Η πολυπόθητη πρόσκληση από τον Λευκό Οίκο απεστάλη πριν από λίγο καιρό, μετά από μεγάλη σχετικά καθυστέρηση, ο Πρωθυπουργός βρίσκεται ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες και θα συναντηθεί με τον Πρόεδρο Ομπάμα. Ευτυχώς, καθ’ όλες τις ενδείξεις, δε θα πρόκειται απλώς για ένα photo opportunity, που κι αυτό καλό θα ήταν εφόσον η ανίσχυρη χώρα μας έχει ανάγκη και από τέτοια, έστω συμβολικά γεγονότα. Άλλωστε, το επικοινωνιακό μέρος, αν οι συναντήσεις του αμερικανού Προέδρου καλύπτονται από φωτογράφους, κάμερες με ήχο ή όχι, δηλώσεις ενώπιων δημοσιογράφων ή τηλεοπτικών συνεργείων ή κοινές δηλώσεις και συνεντεύξεις τύπου μετά την κατ’ ιδίαν συνάντηση, ήτοι ο συνολικός χαρακτήρας των συναντήσεων του Προέδρου καθορίζεται απόλυτα από την αμερικανική πλευρά. Το πλήρες «πακέτο» διαφυλάσσεται μόνο για πολύ σημαντικές συναντήσεις.
Θα ήταν, όμως, άστοχο και εντελώς αποπροσανατολιστικό εάν έμενε κανείς στην επικοινωνιακή πτυχή της συνάντησης και την εσωτερική πολιτική κατανάλωση της επίσκεψης. Το γεγονός ότι προηγήθηκε η επίσκεψη του Υπουργού Άμυνας κ. Αβραμόπουλου με τον αμερικανό ομόλογό του Χέιγκελ, το ότι ο κ. Σαμαράς θα έχει συνάντηση και με τον αμερικανό ΥΠΕΞ Κέρυ, η επίσκεψη Σαμαρά και Βενιζέλου στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο και η συνάντηση του κ. Βενιζέλου με τον κ. Κέρυ καθώς και η επίσκεψη στην Αθήνα του αμερικανού Αρχηγού του Μικτού Επιτελείου στρατηγού Ντέμπσι που θα προηγηθεί, δείχνουν ότι η πυκνότητα αυτή των επαφών ούτε τυχαία ούτε ασήμαντη είναι.
Δεν χρειάζεται κανείς να επαναλάβει την ατζέντα των συνομιλιών που θα καλύψουν και το οικονομικό πρόβλημα της χώρας και τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, το ενεργειακό και το γεωπολιτικό. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι κανείς αρκετά συγκρατημένος ως προς τα απτά αποτελέσματα της επίσκεψης, αν μη τι άλλο διότι, παρά το γεγονός της αδιαμφισβήτητης γεωπολιτικής και στρατηγικής σημασίας της χώρας μας, η κυβέρνηση, λόγω της οικονομικής κατάστασης, της κρατικής οργάνωσης, της εύθραυστης πολιτικής σταθερότητας, του σημερινού πολιτικού κλίματος και των έμμονων κυρίαρχων ιδεοληψιών της κοινής γνώμης ενδέχεται να μην είναι σε θέση να αναλάβει δεσμεύσεις που συνεπάγονται υψηλούς εσωτερικούς πολιτικούς κινδύνους.
Ορισμένοι σχολιαστές, ανακάλυψαν όψιμα την υπερατλαντική υπερδύναμη ως επιθυμητό αντίβαρο απέναντι στη γερμανική «ηγεμονία», παραγνωρίζοντας ότι με την Αμερική είμαστε σταθεροί φίλοι και σύμμαχοι. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι ο διάχυτος αντι-γερμανισμός συντέλεσε στην υποχώρηση του παραδοσιακού ελληνικού αντι-αμερικανισμού πράγμα που προφανώς (!) πρέπει να εκμεταλλευθεί η ελληνική κυβέρνηση.
