Ή θεωρητική και πολιτική σημασία τής συζήτησης για το ΠΑΣΟΚ

Ποιοι παράγοντες διαμορφώνουν τίς πολιτικές ιδεολογίες των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων;

Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στην πολιτική ιδεολογία πού επικαλείται επισήμως ένα ορισμένο πολιτικό κόμμα και την πραγματική ιδεολογία των μελών του;

Πώς ή ιδεολογία επηρεάζει τη δράση και την ανάπτυξη ενός κόμματος;

Ποια ή σχέση μεταξύ πολιτικής ιδεολογίας και ταξικής πάλης;

Ή έρευνα των ζητημάτων αυτών έχει τεράστια σημασία, τόσο από επιστημονική όσο και από πολιτική άποψη.

’Άλλωστε, τα θέματα αυτά αποτελούν αντικείμενα συγκρούσεων, αμφισβητήσεων και ιδεολογικής πάλης.

‘Ο «Πολίτης» θέλοντας να συμβάλλει στη συστηματοποίηση και την ανάπτυξη τής σχετικής αναζήτησης καθιερώνει στήλη συζητήσεων. Πιστεύει ότι με τον τρόπο αυτό θα δώσει τη δυνατότητα να παρουσιαστούν τα περιγραφικά στοιχεία και οι αναλυτικές κατηγορίες πού είναι αναγκαίες για την ανάπτυξη του πολιτικού στοχασμού στον τόπο μας.

Στο τεύχος αυτό παρουσιάζουμε την εργασία τού Βασίλη Καπετανγιάννη πού συνεχίζει τη συζήτηση για το ΠΑΣΟΚ πού έχει αρχίσει στον «Πολίτη» και αλλού.

 

Ή εμφάνιση τού ΠΑΣΟΚ μετά την κατάρρευση τής δικτατορίας και οι θεαματικές του επιτυχίες στις εκλογές του 1977, ήταν φυσικό να προκαλέσουν πολλά ερωτήματα για τη φύση, τη δομή, τούς στόχους και τίς δυνατότητές του. Ή εκτόξευσή του στη θέση τής αξιωματικής αντιπολίτευσης, αριθμητικά και πολιτικά ισχυρής για να διεγείρει τίς κυβερνητικές ανησυχίες σέ ποικίλους τόνους, άλλα και ή απορία, στην κυριολεξία, τής κομμουνιστικής αριστερός μπροστά στο πολιτικό αυτό κίνημα, επισημαίνουν χαρακτηριστικά τη σημασία τής συζήτησης.

‘Η αμηχανία τής κομμουνιστικής αριστεράς είναι περισσότερο από έκδηλη και εμφανίζεται στην πολιτική της πρακτική και στάση σπασμωδικά, αντιφατικά και συγκυριακά. Δεν αναφέρομαι εδώ στο νέο-σταλινικό ΚΚΕ πού «έλυσε» το πρόβλημα με την αποφθεγματική διατύπωση του «μικροαστικού σοσιαλισμού» — παρόλο πού θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε το πώς κατά καιρούς διαμορφώνει την τακτική του απέναντι στο ΠΑΣΟΚ. Αναφέρομαι βασικά στο ΚΚΕέσ. πού διατείνεται ότι εφαρμόζει τον «δημιουργικό μαρξισμό».

Είναι χαρακτηριστικό πώς μόλις τον Σεπτέμβριο τού 1977, σέ προεκλογική στην ουσία περίοδο, εμφανίστηκαν μερικές εκτιμήσεις πού προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το κίνημα στη βάση τής αντιστοιχίας των θεωρητικών απόψεων τού αρχηγού του ΠΑΣΟΚ και των πολιτικών του θέσεων1. Είναι αμφίβολο πάντως αν ή προσπάθεια αυτή με τον απόλυτο χαρακτήρα τής παραπάνω αντιστοιχίας πού υιοθετούσε, μπόρεσε να συμβάλει, ακόμα και στο επίπεδο το όποιο επέλεξε, στο να κατανοηθούν ορθότερα έστω και μερικές πλευρές τής πολιτικής τού ΠΑΣΟΚ.

