Σελ. 416, Hurst and Company Λονδίνο 2002
To βιβλίο των καθηγητών Γιάννη Κολιόπουλου και Θάνου Βερέμη (αμφότεροι με πλούσιο και σημαντικό ιστορικό ερευνητικό έργο για την Ελλάδα) έρχεται να συμπληρώσει ένα μεγάλο κενό στη διεθνή βιβλιογραφία για τις πιο σημαντικές πτυχές της ανάπτυξης του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας από την ανεξαρτησία μέχρι σήμερα. Οι μέχρι τώρα διαθέσιμες σύντομες ή συνοπτικές “ιστορίες” στα αγγλικά του Chris Woodhouse και του Richard Clogg, με τις αναθεωρημένες εκδόσεις τους, από τη φύση τους δεν ήταν σε θέση να δώσουν με τέτοια μεθοδικότητα μια τόσο περιεκτική, συμπυκνωμένη, πρισματική και πολυδιάστατη εκδοχή της ελληνικής ιστορίας και κοινωνίας.
Οι ένθετες, θεματολογικές παρεμβάσεις εντός του κειμένου με τις δικές τους χρησιμότατες βιβλιογραφικές αναφορές, η οργάνωση του κειμένου, της θεματολογίας, της βιβλιογραφίας, το Χρονολόγιο και το Ευρετήριο Ονομάτων, η σαφής και συμπυκνωμένη γραφή, παράγουν συνολικά ένα ποιοτικά υψηλό και υποδειγματικό συγγραφικό και εκδοτικό αποτέλεσμα, πολύτιμο και για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αν και η έκδοση απευθύνεται κατεξοχήν σε ξένο κοινό. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το βιβλίο έχει θεματική μάλλον παρά χρονολογική δομή και η λογική αυτή ακολουθείται στα Κεφάλαια και υποκεφάλαια του βιβλίου: Πολιτική και Πολιτικό Καθεστώς, Θεσμοί, Οικονομία, Κοινωνία, Ιδεολογία, Εξωτερική Πολιτική, Εθνική Γεωγραφία είναι τα βασικά θέματα που οργανώνονται σε τέσσερα Μέρη. Ακόμη και η Βιβλιογραφία είναι θεματολογικά οργανωμένη. Κατά τους ίδιους τους συγγραφείς η επιλογή αυτή βασίστηκε στην παραδοχή ότι στην ελληνική ιστορία μπορεί κανείς να εντοπίσει ορισμένους σταθερούς παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να χρησιμεύσουν ως πολύτιμο βοήθημα για να διαφωτιστούν στάσεις, πολιτικές και θεσμοί της σύγχρονης Ελλάδος. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο βασικός μεταξύ αυτών των παραγόντων, αδιάπαστος κρίκος στην ιστορική αλληλουχία, είναι η αίσθηση της συνέχειας που η ελληνική γλώσσα εμπνέει στους χρήστες της. Υποστηρίζεται ότι ελάχιστες άλλες γλώσσες έχουν να επιδείξουν τέτοια ανθεκτικότητα και αντοχή, τέτοια διάρκεια. Ο παράγοντας μάλιστα της γλωσσικής συνέχειας χρησιμοποιείται και ως κριτήριο σηματοδοτικού διαχωρισμού της αρχαίας από τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Είναι επίσης απαραίτητο να σημειωθεί ότι οι συγγραφείς δεν έχουν καμιά διάθεση να προσποιηθούν ότι αποπειράθηκαν να διαπραγματευθούν την ύλη τους από κάποια υποτιθέμενη “ουδέτερη” σκοπιά, καταφύγιο συνήθως εκείνων που λανθασμένα πιστεύουν σε κάποιες “τυφλές” ιστορικές δυνάμεις ή στο ότι η προσπέλαση και οργάνωση-ανακατασκευή-ανασυγκρότηση του ιστορικού υλικού μπορεί να γίνει με κάποια υποτιθέμενη καταφυγή στα “γεγονότα”. Δυστυχώς ή ευτυχώς αυτά “δεν μιλούν από μόνα τους”. Αντίθετα, ουδεμία προσπάθεια απόκρυψης των φιλελεύθερων αρχών τους καταβάλλουν. Η σκοπιά αυτή υιοθετείται και για έναν επιπρόσθετο λόγο: οι ιδρυτές του σύγχρονου ελληνικού εθνικού κράτους εμπνέονταν από τις αρχές αυτές, τις οποίες και αποτύπωσαν στα διάφορα συντάγματα του κράτους, παρά τον άμορφο, ανομοιογενή και καθυστερημένο ακόμη χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας. Κατά συνέπεια και από μεθοδολογική άποψη, είναι απολύτως δικαιολογημένη η σκοπιά αυτή, ώστε να αποτιμηθείτο συνολικό έργο, κατά πόσο δηλαδή οι εξελίξεις, τα πεπραγμένα και τα γεγονότα ανταποκρίθηκαν στις υψηλές προσδοκίες των “ιδρυτών πατέρων” και σε ποιο βαθμό συντέλεσαν στη διαμόρφωση της Ελλάδας που κληρονόμησαν και παρέλαβαν οι νέες γενιές μέχρι σήμερα.
