ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗΣ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ «ΠΥΡΗΝΑ» ΤΟΥ «ΚΛΑΜΠ» ΣΑΝ «ΔΕΥΤΕΡΗ» ΧΩΡΑ
Σε μας εναπόκειται να τακτοποιήσουμε τα του οίκου μας, να εγκαταλείψουμε τον εθνοκεντρισμό μας, να συμμετέχουμε ενεργά, εποικοδομητικά και θετικά παντού, να κάνουμε τις αθρόες και αξιοκρατικές επιλογές, να στηρίξουμε με τους αναγκαίους υλικούς και ανθρώπινους πόρους τις προσπάθειες ενημέρωσης της διεθνούς κοινής γνώμης. Εάν ενδυναμώσουμε το εσωτερικό μας μέτωπο και ισχυροσποιήσουμε την οικονομία μας, τότε θα είμαστε λιγότερο ευάλωτοι στις συνέπειες δημοσιευμάτων τύπου New York Times.
Το άρθρο της Marlise Simons, που δημοσιεύθηκε στις 7 Απριλίου στην εφημερίδα New York Times και αναδημοσιεύθηκε στις 9 Απριλίου στην International Herald Tribune καθώς και σε άλλες εφημερίδες του αγγλόφωνου χώρου, δεν θα έπρεπε, υπό κανονικός συνθήκας, να προξενήσει τέτοιες εντυπώσεις και τέτοια αναστάτωση, μολονότι η εικόνα που παρουσιάζει για τη χώρα μας κάθε άλλο παρά ευχάριστη ή ρόδινη είναι και οι συνακόλουθες
ζημιές που προκαλεί κάθε άλλο παρά αμελητέες. Υπό κανονικός συνθήκας. Γιατί πράγματι το άρθρο είναι επιπόλαιο, δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική, δεν διεκδικεί κανένα εύσημο ισόρροπης παρουσίας απόψεων για ένα τόσο σοβαρό θέμα που παρουσιάζεται σε μια τόσο έγκυρη εφημερίδα και τελικά είναι τόσο μονόπλευρο ώστε να δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά για τις προθέσεις και τους στόχους του.
Αλλά οι συνθήκες δεν είναι καθόλου κανονικές. Η Ελλάδα βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική θέση και υποχρεώθηκε να επιδιώξει την «κοινοτική αλληλεγγύη», όπως και το 1985, για να ανασυγκροτήσει την οικονομία της αναλαμβάνοντας ορισμένες υποχρεώσεις στην εκπλήρωση του σταθεροποιητικού προγράμματος και βρισκόμενη υπό συνεχή και στενή παρακολούθηση. Και θα ήταν τελείως εξωπραγματικό να περιμένει κανείς ότι ορισμένοι τουλάχιστον κύκλοι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δεν θα εκμεταλλεύονταν την αδυναμία μας αυτή για να στριμώξουν ακόμα περισσότερο την ελληνική κυβέρνηση και να επιτύχουν την επιδιωκόμενη αναθέρμανση των σχέσεων με την Τουρκία, πράγμα που επιθυμεί σφοδρά και ο αμερικανικός παράγοντας ο οποίος δημοσίως τάσσεται υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Κ. Ας υπενθυμίσουμε απλώς τη σχετική αρθρογραφία πριν την έγκριση του κοινοτικού δανείου περί προθέσεων σύνδεσης της χορήγησής του με την άρση των ελληνικών αντιρρήσεων για το 4ο χρηματοδοτικό πρωτόκολλο.