Φυσικά, ο αντι-αμερικανισμός στην Ελλάδα ζει και βασιλεύει. Πρόσφατη έρευνα του Κέντρου Pew Research δείχνει ότι μόλις το 39% των Ελλήνων έχουν θετική γνώμη για την Αμερική, στοιχεία που κατατάσσουν την Ελλάδα στην 34η θέση μεταξύ των 39 χωρών της έρευνας, λίγο πιο πάνω από την αγρίως αντι-αμερικανική Τουρκία. Στην αντίστοιχη έρευνα του 2012 το ποσοστό ήταν χαμηλότερο, στο 35% (στην 17η θέση μεταξύ 21 χωρών). Λίγο πιο βελτιωμένη με 49% (31η θέση) εμφανίζεται η θετική άποψη για τους Αμερικανούς. Η θετική γνώμη για την εξωτερική πολιτική του Ομπάμα συγκεντρώνει το 37%, η εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του μόλις το 35%, ενώ μόλις το 30% θεωρεί εταίρο την Αμερική, έναντι 36% που συγκεντρώνει η Κίνα. Υπάρχουν, βέβαια, ιστορικοί λόγοι που ερμηνεύουν τα αισθήματα αυτά, από την αμερικανική επέμβαση στον εμφύλιο πόλεμο, που στέρησε τη δυνατότητα στην κομμουνιστική αριστερά να προσδέσει μια ακόμη «Λαϊκή Δημοκρατία» στη σοβιετική αυτοκρατορία, έως τη στήριξη προς το δικτατορικό καθεστώς που συνάντησε την έμπρακτη αποδοκιμασία ευρύτερων πολιτικών δυνάμεων, για να μην αναφερθεί κανείς στο ελληνικό παραλήρημα, λόγω των νατοϊκών βομβαρδισμών στη Σερβία του «φίλου» μας Μιλόσεβιτς. Ούτε η έκφραση συγνώμης του Προέδρου Κλίντον κατά την επίσημη επίσκεψή του στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1999 συντέλεσε στον κλονισμό εδραιωμένων αντιλήψεων. Τον υποδεχτήκαμε δεόντως με οδοφράγματα και φωτιές, ενώ στη γειτονική Βουλγαρία μίλησε σε συγκέντρωση 200.000 ατόμων.
Στη σημερινή Ελλάδα του άκρατου εθνικο-λαϊκισμού, της δημαγωγίας, της πολιτικής αρλούμπας, του παροξυσμού της συνομωσιολογίας και του πανταχόθεν ψεκασμού της κοινής γνώμης με διάφορες απίθανες θεωρίες και απόψεις, τη στιγμή που στο «αντι-ιμπεριαλιστικό» μέτωπο έχει προσχωρήσει και το νέο-ναζιστικό μόρφωμα, κατάσταση που κάθε άλλο παρά δημιουργεί ένα πλαίσιο για μια ψύχραιμη και ουσιώδη συζήτηση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, η κυβέρνηση και οι λογικές πολιτικές δυνάμεις πρέπει να δράσουν σύμφωνα με το εθνικό συμφέρον αξιοποιώντας όλες τις δυνατότητες που αντικειμενικά προσφέρονται για την ενδυνάμωση της χώρας στο διεθνές επίπεδο, τη βελτίωση της θέσης και της εικόνας της.
Η επίσκεψη του κ. Σαμαρά στην Αμερική προσφέρει μια μεγάλη ευκαιρία για ρεαλιστικές αλλά θαρραλέες προσεγγίσεις στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται στη γειτονιά μας με αιχμή το ενεργειακό και την αστάθεια στη Μέση Ανατολή. Πρέπει να είμαστε σαφείς και συνεπείς σχετικά με τα όσα είμαστε διατεθειμένοι να προσφέρουμε και ρεαλιστές ως προς τις προσδοκίες μας μέσα σε ένα ρευστό περιβάλλον. Κυρίως δε συνεπείς ως προς την προσπάθειά μας να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις για την έξοδο από την κρίση. Η έκβαση της προσπάθειας αυτής δεν θα κρίνει μόνο τη διεθνή μας αξιοπιστία αλλά και την ικανότητα και αποφασιστικότητά μας να λύσουμε τα προβλήματά μας οικοδομώντας ένα αξιόπιστο, φερέγγυο και αποτελεσματικό κράτος που με διάφορες προφάσεις συνεχώς αναβάλλουμε διαφυλάττοντας τα «κεκτημένα» ενός φαύλου και σαθρού συστήματος.
Πρόκειται για τη δεύτερη επίσημη επίσκεψη Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον την τελευταία τριετία. Η προηγούμενη ήταν του Γιώργου Παπανδρέου τον Μάρτιο του 2010 λίγο πριν από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου και εν μέσω καταιγισμού αρνητικής δημοσιότητας για τη χώρα και την ιλαροτραγική οικονομική της κατάσταση, συνέπεσε δε με την παρουσία του Ομπάμα στον παραδοσιακό ετήσιο εορτασμό της 25ης Μαρτίου στο Λευκό Οίκο. Πολλά φλας, πολλές κάμερες, πολλές παρουσίες σε σημαντικά media, ομιλία στο κατάμεστο Brookings, πολλές επαφές με Ελληνο-Αμερικανούς δυνητικούς επενδυτές και τα συναφή. Η συνέχεια γνωστή…..
