Αλλά, αυτό είναι το λιγότερο. Διότι, το θέμα είναι πάντα συνυφασμένο με σοβαρούς προβληματισμούς ως συνεισφορά στο δημόσιο διάλογο, έστω κι αν ορισμένες φορές η φύση του περιορίζει την εμβέλειά του εντός ορισμένων κύκλων χωρίς να προσεγγίζει ένα ευρύτερο κοινό. Πράγμα, βέβαια, αναπόφευκτο με τα επιστημονικά βιβλία, μολονότι οι πολιτικές και πολιτισμικές συνδηλώσεις ορισμένων θεμάτων κάθε άλλο παρά αμελητέες είναι. Το αντίθετο, μάλιστα. Είμαι επίσης εκ προοιμίου βέβαιος ότι η προσέγγιση του θέματος ως γνωστικό αντικείμενο θα είναι πολυεπίπεδη και πρισματική, εμπλέκοντας θεωρητικά και αναλυτικά θεωρήσεις και εννοιολογικά εργαλεία πολλών επιστημονικών πεδίων με το απαραίτητο ιστορικό τους υπόβαθρο. Παρόλα αυτά, το πρόσφατο βιβλίο της «ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ και ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ», που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2019, από τον οίκο Ι. Σιδέρης (σελ. 330), διέψευσε  εν μέρει τις «προκαταλήψεις» μου αυτές, σε γενικές γραμμές, λόγω του γλαφυρού ύφους του και της δοκιμιακής γραφής του.

Υπογραμμίζω το «γενικές γραμμές», διότι στο νέο της βιβλίο, εν είδει εκτενούς και άριστα επεξεργασμένου δοκιμίου,  η Ιωάννα Τσιβάκου ενώ χρησιμοποιεί κατά το δυνατόν αντικειμενικό επιστημονικό λόγο, δεν αρκείται σε αυτόν. Από το εισαγωγικό ήδη κεφάλαιο, δηλώνει στον αναγνώστη πως το θέμα που πραγματεύεται την αφορά άμεσα, πως αποτελεί και η ίδια μέρος του προβλήματος. Γι’ αυτό και αξιοποιεί όχι μόνο τις γνώσεις της, αλλά και τα δικά της συναισθήματα και σκέψεις, όπως γεννήθηκαν από τα βιώματά της και όπως η μνήμη της τα φέρνει ενώπιών της. Πρόκειται για ηθελημένη, σκόπιμη παρεκτροπή από την επισταμένη επιστημονική της  επιχειρηματολογία στην οποία μας έχει συνηθίσει. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα καταλάβει τους λόγους, διαβάζοντας με προσοχή το τελευταίο μέρος του βιβλίου: Κατακλείδα. Το τέλος της Περιπλάνησης (σελ. 301-310). Είναι συγκλονιστικό, όχι μόνο για τη δική της γενιά αλλά και για όσες είχαν ή πρόκειται να έχουν ανάλογες πολιτικές εμπειρίες, συμμερίστηκαν αντίστοιχα όνειρα, έθρεψαν ανάλογες προσδοκίες, στοχάστηκαν σοβαρά για την ιστορική τους διαδρομή και την εκάστοτε πραγματικότητα. Εδώ τονίζεται και εξηγείται πώς οι συντροφικές σχέσεις, οι ιδεολογίες και τα γεγονότα καθόρισαν εν πολλοίς τις επιστημονικές της επιλογές. Επομένως, η ατομική περίπτωση άνετα μπορεί να παραπέμψει στη λειτουργία γενικότερων κοινωνικών μηχανισμών  που συντελούν στη διαμόρφωση πλαισίου, δεξαμενής που υπαγορεύουν και ερμηνεύουν  ατομικές και συλλογικές επιλογές που δύσκολα μπορεί κανείς να αποφύγει ή να αγνοήσει.

Η πραγματεία αρχίζει με την διαπραγμάτευση ενός ζητήματος  που σχεδόν όλοι μας, μάλλον απροβλημάτιστα, αποδεχόμαστε και που η συγγραφέας σφόδρα  αμφισβητεί. Ότι δηλαδή εμείς ως Έλληνες και Ελληνίδες, όπως υποστηρίζουν πολλοί επιστήμονες, σχολιαστές κ.τ.λ. είμαστε άτομα συναισθηματικά και μόνο. Με απλά λόγια, ότι διακρινόμαστε από αυθορμητισμό και ευσεβείς πόθους, άκρατη βουλησιαρχία, με μικρό βαθμό αυτοελέγχου και αυτοσυγκράτησης ή και ορθολογικών συλλογισμών. Πρόκειται για διαδεδομένη άποψη, προφανώς γενίκευση που δεν δείχνει ολόκληρη την εικόνα, και που προφανώς έχει την ερμηνευτική της πηγή σε  ιστορικές εμπειρίες καθώς επίσης σε συλλογικές δημόσιες συμπεριφορές και αντιδράσεις.

