Η πολύπλευρη κρίση στη δίνη της οποίας βρίσκεται ακόμη η χώρα, έφερε στο προσκήνιο της δημόσιας προσοχής το θέμα του κράτους και της συγκρότησής του, με την αφόρητη γραφειοκρατία, κομματοκρατία και διαφθορά, την έλλειψη αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας, την απαξίωσή από τους ίδιους του λειτουργούς της, την παντελή απουσία δεσμών εμπιστοσύνης με τους πολίτες και τα συναφή. Δεν πρόκειται μόνο για το γεγονός ότι η κρίση χρέους είχε ως φορέα το Δημόσιο αλλά για τις πολύπλοκες και πολυδαίδαλες διασυνδέσεις των κομμάτων με ένα σύνολο δημόσιων φορέων και δομών που εγκαθιστούν ένα αλληλο-τροφοδοτούμενο πλέγμα συμφερόντων το οποίο ανθίσταται με τέτοια σφοδρότητα και επιτυχία απέναντι σε κάθε μεταρρύθμισή του και φυσικά σε κάθε λογική συστημικού και συστηματικού εξορθολογισμού του ώστε η αναπαραγωγή και αυτοπαραγωγή του να συνεχίζεται απρόσκοπτα.
Το νέο βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου με το δηλωτικό τίτλο «Το Γραφειοκρατικό Σκότος: Ο Χρόνος του Νόμου» (Εκδ. Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ, Αθήνα, Ιούνιος 2013) δεν έρχεται απλώς να προστεθεί στις σημαντικές μελέτες πανεπιστημιακών για τη δημόσια διοίκηση – ορθώς δεν επαναλαμβάνει τα πορίσματά τους περί διάγνωσης και θεραπείας- αλλά επιδιώκει να διερευνήσει μια άλλη διάσταση, που αφορά στη διάκριση των γραφειοκρατικών κανόνων σε ηθικούς και διαδικαστικούς-ρυθμιστικούς, με κρίσιμη διαφορά τους αυτή του χρόνου. Άλλος ο χρόνος των πρώτων, άλλος των δεύτερων. Η διάκριση έχει κρίσιμη σημασία. Διότι, οι μεν πρώτοι βασίζονται σ’ έναν αργό, στάσιμο, κυκλικό σχεδόν χρόνο, οι δε δεύτεροι σ’ ένα ταχύρρυθμο χρόνο που υποτάσσεται στις ανάγκες της λειτουργικής αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, ο εργαλειακός χρόνος δεν μπορεί από μόνος του να κινητοποιήσει συνειδήσεις εάν δεν έχει ως αρωγό το χρόνο των ηθικών νόμων, προωθητικών συγχρόνων δημοσίων αξιών, υποστηρίζει η Τσιβάκου. Ηθικοί νόμοι, όμως, που παραμένουν ισχυροί μόνο όταν δεν έχουν απαξιωθεί από φαύλες πολιτικές πρακτικές. Τελικά, οι δημόσιες οργανώσεις, ως θεσμοί, φαίνεται να υπακούουν στα πολιτισμικά πρότυπα του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι οι αναλύσεις της σχετικά με το ιστορικό υπόβαθρο της ελληνικής κρατικής καχεξίας και της εμπέδωσης στην ελληνική συνείδηση μιας προνεωτερικής κουλτούρας, τα χαρακτηριστικά της οποίας αποτέλεσαν ανάχωμα απέναντι σε κάθε μεταρρυθμιστική νεωτερική προσπάθεια, ήτοι εισαγωγής και αποδοχής του ταχύρρυθμου εργαλειακού χρόνου, ιδιαίτερα στην ψηφιακή εποχή μας, καθώς και αξιακών προτύπων. Αλλά και το δεύτερο μέρος του βιβλίου, στο οποίο διατυπώνονται συνεκτικοί θεωρητικοί στοχασμοί πάνω στο νόμο και το χρόνο της δημόσιας διοίκησης παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι, μεταξύ άλλων, συζητούνται οι διάφορες νέες θεωρίες και δοκιμασμένες πρακτικές του Δημόσιου Μάναζμεντ σε προηγμένα κράτη και αξιολογούνται τα αποτελέσματά τους.
