ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΕΛΕΦΑΝΤΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΪΚΙΣΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Αγγελος Ελεφάντης
«Στον αστερισμό του λαϊκισμού»
Εκδόσεις «Πολίτης», Αθήνα 1991, σελ. 360.
Μολονότι ζήσαμε αγκαλιά με το λαϊκισμό, επί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια βρισκόμαστε πολύ μακριά από μιαν ικανοποιητική επεξεργασία του φαινομένου». Σ’ αυτή τη φράση του προλόγου συνοψίζεται το κίνητρο του Αγγέλου Ελεφάντη για τη συγγραφή ενός τυπικά «εκτός χρόνου» βιβλίου, που φέρει τον τίτλο «Στον αστερισμό» του λαϊκισμού» (εκδ. «Πολίτης»). Εκτός χρόνου γιατί έχουν κοπάσει οι συζητήσεις για τη παύση των ελληνικών πολιτικών κομμάτων και την παθολογία του πολιτικού συστήματος· έχουν λησμονηθεί ή παραγνωριστεί, προς χάριν νέων ποσοτικών «προσεγγίσεων» και μετρήσεων, ουσιώδεις παράμετροι της θεωρητικής πολιτικής συζήτησης που αφορούν τις πολιτικές ιδεολογίες και τους φορείς τους· έχει ακόμα περισσότερο πτωχεύσει η ενδεγενής πολιτική σκέψη· κι έχει κυρίως γίνει αποδεκτό το φαινόμενο του λαϊκισμού ως αναγκαίο κακό -στην καλύτερη περίπτωση- ή ως συστατικό στοιχείο διασύνδεσης των πολιτικών ηγεσιών με τις «μάζες» -στη χειρότερη.
Ο Αγγελος Ελεφάντης ήταν αυτός που εγκαινίασε απ’ τις στήλες του περιοδικού «Ο Πολίτης» της συζήτηση για τη φύση του ΠΑΣΟΚ, όταν η ραγδαία άνοδός του στο πολιτικό στερέωμα μετά τη μεταπολίτευση, με άμεση την προοπτική εξουσίας, δημιούργησε εύλογο ενδιαφέρον. Και έθεσε το πρόβλημα μ’ έναν σαφή αντιθετικό και «πολιτικό» τρόπο: «λαϊκισμός ή σοσιαλισμός. Είναι χαρακτηριστικό της προβληματικής αυτής -από την οποία δεκαπέντε χρόνια μετά με το σημερινό του βιβλίο ουδόλως απομακρύνεται- το πρώτο άρθρο που έγραψε μαζί με τον Μάκη Καβουριάρη το φθινόπωρο του 1977, το οποίο έφερε τον τίτλο: «ΠΑΣΟΚ: λαϊκισμός ή σοσιαλισμός;».
Δεν έχει αλλάξει την προβληματική του στο θέμα ο Ελεφάντης. Στο βιβλίο του εξετάζει επισταμένως όλες τις απόψεις και αναλύσεις που έχουν διατυπωθεί επί του θέματος αλλά εξακολουθεί να επιμένει στις απόψεις του. Αυτό που προσθέτει είναι διάφορες αναδρομές στο χρόνο, από τον εμφύλιο ως τη μεταπολίτευση, για να επισημάνει διεργασίες στο κοινωνικό, οικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο και να κατανοήσει καλύτερα την ετοιμότητα εκτεταμένων μικροαστικών στρωμάτων να (υπο)δεχτούν τη νέα ιδεολογία. Διότι, κατά τον Ελεφάντη, ο λαϊκισμός εννοιολογείται και εννοείται ως πολιτική ιδεολογία, «ιδεολογία δραστική στον πολιτικό λόγο και στις πολιτικές συμπεριφορές», που φτιάχνεται και επιβάλλεται εκ των άνω, από τη χαρισματική ηγεσία. Δεν είναι, κατά συνέπεια, λαογενές φαινόμενο, λαϊκή παραγωγή, αλλά μπορεί να είναι, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, «λαϊκή κατανάλωση».
Παραφθορά και μετασχηματισμός της λαϊκής ριζοσπαστικότητας στην ελληνική περίπτωση και πολιτική συγκυρία το ρεύμα του λαϊκισμού, θεωρείται ότι αποτέλεσε και αποτελεί ακόμα τη «συνεκτική ιδεολογία» του ΠΑΣΟΚ. Εργαστήρι του λαϊκισμού είναι η νέα μικροατσική τάξη που αντιδιαστέλλεται με τα «λαϊκά στρώματα» και, εφόσον ο λαϊκισμός θεωρείται εξ ορισμού μη προοδευτικός, εξ ορισμού αποκλείονται και τα μικροαστικά στρώματα από κάθε «προοδευτισμό».
