Όταν με ένα ευγενικό email με ρώτησαν αν ήθελα να γράψω κάτι για την «Επόμενη Μέρα», στο φάκελο που ετοίμαζαν τα (δε)κατα, αυθόρμητα ανταποκρίθηκα, χωρίς δεύτερη σκέψη, λες και είχα το θέμα έτοιμο από πριν, αν και σε δεύτερο χρόνο σκέφτηκα πως αυτά είναι για τους φιλόσοφους, τους συγγραφείς και τους θεράποντες των τεχνών. Δεν είχα καμιά δουλειά να μπερδεύομαι στα πόδια τους. Αλλά, η πρώτη συνειρμική μου σκέψη ταξίδεψε με ταχύτητα φωτός σε χρόνο παρελθόντα, σε γεγονότα μακρινά κι απόμακρα, που είχα σχεδόν λησμονήσει ή που δεν ήθελα να θυμάμαι. Τώρα πια ξέρω ή νομίζω πως καταλαβαίνω καλύτερα τα μικρά δωμάτια και τις σοφίτες στο δικό μου παλάτι της μνήμης.
Η «Επόμενη Μέρα» είχε κάπου καταχωνιαστεί μέσα μου, ίσως σαν προστασία και άμυνα, ίσως να ξεθώριασε η δύναμή της στο χρόνο. Ένα αθώο και άσχετο γεγονός, όπως μια πρόσκληση συμμετοχής στο αφιέρωμα, λειτούργησε σαν χειροβομβίδα κρότου-λάμψης. Κρότος σαν αιφνίδιο και απροσδόκητο σοκ, λάμψη σαν το φωτεινό διάλειμμα, σαν την αστραπή που διασχίζει το ακίνητο έρεβος.
Ήμουν ήδη δέκα χρόνια στο εξωτερικό όταν καρφωμένος μπροστά στην τηλεόραση παρακολούθησα χωρίς ανάσα τη δίωρη τηλεοπτική ταινία The Day After του Nicholas Meyer το 1983.
Περιέγραφε με φριχτές εικόνες την «επόμενη μέρα» ενός πυρηνικού πολέμου, τον «πυρηνικό χειμώνα» ενός ολοκληρωτικού πυρηνικού ολοκαυτώματος. Κάτι φαντάσματα, που έμοιαζαν με τις εναπομείνασες ανθρώπινες σκιές, όσες «γλύτωσαν» από την πυρηνική λαίλαπα, περιπλανούσαν τη μίζερη ύπαρξή τους στο σκοτεινό και μολυσμένο τοπίο μη έχοντας καμιά ελπίδα επιβίωσης, κανένα μέλλον. ΓΓ αυτούς η «επόμενη μέρα» ήταν στην ουσία ανύπαρκτη. Δεν θυμάμαι τους ηθοποιούς. Αλλά ήμουν ανάμεσα στα 100 εκατομμύρια περίπου θεατών που παρακολούθησαν την ταινία, η οποία συντάραξε την κοινή γνώμη και προκάλεσε πλήθος συζητήσεων. Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν είχε ακόμη κοπάσει. Το τείχος του Βερολίνου δεν είχε ακόμη γκρεμιστεί. Το αντίπαλο δέος διατηρούσε μια ισορροπία τρόμου μεταξύ Αμερικής και Σοβιετικής Ένωσης, που με το πυρηνικό τους οπλοστάσιο μπορούσαν να καταστρέψουν τη γη πολλές φορές. Γιατί, άραγε, αναρωτιόντουσαν οι απλοί άνθρωποι, πρέπει να καταστραφούμε πολλές φορές; Δεν μας φτάνει μία; Συμπτωματικά μάλλον παρά σκόπιμα η ισορροπία αυτή είχε ως ακρωνύμιο την επιτομή της παράνοιας όπου μπορεί να οδηγήσει ο ανταγωνισμός της ισχύος: MAD (Mutual Assured Destruction), Αμοιβαία Διασφαλισμένη Καταστροφή, καθαρή Τρέλα δηλαδή, παραφροσύνη (Madness). Τα κινήματα ειρήνης, ζωντανά μεν αλλά όχι αρκετά δυνατά δεν μπορούσαν να επιβάλλουν αλλαγή πλεύσης στη Δύση ενώ στη σοβιετική αυτοκρατορία ήταν στην ουσία ανύπαρκτα μια και οι κομμουνιστικές κυβερνήσεις ήταν εξ ορισμού «φιλειρηνικές». Όμως, η ταινία αυτή συγκλόνισε πραγματικά, μέσα σε ένα κλίμα υπόγειας υστερίας και φόβου όπου οι πλούσιοι έχτιζαν στην πίσω αυλή τους πυρηνικά καταφύγια, για να ζήσουν εκεί και να επιβιώσουν σαν ποντίκια σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου. Εταιρείες έκαναν χρυσές δουλειές, προσφέροντας μεγάλη ποικιλία σχεδίων και φυσικά τιμής, σαν να έχτιζαν πολυτελή διαμερίσματα ή επαύλεις. Όταν υπάρχει ζήτηση εμφανίζεται ταχύτατα και η προσφορά. Νόμος της Αγοράς. Κι όμως, κάτι μ’ έκανε τότε να πιστεύω και να ελπίζω ότι το σοκ αυτό για το πώς θα ήταν η «Επόμενη Μέρα», η τεράστια αυτή δύναμη της εικόνας, μπορεί να άλλαξε πολλά, χωρίς να αφαιρέσει τον φόβο. Μήπως, όμως, τελικά, πέρα από τα άλλα ο φόβος ήταν εκείνος που οδήγησε όλους σε ωριμότερες σκέψεις ή μήπως ο διεθνής συμβατικός διακανονισμός του φόβου διατήρησε την ειρήνη;