’Επισημαίνω ένα ακόμα προεκλογικό άρθρο2 πού στάθηκε, επιγραμματικά όμως κι ενδεικτικά, στο λαϊκίστικό χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ.

Δύο πιο πρόσφατες μελέτες3 θίγουν νενικότερα και ειδικότερα προβλήματα, πού ασφαλώς χρειάζονται βαθύτερη επεξεργασία και διερεύνηση, έχουν όμως το πλεονέκτημα πώς προσπαθούν ν’ αντιμετωπίσουν σφαιρικά το θέμα. Ή μεν πρώτη προσπαθώντας να ερμηνεύσει τίς κοινωνικές και πολιτικές ρίζες τού κινήματος και κυρίως την ιδεολογία του, ή δε δεύτερη αναλύοντας τα δομικά χαρακτηριστικά τής ελληνικής κοινωνίας, τίς αλλαγές στην ταξική της δομή και τίς επιπτώσεις στον χαρακτήρα τής πολιτικής. Κοινό χαρακτηριστικό τους επίσης είναι το ότι αναφέρονται στα λαϊκίστικά γνωρίσματα και φανερώματα τού κινήματος. Ό λαϊκισμός φαίνεται να πολιτογραφείται με αυξανόμενη συναίνεση στο πολιτικό μας λεξιλόγιο σέ σχέση με το ερμηνευτικό πλαίσιο μέσα στο όποιο τοποθετούνται οι αναλύσεις για το ΠΑΣΟΚ. Απ’ αυτή την πλευρά λοιπόν έχω την εντύπωση πώς θα ήταν χρήσιμο να εντείναμε την προσπάθεια για θεωρητική εμβάθυνση στην έννοια τού λαϊκισμόν χωρίς βέβαια να εγκαταλείψουμε την ανάλυση των συγκεκριμένων κοινωνικών, ταξικών και πολιτικών παραμέτρων πού φαίνεται ότι προσδιορίζουν την εμφάνιση, ανάπτυξη και πρακτική τού ΠΑΣΟΚ.

Σκοπεύω λοιπόν να παραθέσω ορισμένες σκέψεις πού αφορούν:

α) Τούς διάφορους τρόπους με τούς όποιους προσεγγίζεται το πρόβλημα τού λαϊκισμού.

β) Μερικές θεωρητικές προτάσεις4 με βάση τίς όποιες θα μπορούσε ενδεχόμενα να εξεταστεί από μαρξιστική σκοπιά ό λαϊκισμός.

γ) Μερικές υποθέσεις πάνω στις όποιες στηρίζονται τα δύο άρθρα πού άνέφερα πιο πάνω και

δ) Μερικά συμπεράσματα για την κατεύθυνση τής έρευνας και τής πολιτικής σημασίας τής συζήτησης γύρω από το ΠΑΣΟΚ.

Α. Διάφορες προσεγγίσεις στο πρόβλημα τού λαϊκισμού

Γενικό χαρακτηριστικό των λίγο – πολύ συγκροτημένων απόψεων για τον λαϊκισμό είναι το ότι προσπαθούν να τον εξετάσουν και σαν πολιτικό κίνημα και σαν ιδεολογικό φαινόμενο. Παραθέτω αμέσως με πολύ σχηματικό τρόπο μερικές προσεγγίσεις πού μού φαίνονται πιο σημαντικές καθώς και τα κριτήρια πάνω στα όποια στηρίζονται.

