Η πολιτική βία αποτελεί ενδημικό φαινόμενο στην ελληνική κοινωνία. Γίνεται συνήθως ανεκτή ενώ πολλές φορές επιδοκιμάζεται απροκάλυπτα από σημαντικά της στρώματα. Στην περίοδο δε της κρίσης ο πολιτικός εξτρεμισμός, με τη μορφή της εγκληματικής οργάνωσης της νεοναζιστικής «Χρυσής Αυγής», βρήκε σημαντική λαϊκή απήχηση και περίοπτη θέση στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Η συλλογή άρθρων και δοκιμίων του συγγραφέα Πέτρου Παπασαραντόπουλου, που καλύπτει την πρόσφατη ταραγμένη περίοδο, από τον Δεκέμβριο του 2008 μέχρι και τον Ιούλιο του 2014, διαπραγματεύεται ακριβώς το σύνθετο αυτό πρόβλημα που εξακολουθεί να ταλανίζει τη χώρα. (Εξτρεμισμός και Πολιτική Βία στην Ελλάδα – Το Big Bang της Χρυσής Αυγής, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2014).
Αφετηρία των συλλογισμών και της ανάλυσης του συγγραφέα αποτελούν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008, αυτά που αποδόθηκαν ως «εξέγερση των νέων» και που πυροδοτήθηκαν από τη δολοφονία του νεαρού Γρηγορόπουλου από αστυνομικό στο «κράτος των Εξαρχείων». Τα παρατεταμένα αυτά γεγονότα, τα οποία πολλοί ευφάνταστοι βάπτισαν νέα «δεκεμβριανά» ωσάν να επέκειτο νέος εμφύλιος πόλεμος με γέρας την πόλη των Αθηνών, κατέληξαν σε βίαιες, σκόπιμες καταστροφές της πόλης και πλιάτσικο, καταργώντας κάθε έννοια έννομης τάξης και προκαλώντας παγκόσμια δημοσιότητα. Ήταν φυσιολογικό δε να προσελκύσουν το ενδιαφέρον αρκετών αναλυτών, κυρίως της γνωστής εκείνης αριστεράς που δεν φείδεται κόπου, μελάνης και κυβερνοχώρου για να ξεδιπλώνει εκάστοτε τις πολιτικές φαντασιώσεις της υπό το πρίσμα τετριμμένων θεωρητικών αναλύσεων της μαρξο-λενινιστικής και κάθε ομοειδούς παράδοσης τροτκιστικού ή μαοϊκού τύπου, για να εντοπίσει σε κάποιο σημείο της γης τη δάδα που θα οδηγήσει εκ νέου στο «φωτεινό μονοπάτι» της «παγκόσμιας επανάστασης». Έτσι, γράφτηκαν άπειρες ανοησίες.
Δεύτερος σταθμός στην περιήγηση του συγγραφέα είναι το κίνημα των λεγόμενων «αγανακτισμένων» στο χαλεπό εκείνο καλοκαίρι του 2011, τη «μήτρα» πολλών σημερινών πολιτικών τεράτων, γεγονότα που αναλύει με ιδιαίτερη προσοχή και διεισδυτικότητα.
Οι δύο αυτοί «σταθμοί», ως γεγονότα με πρωταγωνιστές ποικιλόχρωμες πολιτικές ομαδοποιήσεις στην «Άνω» και «Κάτω» Πλατεία ( Συντάγματος) στη βίαια σύγκρουσή τους με τις κρατικές δυνάμεις τήρησης του νόμου και της τάξης απέναντι στη σιδερόφρακτη Βουλή, αποτελούν και το εμπειρικό υλικό το οποίο ο συγγραφέας κατεργάζεται και εντάσσει στο πολύπτυχο ερμηνευτικό θεωρητικό του σχήμα. Εργαλείο το ιστορικό, διαχρονικό υπόβαθρο της πολιτικής βίας και η πολιτική κουλτούρα της χώρας, οι ρίζες του φαινομένου στη Μεταπολίτευση. Υπό το πρίσμα αυτό είναι ανελέητος στην κριτική του όχι μόνο απέναντι στη «Χ.Α.» (που ήρθε για να μείνει, όπως υποστηρίζει – άλλωστε εκατοντάδες χιλιάδων πολιτών την ψήφισαν στις πρόσφατες ευρωεκλογές εν πλήρη γνώσει της εγκληματικής της δράσης) αλλά και σε κάθε είδος θεωρητικής προσέγγισης και πολιτικής πρακτικής που προέρχεται εξ αριστερών σε μια απόπειρα είτε επιδοκιμασίας είτε δικαιολόγησης της βίας της δικής της πολιτικής «οικογένειας» ως «καλής». Ο «ανώτερος σκοπός», εφόσον αυτοανακηρύσσεται υπέρ του «λαού» αγιάζει τα μέσα.
