Συνοπτικές σημειώσεις για μια κριτική επανεξέταση
- Εισαγωγή
Ή συζήτηση για το λαϊκισμό στην Ελλάδα εμφανίστηκε δημόσια πριν από τίς εκλογές του 1977 και συνεχίστηκε κατόπιν για αρκετό χρονικό διάστημα με άρθρα πού εξέταζαν το «φαινόμενο» από διαφορετικές θεωρητικές και πολιτικές αφετηρίες και έθιγαν αρκετές ενδιαφέρουσες και κρίσιμες πλευρές του.1 Αναπόφευκτα η συζήτηση συνδέθηκε με την αλματική πολιτική και εκλογική άνοδο τού ΠΑΣΟΚ και τελικά την ανάληψη των ευθυνών διακυβέρνησης τής χώρας με τη συντριπτική εκλογική του νίκη τον Οκτώβριο τού 1981. Από τότε ελάχιστα προστέθηκαν στις υπάρχουσες προβληματικές για το λαϊκισμό με εξαίρεση τη συζήτηση για τίς πολιτιστικές διαστάσεις τού φαινομένου πού άμεσα η έμμεσα, ρητά η σιωπηρά, παρέπεμπε η υπαινισσόταν τον ανάλογο πολιτικό φορέα.2
Με προϊούσα λοιπόν συναίνεση ό λαϊκισμός συνυφάνθηκε με το ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα με την κομματική και κυβερνητική του πολιτική πρακτική μετά το 1981. Μάλιστα, χρησιμοποιείται πλέον ό όρος «ποπουλισμός», προφανώς γιατί πιστεύεται ότι η αναφορά στον ξενόφωνο όρο προσδίδει στο φαινόμενο επιθυμητές δόσεις πολιτικής απέχθειας και δυσοσμίας. «Ό ηγέτης τού ΠΑΣΟΚ και το ποπουλίστικο κατασκεύασμά του», διαβάζουμε σέ κύριο άρθρο τής Καθημερινής στις «ποπολάρικες οικονομικές διακηρύξεις» τού ΠΑΣΟΚ αναφέρεται άρθρο καθηγητή τής Πολιτικής ’Επιστήμης στην ίδια έφημερίδα3 στην «ποπουλίστικη Ιδεολογία» του σχετικό άρθρο στο Αντί4 η στην «πολιτική συνεπούς λαϊκισμού» πού ακολούθησε ως κυβέρνηση, άποψη συντάκτη τού Πολίτη5 κ.λπ. κ.λπ. Σέ ευρύτερη δε χρήση του ό λαϊκισμός καλύπτει πλέον και την πολιτική πρακτική τής Δεξιάς. «Και νέο λαϊκίστικό άνοιγμα τής Ν.Δ. στη Βουλή» είναι ό τίτλος πρόσφατου κοινοβουλευτικού ρεπορτάζ στο BHMΑ6 . Ως λαϊκίστικές χαρακτηρίστηκαν, από τον φιλικά προσκείμενο προς την κυβέρνηση τύπο, οι αντιδράσεις τού αρχηγού τής αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Κ. Μητσοτάκη απέναντι στα νέα οικονομικά μέτρα τής κυβέρνησης. Έτσι η τρέχουσα «δημοσιογραφική» και σημασιολογική χρήση τού όρου αντιμετωπίζει το φαινόμενο τού λαϊκισμού από τη σκοπιά τού αποκρουστικού και δημαγωγικού, ως παράδειγμα δηλαδή προς αποφυγήν. Άλλοτε πάλι διάφορα γενικευμένα φαινόμενα τής πολιτικής σκηνής, όπως π.χ. ό «κομματικός ηγεμονισμός» η ή «αντίληψη τού μοναδικού φορέα τής ’Αλλαγής» θεωρούνται ότι ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στον «άξονα τής Ιδεολογίας των ποπουλίστικων κινημάτων, όπως ό περονισμός και ό κανταφισμός»7.
“Όσοι βέβαια δεν έχουν αποφανθεί οριστικά και τελεσίδικα ότι το ΠΑΣΟΚ είναι σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, όπως μερικά ηγετικά στελέχη τού ΚΚΕ έσωτ.8, η πιστεύουν ότι οι πιθανότητες πλέον κλίνουν προς μια ύστατη επιλογή μεταξύ κομματικού η κρατικού αύταρχισμοϋ,9 η ακόμα ότι πρόκειται για ένα νέο «ιδιότυπο μονοκομματισμό»,10 αναγνωρίζουν με παρρησία ότι «ό κόμπος βρίσκεται στην εκτίμηση για το ΠΑΣΟΚ» κι ότι η ανανεωτική Αριστερά (μόνο αυτή άραγε;) «βρέθηκε αντιμέτωπη μ’ ένα νέο κεφαλαιώδες πολιτικό φαινόμενο πού δεν ήταν έτοιμη να άντιμετωπίσει»11 κι ότι ακόμα ό λαϊκισμός είναι «ένα από τα πιο περίπλοκα και πιο δύσκολα θεωρητικά προβλήματα πού τίθενται σήμερα στις κοινωνικές έπιστήμες».12 Ωστόσο, παρά τίς διιστάμενες απόψεις και τη σύγχυση πού επικρατεί, φαίνεται ότι αρκετοί μελετητές τής ελληνικής πολιτικής μολονότι επιχειρηματολογούν από διαφορετικές θεωρητικές και πολιτικές θέσεις, αναγνωρίζουν σημαντικά «λαϊκίστικά στοιχεία» ως έντονο και αναπόσπαστο χαρακτηριστικό γνώρισμα τής πολιτικής φυσιογνωμίας τού ΠΑΣΟΚ.13 Ξένος δε συγγραφέας δεν διστάζει καθόλου να παραδεχτεί ότι «το φαινόμενο τού ΠΑΣΟΚ είναι αινιγματικό και δεν επιδέχεται ερμηνείες πού στηρίζονται σέ πολλές από τίς συμβατικές κατηγορίες πολιτικής άνάλυσης».14
Μέσα σ’ αυτό το φάσμα, με τίς τόσο ποικίλες αποχρώσεις, κινούνται οι διάφορες ερμηνείες πού προσπαθούν να προσεγγίσουν το φαινόμενο τού ΠΑΣΟΚ. Γεγονός πάντως είναι ότι το «φαινόμενο» δεν έχει ακόμα απαντηθεί πολιτικά,15 θα πρόσθετα δε, προς χάριν τής διαλεκτικής σχέσης μεταξύ θεωρίας και πρακτικής πού τόσοι πολλοί συχνά επικαλούνται, ότι δεν έχει απαντηθεί ούτε και θεωρητικά, τουλάχιστον σέ επαρκή κλίμακα και πειστική βάση. Δυστυχώς, οι θεωρητικές ανεπάρκειες προσέγγισης τού προβλήματος από μαρξιστική σκοπιά δεν οφείλονται τόσο, η μόνο, σέ μια «παρωχημένη λαϊκομετωπική ιδεολογία» όσο στις εγγενείς ανεπάρκειες τής ίδιας μαρξιστικής πολιτικής θεωρίας και τίς εδραιωμένες συνήθειες σκέψης και δράσης τού κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα.