Πολλοί σχολιαστές, υποστηρίζει η Τσιβάκου στο δοκίμιό της, εντοπίζουν στον συναισθηματισμό αυτό έλλειμμα ορθολογικότητας, χωρίς βεβαίως να εξηγούν τι εννοούν με αυτόν τον όρο. Ωστόσο, δεν έχουν προσκομιστεί, κατά την άποψή της, επαρκή επιστημονικά δεδομένα ή δημοσκοπικά ευρήματα που να πιστοποιούν σε κάποιο βαθμό τον ισχυρισμό αυτό. Κανείς δεν έχει επιχειρήσει να συγκρίνει την ελληνική συναισθηματική έκφραση με την αντίστοιχη άλλων χωρών. Βέβαια, όλα αυτά,  μικρή σημασία θα είχαν αν δεν συνδέονταν με μια σχολή πολιτικής σκέψης, η οποία αυτοχαρακτηρίζεται ως εκσυγχρονιστική, και η οποία  αναφέρεται συνδετικά στην κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα της χώρας, την ιστορική της συνείδηση και την καθυστέρηση των ελληνικών κρατικών θεσμών. Είναι φανερό ότι  τα ιστορικά πεπραγμένα του νεοελληνικού κράτους ερμηνεύονται υπό το πρίσμα μιας προνεωτερικής κουλτούρας,  επιχειρηματολογεί η συγγραφέας.

Υποστηρίζεται ότι η «εκσυγχρονιστική» σχολή σκέψης οδηγεί τελικά στο συμπέρασμα πως η υπερκάλυψη του ορθολογισμού από το συναίσθημα αποτελεί ένδειξη μιας γενικότερης καθυστέρησης της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με τις δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες τις οποίες είχε και έχει ως παράδειγμα. Πρόκειται για θέμα υψηλού ενδιαφέροντος, καθόσον η εν λόγω θέση παραπέμπει στη συλλογική ελληνική συνείδηση και ταυτότητα, χωρίς όμως να πραγματεύεται τα διάφορα είδη της ελληνικής ταυτότητας –ατομική, κοινωνική, συλλογική- και, ιδίως, πώς το διπολικό ζεύγος συναίσθημα-ορθολογικότητα επιδρά πάνω σε αυτά τα τρία είδη ταυτότητας. Η Τσιβάκου επιχειρεί να καλύψει αυτό ακριβώς που θεωρεί ως εμφανές κενό στις σχετικές θεωρήσεις του ζητήματος.

Με την μέριμνα αυτή μελετά τα διαθέσιμα ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζοντας τελικά ότι δεν επιβεβαιώνουν την άποψη περί «συναισθηματικού Έλληνα». Λείπει, γράφει, η σύγκριση των στατιστικών πορισμάτων για τις συναισθηματικές αντιδράσεις και αξιακές προτιμήσεις ενός κοινωνικού συνόλου με τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες. Μια τέτοια έλλειψη, την οδηγεί  να μελετήσει το συναίσθημα, βασισμένη στη σύγχρονη βιοψυχολογική βιβλιογραφία. Επισημαίνει, δε, πως το συναίσθημα, πέραν της βιολογίας και της ψυχολογίας, κατέλαβε εξέχουσα θέση και στην κοινωνιολογία, εξ αιτίας και της εμφάνισης νέων κοινωνικών κινημάτων και πολιτικών της ταυτότητας.  Αναφέρεται επίσης και στις φιλοσοφικές αντιλήψεις οι οποίες θεωρούν τα συναισθήματα ως απόρροιες βασικών ανθρώπινων, προνοηματικών ωθήσεων, όπως είναι η πίστη και η επιθυμία.