Πολιτική ιδεολογία εξουσίας ο λαϊκισμός κατά τον Ελεφάντη, αποτελεί το όχημα ανόδου του μικροαστισμού στην εξουσία «ως απάντηση σε μια κατάστασης κρίσης». Από τη στιγμή που γίνεται πρακτική ιδεολογία ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, αποκτά και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πολιτικής παιδείας και κουλτούρας, επηρεάζοντας παραστάσεις και συμπεριφορές. Εξ ού και ο «αυριανισμός» -που έχει αφεθεί στην ησυχία του- αποτελεί στην ουσία έκραση του ύφους και του ήθους «του κόσμου που βιώνει την πραγματικότητά του μέσα από την ιδεολογία του λαϊκισμού».
Είναι αλήθεια ότι ο Άγγελος Ελεφάντης αποδέχεται, και μάλιστα επισημαίνει, ότι οι πρώτοι διδάξαντες ορισμένα «λαϊκά» ιδεολογήματα είναι το ΚΚΕ, με τη βαριά του παράδοση και η Αριστερά εν γένει, με σοβαρές συνέπειες όχι μόνον στο πολιτικό αλλά και στο πολιτισμικό επίπεδο.
Ο Ελεφάντης οικτίρει μια, πράγματι, θλιβερή και κυνική «κοσμογονία» πάντα από τη σκοπιά μας «κομμουνιστικής καθαρότητας», που είναι αμφίβολο αν μπορεί να συμβαδίσει ή να επιβιώσει μέσα στις σύγχρονες συνθήκες, παρά μόνο ως απόηχος μιας ουδέποτε κατακτηθείσης ηθικής και ενός ουδέποτε υπάρξαντος πολιτικού λόγου. Απόηχος μάλλον ειδώλου και ιδεατού τύπου.
Δίνοντας απόλυτη έμφαση στον κοινωνικό φορέα του λαϊκισμού και την κοινωνική του βάση, ο Ελεφάντης θέτει μάλλον σε υποδεέστερη μοίρα τις οργανωτικές κομματικές του αποκρυσταλλώσεις. Και πιστεύω ότι επικεντρώνοντας την ανάλυσή του αποκλειστικά στο ΠΑΣΟΚ παραγνωρίζει τις δυνατότητες διάχυσης του φαινομένου και πρόσδεσής του μάλλον με άλλες πολιτικές δυνάμεις του πολιτικού φάσματος, καθώς και με άλλα κοινωνικά στρώματα πέραν των μικροαστικών.
Ο λαϊκισμός δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Έχει παρουσιαστεί ή αναβιώνει με διάφορες μορφές σε πολλές χώρες. Αν ο Ελεφάντης δεν παραγνώριζε, καθώς φαίνεται, μια πλουσιότατη ξένη βιβλιογραφία επί του θέματος αυτού, ίσως να απέφευγε ορισμένες απόλυτες θέσεις και αναλύσεις.
Αλλά από την άλλη μεριά, ουδείς μπορεί να τον ψέξει για τη συνέπεια και εμμονή που δείχνει να επιχειρηματολογεί από μια συγκροτημένη και συστηματικά εκτεθειμένη πολιτική θέση, όσο κι αν είναι φανερό, τουλάχιστον σε μένα, ότι μια τέτοια θέση είναι αδιέξοδη, αλυσιτελής, και ιστορικά ξεπερασμένη για τις σύγχρονες κοινωνίες.
Δεν παύει, παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο να είναι σημαντικό στο επίπεδο της διαπάλης των πολιτικών ιδεολογιών αλλά και της ανάλυσης των πολιτικών φαινομένων, γραμμένο μάλιστα με μάλλον σπάνια σαφήνεια και εννοιολογική ευκρίνεια.
Όπως συμβαίνει με πολλά πράγματα σε αυτόν τον τόπο, σημαντικές παρεμβάσεις στη δημόσια ζωή περνούν απαρατήρητες, σκοπίμως βέβαια, δια της μεθόδου της σιωπής και της σήψεως. Όσα κατ’ ιδίαν επαινούνται ή επικρίνονται, δεν βλέπουν το φως της δημοσιότητας λόγω του φόβου πολλών Ιουδαίων.
Επιμέλεια: Παντελής Μπουκάλας