- Ή θεωρητική συζήτηση για το λαϊκισμό
’Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η θεωρητική συζήτηση για το λαϊκισμό και τίς πολιτικές του συνέπειες έχει μεγάλη σημασία τόσο για την κομμουνιστική αριστερά, παραδοσιακή και μη, όσο και για το ’ίδιο το ΠΑΣΟΚ, κι ας επιμένει ό Κ. Σκανδαλίδης ότι η περί λαϊκισμού προβληματική συνιστά «μια αμυντική και έτεροπροσδιοριζόμενη απ’ αυτό —το ΠΑΣΟΚ— στάση».16 Ή σημασία τής συζήτησης είναι επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε, εφόσον πέρα από τίς διακηρύξεις, τα προγράμματα, τίς μορφές πολιτικής κινητοποίησης, το πολιτικό ήθος και στυλ και τίς μορφές κομματικής οργάνωσης και λειτουργίας πριν το 1981, υπάρχει πλέον και η τετραετής κυβερνητική πρακτική και επίδοση, τα «πεπραγμένα». θα ήταν δε τουλάχιστον άτοπο να υποστηρίξει κανείς ότι οι πολιτικές δυνάμεις τής χώρας δεν άλληλοπροσδιορίζονται αναγκαστικά και επομένως δεν οροθετούνται παρά στη βάση ενός διχοτομικού σχήματος αυτοπροσδιορισμού/ετεροπροσδιορισμού, αυτόφωτου/ετερόφωτου.
Σέ παλαιότερο άρθρο μου17 είχα επισημάνει μερικές βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις στο πρόβλημα τού λαϊκισμού, πού δεν πρόκειται να τίς επαναλάβω εδώ, κι είχα παραθέσει ορισμένες θεωρητικές προτάσεις στη βάση των επεξεργασιών του Ε. Λακλάου18. Συνοπτικά, είχα υποστηρίξει ότι ό λαϊκισμός έχει ένα ιδιαίτερο ιδεολογικό πεδίο, ότι η διαλεκτική τάξη-λαός έχει μια δική της δυναμική, ότι η δόμηση των σχέσεων τους είναι αποτέλεσμα διαρκούς πάλης και διεκδίκησης ηγεμονικών πολιτικών δυνάμεων κι ότι τελικά οι ανώτατες μορφές λαϊκισμού δεν μπορεί παρά να είναι μόνο σοσιαλιστικές. και πάλι δεν μπορώ να μεταφέρω εδώ την επιχειρηματολογία. Αρκούμαι μόνο να σημειώσω ότι τον αγώνα για την ιδεολογική ηγεμονία και πολιτική έκφραση τού ριζοσπαστικού αριστερού ρεύματος στη μεταπολίτευση τον κέρδισε το ΠΑΣΟΚ με τίς εκλογές τού 1981, επιβεβαίωσε δε την ηγεμονία του στις εκλογές τού 1985. Θεωρώ ότι οι δύο αυτές εκλογικές αναμετρήσεις παρέχουν επαρκείς αποδείξεις ώστε να στοιχειοθετείται πειστικά η άποψη ότι το ΠΑΣΟΚ ηγεμονεύει ιδεολογικά και πολιτικά, με την έννοια ότι εξακολουθεί να αρθρώνει και να συνδέει στο επίπεδο τού ιδεολογικού- πολιτικού λόγου ταξικά και μη ταξικά στοιχεία, συμφέροντα πολυσύνθετων και ετερογενών κοινωνικών στρωμάτων, να τούς δίνει πολιτική κατεύθυνση και να τα εκφράζει με κοινωνική και εθνική ιδεολογία, με πολιτικό πρόγραμμα και κυβερνητική πολιτική.
