Επετειακές σκέψεις
Τις πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου του 1967, η στρατιωτική κλίκα υπό τον Γ. Παπαδόπουλο κατέλυσε το κοινοβουλευτικό καθεστώς με πραξικόπημα, επικαλούμενη τον ανύπαρκτο «κομμουνιστικό κίνδυνο». Ο «πολιτικός κόσμος» βρέθηκε σύσσωμος δέσμιος για να συζητεί τα «αίτια» και τις ευθύνες, ενώ χιλιάδες πολιτών συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν σε τόπους εξορίας. Η χώρα μπήκε στο «γύψο», σε ένα σκοτεινό τούνελ για μια επταετία από το οποίο εξήλθε μόνο εξ αιτίας της κυπριακής τραγωδίας.
Το στρατιωτικό πραξικόπημα ήταν αναμενόμενο. Απλώς δεν πραγματοποιήθηκε από την επίσημη στρατιωτική ηγεσία, η οποία περίμενε το «πράσινο φως» από τον βασιλέα Κωνσταντίνο για να ενεργήσει.
Τα επετειακά σημειώματα έχουν συνήθως «διδακτικό» και «παραδειγματικό» χαρακτήρα. Προσπαθούν να αντλήσουν «ιστορικές αναλογίες» που όμως έχουν τα όριά τους, σε ορισμένες δε περιπτώσεις γίνονται και επικίνδυνες.
Δεν μπορεί να γίνει κανένας παραλληλισμός με την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε πριν την 21η Απριλίου του 1967, αν μη τι άλλο διότι οι θεσμικές ισορροπίες του πολιτεύματος είναι σήμερα εντελώς διαφορετικές, όπως η υφή και διάταξη των πολιτικών δυνάμεων, τα κέντρα εξουσίας. Όσο για τον «ξένο παράγοντα», καθοριστικής σημασίας για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ως στοιχείου ενσωματωμένου στον εσωτερικό θεσμικό συσχετισμό δυνάμεων, ελάχιστοι, νομίζω, θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι σήμερα υπάρχουν ξένες δυνάμεις που θα επιθυμούσαν ή θα ευνοούσαν ή θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας προς την κατεύθυνση «εκτροπών».
Το μόνο «κοινό γνώρισμα» μεταξύ των δυο περιόδων είναι η θεσμική-πολιτική κρίση που στην προκειμένη περίπτωση τροφοδοτείται εκρηκτικά από την οικονομική, κρίση που πάντα αποτελεί τη μήτρα διαφόρων εκβάσεων του πολιτικού ανταγωνισμού και των πολιτικών συγκρούσεων.
Η επιβίωση των δημοκρατικών κοινοβουλευτικών καθεστώτων εξαρτάται κυρίως από τη νομιμοποίηση των θεσμών τους και την ικανότητα των κυβερνήσεων να ανταποκρίνονται στις πολιτικές ανάγκες και επιθυμίες των πολιτών, υπό ομαλές συνθήκες. Δεν είναι άγνωστες περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πολιτικές ελευθερίες εξαργυρώνονται αντί πινακίου φακής, για λόγους επιβίωσης, με μαζικές μετατοπίσεις από το ένα στο άλλο πολιτικό άκρο. Σε τελευταία ανάλυση, σημασία έχει πόσοι είναι διατεθειμένοι να υπερασπίσουν έστω και ατελή δημοκρατικά πολιτεύματα, ποια είναι στην ουσία τα πολιτικά και ιδεολογικά αναχώματα απέναντι σε πιθανές εκτροπές, ποια συμφέροντα ελλοχεύουν πίσω από κάθε ανώμαλη «λύση».
Αν κάτι πρέπει σήμερα να «διδαχθούμε» από την αποφράδα εκείνη ημέρα της 21ης Απριλίου, που ανέκοψε βίαια την ελληνική «άνοιξη» της δεκαετίας του ΄60 και οδήγησε τη χώρα σε πραγματική τραγωδία, είναι ακριβώς ο σεβασμός των κανόνων, η πραγματική προσήλωση στις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας και η συνεπαγόμενη πολιτική συμπεριφορά, ήτοι στοιχειώδης αποδοχή των θεσμών του πολιτικού ανταγωνισμού, μετριοπάθεια, αποφυγή πόλωσης, μίνιμουμ συναίνεσης, πολιτική συνεργασία έναντι μεγαλύτερων και ορατών κινδύνων. Έτσι η πολιτεία μπορεί να αποκτήσει ξανά την αξιοπιστία και νομιμότητά της που έχει απολέσει σε σημαντικό βαθμό, να ορθοποδήσει και να μακροημερεύσει. Είναι ευθύνη όλων και προς το συμφέρον όλων των δημοκρατικών δυνάμεων. Πέραν των εμφανών και δεδηλωμένων εχθρών της φιλελεύθερης «αστικής δημοκρατίας» και στα δυο άκρα, κοινοβουλευτικά ή όχι, του πολιτικού φάσματος, οι δυνάμεις που φιλοδοξούν να προσφέρουν κάποια «εναλλακτική λύση», που επί του παρόντος μόνο στη σφαίρα της άγριας φαντασίας και των ψευδαισθήσεων αν όχι του πολιτικού τυχοδιωκτισμού ανήκει, θα πρέπει πρωτίστως να αποδεχθούν τους κανόνες και τις αξίες αυτές και να μετριάσουν τον συγκρουσιακό τους ζήλο, αντί να ρίχνουν λάδι στη φωτιά που θα κάψει κι αυτούς, αργά ή γρήγορα.
Οι κίνδυνοι για το πολιτικό μας καθεστώς που παράγονται και αναπαράγονται τόσο από την ίδια την οικονομική κρίση όσο και από την οργανωμένη και αυτόνομη πλέον έκφραση του νεο-φασισμού καθώς και από τον άφραγο και ανεύθυνο δεξιό και αριστερό λαϊκισμό, που φέρει σε θανάσιμη αντιπαράθεση ένα μυθικό «αθώο λαό» με τις δήθεν «διεφθαρμένες ελίτ» συλλήβδην, μπορούν να μετριαστούν και να αποφευχθούν τελικά μόνο με τη συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, πράγμα που θα έχει θετικό αντίκτυπο και στο κοινωνικό σώμα. Η συντήρηση της πολιτικής έντασης και της «χαμηλής», επί του παρόντος, «βίαιης σύγκρουσης», η θωπεία και λατρεία της ενδημικής πλέον βίας με διάφορες δικαιολογίες και ερμηνείες, που θα ήταν αστείες αν δεν ήταν πρωτίστως άκρως επικίνδυνες, μπορεί να εξυπηρετεί πολλούς, εκτός από την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη.
Δε χρειάζεται να συζητούμε τα αίτια της παρακμής και πτώσης της δημοκρατίας εκ των υστέρων, αν τώρα δεν φροντίσουμε από κοινού να υπερασπίσουμε στην πράξη και την πολιτική μας συμπεριφορά τις βασικές της αξίες.