Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι μια από τις εξέχουσες προσωπικότητες στο χώρο της Πολιτικής Επιστήμης με σημαντικότατο επιστημονικό έργο. Η πρόσφατη αποχώρησή του από το Πανεπιστήμιο είμαι βέβαιος ότι στερεί από τους φοιτητές του έναν πολύτιμο δάσκαλο. Μικρή αποζημίωση ως άμεση παρακαταθήκη, πέραν της ολοσέλιδης πολιτικής ανάλυσής του που φιλοξενείται τακτικά σε σαββατιάτικη έκδοση της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ, αποτελεί το πρόσφατο βιβλίο του, Γιάννης Βούλγαρης, Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική, σελ. 320. Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα. Μάιος 2019.
Υποθέτω ότι το επεξεργάστηκε για μακρό χρονικό διάστημα. Μια τέτοια εκτίμηση τεκμαίρεται από το γεγονός της «νέας ματιάς» που ο ίδιος φιλοδοξεί να προτείνει στην ανάγνωση και ερμηνεία των βασικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων και των δομικών τάσεων της ιστορικής πορείας της χώρας στη νεωτερικότητα, ήτοι, από πρακτική άποψη, από τη σύστασή της σε εθνικό κράτος. Γεγονός που συνεπάγεται την επανεπίσκεψη (υποθέτω ότι έτσι μεταφράζει την αγγλική λέξη revisiting), που συχνάκις επικαλείται, των βασικών ερμηνευτικών σχημάτων της ελληνικής ιστορικής πορείας.
Κατά συνέπεια, η συνθετική ερμηνεία την οποία αποπειράται, το νέο ερμηνευτικό πλαίσιο που προτείνει, έχει ως προϋπόθεση την επανεξέταση κάτω από νέο μεθοδολογικό (επιστημολογικό) πρίσμα, μέθοδο την οποία ο ίδιος αποκαλεί επαγωγική και συνυφασμένη με συγκεκριμένα ιστορικά πλαίσια, τα σημαντικά έργα της ιστορικής κοινωνιολογίας, της γεωπολιτικής και της ιστοριογραφίας σχετικά με την «ελληνική περίπτωση». Επομένως, πρόκειται για επίτευγμα εξόχως αξιοσημείωτο λόγω του όγκου των έργων και των μελετών στους τομείς αυτούς που η επιστημονική κοινότητα παρήγαγε κυρίως στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, της λοιδορούμενης αυτής περιόδου από ανόητους, θλιβερούς και επικίνδυνους για τη δημοκρατία λαϊκιστές.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δυο Μέρη: Στο πρώτο Μέρος εξετάζονται τα βασικά ερμηνευτικά σχήματα που κυριάρχησαν στην ακαδημαϊκή κοινότητα κυρίως στη μεταπολιτευτική περίοδο, εμπνεόμενα από μαρξιστικές, νεο-μαρξιστικές και φιλελεύθερες-εκσυγχρονιστικές θεωρίες. Παραδείγματα ο δομισμός, οι θεωρίες περί εκσυγχρονισμού παραδοσιακών κοινωνιών, αργότερα η επικέντρωση της ιστορικής κοινωνιολογίας στον φορέα δράσης, η επιρροή της πολιτισμικής και γλωσσολογικής στροφής στη θεωρία, ο ακραίος σχετικισμός της μετανεωτερικής σούπας, θα έλεγα. Στο Μέρος αυτό αφιερώνονται ξεχωριστά κεφάλαια στο έργο και τους προβληματισμούς του Παναγιώτη Κονδύλη και του Στέλιου Ράμφου. Αμφότεροι δεν χρειάζονται συστάσεις. Το δεύτερο Μέρος, που καλύπτει και το μεγαλύτερο χώρο του βιβλίου, αφιερώνεται στη σύνθεση που αποπειράται ο ίδιος ο συγγραφέας με Κεφάλαια για το ιστορικό και θεωρητικό πλαίσιο της στροφής που επιχειρεί. Εδώ αναλύονται η Ελλάδα ως έθνος γεωπολιτικό (π.χ. η επανάσταση του 1821 ηττήθηκε στρατιωτικά αλλά πέτυχε πολιτικά χάρη στο γενικότερο γεωπολιτικό συσχετισμό και τη διεθνή αλληλεγγύη).Ο ελληνικός καπιταλισμός (μεταξύ θεωρίας και πράξης). Το ελληνικό κράτος (ο βασικότερος αρμός μεταξύ εθνικού και υπερεθνικού πεδίου). Ο «πρώιμος» εκδημοκρατισμός (η δημιουργία κρατικών θεσμών σχεδόν εκ του μηδενός). Είναι αδύνατο να αναφερθούν εδώ περισσότερα για το πλούσιο θεωρητικό και ιστορικό περιεχόμενο των Κεφαλαίων αυτών. Τέλος, ένα εξαιρετικό Επίμετρο στο οποίο συμπυκνώνονται τα συμπεράσματα της νέας ερμηνευτικής προσέγγισής του.
Ο Βούλγαρης ορθώς υποστηρίζει ότι την επανεπίσκεψη αυτή καθιστούν αναγκαία όχι μόνο τα δραματικά χρόνια της κρίσης και οι πολυσχιδείς συνέπειές τους αλλά οι εξελίξεις στις κοινωνικές επιστήμες και την ιστοριογραφία. Το εγχείρημά του αποδεικνύει ότι ως «επισκέπτης», είναι εξαιρετικά επίμονος, αναλυτικός, διεισδυτικός και οξυδερκής.