  1. Μια πρώτη άποψη εξετάζει τον λαϊκισμό σαν έκφραση συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης5. τα διάφορα όμως κινήματα πού χαρακτηρίζονται σαν λαϊκίστικά παρουσιάζουν θεμελιακές διαφορές μεταξύ τους ως προς την κοινωνική τους βάση. το κριτήριο τής κοινωνικής τάξης επιβάλλει αναπόφευκτα τη μετάθεση τού αντικειμένου τής έρευνας γιατί λαϊκισμός απ’ αυτή τη σκοπιά — εφ’ όσον ή κοινωνική βάση μπορεί να διαφέρει — δεν είναι παρά τα «κοινά σημεία» ή τα «κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα» των διαφόρων «λαϊκίστικών» κινημάτων. δεν χρειάζεται νομίζω να επιμείνω στο πόσο μερικές απόψεις για το ΠΑΣΟΚ κυριαρχούνται από μια τέτοια προσέγγιση. ‘Η μέθοδος αυτή δεν μπορεί βέβαια να υπερβεί τα όρια τής σύγκρισης των εμπειρικών γνωρισμάτων των διαφόρων κινημάτων, στην καλύτερη περίπτωση, με αποτέλεσμα να εξαφανίζεται από την ανάλυση αυτό πού πρέπει στην πραγματικότητα να αναλυθεί, ή ιδιαιτερότητα τού λαϊκισμού.
  2. Μια δεύτερη προσέγγιση περιχαρακώνει τον όρο «λαϊκισμός» αποκλειστικά στη σφαίρα τής ιδεολογίας. Τυπικά γνωρίσματα τού λαϊκισμού απ’ αυτή την άποψη είναι μόνο τα ιδεολογικά του γνωρίσματα: εχθρότητα προς το status quo, ή καχυποψία απέναντι στους παραδοσιακούς πολιτικούς, άντιδιανο-ουμενισμός, αναφορά στο λαό κι όχι στην κοινωνική τάξη κ.λπ. ‘ Η προσέγγιση αυτήν αρνείται να θεωρήσει τον λαϊκισμό σαν κίνημα και αρκείται να εξετάζει το πώς το ιδεολογικό αυτό σύμπλεγα υιοθετείται και καλλιεργείται από κινήματα με διαφορετική κοινωνική βάση.
  3. Μια τρίτη προσέγγιση, πού μπορούμε να ονομάσουμε λειτουργιστική (functionalist) εντάσσει το πρόβλημα μέσα στην προβληματική τού «εκσυγχρονισμού» των παραδοσιακών κοινωνιών, και τής «πολιτικής άνάπτυξης»6. Πρόκειται για την πιο συγκροτημένη προσέγγιση πού, αν και δεν διατηρεί την παλιά της αίγλη, εν τούτοις εξακολουθεί να ασκεί σημαντική επίδραση στην ερμηνεία των πολιτικών φαινομένων γενικότερα, και τού λαϊκισμού ειδικότερα στις λεγάμενες υποανάπτυκτές ή υπό ανάπτυξη χώρες. θα αδικούσα την άποψη αυτή αν προσπαθούσα να παραθέσω σ ’ όλη τους την έκταση και σημασία, στο πλαίσιο τού άρθρου αυτού, τίς θεωρητικές προτάσεις και αναλυτικές κατηγορίες της.7 Σημειώνω πάντως τα βασικά συμπεράσματα όπου καταλήγει σέ σχέση με το θέμα πού εξετάζουμε:

α:) Γενικά, ότι ή ορμητική είσοδος των μαζών στην πολιτική στις χώρες αυτές, κάτω από την επίδραση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αλλαγών, βρίσκεται σε ανιαντιστοιχια και ασυμμετρία με τη θεσμική ικανότητα ενσωμάτωσης τού πολιτικού συστήματος.

Το γεγονός αυτό αποτελεί και την μήτρα από την οποία αναδύονται τα λαϊκίστικά κινήματα.

