Την Τρίτη, 4 Νοεμβρίου, διεξάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες οι λεγόμενες ενδιάμεσες (midterm) εκλογές για το 114ο Κογκρέσο της χώρας. Ενδιάμεσες, διότι λαμβάνουν χώρα στο μέσον της προεδρικής θητείας, ήτοι ανά δύο χρόνια και κατά τις οποίες ανανεώνεται το σύνολο της Βουλής των Αντιπροσώπων (435 μέλη), στην οποία εκπροσωπούνται οι Πολιτείες ανάλογα με τον πληθυσμό τους και το 1/3 των μελών της Γερουσίας (100 μέλη-6ετής θητεία) στην οποία εκπροσωπούνται ισότιμα οι 50 Πολιτείες με 2 γερουσιαστές. Ταυτόχρονα, διεξάγονται εκλογές για την ανανέωση 38 Πολιτειακών Κογκρέσων, 38 Κυβερνητών και πλήθος άλλων περιφερειακών και τοπικών εκλογών. Η συμμετοχή στις ενδιάμεσες εκλογές δεν υπερβαίνει το 39%-42% κατά μέσο όρο, έναντι 59% συμμετοχής στις προεδρικές εκλογές του 2012, καθώς κινητοποιούνται κυρίως τα πιο πολιτικοποιημένα στρώματα και οι πιο φανατικοί οπαδοί των δύο αντιπάλων κομμάτων. Όμως, ενώ δεν αποτελούν πρόκριμα για τις προεδρικές εκλογές του 2016 και την εκ νέου ανανέωση του Κογκρέσου, δεν παύουν να έχουν μεγάλη σημασία τόσο από άποψη εσωτερικής όσο και από άποψη εξωτερικής πολιτικής.
Η εκλογή ή/και επανεκλογή των αντιπροσώπων απαιτεί πλέον δαπάνη τεράστιων ποσών. Πολλοί χάνουν τον ύπνο τους, ενώ άλλοι είναι περισσότερο ήρεμοι, καθώς η δικαιοδοσία του επανακαθορισμού των εκλογικών περιφερειών (redistricting), λόγω πληθυσμιακών ανακατατάξεων, ανήκει στις Πολιτείες όπου οι κομματικοί Κυβερνήτες φροντίζουν τους ημετέρους με τραγελαφικές χαράξεις ορίων ώστε να τους δίνουν άνετο πολιτικό πλεονέκτημα. Άλλωστε, ο όρος στην πολιτική επιστήμη που χαρακτηρίζει τη διαδικασία αυτή, το γνωστό gerrymandering, είναι αμερικανικής έμπνευσης και προέλευσης.
Η συνολική εκλογική δαπάνη των εκλογών του 2012 ανήλθε στο αστρονομικό ποσό των 6.3 δισ. δολ. περίπου, εκ των οποίων τα 3.7 δισ. δαπανήθηκαν στις εκλογές για το Κογκρέσο και τα 2.6 δισ. στις προεδρικές. Σημαντικός χρόνος της διετούς θητείας των μελών της Βουλής καταναλίσκεται στην ανεύρεση χρημάτων για την επανεκλογή τους. Υπολογίζεται ότι η εκλογή στη Βουλή απαιτεί 1.5 εκ. δολ., στη δε Γερουσία 11.5 εκ. δολ. περίπου κατά μέσο όρο. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 2010 (Citizens United v Federal Election Committee) ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη δύναμη του «μεγάλου» χρήματος στην εκλογική διαδικασία, ενώ η πολυδαίδαλη νομοθεσία για τις εκλογικές δαπάνες καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την ανίχνευση των χρηματοδοτών των υποψηφίων και των κομμάτων. Όποιος πληρώνει τον βιολιτζή υπαγορεύει και τον σκοπό; Όχι ακριβώς. Οι αντιπρόσωποι δεν είναι ανδρείκελα των χρηματοδοτών τους αλλά και δεν μπορούν να αγνοήσουν εντελώς τα μεγάλα και μικρά συμφέροντα που δίνουν τον «οβολό» τους έναντι αναμενόμενων ανταλλαγμάτων. Το πολιτικό σύστημα της Ουάσιγκτον είναι μια πολύπλοκη διαδικασία και ένα διαρκές παίγνιο όπου εμπλέκονται ποικίλα συμφέροντα εκπροσωπούμενα από τους ειδικούς των διάφορων ομάδων πίεσης (Lobbies) της οδού Κ. Όλοι εισακούγονται και η τελική μορφή των νόμων που ψηφίζονται δείχνει ποιοί είναι οι κερδισμένοι και οι χαμένοι, ή πού επετεύχθησαν οι αναγκαίοι συμβιβασμοί.