Δεν θα είχε κανένα νόημα να σπεύσει κανείς σε μια πρώτη αποτίμηση ή κριτική εξέταση του έργου αυτού. Χρειάζεται εύλογος χρόνος. Η φύση του ερμηνευτικού εγχειρήματος του Βούλγαρη είναι τέτοια που ενδέχεται να επισύρει κριτικές στη βάση του ειδικού βάρους με το οποίο σταθμίζει τους κύριους παράγοντες, τις κύριες συνιστώσες στο συνθετικό ερμηνευτικό του σχήμα. Κι αυτό το ειδικό βάρος ενδέχεται να αλλάξει την ισορροπία του όλου σχήματος, ιδιαίτερα εάν εκληφθεί με στατικό τρόπο κι όχι ως μεταβλητή υποκείμενη σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς ρευστούς παράγοντες. Διατυπώνω μια γενική κι όχι συγκεκριμένη παρατήρηση ενδεχόμενης κριτικής στάσης απέναντι στο ερμηνευτικό του σχήμα. Κι αυτό καταλήγει, σύμφωνα με τον συγγραφέα, στη διαπίστωση και θέση ότι η Ελλάδα υπήρξε μια νεωτερική χώρα στους όρους συγκρότησής της και στον τρόπο νομιμοποίησης της εξουσίας, πολύ περισσότερο από όσο οι ερμηνείες της έχουν αναδείξει. Η σύγχρονη Ελλάδα «κατασκευάστηκε» από τη γεωπολιτική της περιοχή και «κατασκεύασε» τον εαυτό της με την Πολιτική, γράφει. (σελ. 21). Κι εδώ έγκειται το παράδοξο της ελληνικής περίπτωσης χωρίς να παραπέμπει σε κάποιον «εξαιρετισμό» (exceptionalism) ή ιδιομορφία αρνητικού τύπου. Η Ελλάδα έχει δείξει, μεταξύ άλλων, δεκτικότητα και ικανότητα προσαρμογής στον εκάστοτε εκσυγχρονισμό, γράφει (σελ. 133). «Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι έθνος γεωπολιτικό, ιστορικό, δημοκρατικό, μικρομεσαίο. Η διαφορά είναι ότι σήμερα δεν φτάνουν οι εξωτερικές ωθήσεις. Μάλλον κρατά την τύχη στα χέρια της…..» (σελ. 302) συμπεραίνει με κάποιο εμφανή σκεπτικισμό, λόγω της ποιότητας της Πολιτικής και των Ηγεσιών της χώρας.
Η επιστημονική κοινότητα ελπίζω να συζητήσει με τεκμηριωμένο τρόπο τη νέα προσέγγιση, το νέο ερμηνευτικό σχήμα του συγγραφέα. Ούτως ώστε να συντελέσει σε μια νέα οπτική σύνθεση, σε έναν νέο ερμηνευτικό τρόπο εμπλουτισμένο με πιο σύνθετα και κατάλληλα εργαλεία για να «κοιτάξουμε» την ιστορική μας πορεία. Για να εντοπιστούν οι παράγοντες εκείνοι και οι πολιτικές επιλογές που διασφάλισαν στη χώρα τη συγκρότησή της ως ανεξάρτητο κράτος, την επέκτασή της, την ασφάλεια και ευημερία της.
Ο Βούλγαρης με σεμνότητα υποστηρίζει ότι το δικό του ερμηνευτικό σχήμα δεν αποτελεί παρά μια σκιαγραφία. Είναι, όμως, κάτι πολύ περισσότερο αν μη τι άλλο διότι παρέχει στερεά θεωρητικά θεμέλια στη σύνθεση αντιλήψεων και απόψεων που έχουν δημόσια εκφραστεί αποσπασματικά σε ορισμένους τομείς. Πολύτιμες βέβαια, αλλά δεν μπορούσαν ούτε τη μεγάλη εικόνα να προμηθεύσουν ούτε μια συνθετική ερμηνεία με στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο. Ο ίδιος δίνει το έναυσμα για μια δημιουργική συζήτηση και κριτική προσέγγιση στο δικό του μεγάλο και συνθετικό ερμηνευτικό σχήμα, τη Μεγάλη Ερμηνευτική Εικόνα τουλάχιστον σε εκείνους που θα ενδιαφέρονταν να (ξανα)δούν, να επανεπισκεφτούν και να ανατρέψουν εμπεδωμένες ερμηνείες.
Είναι βέβαιο ότι το παρόν εξαιρετικό από κάθε άποψη έργο του Βούλγαρη θα αποτελέσει αφετηρία και κλειδί για μια τέτοια εθνική και πατριωτική διαδικασία αναστοχασμού και αυτογνωσίας. Με ενθάρρυνση τουλάχιστον εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που δεν θέλουν να υπηρετούν εθνικούς μύθους ποικίλης πολιτικής προέλευσης. Το έργο του Βούλγαρη θα ήταν κρίμα να περιοριστεί εντός των τειχών της επιστημονικής κοινότητας. Διότι, είναι πολύτιμο από πολλές άλλες απόψεις, και πολιτικές.