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιστορική ανασκόπηση της ηθικής σκέψης από τα αρχαία χρόνια έως τα σύγχρονα. Η δυτική κοινωνία, σε ένα ορισμένο στάδιο της ιστορικής της εξέλιξης, έθεσε ως απώτερο στόχο της, μέσω των θεσμών της, να υπακούει σε μιαν επιστημονικά θεμελιωμένη ορθολογικότητα, ανεξάρτητη από τις προσωπικές διαθέσεις των υποκειμένων. Ας σημειωθεί, όπως εξηγεί η συγγραφέας, ο όρος ορθολογικότητα δεν παραπέμπει στην αναζήτηση της αλήθειας μέσω των αρχών της λογικής, αλλά σε εκείνο το είδος έλλογης σκέψης που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την κοινωνική δράση και που, προφανώς, οδηγεί σε αποφάσεις. Αυτού του τύπου η ορθολογικότητα-η οποία αποκλήθηκε «εργαλειακή»-ξαπλώθηκε έκτοτε σε όλες  βιομηχανικές κοινωνίες και σε αυτήν παραπέμπει η εκσυγχρονιστική σχολή σκέψης όταν αναφέρεται σε ορθολογικό έλλειμμα των Ελλήνων.

Η Τσιβάκου διαπραγματεύεται σε ασυνήθιστα ρηξικέλευθο θεωρητικό βάθος τη διαφορά συναισθήματος-εργαλειακής ορθολογικότητας. Χωρίς να παραγνωρίζει την επικοινωνιακή ορθολογικότητα την οποία ανέλυσε ο Χάμπερμας εντοπίζει η ίδια μια νέα μορφή της που την αποκαλεί εικονική/δημιουργική. Ο όρος «εικονική» αναφέρεται σε έργα που στηρίζονται στην ψηφιακή τεχνολογία, ενώ η ορθολογικότητα που τα καθοδηγεί είναι δημιουργική, διότι  εκ των πραγμάτων αναφέρεται σε καινοτόμα αντικείμενα.  Υποστηρίζεται, τελικά, ότι ενώ η εργαλειακή ορθολογικότητα εντείνει τη σύγκρουση με το συναίσθημα, αντίθετα, οι δύο άλλες μορφές ορθολογικότητας όχι μόνο την αμβλύνουν, αλλά, ιδίως στην περίπτωση της εικονικής/δημιουργικής ορθολογικότητας, τη γεφυρώνουν.

Ανάμεσα στα διάφορα ζητήματα που ανακύπτουν προς διερεύνηση από τα ανωτέρω η Τσιβάκου επικεντρώνεται στο ζήτημα της γεφύρωσης της ορθολογικότητας, ως ιδεολογίας, και της Πίστης (πηγής των συναισθημάτων) που υποστηρίζει ότι συντελείται στο συμβολικό πεδίο των ταυτοτήτων, πεδίο δηλαδή αντιπαράθεσης συναισθήματος-ορθολογικότητας. Διότι, η ταυτότητα δεν περιορίζεται μόνο στη σχέση του εγώ με την ετερότητα, αλλά διαπλάθεται και από τις επιρροές των συμβάντων, όπως και των διανοητικών και συναισθηματικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ ατομικού και συλλογικού. Γι’ αυτό και έχει σημασία η διάκριση της ταυτότητας σε ατομική, κοινωνική και συλλογική/εθνική. Ωστόσο, η προσωπική ταυτότητα είναι εκείνη γύρω από την οποία συμπλέκονται και σχηματίζονται οι άλλες.

Θα πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι, σύμφωνα με την προβληματική και επιχειρηματολογία της συγγραφέως, η γεφύρωση της διαφοράς δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί όσο η ορθολογικότητα δεν συμπλέει με το συναίσθημα, κι αυτό, διότι η  ορθολογικότητα νομιμοποιείται κοινωνικά και αποκτά αξιοπιστία μόνο εφ’ όσον εναρμονίζεται με τα ιδεώδη στα οποία ομνύει μια κοινωνία.

Όσον αφορά το ελληνικό έθνος και την εθνική μας συνείδηση και ταυτότητα, η συγγραφέας, επιμένει πως η μετεπαναστατική ελληνική κοινωνία δεν ήταν καθυστερημένη και ανορθολογική ως συνήθως περιγράφεται και απεικονίζεται. Επρόκειτο για μια κοινωνία με ρίζες στον ελληνικό πολιτισμό, γεγονός που την έκανε να ακολουθεί μια διαφορετική, ιδιάζουσα ορθολογικότητα. Ήταν εμποτισμένη από την επιδίωξη σκοπών συμβατών με τις δικές της μακροχρόνιες πίστεις και ιδεώδη. Εδώ προκύπτουν  προβληματισμοί και θεωρήσεις που ανοίγουν ένα εξόχως γόνιμο πεδίο δημιουργικής επιστημονικής συζήτησης σε κρίσιμα θέματα του ατομικού, δημόσιου συλλογικού και εθνικού μας βίου τόσο στην ιστορικότητά τους όσο και στη σημερινή τους βαρύτητα και διάσταση. Μια συζήτηση καθ’ όλα επίκαιρη καθώς ετοιμαζόμαστε ως έθνος να θεωρήσουμε εκ νέου την ιστορική μας πορεία, στην εορταστική ως έδει επέτειο των 200 χρόνων από το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 για την Εθνική μας Ανεξαρτησία και την συγκρότησή μας σε Κράτος.