Δεν πρόκειται μόνο για την πανσπερμία εκείνη των τρομοκρατικών πυρήνων και των διάφορων ομάδων της αντι-κοινοβουλευτικής άκρας αριστεράς, αναρχικής και άλλης, που κατά έναν περίεργο ευφημισμό αποκαλούνται «εξω-κοινοβουλευτικές» ωσάν να λατρεύουν τον κοινοβουλευτισμό και τη φιλελεύθερη δημοκρατία, απλώς είναι εκλογικά αδύναμες για να εισέλθουν στο ναό της Δημοκρατίας. Αρκετά ήταν όμως τα θύματά τους τα οποίο ολίγοι, δυστυχώς, ενθυμούνται. Ευθύνες, όμως, αποδίδονται και σε πολιτικές δυνάμεις, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, για την ενίοτε αμφιθυμία και αμφισημία τους απέναντι σε επεισόδια βίας ποικίλης μορφής που έχουν πηγή «δίκαιους μαζικούς αγώνες», στα πανεπιστήμια και σε άλλους κοινωνικούς χώρους, όπου οι καταλήψεις είναι πάντα «συμβολικές» – όπως άλλωστε και οι εν ψυχρώ δολοφονίες. («Τρομοκρατία είναι η εθνική ενότητα»!, διάβασα σε τοίχο του Β΄ Νεκροταφείου Αθηνών. Τέλια παράνοια).
Η συνάντηση της πολιτικής βίας με τον πανταχού παρόντα εθνολαϊκισμό δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα που δικαίως ο συγγραφέας θεωρεί θανάσιμη απειλή για το δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο ευλόγως υμνεί, διότι, παρά τις εμφανείς λειτουργικές του αδυναμίες, που κατά κόρον έχουν επισημανθεί στην περίοδο της κρίσης, δεν παύει να αποτελεί το καλύτερο και διαρκέστερο πολιτικό καθεστώς ελευθερίας, δημοκρατίας και ευημερίας που γνώρισε ποτέ η χώρα από την ανεξαρτησία της μέχρι σήμερα. Οι κατά περιόδους αιμοσταγείς νεκροθάφτες του, δεν κατάφεραν να επιβιώσουν επί μακρόν.
Πολιτικός εξτρεμισμός και πολιτική βία αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Μετέρχονται τα ίδια βίαια μέσα ως εργαλείο για την επίτευξη του στόχου τους που δεν είναι άλλος από την ανατροπή του πολιτεύματος και την εγκαθίδρυση ολοκληρωτικού καθεστώτος. Η απόχρωση δεν έχει καμιά απολύτως σημασία. Οι διαφορές τους ωχριούν μπροστά στις ομοιότητές τους.
Ο συγγραφέας, χωρίς να παραγνωρίζει τις ιδιαίτερες επιπτώσεις της κρίσης και την καταβύθιση της χώρας σε μια άνευ προηγουμένου οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική-πνευματική δίνη, κάθε άλλο μάλιστα, αναζητεί τον ερμηνευτικό μίτο στο επίπεδο των ιδεών και της πολιτικής κουλτούρας. Ερμηνευτικό του εργαλείο η έννοια της «ηγεμονίας» του Γκράμσι. Οι διαπιστώσεις του δεν προκαλούν έκπληξη. Ο «αντιμνημονιακός» λόγος έχει επιβάλλει την κυριαρχία του μ’ όλο τον ανορθολογισμό και την παράνοιά του, διότι βρήκε γόνιμο, καλλιεργημένο έδαφος και έτοιμο λανθάνων υπόβαθρο. Συνακόλουθα, με λύπη του διαπιστώνει τη διαχρονική αλλά και την τωρινή «κατανόηση» και ανοχή αν όχι ευθέως επιδοκιμαστική, σαδιστική θα πρόσθετα, στάση της κοινωνίας απέναντι στην πολιτική βία.
Ιδιαίτερη μεταχείριση επιφυλάσσει στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (πολλάκις μαζικής υστερίας) τα οποία και ευθέως επικρίνει για το ρόλο τους, διότι «υποδόρια ενθαρρύνουν και διαδίδουν τον λαϊκιστικό και εξτρεμιστικό λόγο». Οφθαλμοφανές.
