Ο νέος Πρωθυπουργός της χώρας, ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, πήρε τελικά αυτό που ζήτησε από τους εκλογείς. Ισχυρή εντολή διακυβέρνησης στη βάση του προγράμματος της ΝΔ και σχετικά ισχυρή αυτοδυναμία για την εφαρμογή του. Η επιλογή για τους προοδευτικούς και ορθολογικούς πολίτες, όπως έγραφα σε σχετικό μου άρθρο στις φιλόξενες σελίδες της εφημερίδας αυτής δυο ημέρες προ των εθνικών εκλογών, ήταν μονόδρομος. Απομένει να αποδειχθεί άξιος της εμπιστοσύνης της λαϊκής ψήφου. Απολαμβάνει επί του παρόντος της κριτικής στήριξης μιας πολύ σημαντικής από άποψη ποιότητας και κοινωνικής επιρροής πολιτικής βάσης που παρά τις αποχρώσεις της (κεντροδεξιά, κεντρώα και κεντροαριστερά ακόμα και μέρος της ευρωπαϊκής και μεταρρυθμιστικής αριστεράς) συγκλίνει σε βασικά θέματα πολιτικού πολιτισμού, θεσμών και Κράτους Δικαίου, ήθους και ύφους της εξουσίας, αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Για να βγει η χώρα από την στασιμότητα, το τέλμα και την παρακμή της. Να αλλάξει ριζικά κατεύθυνση.
Η κυβέρνηση έκανε καλή και εντυπωσιακή από πολλές απόψεις εκκίνηση. Πήρε ψήφο εμπιστοσύνης. Θα κριθεί από το έργο της. Η χώρα έχει πλέον Π/Θ με μόρφωση και γνώση, καλλιέργεια και ταπεινότητα. Φιλελεύθερο μεταρρυθμιστή και ρεαλιστή. Με μεστό και ήπιο πολιτικό λόγο. Που δεν υπόσχεται λαγούς με πετραχήλια. Που δεν υβρίζει και δεν παραπλανά. Που κρατά σε πολιτισμένα πλαίσια την πολιτική αντιπαράθεση. Που επιδιώκει την ψυχική ενότητα της χώρας και έναν ελάχιστο παρανομαστή συναίνεσης για την αντιμετώπιση δύσκολων εσωτερικών και εξωτερικών προβλημάτων που απειλούν την ακεραιότητα και την πορεία της. Θα κριθεί κι αυτός ως ηγέτης από την πράξη, όχι από τα λόγια. Η χώρα πάντως έχει Π/Θ που δεν θεωρεί ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι και οι πολίτες που δεν τον ψήφισαν είναι προδότες, πουλημένοι και γερμανοτσολιάδες. Που δεν επιδίδεται στο διχαστικό λόγο και την ολοκληρωτική προπαγάνδα του προκατόχου του.
Η χώρα εισέρχεται, θεσμικά και πολιτικά, σε μια νέα εποχή σταθερότητας και συγκρατημένης αισιοδοξίας για το μέλλον που της αξίζει. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αποκαταστήσει το κύρος και την αξιοπιστία των θεσμών. Ορθώς το επισήμανε εμφατικά ο αντιπρόεδρος κ. Πικραμένος. Θα πρέπει να γίνει σοβαρή έρευνα σε βάθος σε πολλούς τομείς όπου τρώθηκαν και υπονομεύτηκαν οι θεσμοί της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από την προσπάθεια της συγκυβέρνησης των αριστερών και ακροδεξιών εθνολαϊκιστών να εγκαταστήσουν το δικό τους καθεστώς.
Ευτυχώς, η βλάβη της προηγούμενης διακυβέρνησης, πέραν της ανήκεστης στον οικονομικό τομέα, μπορεί να αποκατασταθεί στα βασικά θεσμικά πεδία. Είναι απολύτως αναγκαία η αυτοπροστασία της Δημοκρατίας αν μη τι άλλο απλώς και μόνο για λόγους αποτροπής, από τυχόν μελλοντικούς επίδοξους μιμητές των πρακτικών του ΣΥΡΙΖΑ. Το μήνυμα πρέπει να είναι δημοκρατικό, αυστηρό και σαφές προς πάσα κατεύθυνση. Όλα τα άλλα περί δήθεν «ρεβαντσισμού» και τα συναφή γελοία δεν είναι παρά προφάσεις εν αμαρτίες. Η χώρα ευτυχώς απηλλάγη έγκαιρα από την πιο επιβλαβή, άθλια, χυδαία, ανίκανη και επικίνδυνη για τους δημοκρατικούς θεσμούς και την πορεία της χώρας κυβέρνηση στην περίοδο της Μεταπολίτευσης. Η αποσυριζοποίηση της πολιτικής ζωής, τουλάχιστον ως ύφος, ήθος ατμόσφαιρα και κλίμα της καθημερινότητας και του πολιτικού βίου, καθίσταται αναγκαίος όρος για την επιστροφή στην κανονικότητα και την ανάταξη της πατρίδας μας.