Στις εκλογές αυτές, η προσοχή στρέφεται κυρίως στη Γερουσία, καθόσον θεωρείται πέραν από βέβαιο ότι οι Ρεπουμπλικάνοι (Ρ-ο Ελέφας) θα διατηρήσουν τον έλεγχο της Βουλής. Οι Δημοκρατικοί (Δ-ο Όνος) κινδυνεύουν να απολέσουν την πλειοψηφία τους στη Γερουσία, καθόσον 20 εκ των 33 εδρών προς επανεκλογή ανήκουν σε Δημοκρατικούς. Σύμφωνα με τα μαθηματικά μοντέλα πρόβλεψης των αποτελεσμάτων του πιο επιτυχημένου εκλογικού στατιστικολόγου, του Nate Silver, οι Ρ έχουν 70/% περίπου πιθανότητες να κερδίσουν την πλειοψηφία στη Γερουσία. Σε μια τέτοια περίπτωση και τα δύο νομοθετικά Σώματα θα ελέγχονται από τους Ρ.
Το προεδρικό ομόσπονδο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ παρουσιάζει μια σημαντική και καθοριστικής σημασίας ιδιορρυθμία σε σχέση με τα άλλα. Η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει και στα δύο Σώματα, δηλαδή και στη Βουλή και στη Γερουσία, τα οποία μπορούν να εισάγουν, να συζητούν και να ψηφίζουν νομοσχέδια με το ίδιο ακριβώς αντικείμενο ή θέμα. Ακολουθούν διαπραγματεύσεις μεταξύ των Σωμάτων για το κείμενο του τελικού νομοσχεδίου, που αν συμφωνηθεί, κατατίθεται προς ψήφιση και στα δύο Σώματα και πρέπει φυσικά να συγκεντρώσει την απαραίτητη πλειοψηφία. Χωρίς να υπεισέλθει κανείς εδώ σε βαθύτερες αναλύσεις είναι φανερό ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας σχεδιάστηκε για να ενθαρρύνει τη συζήτηση και τον συμβιβασμό, την πεμπτουσία άλλωστε της πολιτικής διαδικασίας, ενισχύοντας τη ροπή προς τη μετριοπάθεια και την ενδελεχή εξέταση των δεδομένων, ιδιαίτερα μάλιστα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η πλειοψηφία του ενός ή και των δύο Σωμάτων δεν ανήκει στο κόμμα του Προέδρου. Οι ισορροπίες, όμως, αυτές ισχύουν όταν και στα δύο κόμματα υπερισχύουν μετριοπαθείς κι όχι ακραίες φωνές. Η ισχύς των διαφόρων «κομμάτων του τσαγιού» στις γραμμές των Ρ κατέστησε το σύστημα άκρως προβληματικό και δυσλειτουργικό σε σημείο μάλιστα πλήρους ακινησίας και εμπλοκής σε καίρια θέματα, όπως στον προϋπολογισμό και την οροφή του κρατικού δανεισμού. Επί παραδείγματι, χωρίς την μετριοπαθή και μεγάλου κύρους Γερουσιαστή Ολυμπία Σνόου, ελληνικής καταγωγής που αποχώρησε από την πολιτική το 2012, θα ήταν αδύνατο για τον Ομπάμα να περάσει τις μεταρρυθμίσεις στον τομέα της Υγείας, ενώ σήμερα είναι αδύνατο να νομοθετήσει κάποια ουσιαστική αύξηση του κατώτερου μισθού που αφορά σε εκατομμύρια εργαζομένων, λόγω ακριβώς της αντίδρασης και αρνητικής στάσης των Ρ.