Το βιβλίο αυτό έρχεται επίκαιρα να προστεθεί στις λίγες εκείνες μελέτες που καταπιάνονται με το θέμα της πολιτικής βίας (βλ. το πρόσφατο βιβλίο του Δημήτρη Ψυχογιού, Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία, 2013). Το διαπραγματεύεται στις σύνθετες διατάσεις του, με γνώση, αναλυτική διαύγεια και πολιτικό θάρρος. Υπογραμμίζει τις βαθύτερες και διαχρονικές ρίζες του φαινομένου κυρίως δε την επείγουσα ανάγκη καταπολέμησής του «ώστε να μαραθεί ο βιότοπος που το παράγει». Αγώνας, βέβαια, δύσκολος και στις παρούσες συνθήκες αναγκαστικά μακρόχρονος και δύσβατος, αλλά καθόλα επίκαιρος και επιτακτικός. Τα δημοκρατικά καθεστώτα δεν είναι αιώνια. Υπό ορισμένες συνθήκες – και η βία μεταξύ αυτών ασκεί καθοριστικό ρόλο – απονομιμοποιούνται, σήπονται και καταπέφτουν.
Τα συμπεράσματα των αναλύσεων στο βιβλίο διαπερνά μια διάχυτη απαισιοδοξία για τα μελλούμενα, που με βάση τα σημερινά δεδομένα, δεν είναι εύκολο να την απορρίψει κανείς. Διότι, την παρατηρούμε αιωρούμενη και σήμερα με τη συνεχιζόμενη άφρονα, συγκρουσιακή και εμφυλιοπολεμική ρητορεία των αντίπαλων, δίκην εχθρών αλλότριου κράτους και χώρας, πολιτικών δυνάμεων, την εμφιλοχωρούσα δια ταύτα πολιτική αστάθεια, την παντελή έλλειψη στοιχειώδους κουλτούρας πολιτικής συναίνεσης και συνεργασίας για τα βασικά, που διασφαλίζουν την πολιτική συνύπαρξη, παρά τις διαφορές, επιβεβαιώνουν δηλαδή τη δυνατότητα ομαλού πολιτικού βίου και οροθετημένης πολιτικής σύγκρουσης που δεν ανατρέπει και δεν ευτελίζει θεμελιώδεις θεσμούς και λειτουργίες.
Η κοινωνία στην πλειοψηφία της αρνείται πεισματικά, ως ανώριμο τέκνο της οργής, να επιδοθεί σε στοιχειώσεις διαδικασίες αυτοκριτικής, υπευθυνότητας, αυτογνωσίας και επαφής με την πραγματικότητα, την οποία προφανώς δεν αντέχει. Επιθυμεί, αντίθετα, να πορεύεται με ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις όχι με ορθολογικό σχέδιο και ρεαλιστικό όραμα για το παρόν και το μέλλον της. Επομένως, το βαρύ τίμημα που καταβάλλει σήμερα αποδίδει εν όλω σε δυνάμεις και παράγοντες πέραν του εαυτού της. Αναζητεί τα πρωτογενή αίτια των προβλημάτων της σε εξωγενείς πηγές και κατά συνέπεια αποφεύγει την ανάληψη ευθύνης για να τα επιλύσει. Είναι πολύ βολικό, φευ, απόλυτα αυτοκαταστροφικό για τις παρούσες και ερχόμενες γενιές το μέλλον των οποίων τα υπερκαταναλωτικά και νεόπλουτα στρώματα που ανέδειξε η Μεταπολίτευση φρόντισαν να αγνοήσουν και να υποθηκεύσουν.
Για να καταφύγω κι εγώ στον Γκράμσι εκτός από την «απαισιοδοξία του νου» υπάρχει και «η «αισιοδοξία της καρδιάς». Το ερώτημα είναι αν επαρκεί. Η απάντηση είναι: δυστυχώς όχι. Διότι, εάν επαρκούσε δεν θα είχαμε ανάγκη κριτικής στάσης και ορθολογικών αποφάσεων. Αλλά τελικά δεν θέλω να πιστέψω ότι οι ορθολογικές και δημιουργικές δυνάμεις της χώρας θα καταθέσουν τα όπλα αμαχητί απέναντι στο σκότος κι ότι ο πόλεμος των ιδεών υπέρ μιας σύγχρονης, δημοκρατικής, ελεύθερης και ευρωπαϊκής χώρας δικαίου κινδυνεύει να χαθεί οριστικά.
Info: Η παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα θα γίνει στις 18 Οκτωβρίου στο βιβλιοπωλείο Free Thinking Zone (Σκουφά 64 και Γριβαίων) στις 7μμ.