Η αμερικανο-ελληνική κοινότητα, η μεγαλύτερη και σημαντικότερη της Διασποράς, εξακολουθεί μεν να διαδραματίζει κάποιο ρόλο, όμως, η οικονομική και οργανωτική ισχνότητα και ο κερματισμός του λεγόμενου ελληνικού «λόμπυ» δύσκολα την καθιστά υπολογίσιμο παράγοντα χωρίς σταθερές συμμαχίες, κυρίως με το ισχυρότατο φιλο-ισραηλινό λόμπυ. Οι επιτυχημένοι στον οικονομικό και πολιτικό χώρο αλλά και σε άλλους κοινωνικούς χώρους Αμερικανοί ελληνικής καταγωγής, που κάθε άλλο παρά αμελητέα ποσότητα είναι, δύσκολα κατανοούν γιατί η όμορφη χώρα των προγόνων τους, για την οποία αισθάνονται περήφανοι, έχει περιπέσει σε τέτοια άθλια κατάσταση. Η δε Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία συγκεντρώνει το ποίμνιο και τον οβολό τους δύσκολα μπορεί να συνεχίσει το ρόλο της ως εκπρόσωπος συμφερόντων που υπερβαίνουν την καθ’ εαυτόν αποστολή της.
Ο κ. Σαμαράς έχει την ευκαιρία να ενισχύσει και να αναδιατάξει στο μέτρο του δυνατού όχι μόνο τις διμερείς σχέσεις της χώρας μας με την Αμερική αλλά και να προσαρμόσει την ελληνική εξωτερική πολιτική προς τις κατευθύνσεις εκείνες που εναρμονίζουν τα ελληνικά συμφέροντα με το πλέγμα συμφερόντων που υπερισχύουν στην περιοχή και διασφαλίζουν την ασφάλεια και την ισχυροποίηση της χώρας. Όποτε η Ελλάδα μπορούσε να αναλύσει σωστά, χωρίς ιδεολογικές ή άλλες παρωπίδες, τα κινούμενα και μετακινούμενα αυτά συμφέροντα και να τοποθετείται δεόντως και ενεργώς, κέρδισε πάρα πολλά. Το ίδιο καλείται να πράξει και σήμερα διατηρώντας πάντα την εγρήγορση και κάποια περιθώρια αυτονομίας, διότι μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να βελτιώσει τα όποια περιθώρια ελιγμών και αυτόνομης δράσης της έχουν απομείνει. Ο άλλος δρόμος, της σύγκρουσης και της εναλλαγής «εχθρών» που μονίμως επιβουλεύονται το περιούσιο αυτό έθνος, μόνο όσους επενδύουν στην αποτυχία και την καταστροφή μπορεί να ωφελήσει, οδηγώντας τη χώρα σε νέα τύφλωση και τραγωδία.
Θα κρίνουμε, λοιπόν, εκ των αποτελεσμάτων της επίσκεψης που εύχεται κανείς να είναι απτά και δραστικά βοηθώντας τη χώρα στις δύσκολες στιγμές της. Γι αυτό, είναι απολύτως αναγκαίο, να δημιουργηθεί εκ νέου μια νέα συναίνεση για τους προσανατολισμούς και τις κινήσεις της ελληνικής εξωτερικούς πολιτικής. Τα υπόλοιπα, συμπεριλαμβανομένων και των ανταγωνισμών ψευδο-πατριωτισμού και ρητορικών εξάρσεων «αντιστασιακής» υφής βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα της χώρας και υπονομεύουν τη διεθνή της ανάταξη. Διότι, το αν συμμετάσχουμε με κάποιο θετικό, ενεργό και εποικοδομητικό τρόπο στις διάφορες διεθνείς διεργασίες που αφορούν απολύτως το μέλλον μας εξαρτάται από εμάς και μόνο. Τα υπόλοιπα ανήκουν μάλλον στη σφαίρα της παραμυθίας και έλκουν όσους αρέσκονται να πιστεύουν στα παραμύθια. Δυστυχώς για τη χώρα δεν είναι λίγοι.