β) Ειδικότερα, ή πολιτική κινητοποίηση των μαζών συνδέεται με τον σχηματισμό μιας ελίτ πού με τον «εκσυγχρονιστικό» της προσανατολισμό, την ιδεολογία της ενάντια στο status quo, τα σχέδια εκβιομηχάνησης κ.λπ., αποτελεί τον ηγετικό φορέα και διαμορφωτή των λαϊκίστικών κινημάτων.

γ) «’Η επανάσταση των ανερχομένων προσδοκιών» (άσχετα αν σύντομα καταλήγει στην αντεπανάσταση τής ραγδαίας. διάψευσής τους) πού δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από τούς ενδογενείς πόρους πού μπορεί να κινητοποιήσει το υπάρχον πολιτικό σύστημα, ή συγκινησιακή απήχηση των συνθημάτων, τής «εκσυγχρονιστικής» ελίτ (ανερχόμενη αστική τάξη, στρατιωτικοί, κρατική γραφειοκρατία, διανοούμενοι ή οποιοδήποτε σχήμα συμμαχιών μεταξύ τους) συντελούν στην πολιτική κινητοποίηση τεράστιων μαζών, αναγκαίο άλλωστε μοχλό και εργαλείο για να «σπάσει» το δοσμένο σύστημα πολιτικών σχέσεων και εξουσίας και να τεθούν σέ εφαρμογή οι μεταρρυθμίσεις και οι αλλαγές πού επαγγέλονται. Μ’ αυτά τα στοιχεία ό λαϊκισμός θεωρείται ως:

α) Πολιτική έκφραση λαϊκών στρωμάτων, όταν τα ’ίδια δεν είναι σέ θέση να δημιουργήσουν και να εγκαταστήσουν αυτόνομη βάση πολιτικής οργάνωσης και ταξικής ιδεολογίας.

β) Φαινόμενο ασυγχρονισμού ανάμεσα στις διαδικασίες οικονομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και πολιτικής ανάπτυξης, και επομένως φαινόμενο μεταβατικό.

γ) Φαινόμενο στενά συνδεμένο, σέ τελευταία ανάλυση, με ορισμένα στάδια οικονομικής ανάπτυξης, τα όποια μόλις ξεπεραστούν, ή σημασία του μειώνεται ή και εξαφανίζεται εντελώς ή εν πάση περιπτώσει, φαινόμενο πού οι πιθανότητες εμφάνισής του σχεδόν εκμηδενίζονται όταν λόγω τής οικονομικής ανάπτυξης ή πολιτική τείνει να προσλαμβάνει περισσότερο «συγχρονοταξικό» χαρακτήρα.

δ) Πολιτική κινητοποίηση μαζών, διαφορετικών κοινωνικών ερεισμάτων, των πόλεων και τής υπαίθρου, βασικά έξω από τα θεσμικά πλαίσια τού καθιερωμένου πολιτικού ανταγωνισμού, και

ε) Φαινόμενο πού ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματά του είναι ό χαρισματικός ήγέτης8.

Κλείνοντας την παράθεση μερικών απόψεων πού θεώρησα πώς αντιπροσωπεύουν τίς κυριότερες τάσεις στις μελέτες για το λαϊκισμό, πρέπει να σημειώσω ότι σκόπιμα παρέλειψα ν’ αναφερθώ σέ κείνες πού είτε εξετάζουν το λαϊκισμό σαν απλό φαινόμενο εξαπάτησης και καταδημαγώγησης των μαζών είτε εξαφανίζουν το πρόβλημα κάτω από το άλλοθι μιας δήθεν «ταξικής ανάλυσης»: εφ’ όσον ό λαϊκισμός δεν μπορεί να αναχθεί άμεσα στις τάξεις τί χρεία άλλων μαρτύρων έχουμε για να αγνοήσουμε το φαινόμενο;

Β. Λαός και Τάξη

Ή θεωρητική εγκυρότητα τού όρου «λαός», τουλάχιστον από μαρξιστική σκοπιά είναι αμφισβητήσιμη, αν όχι ολοκληρωτικά μετέωρη. Όμως το πρόβλημα παραμένει. δεν πρόκειται εδώ για τίς αστικές νομικές θεωρίες περί λαού «οργανωμένου σέ Κράτος» όπως διδάσκει το Συνταγματικό Δίκαιο, ούτε για το λαό σαν «συλλογική πολιτική θέληση», εκλογικό σώμα κ.λπ. Πρόκειται για κάτι βαθύτερο.

