Αμερικανικές Εκλογές «Η Αλλαγή Που Χρειαζόμαστε»

Οι αμερικανικές εκλογές της 4ης Νοεμβρίου χαρακτηρίστηκαν «ιστορικές». Πράγματι ήταν, κυρίως για την ίδια την Αμερική αλλά και γενικότερα για τον υπόλοιπο κόσμο. Το έκδηλο παγκόσμιο ενδιαφέρον ήταν απόλυτα δικαιολογημένο. Οι λόγοι έχουν ήδη λεπτομερώς αναφερθεί και εξηγηθεί. Δεν χρειάζεται να επαναληφθούν. Γεγονός είναι ότι η δροσερή αύρα της αλλαγής πνέει από άκρο εις άκρον στη μεγάλη αυτή χώρα, που το πολιτικό της σύστημα έδειξε έμπρακτα ότι μπορεί να ανταποκρίνεται θετικά και χωρίς κραδασμούς στα νέα κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα και συμμαχίες που αποσκοπούν να δώσουν στη χώρα μια άλλη κατεύθυνση.

Οι προσδοκίες λοιπόν είναι μεγάλες – και εν πολλοίς δικαιολογημένες. θα μπορέσει ο νέος πρόεδρος Μπαρόκ Ομπάμα να ανταποκριθεί σε αυτές, τόσο στον εσωτερικό όσο και στον εξωτερικό τομέα; Είναι ένα υποθετικό και συνηθισμένο (αλλά καθ’ όλα νόμιμο) ερώτημα που μόνο υποθετικές απαντήσεις επιδέχεται, άσκηση στην οποία επιδίδεται φρενιτιωδώς πλήθος αναλυτών, σχολιαστών και ειδικών στην Αμερική και σε όλον τον κόσμο.

Ο ίδιος ο Ομπάμα έχει προεκλογικά προσδιορίσει τις προτεραιότητές του, που επικεντρώνονται στην αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης και στο κοινωνικό του πρόγραμμα. Το επανέλαβε στην πρώτη του συνέντευξη Τόπου που έδωσε στις 7 Νοεμβρίου. Η οικονομική πολιτική δεν επιδέχεται αναβολές, διότι και η αμερικανική οικονομία έχει εισέλθει σε φάση ύφεσης και το διεθνές οικονομικό σύστημα χρειάζεται επείγουσες αναδιαρθρώσεις – κι όταν η Wall Street φταρνίζεται, ο υπόλοιπος κόσμος κρυολογεί. Η χρηματοπιστωτική κρίση, η χειρότερη από το 1929, συνεχίζεται επηρεάζοντας πλέον βαθύτατα την πραγματική οικονομία. Η παγκοσμιοποίηση απλώνει τις συνέπειες παντού. Μια νέα διεθνής οικονομική τάξη πραγμάτων, που να αντανακλά τις νέες παγκόσμιες οικονομικές ισορροπίες, εμπλέκει δύσκολες διαπραγματεύσεις και απαιτεί παγκόσμια συνεργασία και ρεαλιστικές διευθετήσεις με μακρά διάρκεια ζωής. Οι Αμερικανοί και τα αμερικανικά ΜΜΕ αναγνώρισαν στον τομέα αυτό τον ηγετικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δυσμενής διεθνής οικονομική συγκυρία εκ των πραγμάτων αποτελεί έναν ακόμη περιοριστικό παράγοντα για την εφαρμογή του κοινωνικού προγράμματος του Ομπάμα, όταν το έλλειμμα του προϋπολογισμού αναμένεται να ανέλθει σε 1 τρισ. δολάρια και το δημόσιο χρέος στο αστρονομικό ποσό των 10 τρισ. δολαρίων. Τα περιθώρια μπορεί να είναι στενά, αλλά όχι ανύπαρκτα.

Τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας ελάχιστα απασχόλησαν την προεκλογική εκστρατεία, και λόγω της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε 40 περίπου ημέρες πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών, τέθηκαν κατά κάποιο τρόπο στο περιθώριο των άμεσων ανησυχιών του εκλογικού σώματος. Η έλλειψη πολύ συγκεκριμένων τοποθετήσεων στα κρίσιμα θέματα δεν επιτρέπει παρά προκαταρκτικές προσεγγίσεις για την εξωτερική πολιτική που προ- τίθεται να ακολουθήσει. Ωστόσο, ο Ομπάμα, κατά τη διάρκεια των τηλεμαχιών του με τον Ρεπουμπλικάνο αντίπαλό του Τζον Μακέιν αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, κατέστησε σαφή ορισμένα πράγματα που πρέπει κανείς να λάβει υπ’ όψιν του: την απόρριψη των βασικών χαρακτηριστικών του «δόγματος Μπους», ήτοι την «προληπτική επέμβαση» και την «αλλαγή καθεστώτος», και τάχθηκε υπέρ της πολυμερούς συνεργασίας.

Πρόκειται για τοποθετήσεις που η πρακτική τους εφαρμογή μπορεί να αλλάξει ριζικά τις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με φίλους και συμμάχους τους. Το ζητούμενο είναι η εγκατάλειψη μονομερών ενεργειών από την υπερδύναμη και η συνεργασία σε ισότιμη βάση, στόχος, βέβαια, που μάλλον θα απαιτήσει ορισμένα σοβαρά ανταλλάγματα ως προς την ανάλυση παγκόσμιων πρόσθετων ευθυνών. Το άλλο ζητούμενο είναι ότι η αναπόφευκτη απόκλιση συμφερόντων εντός του δυτικού κόσμου δεν πρέπει να οδηγεί σε ρήξεις και αντεκδικήσεις, διότι δεν οδηγούν πουθενά και κυρίως τραυματίζουν τις σχέσεις.

Οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει ο Ομπάμα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής είναι πολλές και γνωστές, ενώ οι επιλογές εξαιρετικά δύσκολες (Ιράκ, Αφγανιστάν- Πακιστάν, Ιράν, διασπορά πυρηνικών όπλων, κλιματική αλλαγή, Μεσανατολικό, σχέσεις με Ρωσία και με τις αναδυόμενες δυνάμεις της Ασίας, Κίνα και Ινδία κ.τ.λ.). Σε ένα μεταβαλλόμενο γεωστρατηγικό περιβάλλον, η υπερδύναμη θα πρέπει να αναζητήσει τα κριτήρια εκείνα προσδιορισμού και επιδίωξης των εθνικών της συμφερόντων που δεν θα αποξενώνουν συμμάχους και φίλους και θα ανευρίσκουν το κατάλληλο μείγμα «ήπιας» και «σκληρής» ισχύος που να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή διεθνή συναίνεση και νομιμότητα, άρα και τη μεγαλύτερη διεθνή στήριξη.

Πολλές φορές συμβαίνει οι ηγέτες μεγάλων χωρών να δοκιμάζονται από τις επιταγές της συγκυρίας που εκ των πραγμάτων μπορούν να ανατρέψει κάθε προηγούμενο σχεδίασμά. Όλα αυτά αποτελούν, όπως ανέφερα πιο πάνω, αντικείμενο μελέτης και συζήτησης μεταξύ των αναλυτών και διανοούμενων της εξωτερικής πολιτικής. Οι συζητήσεις αυτές τέμνονται από τη διαμάχη μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν αναγκαίες προσαρμογές στην εξωτερική πολιτική της χώρας μέσα σε ένα νέο γεωστρατηγικό περιβάλλον, όπου η αμερικανική ισχύς είναι σχετική και φθίνουσα, και όσων εμμένουν ότι στην ουσία τίποτα δεν έχει αλλάξει.

Τον περασμένο Μάρτιο το περιοδικό Economist, το οποίο, σημειωτέον, υιοθέτησε πλήρως την υποψηφιότητα του Ομπάμα, δημοσίευσε ένα ένθετο για την εποχή «μετά τον Μπους» χαρακτηρίζοντας υποδηλωτικά τις αναζητήσεις για ενδεχόμενη νέα εξωτερική πολιτική από μια κυβέρνηση Ομπάμα ως «Αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου».

Οι προσδοκίες όλου του κόσμου εντοπίζονται ακριβώς στην ελπίδα ότι ο χρόνος αυτός θα καλυφτεί όσο πιο σύντομα γίνεται. Είναι η «Αλλαγή που χρειαζόμαστε» μπορεί να πει ο υπόλοιπος κόσμος υιοθετώντας το κεντρικό σύνθημα του Ομπάμα: «Change We Need».