Τί άλλο μπορεί να σημαίνει το περίφημο «αντιδεξιό σύνδρομο» παρά το ότι τόσο η αποκρυσταλλωμένη λαϊκή-δημοκρατική παράδοση όσο και τα ιδεολογικοπολιτικά μορφώματα τής μεταχουντικής περιόδου αναγνωρίζονται στο ΠΑΣΟΚ, ενσωματώνονται στον ιδεολογικοπολιτικό του Λόγο και εκφράζονται τελικά από την ιδεολογική και πολιτική του πρακτική;
Στη βάση αυτών των κριτηρίων υποστηρίζω ότι κυρίαρχο στοιχείο στο ΠΑΣΟΚ είναι το λαϊκίστικό. Μπορεί βέβαια να υποστηριχθεί ότι πολλά άλλα στοιχεία τα όποια αρκετοί συγγραφείς19 έχουν επισημάνει σέ άλλα λαϊκίστικά κινήματα —όπως το προσωποπαγές η δημαγωγικό στυλ, ό αγροτικός ριζοσπαστισμός η οι έσωτερικοί μετανάστες ως πηγές ιδεολογικής άντλησης και κοινωνικής στήριξης, ό γενικότερος «λαϊκισμός» όλων των πολιτικών και η εκλογική πολυσυλλεκτικότητα, η αμορφία γενικά τής κοινωνικής βάσης των κινημάτων αυτών, η αυταρχική λήψη και εφαρμογή των αποφάσεων, οι κομματικές λειτουργίες, η υπερβολική ρητορεία κ.λπ. κ.λπ.— ενυπάρχουν στο ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο τα γνωρίσματα αυτά αφ’ ενός μεν συναντιόνται εν όλω η εν μέρει και σ’ άλλα πολιτικά κινήματα και κόμματα τής ’Αριστεράς, αφ’ ετέρου δε, στο βαθμό πού συμβάλλουν αποσπασματικά στην ιδεολογική και πολιτική φυσιογνωμία τού ΠΑΣΟΚ με έντονο η ήπιο τόνο, με εμφανείς η λανθάνουσες μορφές, οργανώνονται με άξονα τον κυρίαρχο λαϊκίστικό Λόγο. Επιπλέον είναι αμφίβολο αν όλ’ αυτά τα στοιχεία αποτελούν μόνιμα κι αναλλοίωτα χαρακτηριστικά του. θα μπορούσε ακόμα να υποστηριχθεί ότι μερικά απ’ αυτά τα στοιχεία υπόκεινται στις ανάγκες τής συγκυρίας και τού συσχετισμού των δυνάμεων τόσο στο εσωτερικό τού ΠΑΣΟΚ όσο και σέ σχέση με τίς άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι άλλες «ιδιομορφίες» τού ΠΑΣΟΚ πού κατ’ επανάληψη έχουν επισημανθεί, όπως η πολιτική προέλευση και διαμόρφωση τού κομματικού στελεχικού του δυναμικού —προδικτατορική περίοδος, ΠΑΚ, «Πολυτεχνείο», μεταπολίτευση—, η σύνθεση τής κοινοβουλευτικής του ομάδας —κεντρωμένης πτέρυγα, τεχνοκράτες, σοσιαλδημοκράτες κ.λπ.—, η διατήρηση τής πολιτικής πατρωνείας με κυρίαρχες τίς γραφειοκρατικές-κομματικές μορφές, για να απαριθμήσω ενδεικτικά ορισμένες πλευρές πού έχουν αρκετά συζητηθεί, δημιουργούν αναπόφευκτα τριβές και συγκρούσεις. Όμως και πάλι η συνύπαρξη των στοιχείων αυτών δεν είναι καθόλου ασυνήθιστη, σέ διάφορες αναλογίες, και σέ άλλα λαϊκίστικά κινήματα. Καθαρά κι ανόθευτα πρότυπα δεν υπάρχουν. Όσο κι αν οι πλευρές αυτές έχουν τη βαρύτητά τους, εντούτοις δεν αλλοιώνουν ουσιαστικά και δεν μπορούν, προς το παρόν τουλάχιστον η στο άμεσα προβλεπτό μέλλον, να ανατρέψουν το κυρίαρχο λαϊκίστικό στοιχείο, τη βασική αρχή άρθρωσης και οργάνωσης τής λαϊκής συναίνεσης στο ΠΑΣΟΚ.
Ή εμπειρία από τότε πού το ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε σέ αξιωματική αντιπολίτευση μέχρι σήμερα, έχει αναδείξει ενδιαφέρουσες πλευρές μερικών σημαντικών στοιχείων τα όποια δεν φαίνεται να έχουν γίνει αντικείμενο βαθύτερων επεξεργασιών. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στο ρόλο τής χαρισματικής πολιτικής προσωπικότητας και στο ρόλο τής κομματικής οργάνωσης —και κατά συνέπεια στις αμοιβαίες σχέσεις τους— καθώς επίσης και τίς επιπτώσεις των σχέσεων αυτών στην πολιτική κινητοποίηση, ένταξη και ενσωμάτωση.
Οι αναλύσεις τού Μ. Βέμπερ για τη φύση τής χαρισματικής κυριαρχίας είναι γνωστές.20 Συχνά όμως παραγνωρίζεται ότι η μορφή αυτή πολιτικής κυριαρχίας χαρακτηρίζεται από εγγενή αστάθεια εφόσον διασφαλίζει την πολιτική υπακοή πέρα από ρητά διαμορφωμένους κατασταλτικούς κανόνες πού απαιτεί η βεμπεριανή «ρασιοναλιστική-νομική» μορφή κυριαρχίας και νομιμοποίησης. η απόκτηση και η διατήρηση τού χαρίσματος πρέπει να αποδεικνύεται στην πραγματική ζωή.