Είναι προφανές ότι οι συγγραφείς κάνουν τις δικές τους θεματολογικές επιλογές, αφήνοντας εκτός ανάλυσης πτυχές της ελληνικής ιστορίας που άλλοι δεν θα θεωρούσαν ενδεχομένως λιγότερο σημαντικές. Είναι επίσης εξίσου φανερό ότι η διαπραγμάτευση των θεμάτων δεν είναι -και εξ αντικειμένου δε θα μπορούσε να είναι- εξαντλητική. Επί παραδείγματι, καθ’ όλα νόμιμες ενστάσεις θα μπορούσαν να εγερθούν τόσο για το μικρό χώρο που παραχωρείται στον τομέα της κουλτούρας και τη προσέγγισή της. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και για άλλους τομείς.
Δεδηλωμένος πρωταρχικός οπόχος του βιβλίου είναι μια νέα “εξερεύνηση” της Ελλάδος με εμφανή -ορθότατα βέβαια- τη διάθεση πολλαπλών “διορθώσεων” της “συμβατικής εικόνας” που σχηματίστηκε για την Ελλάδα από περιηγητές, ταξιδιώτες, παρατηρητές και ιστορικούς κατά τον 19ο αιώνα. Ορθότατα, διότι τα στερεότυπα στοιχεία εκείνων των προσεγγίσεων, εμποτισμένες καθώς ήταν από τις ανεκπλήρωτες “προσδοκίες” και τις προκατασκευασμένες προσλαμβάνουσες των συγγραφέων τους για την “πραγματική” Ελλάδα, μας παρακολουθούν -φευ-ακόμη και σήμερα.
Και απ’ αυτήν την άποψη το βιβλίο δεν είναι μόνο ένα ισχυρό αντίδοτο απέναντι σε όλες αυτές τις ιδεοληπτικές κατασκευές αλλά και μια έντονη υπόμνηση προς τους ίδιους τους Έλληνες να πάρουν σοβαρά και να συνειδητοποιήσουν τη δική τους νεοτερικότητα, τις ρίζες του σύγχρονου κράτους καθώς και το γεγονός ότι, αναπόφευκτα, η κρίση των άλλων βασίζεται πλέον στα επιτεύγματα που έχει να επιδείξει το σύγχρονο ελληνικό έθνος και όχι στις δάφνες του παρελθόντος. Τέλος, δεν θα ήταν, πιστεύω, καθόλου παρακινδυνευμένο εκ μέρους μου να τονίσω εν κατακλείδι ότι το βιβλίο των Κολιόπουλου και Βερέμη θα αποτελέσει για το προβλεπτό μέλλον όχι μόνο ένα πολύτιμο έργο αναφοράς αλλά και έναν αναντικατάστατο οδηγό κατανόησης της σύγχρονης Ελλάδος, ιδιαίτερα από το ξένο αναγνωστικό κοινό. Και χωρίς καμιά διάθεση άμετρου επαίνου, πιστεύω πως θα ήταν σοβαρή παράληψή μου εάν δε συνυπέγραφα την αναγνώριση των ίδιων των συγγραφέων της πολύτιμης βοήθειας που προσέφεραν ο Μάρκος Δραγούμης και ο Θόδωρος Κουλουμπής, μολονότι, αυτονόητο είναι, την τελική ευθύνη του βιβλίου τη φέρουν οι συγγραφείς του και μόνο.