Ο πρόεδρος Ομπάμα, στο μέσον της δεύτερης θητείας του, δεν είναι δημοφιλής και το γεγονός αυτό θα συμπαρασύρει προς την αποτυχία αρκετούς υποψήφιους των Δημοκρατικών. Δεν έχουν εδώ σημασία οι λόγοι που η επιδοκιμασία του έργου του συγκεντρώνει χαμηλά ποσοστά, ούτε αν μετέπειτα οι ιστορικοί θα δικαιώσουν τις επιλογές του. Η απώλεια της Γερουσίας θα καταστήσει τη διακυβέρνηση της χώρας ακόμη πιο δύσκολη και θα έχει σοβαρές επιπτώσεις και στην εξωτερική πολιτική, πράγμα που ενδιαφέρει άμεσα την ταραγμένη περιοχή μας. Η προεδρία κρίσιμων Επιτροπών θα περάσει στα χέρια των Ρ. Δεν είναι βέβαιο ότι μια ενδεχόμενη διπλωματική συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν θα τύχει της έγκρισης του Κογκρέσου, πράγμα που μπορεί να απαιτήσει το Ιράν – το αντίθετο μάλιστα. Μπορεί κανείς επίσης να εικάσει ότι οι ήδη τεταμένες σχέσεις με το Ισραήλ και οι αποκλίσεις στόχων στην περιοχή μεταξύ των δύο κρατών θα υποστούν νέα δοκιμασία καθόσον η επιρροή λιγότερο μετριοπαθών φωνών θα ενισχυθεί με την εικαζόμενη στήριξη του φιλο-ισραηλινού λόμπυ, της πανίσχυρης συντηρητικής AIPAC (American Israel Public Affairs Committee), σθεναρό στήριγμα του Π/Θ Νετανιάχου και του κράτους του Ισραήλ. Για τον Bibi, το κύριο πρόβλημα είναι το Ιράν, όχι οι τζιχαντιστές, η Συρία ή το Ιράκ.
Ούτε είναι βέβαιο πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις της υπερδύναμης με την Τουρκία υπό την επίδραση ακόμη πιο φιλο-ισραηλινών στάσεων. Οι δυσκολίες που θα συναντήσει ο πρόεδρος Ομπάμα στην άσκηση της εξωτερικής του πολιτικής θα είναι τεράστιες, καθόσον από την πρώτη του θητεία βάλλεται από τους ιέρακες των Ρ ως αναποφάσιστος, δειλός, οδηγών από το πίσω κάθισμα και άλλα συναφή που έρχονται σε χτυπητή αντίθεση με καίριες επιλογές του. Οι επιθέσεις εναντίον του θα συνεχιστούν με μεγαλύτερη ένταση.
Εν μέσω της φλεγόμενης περιοχής μας, των τουρκικών προκλήσεων και της περιορισμένης ισχύος μας, τα αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών στην Αμερική μας ενδιαφέρουν άμεσα, καθόσον θα προσδιορίσουν σε επίπεδο νομοθετικών σωμάτων τις δυνατότητές μας για τις συμμαχίες που μπορούμε να συνάψουμε και τη στήριξη που μπορεί να αναμένουμε σε θέματα που έχουν άμεση σχέση με τη δική μας θέση, την Κύπρο και τους γενικότερους συσχετισμούς ισχύος στην περιοχή.