Ή αποστολή η όποια ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του χαρισματικού ηγέτη πρέπει τελικά να επιτύχει για να εξακολουθούν οι οπαδοί να πιστεύουν ότι ό πολιτικός χαρισματικός ηγέτης παίζει απλώς ρόλο ηχείου των «άναρθρων» κραυγών των οπαδών. Αντίθετα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση τής ιδεολογίας και τής πολιτικής κατεύθυνσης των πιστών. με δεδομένο το γεγονός ότι η ανάδυση τής χαρισματικής προσωπικότητας δεν είναι μόνο συνάρτηση προσωπικής ψυχολογίας και Ικανότητας άλλα και κοινωνικών συνθηκών, θα ήταν και πάλι εσφαλμένη η διαπίστωση ότι στην περίπτωση τού ΠΑΣΟΚ δεν έχουμε να κάνουμε παρά με μια συνέχιση τής έλληνικής παράδοσης προσωποπαγών και αρχηγικών κομμάτων.
Είναι επίσης γνωστό ότι ό ρόλος τής χαρισματικής προσωπικότητας έρχεται σέ αντίθεση με τη δημιουργία διαρκών και σταθερών θεσμικών δομών. Εκτός από την περίπτωση όπου το χάρισμα αποκτά και θεσμική κατοχύρωση, η αρχή αυτή δεν είναι απόλυτη. Σέ πολλές περιπτώσεις συναντούμε «μικτές» καταστάσεις. η εξουσία, το κύρος και η δύναμη τού χαρισματικού ηγέτη ούτε απεριόριστα είναι ούτε άνεξέλεγκτα.21 Υπόκεινται σέ ορισμένους περιορισμούς πού πηγάζουν τόσο από την κομματική οργάνωση και τούς κανόνες της όσο και από τίς πραγματικές συνθήκες, τίς όποιες μπορεί κανείς να αγνοήσει μόνο με δικό του κίνδυνο. Απ’ αυτή την άποψη δεν θα ήταν λογικό να απορρίψουμε το ΠΑΣΟΚ-κόμμα ως παράλληλη και συμπληρωματική πηγή πολιτικής νομιμοποίησης έστω και δυνητικά. δεν θα άξιζε να μελετηθεί προσεκτικά μια τόσο μεγάλη μαζική κομματική οργάνωση ως μηχανισμός πολιτικής κινητοποίησης και ένταξης, η σχέση του με τα μαζικά κινήματα και με τα μέσα διοίκησης τού κράτους;
Οι σχέσεις χαρισματικού ηγέτη-κόμματος είναι περισσότερο περίπλοκες απ’ όσο θέλουν μερικοί να τίς παρουσιάζουν και τα περιθώρια μονόδρομης χειραγώγησης δεν μπορεί να είναι απεριόριστα. οι αμοιβαίες σχέσεις των δύο αυτών φορέων νομιμοποίησης και εξουσίας, παρά τον προφανή άνισο χαρακτήρα τους προς το παρόν, έχουν σημαντικές επιπτώσεις στις δυνατότητες πολιτικής κινητοποίησης και στις μορφές πολιτικής ένταξης και ενσωμάτωσης.
Αν οι παραπάνω εμπειρικές παρατηρήσεις είναι σωστές, τότε μπορούμε να έχουμε και στην ελληνική περίπτωση ορισμένες ενδείξεις για τίς οργανωτικές συνέπειες τής λαϊκίστικής ιδεολογίας. Κι απ’ αυτή την άποψη, πράγματι, η θεωρία τού Λακλάου για το λαϊκισμό είναι ατελής και παρουσιάζει ορισμένα χάσματα. 22
- Ό ορισμός τού Λακλάου είναι πολύ γενικός και σέ συνδυασμό με την υπερβολική έμφαση πού δίνει στο ιδεολογικό επίπεδο δημιουργεί τον κίνδυνο παραγνώρισης τού κοινωνικοοικονομικού πλαισίου μέσα στο όποιο αναπτύσσονται τα λαϊκίστικά κινήματα. Κι ενώ είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ό λαϊκισμός δεν αποτελεί αποκλειστικό φαινόμενο των χωρών τής περιφέρειας και ημιπεριφέρειας —το κίνημα τής «Νέας Δεξιάς» στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες άνετα μπορεί να θεωρηθεί ως μορφή «συντηρητικού λαϊκισμού», λιγότερο η περισσότερο αντιδραστικού—, εντούτοις το φαινόμενο παρατηρείται με μεγαλύτερη συχνότητα στις χώρες τής περιφέρειας και ημιπεριφέρειας. Μ’ αυτή την έννοια, είναι δυνατό να τοποθετήσει κανείς το φαινόμενο σέ πιο συγκεκριμένα πλαίσια χωρίς αναγκαστικά να προσφύγει σέ μορφές οικονομικού και κοινωνιολογικού αναγώγιμού. Ούτε ό λαϊκισμός ούτε η συνύπαρξή του με μορφές τού συστήματος τής πολιτικής πελατείας είναι άσχετος με την άνιση καπιταλιστική ανάπτυξη στις χώρες αυτές. Αντίθετα ως τρόπος πολιτικής κινητοποίησης και ένταξης νέων κοινωνικών στρωμάτων στην πολιτική αρένα χαρακτηρίζει ιδιαίτερα χώρες με ασταθείς και ευμετάβολες ταξικές οροθετήσεις και με ισχνούς πολιτικούς θεσμούς.