Δεν ήταν που δεν γνώριζα για το Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα και δεν διάβαζα επιμελώς για τον ανταγωνισμό των πυρηνικών εξοπλισμών, τις συνομιλίες, τις συμφωνίες και τα συναφή – ολόκληρη στρατιά πανεπιστημιακών ασχολείτο με όλα αυτά- ή ότι δεν είχαν γυριστεί άλλες καλές ταινίες με το ίδιο θέμα. Αυτή, όμως, η ταινία είχε κάτι το ιδιαίτερο και χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Κι ας μη θυμάμαι πλέον πολλές σκηνές. Μερικά χρόνια αργότερα, εντελώς τυχαία, βρήκα εξίσου συγκλονιστική, μια προγενέστερη ταινία του Χόλιγουντ, την ασπρόμαυρη On the Beach του Stanley Kramer με ηθοποιούς πασίγνωστους, όπως ο Γκρέγκορυ Πεκ, η Άβα Γκάντνερ, ο Φρεντ Ασταίρ και ο Άντονυ Πέρκινς γυρισμένη με τα μέσα της εποχής το 1959. Εδώ, την «Επόμενη Μέρα» της πυρηνικής καταστροφής, στην Αυστραλία περιμένουν το ραδιενεργό νέφος να φτάσει και να φέρει το αναπόφευκτο τέλος. Η καθημερινή ζωή συνεχίζεται, αλλά ξέρουν πως οι μέρες είναι μετρημένες. Η κυβέρνηση μοιράζει ενέσεις και χάπια αυτοκτονίας στους κατοίκους για να αποφύγουν τον αργό και βασανιστικό θάνατο. Εδώ, υπάρχει «επιλογή», σαν μια μαζική ευθανασία. «Επόμενη Μέρα» δεν υπάρχει. Είναι η «Τελευταία Μέρα», σαν τους επιβάτες των τρένων του Άουσβιτς. Μουντή, απειλητική κάτω από το πυρηνικό σύννεφο. Άλλοι διάλεξαν γι’ αυτούς. Δεν «κέρδισαν» τον δικό τους θάνατο, «που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον και τούτο το παιγνίδι είναι η ζωή», κατά Σεφέρη. Το παίγνιο του ολέθρου διεξήχθη αλλού, ερήμην τους.
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Πολλά άλλαξαν. Ίσως ο κόσμος να είναι πιο ασφαλής σήμερα, μολονότι η γειτονιά μας φλέγεται και μολονότι ο φόβος της απειλής δεν έχει εκλείψει. Επικρέμαται με διάφορες μορφές ακόμη και σήμερα. Το αίμα άφθονο κυλά.
Ως απλοί άνθρωποι ξέρουμε να ξεχωρίζουμε τον φόβο που δημιουργούμε με τις πράξεις και συμπεριφορές μας σε όλα τα επίπεδα, το ατομικό, το συλλογικό, το εθνικό και το παγκόσμιο από τον μόνιμο και αδυσώπητο υπαρξιακό φόβο, της απόλυτης εκμηδένισης και ανυπαρξίας, του αναπόφευκτου. Αλλά και συνεχώς τα μπερδεύουμε, από ματαιοδοξία, εγωισμό ή ανοησία. Συχνά αντιλαμβανόμαστε τη δική μας επιβίωση και σωτηρία ως εξολόθρευση του Άλλου.
Ωστόσο, για όσους ο ουρανός δεν είναι η άλλη, η ιδανική, υπερβατική επιβίωση, για όσους δεν ζουν το σήμερα ως «τελευταία μέρα», ο κόσμος αυτός εμπεριέχει πάντα την «Επόμενη Μέρα». Τουλάχιστον, οσάκις τολμούμε τον περιορισμό μας σε μη τυραννικές συλλογικότητες, η «Επόμενη Μέρα» εμπεριέχει μια αύρα αέναης αισιοδοξίας, ένα ουράνιο τόξο μετά από κάθε καταιγίδα και δύσκολη στιγμή, κι ας δηλώνουμε απαισιόδοξοι. Δεν μπορεί, τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, ότι είναι στο χέρι μας να τη σχεδιάσουμε, μπορεί και να μην τελειώνει ποτέ, μπορεί και να διαδέχεται η μία την άλλη, ώστε κάθε «Επόμενη Μέρα» που περνά να είναι ταυτόχρονα το χθες και το αύριο. Έτσι, το παρελθόν και το μέλλον είναι γεμάτα από «Επόμενες Μέρες» κι έτσι μέσα στην ανάμνηση της ζωής των δικαίων άλλων που τιμούμε ζούμε και τη δική μας ζωή, θέλοντας να αφήσουμε τα δικά μας ίχνη, μέχρι να έρθει η σειρά μας, βρίσκοντας συνέχεια αντίδοτα και αντιβιοτικά καινούργιας γενιάς. Με γλυκές ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Δεν αντέχουμε τόση πολλή πραγματικότητα, τόση καυτερή πιπεριά, τόση πικρή γεύση.