Πώς μπορεί να εξηγηθεί θεωρητικά από την άποψη τού μαρξισμού, από την άποψη δηλαδή τής ταξικής πάλης, ή σχέση λαός — τάξη; ‘Υπάρχει κατ’ αρχήν τέτοια σχέση και σέ ποιο επίπεδο μπορεί να τοποθετηθεί:

Είμαστε υποχρεωμένοι να διατυπώσουμε ένα τέτοιο ερώτημα για τρεις λόγους:

α) για να αποφύγουμε μερικές εύκολες λύσεις ή και σοβαρά πολιτικά λάθη.

β) για να εξετάσουμε την αναλυτική βάση αναφοράς τού λαϊκισμού. Γιατί ό λαϊκισμός αναφέρεται και στον λαό και στις τάξεις και

γ) για να δούμε πώς ό λαϊκισμός επεξεργάζεται και αρθρώνει ιδεολογικά τον «λαό» και να μπορέσουμε να διακρίνουμε τίς περιπτώσεις όπου ή αναφορά στον «λαό» δεν συνιστά αυτόματα και «λαϊκισμό».

Γ. Θεωρητικά προλεγόμενα

Είναι γνωστές οι δυσκολίες τής μαρξιστικής θεωρίας να συλλάβει τη σχέση οικονομίας, πολιτικής και ιδεολογίας, παρά τα διάφορα σχήματα πού έχουν προταθεί.

Είναι εξίσου γνωστές οι πολιτικές συνέπειες μερικών συλλήψεων για τίς σχέσεις αυτές γιατί αναπόφευκτα συνεπάγονται πολιτικές, ιδεολογικές και ταξικές πρακτικές.

Το ερώτημα, λοιπόν, τού πώς οι τάξεις σαν κοινωνικές δυνάμεις εκφράζονται στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, είναι ένα βασικό ερώτημα, πού δεν έχει απλά θεωρητικό ενδιαφέρον άλλα τεράστια πολιτική σημασία για το εργατικό κίνημα και το επαναστατικό κόμμα.

Κατ’ ανάγκη θα περιοριστώ σέ μερικές διατυπώσεις ορισμένων θεωρητικών αντιλήψεων παίρνοντας σαν δεδομένα τίς προϋποθέσεις, τα συστατικά στοιχεία και τη διάταξη των επιχειρημάτων πάνω στα όποια στηρίζονται9.

Είναι φανερό πώς ό «λαός» δεν «υπάρχει» στο επίπεδο των σχέσεων παραγωγής. ’ Εάν ή κυρίαρχη αντίθεση στο επίπεδο τού τρόπου παραγωγής συνιστά ένα ειδικό πεδίο ταξικού αγώνα, πώς «μεταφράζεται» ή αντίφαση αυτή στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο; Πώς μπορούμε να συλλάβουμε την ταξική πάλη σ’ αυτά τα επίπεδα; Γιατί σ’ αυτά δεν ανταγωνίζονται τρόποι παραγωγής άλλα κόμματα, ιδέες, μηχανισμοί, ατομικοί και συλλογικοί φορείς δράσης.