- Οι οργανωτικές δομές των λαϊκίστικών κινημάτων τείνουν να υποβαθμίζονται στην προσέγγιση τού Λακλάου. ’Αντίθετα, ό Μουζέλης23 θεωρεί ότι ακριβώς οι διαφορές στις οργανωτικές δομές και στον τύπο των εξουσιαστικών σχέσεων μεταξύ τού λαϊκιστή ηγέτη από τη μια μεριά και των στελεχών και οπαδών από την άλλη συνιστά και την κρίσιμη διαφορά των κινημάτων αυτών από τα μη λαϊκίστικά κόμματα-κινήματα και ιδιαίτερα από τα κομμουνιστικά κόμματα πού δεν βρίσκονται στην εξουσία. ‘Ο λαϊκιστής ηγέτης έχει πολύ μεγαλύτερα περιθώρια αυτονομίας, πολλές φορές δε απεριόριστα, από τίς κομματικές δομές σέ σχέση με οποιονδήποτε άλλον ηγέτη, έστω και χαρισματικού τύπου, μη λαϊκίστικών κομμάτων-κινημάτων. οι επισημάνσεις βέβαια αυτές τού Μουζέλη είναι ορθές κι έχουν το πλεονέκτημα ότι στρέφουν παράλληλα την προσοχή στο σημαντικό θέμα των οργανωτικών δομών. Ωστόσο δεν είναι επαρκείς. τα παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα όσο κι αν επικαλούνται το «λαό», όσο κι αν διακρίνονται από μια ιδεολογία πού στρέφεται εναντίον των ελίτ και T00status quo, εντούτοις στη θεωρητική τους ανάλυση και πολιτική τους πρακτική τοποθετούν εξ ορισμού την εργατική τάξη, όποια ευρύτητα κι αν δίνουν στον όρο, σέ προνομιακή, ηγετική θέση σέ σχέση με άλλες κοινωνικές τάξεις και στρώματα. ’Αντίθετα στο λαϊκισμό, θεωρητικά τουλάχιστον, το ιδεολογικοπολιτικό υποκείμενο, ό μοχλός και φορέας τής αλλαγής είναι ό «λαός» χωρίς καμμιά εσωτερική ιεράρχηση. η διαφορά αυτή νομίζω είναι ουσιαστική και κρίσιμη. Πρόκειται για δύο διαφορετικές θεωρητικές αντιλήψεις —με πολλαπλές αντίστοιχες συνέπειες σέ άλλα επίπεδα— για τούς υποκειμενικούς φορείς τής αλλαγής. οι επισημάνσεις αυτές αποκτούν ιδιαίτερη σημασία σέ χώρες όπως η Ελλάδα πού σέ αντίθεση με τίς αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες διακρίνονται από πολύπλοκη κοινωνική διαστρωμάτωση, πολλαπλότητα ταξικού προσδιορισμού και ρευστότητα ταξικών σχέσεων.
- Ό Λακλάου δεν εμβαθύνει στις σχέσεις τού λαϊκισμού με τον εθνικισμό και ιδιαίτερα με τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό. οι σχέσεις αυτές δεν είναι δεδομένες εξ ορισμού. Παραμένουν πάντα προβληματικές εφόσον η άρθρωσή τους με τον λαϊκίστικό Λόγο αποτελεί αντικείμενο συνεχούς διεκδίκησης και ανταγωνισμού στο χώρο τής λαϊκής-δημοκρατικής ιδεολογίας και εφόσον προϋποθέτουν οργανωτικό φορέα ως μηχανισμό πολιτικής κινητοποίησης και ένταξης άλλα και ως επεξεργαστή, μετασχηματιστή και μεταδότη ιδεολογίας.
Προκύπτει λοιπόν ότι σέ κάθε σοβαρή θεωρητική προσέγγιση του λαϊκίστικου φαινομένου ορισμένες προϋποθέσεις είναι αναγκαίες:
α. Ή μελέτη των οργανωτικών μορφών των λαϊκίστικών κομμάτων-κινημάτων. η τυχόν συνύπαρξη των μορφών αυτών μ’ άλλες παραδοσιακές μορφές, π.χ. σύστημα πολιτικής πελατείας κ.λπ., και οι μεταξύ τους σχέσεις και αμοιβαίες επιδράσεις.
β. Ή εξέταση του κοινωνικοοικονομικού πλαισίου μέσα στο όποιο εμφανίζεται το λαϊκίστικό φαινόμενο και οι καθοριστικοί παράγοντες τής συγκυρίας. οι τρόποι με τούς όποιους συνδέεται η άνοδος και πτώση των λαϊκίστικών κινημάτων με τίς συνθήκες αυτές.
γ. Ή ανάλυση τής σχέσης τής χαρισματικής προσωπικότητας του ηγέτη με το κόμμα-κίνημα και τα περιθώρια κινήσεων πού διαμορφώνει η σχέση αυτή και για τούς δύο πόλους νομιμοποίησης και εξουσίας. οι δυνητικοί παράγοντες πού ενδέχεται να μεταθέσουν τα σημεία ισορροπίας τής σχέσης αυτής η να την ανατρέψουν ριζικά.
δ. Ή επισήμανση των ιδεολογικών «θεμάτων» —πυρήνα γύρω από τον όποιο εστιάζεται ό λαϊκίστικός Λόγος, το περιεχόμενό του, η Ικανότητά του να επιβάλλει αναγνωρίσιμα πλαίσια Ιδεολογικής αναφοράς για ευρύτατες κοινωνικές ομάδες, οι πολύπλοκες διαδικασίες οικοδόμησης τής κοινωνικοπολιτικής ταυτότητας των υποκειμενικών φορέων συλλογικής δράσης, η σχέση του με την πολιτική κινητοποίηση και ένταξη νέων κοινωνικών στρωμάτων στην πολιτική.
III. Οι αδυναμίες τής μαρξιστικής πολιτικής θεωρίας
Κατά πόσο ό μαρξισμός είναι σέ θέση να αναλύσει φαινόμενα όπως το σύστημα τής πολιτικής πελατείας η ό λαϊκισμός και να ενσωματώσει ερμηνευτικά στη θεωρητική του προβληματική κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις πού δεν προκύπτουν άμεσα η έμμεσα από την ταξική διαίρεση η τα οικονομικά συμφέροντα είναι ένα ανοιχτό ερώτημα.