Για πρώτη ίσως φορά μια μελέτη έχει ως ιδιαίτερο στόχο να ενισχύσει καθοριστικά την αυτογνωσία των δημόσιων υπαλλήλων ώστε να συμβάλουν οι ίδιοι στη διαμόρφωση των δημοσίων αξιών, που πάντα βρίσκονται, βέβαια, υπό συνεχή, διαπραγμάτευση, συνήθως συγκρουσιακής μορφής. Θα πρόκειται για μια μακρόχρονη διαδικασία στρατηγικής «μάθησης» (Μανθάνουσα Οργάνωση) συσχετιζόμενης με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, άνευ της οποίας είναι αδύνατη οιαδήποτε αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης. Εγκύπτει, δηλαδή, η ανάλυσή της στο πρόβλημα του υποκειμενικού φορέα και της διαμόρφωσης συνείδησης πέραν των άλλων θεσμικών διευθετήσεων. Ευλόγως, διότι, όπως η ίδια αναφέρει, «η κρατική γραφειοκρατία αποτελεί η ίδια πεδίο παγιωμένης κουλτούρας η αλλαγή της οποίας είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί» και εν πάση περιπτώσει δεν μεταβάλλεται με διοικητικά μέτρα και παροτρύνσεις. Οι εμπεδωμένες πολιτισμικές συναρθρώσεις προβάλλουν σθεναρή αντίσταση απέναντι σε προσπάθειες εκσυγχρονισμού.
Η Αριστερή ιδεοληψία θέλει το κράτος όργανο της αστικής τάξης, οπότε, όταν καταλάβει της εξουσία εύκολα μπορεί να το μετατρέψει σε δικό της, ενώ μια άλλη και πιο εκλεπτυσμένη μορφή μαρξιστικής ανάλυσης το θεωρεί ως «πεδίο ταξικών συγκρούσεων». Από την πλευρά τους, τα οργανωμένα συνδικαλιστικά συμφέροντα εντός του δημόσιου τομέα θεωρούν την εργασία στο Δημόσιο όχι ως λειτούργημα αλλά ως μορφή κρατικής εκμετάλλευσης και ηθικής υποδούλωσης. Η δε «λαϊκή» αντίληψη περί δημοσίων υπαλλήλων είναι γνωστή και διαχρονική ου μην αλλά η εργασία στο δημόσιο ακόμη τα μάλα και δια παντός μέσου επιζητούμενη όχι τόσο ένεκα του κύρους της κοινωνικής θέσης, που έχει παντελώς εκλείψει αν όχι απαξιωθεί, όσο της εργασιακής ασφάλειας.
Το τίμημα που καταβάλλεται σήμερα για τις διαχρονικές παθογένειες και δυσλειτουργίες του ελληνικού κράτους και της δημόσιας διοίκησης, καθώς και της αμφιρρέπειας των πολιτών απέναντι στο νόμο, είναι βαρύτατο. Βέβαια, δεν έλειψαν οι προσπάθειες κάποιου εκσυγχρονισμού. Ωστόσο, μελέτες επί μελετών επαναπαύονται σε διάφορα συρτάρια, ενώ οι συχνές πολιτικές επαγγελίες περί «αναμόρφωσης», «επανίδρυσης», άλλες βαρύγδουπες διοικητικές «μεταρρυθμίσεις» και τα συναφή, ευκόλως λησμονήθηκαν και υποτάχτηκαν στις πολιτικές σκοπιμότητες της στιγμής και των εκλογικών κύκλων.
Η κοινωνική ζήτηση για εκσυγχρονιστικές αλλαγές υπήρξε μηδαμινή, ενώ, ακόμη και σήμερα, εν μέσω της κρίσης και των βαρύτατων συνεπειών της για τον ιδιωτικό τομέα και τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, η πίεση για μεταρρυθμίσεις προέρχεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από το εξωτερικό, από τους δανειστές μας και τις απαιτήσεις του «τρισκατάρατου» Μνημονίου που κατά 40% αφορούν στις μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, αδύνατο κρίκο και τροχοπέδη για μια επιτυχή έξοδο της χώρας από την παρούσα δεινή της θέση. Ποιά αστραπή χρειάζεται άραγε για να διαπεράσει και να διαλύσει το γραφειοκρατικό σκότος;
Ωστόσο, μέσα στο επικρατούν έρεβος, εξακολουθούν να υπάρχουν συνειδητές δυνάμεις δημοσίων υπαλλήλων ως «φάροι», έχοντας καταφέρει να δημιουργήσουν αξιόλογους θύλακες και εστίες γνώσης και αριστείας. Χάρις σε αυτές, άγνωστες στους πολλούς, η ελληνική δημόσια διοίκηση μπορεί ακόμη να λειτουργεί. Ίσως να εξελιχθεί σε μια ελπιδοφόρα κρίσιμη μάζα, απαραίτητη για κάθε ουσιαστική αλλαγή. Προς το παρόν, όμως, στην ελληνική δημόσια διοίκηση ενός αποτυχημένου κράτους, βυθισμένη καθώς είναι στην αναξιοκρατία, την κομματοκρατία και τον αργόσυρτο χρόνο επικρατεί κατά κανόνα ο νόμος του Gresham: το κακό νόμισμα διώχνει το καλό.