Άλλες ενδείξεις που συνάγονται από διάφορα δημοσιεύματα στον αγγλόφωνο κυρίως Τύπο και προέλευση τις Βρυξέλλες (τα οποία, επί παραδείγματι αναφέρουν το πόσο απηυδησμένοι — exasperated- είναι οι κοινοτικοί επίσημοι με την Ελλάδα), δημιουργούν την εντύπωση ότι πρόκειται περί ενορχήστρωσης που κορυφώνει την πίεση επί της χώρας μας προς την κατεύθυνση που υποθέσαμε. Μόλις πρόσφατα (14.3.91) το έγχρωμο δσέλιδο φυλλάδιο FOREIGN REPORT -σταθερά φιλοτουρκικό την τελευταία δεκαετία- σε σχετικό του σημείωμα με τίτλο THOSE INFURIATING GREEKS (αυτοί οι εξοργιστικοί Έλληνες) αφού αναφέρεται στη «ψύχωση» της Ελλάδος έναντι της Τουρκίας και τις προσπάθειές της να μπλοκάρει την οικονομική βοήθεια της ΕΚ προς αυτήν -σημειώνοντας εν παρόδιο ότι η ΕΚ αναζητεί τρόπους παροχής άτοκου δανείου προς την Τουρκία ύψους ανάλογου με το ποσό του πρωτοκόλλου, κάπου 822 εκ. δολαρίων- καταλήγει με τα εξής: «Ορισμένοι ανώτατοι διπλωμάτες στις Βρυξέλλες, κουρασμένοι από την όλη υπόθεση, αρχίζουν να λένε κατ’ ιδίαν ότι η ένταξη της Ελλάδος στην ΕΚ ήταν λάθος».
Είναι γεγονός ότι οι σχέσεις της Ελλάδος με την ΕΚ πέρασαν πολλές διακυμάνσεις μετά την ένταξή της ως πλήρες μέλος, ιδιαίτερα στην περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Διαφεύγει συνήθως της προσοχής των ξένων «αναλυτών» ότι η ιστορικής σημασίας, για τη σύγχρονη Ελλάδα, ένταξη στην ΕΚ είχε πρωτίστως πολιτικά κίνητρα και έγινε σε πολιτική βάση. Τους πολιτικούς λόγους έχει εκθέσει ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κ. Καραμανλής κατ’ επανάληψη με περισσή σαφήνεια. Χάρις στις δικές του πολιτικές παρεμβάσεις και στην παράκαμψη των τεχνοκρατικών προβλημάτων που προέκυψαν από τα «αγγουράκια» και τις «τομάτες» στο στάδιο των διαπραγματεύσεων, απεφεύχθη η «σφαιρική» εξέταση της ελληνικής αίτησης μαζί με τις περιπτώσεις της Ισπανίας και Πορτογαλίας και επετεύχθη τελικά η έγκαιρη ένταξη της χώρας.
Αναπόφευκτα ήταν τα προβλήματα της οικονομικής προσαρμογής όταν μάλιστα κατά τη διάρκεια της επταετούς στρατιωτικής δικτατορίας οι σχέσεις της χώρας με την ΕΟΚ είχαν περιοριστεί στην «τρέχουσα διαχείριση». Προβλήματα μάλιστα τα οποία περιπλέκονταν από τις πολιτικές διαστάσεις της προσαρμογής, λόγω της ανόδου του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Πράγματι, η περιπλάνηση της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ έναντι της ΕΚ κατέληξε στη θέση περί δημοψηφίσματος, που ήταν φυσικά, σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1975, προνομία του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο κ. Καραμανλής ουδέποτε βέβαια θα προέβαινε σε τέτοιο καταστροφικό εγχείρημα, όταν μάλιστα, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις της εποχής εκείνης, ήταν αμφίβολο αν η ένταξη θα εξασφάλιζε την απαιτούμενη επιδοκιμασία του εκλογικού σώματος.
Η πολιτική προσαρμογή, που άρχισε με το ελληνικό μνημόνιο του 1982, στο οποίο ανταποκρίθηκε θετικά η Commission, και το οποίο δεν ήταν παρά μια κίνηση για να κερδηθεί χρόνος, κατέληξε σε θέσεις του τύπου ότι «το κόστος της αποχώρησης θα ήταν μεγαλύτερο από το κόστος παραμονής» και τελικά στην πλήρη αποδοχή. Οριστική μεταστροφή υπέρ της ΕΟΚ σημειώθηκε και στην κοινή γνώμη, βοηθούσης βέβαια και της καθαρής εισροής πόρων άνω των 10 δισ. δολ. στην οκταετία του ΠΑΣΟΚ.