Ή απόπειρα απάντησης θα μάς οδηγούσε σέ μια δύσκολη συζήτηση για «το μαρξισμό και την αριστερά» όχι μόνο του σήμερα άλλα και του αύριο, κι όχι μόνο γενικά άλλα ειδικά για την Ελλάδα. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει εδώ. Περιορίζομαι μόνο να επισημάνω τα έξης:
- Ή μαρξιστική πολιτική θεωρία δεν έχει έννοιες για να μελετήσει και να ερμηνεύσει τα φαινόμενα πού ανέφερα πιο πάνω. η μακρά μαρξιστική παράδοση αναγώγιμου (reductionism) στις διάφορες μορφές του αποτελεί εγγενή αδυναμία τής μαρξιστικής θεωρίας να προσεγγίσει τα νέα πολιτικά φαινόμενα χωρίς να καταφεύγει πάντα σέ «τελευταία ανάλυση» στην οικονομία και τον υποτιθέμενο προσδιοριστικό της ρόλο σέ όλες τίς σφαίρες τής κοινωνικής’ και πολιτικής ζωής.
- Ή αυταρχική λενινιστική παράδοση, οι αντιλήψεις και οι πρακτικές πού τη συνοδεύουν, αποτελεί τροχοπέδη σέ όλα τα ανανεωτικά κομμουνιστικά κόμματα τής Δύσης, τα όποια συχνά καταφεύγουν σέ μεθόδους και πρακτικές τίς όποιες είναι πάντα έτοιμα και πρόθυμα να καταδικάσουν στεντόρεια οσάκις εμφανίζονται σέ άλλα πολιτικά κόμματα. ’Αμφιβάλλω αν άλλα πολιτικά κόμματα έχουν διαμείνει τόσο πολύ όσο τα κομμουνιστικά στη χώρα των Λωτοφάγων. η μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία κινδυνεύει να γίνει το νέο όπιο των εργαζομένων.
- Ή παράδοση του Γκράμσι, μολονότι ανοίγει νέες προοπτικές, είναι αμφίβολο αν μπορεί να οδηγήσει χωρίς αναγκαίες συμπληρώσεις και προσαρμογές σέ μια αντίληψη και πρακτική «ριζοσπαστικής και πλουραλιστικής δημοκρατίας»24 με σοσιαλιστικό περιεχόμενο. οι υποτυπώδεις, μέχρι στιγμής, κομματικές πολιτικές επεξεργασίες για τη σχέση σοσιαλισμού και δημοκρατίας δεν είναι επαρκείς ώστε να αποκτήσουν ευρύτερη αποδοχή στο χώρο τής δημοκρατικής ιδεολογίας και συχνά καθόλου πειστικές, όταν μάλιστα αυτοδιαψεύδονται από την ακολουθούμενη πρακτική. η απαγκίστρωση και αποτίναξη τής βαριάς αυτής θεωρητικής και πολιτικής παράδοσης δεν είναι εύκολο εγχείρημα, αν υποθέσουμε ότι είναι επιθυμητό.
Νέες προσπάθειες25 προσέγγισης τής πολιτικής σφαίρας με τούς δικούς της όρους, από τη σκοπιά δηλαδή των σχέσεων πολιτικής κυριαρχίας πάνω στις όποιες συγκροτούνται οι δομικές βάσεις για τη διαμόρφωση των πολιτικά κυρίαρχων και κυριαρχούμενων ομάδων, των κυβερνώντων και κυβερνωμένων, βρίσκονται ακόμα στις απαρχές τους και δεν έχουν ελεγχθεί εμπειρικά. Παραμένει δε προβληματικό το αν ό τρόπος πολιτικής κυριαρχίας μπορεί να μελετηθεί με βάση κατηγορίες ανάλογες μ’ αυτές πού έχουν χρησιμοποιηθεί για την «ανάγνωση» του τρόπου παραγωγής σέ συγκεκριμένες κοινωνίες.
Οι επισημάνσεις αυτές δεν απαντούν βέβαια στα ερωτήματα ούτε αίρουν τα αδιέξοδα τής μαρξιστικής πολιτικής θεωρίας. Δείχνουν απλώς τίς δυσκολίες του εγχειρήματος, μάλιστα σέ μια χώρα όπως η Ελλάδα, τής όποιας το κομμουνιστικό κίνημα δεν διακρίνεται για αυτόνομη παραγωγή πολιτικής θεωρίας.
- Συμπεράσματα
Οι συνοπτικές επισημάνσεις πού παρέθεσα πιο πάνω δεν εξαντλούν φυσικά το θέμα ούτε παρέχουν ασφαλή δείκτη για τίς μελλοντικές εξελίξεις. Σέ συνθήκες μάλιστα όξυνσης τής οικονομικής κρίσης και εφαρμογής αυστηρών και περιοριστικών οικονομικών μέτρων από την πλευρά τής κυβέρνησης θα ήταν ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε και να καταγράψουμε τίς επιπτώσεις σ’ ολόκληρη την ’Αριστερά. οι επισημάνσεις αυτές δεν αποτελούν επίσης πρόκριμα τής συζήτησης για το φορέα τής ανανεωτικής Αριστεράς. Λύσεις-πανάκεια δυστυχώς δεν υπάρχουν. Δικαιούται όμως κανείς να αμφιβάλλει και να εκφράζει το σκεπτικισμό του για το κατά πόσο οι οργανωμένες και μη δυνάμεις του ανανεωτικού χώρου είναι σέ θέση να ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα. το βάρος τής παράδοσης είναι ακόμα τόσο καταθλιπτικό! και φαίνεται πώς τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο από το να «αποκηρύξει» κανείς το θεωρητικό του παρελθόν.
- Βλ. τη συλλογή άρθρων στο βιβλίο ΠΑΣΟΚ και Εξουσία, Παρατηρητής 1980.