Εξακολουθώ να υποστηρίζω, παρά τα περί του αντιθέτου γραφόμενα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη 4 συντριπτικές εκλογικές ήττες στρατηγικής σημασίας (Δήμοι, Περιφέρειες, Ευρωεκλογές, Εθνικές Εκλογές) πράγμα που καθιστά την ευθύνη της νέας κυβέρνησης ακόμα πιο μεγάλη. Είναι καταδικασμένη να επιτύχει. Παρά την αριθμητική «αντοχή» του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές η ήττα του είναι στρατηγικής σημασίας με την ακριβή έννοια που είχε προεκλογικά αποδοθεί στον χαρακτηρισμό αυτό, ήτοι με την αδυναμία του να επηρεάσει τις βασικές μετεκλογικές πολιτικές εξελίξεις. Πράγματι, εάν το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ τηρήσει τις δημόσιες δεσμεύσεις του αναφορικά με την σύμπραξή του σε ορισμένα θέματα που διασφαλίζουν την πολιτική σταθερότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κατά λογική εκτίμηση και εκτός απροόπτου εκτός παιγνιδιού στην επόμενη τουλάχιστον τετραετία. Το πεδίο της μακρόχρονης πολιτικής ηγεμονίας στον κρίσιμο μεσαίο χώρο είναι ανοικτό για τον κ. Μητσοτάκη, εάν φανεί ικανός να αξιοποιήσει και να κεφαλαιοποιήσει τη σημερινή του ευρύτερη, εάν και υπό όρους, αποδοχή στο χώρο αυτό.
Ωστόσο, από την άποψη της αναδιάταξης των δυνάμεων στον κεντροαριστερό χώρο ο κ. Τσίπρας κατάφερε να κερδίσει ηγεμονική, επί του παρόντος, θέση. Απομένει εν ευθέτω χρόνω να διαπιστωθεί τι ακριβώς έχει κατά νου ο ίδιος και η πιστή καμαρίλα του σχετικά με τον «μετασχηματισμό» του ΣΥΡΙΖΑ. Τι είναι πολιτικά εφικτό και με τι κόστος, βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο. Όλα αυτά αποτελούν ενδιαφέρουσες εκκρεμότητες.
Επί του παρόντος ο κ. Τσίπρας έπαθε μεν αλλά δεν φαίνεται να έμαθε. Έκανε πρόσφατα στην Κ.Ε. του κόμματός του μια νέα «πλατειά απεύθυνση» για έναν νέο πολιτικό «συνασπισμό» που μεταξύ άλλων θα περιλαμβάνει και «δημοκράτες κομμουνιστές» (εάν διάβασα καλά, κάτι δηλαδή ανάλογο σαν «δημοκράτες φασίστες»), καθώς και όσους ασπάζονται τον «δημοκρατικό σοσιαλισμό» – ένα άλλο κατασκεύασμα για τους αφελείς, που προφανώς υπάρχουν εν αφθονία ιδιαίτερα στις τάξεις των στρατευμένων ή μη διανοουμένων της αριστεράς. Όπως προεκλογικά κάποιων της «Γέφυρας» που υποστήριξαν ότι ο κ. Τσίπρας «τρώει τον Κυριάκο Μητσοτάκη για breakfast», ….ήταν ο πρώην Κνίτης, το εγγαστρίμυθο κακέκτυπο του Ανδρέα, σε «άλλο επίπεδο» σε σχέση με τον «Κούλη».!!! Φερέφωνα και θύματα των προκαταλήψεών τους. Υπόδουλοι των επιθυμιών τους. Ορισμένοι χάνουν την δημόσια αξιοπιστία και το κύρος τους ακριβώς επειδή δεν μπορούν ή δεν θέλουν να απαλλαγούν από τις ιδεολογικές τους παρωπίδες ή λόγω διαφόρων εξαρτήσεων.
Γι αυτό είναι επιτακτική ανάγκη για όλους όσους εμπλέκονται στο δημόσιο χώρο με την γραφίδα ή το λόγο τους να τηρούν τις δέουσες αποστάσεις από κάθε κυβέρνηση και εξουσία. Να ασκούν και εξασκούν κατάλληλα τις κριτικές ικανότητές τους προς πάσα πολιτική κατεύθυνση προς όφελος των θεσμών και των πολιτών. Της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Στην υπηρεσία της ελευθερίας του λόγου, της κριτικής αλλά και με ακέραιο το αίσθημα της πολιτικής ευθύνης.