Όλα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν ασυνήθη φαινόμενα, δεν περιορίζονται στην περίπτωση της Ελλάδος και μόνο -δεν ήταν ενθουσιώδης η κοινή γνώμη των άλλων χωρών για τη δική τους ένταξη- και φυσικά δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον χαρακτηρισμό της χώρας ως «μαύρου προβάτου». Ούτε ο ίδιος χαρακτηρισμός μπορεί να ευσταθήσει από το γεγονός και μόνο ότι η ελληνική πλευρά εξασφάλισε με σκληρή διαπραγματευτική στάση τα Ολοκληρωμένα Μεσογειακά Προγράμματα για να συγκατατεθεί στη διεύρυνση της ΕΚ με την ένταξη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Μήπως δεν ήταν η κ. Θάτσερ αυτή που χτυπούσε την τσάντα της στο τραπέζι των διασκέψεων κορυφής ζητώντας πίσω τα «λεφτά της»;
Αυτό δηλαδή που θεωρούσε η ίδια ως «υπερβολική» συμβολή της Βρετανίας στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Και αν ο κ. Παπανδρέου χαρακτηριζόταν ως The odd man out, λόγω των άστοχων διαφοροποιήσεων της ελληνικής πλευράς σε θέματα πολιτικής συνεργασίας στα οποία οι εταίροι μας έδειχναν μεγάλη ευαισθησία (π.χ. τρομοκρατία, συμπαράταξη με ΗΠΑ κ.λπ.), δεν ίσχυε άραγε το ίδιο τότε και αργότερα για την κ. Θάτσερ ως the odd woman out, όταν μιλούσε για τη «γραφειοκρατία των Βρυξελλών», την «κυριαρχία» του Κοινοβουλίου της και προέβαλε τόσα προσκώμματα στις διαδικασίες πολιτικής και νομισματικής ενοποίησης σε εθνικιστική πολιτική βάση;
Ή μήπως, πιο πρόσφατα, δε σημειώθηκαν έντονες διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΚ για τον πόλεμο στον Περσικό; Μίλησε τότε κανείς περί μαύρων προβάτων ή περί προβάτων και εριφίων;
Ούτε η Ελλάδα ήταν η μόνη που αρχικά θεώρησε την ΕΚ σαν αγελάδα που θα μπορούσε επ’ άπειρον να αρμέγει, ανεξέλεγκτα. Αλλά οι αντιλήψεις αυτές έχουν σήμερα αισθητά υποχωρήσει και μάλλον αντικατασταθεί από ευρύτερες απόψεις θετικής συμβολής της χώρας και ενεργού συμμετοχής της σε όλους τους τομείς της κοινοτικής συνεργασίας και ενοποίησης. Μπορεί η παραδοσιακή Αριστερά να αναμασά ακόμη ορισμένες απόψεις περί «αποδέσμευσης» και ενδεχομένως να υπάρχουν ορισμένα υπόκωφα και αντικοινοτικά ρεύματα. Αλλά δεν μπορούν να αλλοιώσουν την πραγματική δέσμευση της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού στις ευρωπαϊκές κοινοτικές διεργασίες για το μέλλον της με το οποίο συνδέεται αναπόσπαστα και το μέλλον της χώρας.
Σε μας εναπόκειται να τακτοποιήσουμε τα του οίκου μας, να εγκαταλείψουμε τον εθνοκεντρισμό μας, να συμμετέχουμε ενεργά, εποικοδομητικά και θετικά παντού, να κάνουμε τις αθρόες και αξιοκρατικές επιλογές, να στηρίξουμε με τους αναγκαίους υλικούς και ανθρώπινους πόρους τις προσπάθειες ενημέρωσης της διεθνούς κοινής γνώμης. Εάν ενδυναμώσουμε το εσωτερικό μας μέτωπο και ισχυροσποιήσουμε την οικονομία μας, τότε θα είμαστε λιγότερο ευάλωτοι στις συνέπειες δημοσιευμάτων τύπου NEW YORK TIMES.
Γιατί το πιο ανησυχητικό σημείο του δημοσιεύματος, στο οποίο δε νομίζω ότι δόθηκε η δέουσα σημασία, δεν είναι το «μαύρο πρόβατο», αλλά η υποκείμενη υπόθεση περί κατάπτωσης της χώρας σε κάποια δεύτερη ή τρίτη κατηγορία χωρών εντός της ΕΟΚ. Το φάσμα αυτό προβάλλει αρκετά έντονα σε συνθήκες ανακατατάξεων στην Ευρώπη, όταν πολλές πλέον χώρες χτυπούν την πόρτα της ΕΚ. Ο πραγματικός κίνδυνος έγκειται στην απομάκρυνσή μας από τον «πυρήνα» του CLUB και στην τοποθέτησή μας μεταξύ των προβάτων ή των εριφίων, αν προκύψει τέτοιο ενδεχόμενο.