- Βλ. Δελτίο τής Εταιρείας σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας, Πολιτιστικά Προβλήματα – Λαϊκός Πολιτισμός, τ. 6α, Ίδρυμα Σχολής Μωραΐτη, Αθήνα 1983.
- Βλ. Ν. Βεντούρης, «Πρός ένα πασοκικό σοσιαλφασισμό», Καθημερινή, 28-29.7.85.
- Βλ. Μ.Ν. Ράπτης, «Τί χρή δραν», Αντί, τ. 299, 13.9.85.
- Βλ. Δ. Παπαδημητρόπουλος στη συζήτηση για το νόημα των εκλογικών αποτελεσμάτων στον Δεκαπενθήμερο Πολίτη, 14.6.85.
- Και με τον υπέροχο ύπέρτιτλο «Προτίμησε ή Ν.Δ. χθες την αντιπαράθεση στο ΚΚΕ» πού σκόπιμα ή όχι παρωθεί σέ ενδιαφέροντες συνειρμικούς συλλογισμούς, Βήμα,9.85. Με τη δημιουργία δε τού νέου κόμματος στο συντηρητικό χώρο, τής Δημοκρατικής ’Ανανέωσης τού Κ. Στεφανόπουλου, δεν έλειψαν κι αυτοί πού έσπευσαν να υιοθετήσουν το χαρακτηρισμό του «δεξιού λαϊκισμού».
- Την άποψη αυτή φαίνεται να υιοθετούσε και ό αείμνηστος Σάκης Καράγιωργας (βλ. το άρθρο του στον Δεκαπενθήμερο Πολίτη,9.85, αναδημοσίευση από την Αυγή τής 6.11.77) αν και αργότερα, μετά την πρώτη κυβερνητική θητεία τού ΠΑΣΟΚ και τη νέα εκλογική του νίκη τον ’Ιούνιο τού 1985, υποστήριξε ότι πρόκειται για σοσιαλδημοκρατικό κόμμα-εναλλακτική λύση στο πλαίσιο τής αστικής εξουσίας.
- Βλ. τα άρθρα τού Α. Διαμαντόπουλου και Μπ. Δρακοπούλου στην Αυγή,9.85. Σέ άρθρο του πάντως στην επιθεώρηση Ή αριστερά σήμερα ό Διαμαντόπουλος είναι μάλλον πιο γενναιόδωρος απέναντι στο ΠΑΣΟΚ εφόσον αναφέρει ότι είναι «ή μετριοπαθής σοσιαλιστική-σοσιαλδημοκρατική ‘πτέρυγα τής ελληνικής αριστεράς», βλ. τ. 12-13, ’Ιούνιος Σεπτέμβριος, 1985.
- Βλ. Roy Macridis, Greek politics at a crossroads: What kind of socialism. Ό Μακρίδης, από τούς ιδρυτές τής «συγκριτικής πολιτικής», υποστηρίζει ότι ο αυταρχισμός αποτελεί μέρος τής πολιτικής παράδοσης τής χώρας και κατά συνέπεια ό πειρασμός για ένα είδος αυταρχικού σοσιαλισμού κομματικού ή κρατικού τύπου παραμένει μεγάλος.
- Υποστηρίζει επίσης ότι ό λαϊκισμός τού ΠΑΣΟΚ συνδυαζόμενος με ισχυρή εθνικιστική ιδεολογία αποτελεί πηγή ισχύος του κι ότι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός στην πολιτική κινητοποίηση των μαζών, ιδιαίτερα των τεράστιων και άμορφων κατώτερων μεσαίων στρωμάτων πού παίζουν κρίσιμο κι αποφασιστικό ρόλο, σέ αντίθεση με τίς τάξεις των εργατών και αγροτών.
- Βλ. Μ. Μανωλάκος, «Οι αριστεροί χωρίς διλήμματα», Δεκαπενθήμερος Πολίτης,5.85.
- Βλ. Α. Ελεφάντης, «ΠΑΣΟΚ και Αριστερά», Δεκαπενθήμερος Πολίτης,5.85
- Βλ. Κ. Τσουκαλάς, Δελτίο, Ίδρυμα Σχολής Μωραΐτη, οπ.π.