Με το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να υποστηριχθεί μετά βεβαιότητας ότι η Τσιβάκου ολοκληρώνει την περιπλάνησή της στα πεδία της ταυτότητας. Πρόκειται για μιαν ερευνητική περιπλάνηση που άρχισε με το ογκώδες βιβλίο της «Το Οδοιπορικό του Εαυτού στο χώρο της εργασίας» (Θεμέλιο, 2000). Η συγγραφέας τελικά τάσσεται υπέρ μιας διυποκειμενικά διαπλασμένης ταυτότητας. Δεν αρκεί, όμως, η αυτονομία, παρά χρειάζεται η πραγμάτωση μιας διυποκειμενικής αυθεντικότητας, τονίζει με έμφαση. 

Εν προκειμένω, η αυθεντικότητα κατανοείται ως τρόπος γνώσεως του εαυτού μας και των άλλων. Έχει μεγάλη σημασία για την αυτογνωσία του να γνωρίζει ένα άτομο σε ποια δεξαμενή νοήματος βυθίστηκε για να αντλήσει τις επιλογές του. Διότι, όπως υποστηρίζει η συγγραφέας, «μια τέτοια γνώση βοηθά το άτομο όχι μόνο να κατανοήσει τις ενδιάθετες κλίσεις του, αλλά να γνωρίσει την πολιτισμική συλλογικότητα εντός της οποίας αναπτύχθηκε ως εαυτός. Να εμβαθύνει στις σημασίες με τις οποίες διαμορφώθηκαν τα αξιακά του κριτήρια και, κατ’ ακολουθία, τον άξονα του ηθικού ιδεώδους που όρθωσε στη συνείδησή του για να συγκροτήσει ταυτότητα και να σταθεί απέναντι στους άλλους». (σελ. 288). Δηλώνεται, έτσι, μια όχι μόνο γνωστική αλλά και ηθική διαπαιδαγώγηση του εαυτού μας.

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά καλογραμμένο επιστημονικό δοκίμιο, ιδιαίτερης και ριζοσπαστικής προσέγγισης και θεωρητικής διαπραγμάτευσης ενός θέματος που αναγκαστικά δημιουργεί διχαστικές τοποθετήσεις εάν γίνει αποδεκτή η εξ ορισμού και αέναη αντιπαράθεση συναισθήματος-ορθολογικότητας, όπως την εννοιολογούν οι μέχρι σήμερα επικρατούσες θεωρητικές προσεγγίσεις. Χωρίς αμφιβολία, το δοκίμιο της συγγραφέως, πέραν της απόλαυσης που παρέχει η διάνθισή του μ’ έναν φιλοσοφικό λυρισμό, μας βοηθά να εντρυφήσουμε στα ακανθώδη αλλά κρίσιμης και εξόχως πολιτικής σημασίας ζητήματα ατομικής, συλλογικής και εθνικής αυτογνωσίας της τρέχουσας συγκυρίας, ενώ, επιπρόσθετα, αποτελεί παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.

 «Γι αυτό, κι όταν ακόμα πλησιάζουμε το σκαλί της βιολογικής εξόδου, προσπαθούμε να μην σταματήσει η επικοινωνία. Να συνομιλήσουμε, εάν δεν έχουμε κάτι ζωντανό κοντά μας, έστω με τα βιβλία στα ράφια, τη μουσική του ραδιοφώνου, τις εικόνες της τηλεόρασης. Διακρίνουμε τους ψιθυρισμούς των συμβόλων…..σύμβολα που αχνογράφονται σε κάθε ανάμνηση, αναδεύοντας τα αισθητά μας βιώματα….

Μέχρι το τέλος τα σύμβολα θα τα κυνηγάμε και θα μας κυνηγούν» (σελ. 308).