Με ποιο τρόπο, θα μπορούσαμε συγκεκριμένα να τοποθετήσουμε τα ιδεολογικά στοιχεία τού λαϊκισμού στις ταξικές δομές των κινημάτων αυτών, στον τύπο συνάρθρωσης των τρόπων παραγωγής κι όχι να τα θεωρήσουμε σαν άπλα «ιδεατά παραδείγματα»;

Πώς τελικά οι τάξεις καθορίζουν τίς πολιτικές και ιδεολογικές υπερδομές στο μεταφορικό σχήμα βάση – εποικοδόμημα;

Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για πολύ καίρια ερωτήματα κι ας μου επιτραπεί να επαναλάβω: καίρια για την πολιτική πρακτική τού επαναστατικού κόμματος.

Θα προσπαθήσω να περιγράψω ένα γενικό πλαίσιο απαντήσεων νιά ιιεοικά από αυτά τα ερωτήματα.

  1. ’Εάν κάθε ιδεολογικό και πολιτικό στοιχείο αναφέρεται Αναγκαστικά σέ μια τάξη, θα πρέπει να δεχθούμε πώς ή τάξη εκφράζεται αναγκαστικά κι αυτή μέσα απ’ αυτό το στοιχείο. Μ’ άλλα λόγια, το στοιχείο αυτό δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια στιγμή και μάλιστα Αναγκαία τής διαδικασίας αυτό-εξέλιξης τής ουσίας τής τάξης. Ή τάξη παύει «πλέον» να καθορίζει τίς πολιτικές και ιδεολογικές υπερδομές. ’Αντίθετα, κάθε ιδεολογικό και πολιτικό στοιχείο, στιγμή άλλωστε τής’ δικής της ουσιαστικής εμπραγμάτωσης απορροφάται από την τάξη σαν Αναγκαία στιγμή τής δικής της αυτό – ανάπτυξης.
  2. Με την υποβάθμιση αυτή τού ιδεολογικού και πολιτικού στοιχείου, κάθε ανταγωνισμός στα επίπεδα αυτά θεωρείται εξ ορισμού ότι εμπεριέχει σαφώς — και αναπόφευκτα — ταξικά στοιχεία, και επομένως κάθε αντίφαση στα επίπεδα αυτά ανάγεται σέ ταξική αντίφαση.
  3. ’ Εάν όμως δεχτούμε: α) ότι οι τάξεις υπάρχουν σαν τέτοιες μόνο στο επίπεδο των ταξικών αγώνων, ότι δηλαδή οι ταξικοί αγώνες συνιστούν και συγκροτούν τίς τάξεις σαν τέτοιες — γιατί διαφορετικά ή ταξική πάλη δεν θα ήταν παρά εξωτερικό στοιχείο των τάξεων, μια προϋπάρχουσα «φύση» τάξεων πού συγκροτούνται έξω από το πεδίο τής ταξικής πάλης και β) ότι κάθε αντίφαση δεν είναι ταξική αντίφαση (αν και ύπερκαθορίζεται από την ταξική πάλη), τότε μπορούμε να προχωρήσουμε στους εξής συλλογισμούς.

Α. δεν μπορούμε να συλλάβουμε τούς ταξικούς αγώνες παρά σέ σχέση με τίς συνολικές πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις κυριαρχίας — υποταγής πού χαρακτηρίζουν στην αναντικατάστατη ιδιαιτερότητά του τον συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό και το πολιτικό του σύστημα.

Β. Ή βασική και κυρίαργτνάντίφαση πού εδρεύει στον τρόπο παραγωγής εκφράζεται στα επίπεδα πού αναφέραμε με την ιδεολογική – πολιτική συγκρότηση των συλλογικών φορέων δράσης στον αμοιβαίο τους αλληλοκαθορισμό. Είναι ή σφαίρα τού ταξικού Αγώνα.

Όμως την βασική αυτή αντίφαση όπως την εκφράζουν ή τείνουν να την εκφράσουν πολυεδρικά οι συλλογικοί φορείς δράσης, τέμνει ή αντίφαση ανάμεσα στον «συνασπισμό τής εξουσίας»10 και στις κυριαρχούμενες τάξεις, «τον συνασπισμό τού λαού».