- Ενδεικτικά ό Μαυροκορδάτος τονίζει περισσότερο τη χαρισματική συνιστώσα, την πολυταξική κοινωνική βάση τού ΠΑΣΟΚ και την ηγεμονική του θέση στο κεντρώο εκλογικό πολιτικό φάσμα (βλ. Mavrogordatos, Rise of the Greek sun: The Greek election of 1981, Occasional paper 1, Centre of contemporary Greek studies, King’s College, London, 1983. Σέ ανάλογο επίπεδο κινούνται και οι μελέτες τού Featherstone πού τονίζουν τον «Ιδεολογικά αμφιρρεπή» χαρακτήρα τού ΠΑΣΟΚ και την πολυταξική εκλογική του απήχηση (βλ. Kevin Featherstone, “Elections and parties in Greece”, στο Government and opposition, Τομ. 17 No 2, άνοιξη 1982, K. Featherstone and D. Katsoudas, “Change and continuity in Greek voting behavior”, European Journal of political research, Amsterdam, 1985. Ό Διαμαντούρος τονίζει τη χαρισματική απήχηση τής προσωπικότητας τού Παπανδρέου και τη «λαϊκιστική εικόνα» τού ΠΑΣΟΚ (βλ. Ρ. Nikiforos Diamantouros, Transition to and consolidation of democratic politics in Greece, 1974-1983: A tentative assessment, στο West European Politics, Τομ. 7, No 2, Απρίλιος 1984). ‘Ο Λυριντζής υποστηρίζει τη σύνθετη φυσιογνωμία τού ΠΑΣΟΚ πού αρθρώνει λαϊκίστικά και μαζικά- οργανωτικά σοσιαλιστικά στοιχεία, «υβριδικός» τύπος πολιτικού κόμματος πού δεν είναι βέβαιο αν θα ακολουθήσει τα ίχνη τής πελατειακής πολιτικής διαδικασίας, στη φατριαστική ή κομματική-γραφειοκρατική εκδοχή της, ή τη θεσμοποίηση και επέκταση των οργανωτικών του ριζών ως κόμμα, ή ακόμα αν θα προχωρήσει σ’ έναν συγκερασμό των δύο στοιχείων. (Βλ. Christos Lyrintzis, “Political parties in post Junta Greece: A case of “bureaucratic clientelism?” στο West European Politics, Τομ. 7, No 2, ’Απρίλιος 1984 και τη διδακτορική διατριβή του Between socialism and populism: the rise of PASOK, London School of Economics, 1983). Ό τίτλος δηλοί. Ό Clogg κλίνει μάλλον προς την άποψη τού λαϊκίστικού χαρακτήρα τού ΠΑΣΟΚ (βλ. Richard Clogg, The PASOK phenomenon, Staff Paper 4, Centre for Greek Studies, University of Florida, Νοέμβριος 1984). Ό Έλεφάντης αρκετά νωρίς περιέκλεισε το ΠΑΣΟΚ σέ λαϊκίστικό κέλυφος (βλ. Ά. Έλεφάντης-Μ. Καβουριάρης «ΠΑΣΟΚ: λαϊκισμός ή σοσιαλισμός;», Πολίτης, Νοέμβριος 1977, και Angelos Elefantis, “PASOK and the elections of 1977: The rise of the populist movement” στην έκδοση τού Otto R. Penniman, Greece at the Polis: The national elections of 1974 and 1977, Washington 1981). Ο James Petras, όψιμα μάλλον, χαρακτηρίζει την εκλογική νίκη τού ΠΑΣΟΚ το 1981 ως προϊόν «λαϊκίστικού συμβιβασμού» —συμβιβασμού μεταξύ διαφόρων κοινωνικών τάξεων πολλές από τίς όποιες βρίσκονται σέ αμοιβαία ανταγωνιστικές και συγκρουόμενες θέσεις— τη δε νέα εκλογική νίκη τού 1985 ως το απόγειο τού συμβιβασμού αυτού (βλ. Ή Αυγή τής Κυριακής, 6.10.85, σελ. 21). Τέλος, ό Νίκος Μουζέλης από πολύ νωρίς είχε χαρακτηρίσει το ΠΑΣΟΚ αριστερό λαϊκίστικό κόμμα κι είχε επισημάνει την τομή πού επέφερε στην παραδοσιακή διάταξη των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα (βλ. Ν. Mouzelis, “On the Greek elections”, New left review, ’Απρίλιος 1978).
- Βλ. Clogg, “Clouds over the Greek sun”, στοNew Society, τ. 30.5.85, P. 313.
- Βλ. A. Έλεφάντης, Δεκαπενθήμερος Πολίτης, 5.85.
- Βλ. Κ. Σκανδαλίδης, «Διάλογος και πράξη με όρους κοινωνίας και όχι εξουσίας», Ή αριστερά σήμερα, τ. 12-13, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1985.
- Βλ. Β. Καπετανγιάννης, «’Η πολιτική και θεωρητική σημασία τής συζήτησης για το ΠΑΣΟΚ, Πολίτης, ’Απρίλιος 1978.
- Βλ. Ε. Laclau, Politics and ideology in Marxist theory, NLB,
- Βλ. ενδεικτικά Canovan, Populism, Junction books, Λονδίνο 1981, G. Ionescu and E. Gelliner, EDS, Populism: its meanings and national characteristics, London, Weidenfeld and Nicholson, 1969, G. Germani, Authoritarianism, Fascism and national populism. New Brunswick, NJ, Transaction books, 1978, A.E. Van Niekerk, Populism and political development in Latin America, Rotterdam University Press, 1974, P.W. Drake, Socialism and Populism in Chile, 1932-52, university of Illinois Press, 1978. Torcuato di Telia, “Populism and reform in Latin America” στο βιβλίο του C. Veliz, ed. Obstacles to change in Latin America, Oxford University Press, 1965. Βλ. επίσης την ογκώδη φιλολογία για τον περονισμό στην Αργεντινή.
- ΒλΙ. Max Veber, “The nature of charismatic domination” και “Politics as a vocation” στοβιβλίοτου G. Runciman, Weber: Selections in translation, Cambridge University Press, 1978. Βλ. επίσης David Beetham, Max Weber and the theory of modern politics. Polity Press, Cambridge, 1985.
- Όπως φαίνεται να φοβάται ή δηκτική κι ανελέητη πένα του Μ. Πλωρίτη, βλ. «Αρχηγό-λογία κι Αρχηγό-λατρία», Βήμα τής Κυριακής,10.85.
- Για μια συστηματική κριτική θεώρηση τής θεωρίας του Laclau βλ. Ν. Mouzelis, “Ideology and class politics: A critique of Ernesto Laclau”, New left review, τ. 112, Νοέμβριος-Δεκέμβριος
- Βλ. Ν. Mouzelis, Politics in the semi-periphery: Early parliamentarism and late industrialisation in the Balkans and Latin America, υπό έκδοση, Macmillan, Λονδίνο, Ιδ. κεφ. 2 Clientelism and populism as modes of political incorporation.
- Βλ. Ε. Laclau and Ch. Mouffe, Hegemony and socialist strategy, Verso, Λονδίνο
- Βλ. Mouzelis: Politics in the semi-periphery, δ. π.