Μ’ αυτή την’ έννοια, ό «λαός» αποτελεί έναν από τούς δύο πόλους τής κυρίαρχης αντίφασης στον κοινωνικό σχηματισμό, πόλο πού εφ’ όσον τοποθετείται κυρίως στο επίπεδο τού πολιτικού και ιδεολογικού αγώνα κι όχι τού τρόπου παραγωγής εξαρτάται ακριβώς από το σύνολο των πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων κυριαρχίας – υποταγής στο συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό, από το ιστορικά διαμορφωμένο πλέγμα ποικίλων συμμαχιών πού συνάπτονται, σταθεροποιούνται ή διαλύονται κι ανασυγκροτούνται πάνω σέ πολλά επίπεδα, ανάλογα με την συγκυρία των πολιτικών αγώνων.

Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε πώς αν ή ταξική αντίφαση είναι, κυρίαρχη στο αφηρημένο επίπεδο τού τρόπου παραγωγής, ή αντίθεση λαού – συνασπισμού τής εξουσίας είναι κυρίαρχη στο επίπεδο τού κοινωνικού σχημιατισμού, των ιδεολογικών και πολιτικών σχέσεων.

Προκύπτει αμέσως το ερώτημα: ποια είναι ή σχέση ανάμεσα στις δύο αυτές αντιφάσεις και κατ’ επέκταση ποια είναι ή σχέση ανάμεσα στην ταξική ιδεολογία και στην λαϊκή δημοκρατική ιδεολογία;

’Εάν και πάλι δεχτούμε, παρά τα εμφανή προβλήματα πού υπάρχουν, πώς οι σχέσεις παραγωγής πάντα διατηρούν το ρόλο τού «προσδιορισμού σέ τελευταία ανάλυση» είναι φανερό πώς ό ταξικός αγώνας διατηρεί την προτεραιότητα σέ σχέση με τον λαϊκό – δημοκρατικό αγώνα.

Δ. Λαϊκός δημοκρατικός αγώνας και λαϊκή δημοκρατική ιδεολογία

Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για λαϊκό – δημοκρατικό αγώνα (λ.δ. α.) και λαϊκή – δημοκρατική ιδεολογία (λ.δ.ι.) είναι απαραίτητο το υποκείμενο «λαός» να βρίσκεται ιστορικά σέ ανταγωνιστική σχέση· με τον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας. Υπάρχει φυσικά μια τεράστια δυσκολία — ιδεολογικά πολιτικά συγκεκριμένη κάθε φορά — ένταξης των στοιχείων τής λ.δ.ι. στο στρατόπεδο τού λαού. και είναι φανερό πώς επεμβαίνει εδώ ένας μηχανισμός επιλογής πού τα κριτήριά του δεν είναι πάντα ξεκάθαρα και πού πολλές φορές αποτελούν ένα σύνολο αντιφατικό. Γιατί είναι προφανές πώς κάθε μη ταξικό ιδεολογικό στοιχείο δεν είναι αυτόματα και λαϊκό — δημοκρατικό.

Με τον όρο λαϊκή – δημοκρατική ιδεολογία εννοούνται οι δημοκρατικές παραδόσεις τού λαού, τα σύμβολα, οι άξιες, ή κουλτούρα κ.λπ., σέ συντομία όλες οι μορφές με τίς όποιες ό λαός αποκτά επίγνωση τής ιστορικής ταυτότητάς του μέσω τής αντιπαράθεσης και πάλης του ενάντια στο συγκρότημα τής εξουσίας.

Οι λαϊκές παραδόσεις και γενικότερα ή σφαίρα τής λαϊκής δημοκρατικής ιδεολογίας αποτελείται από ένα πολύπλοκο σύνολο ιδεολογικών στοιχείων πού εκφράζουν την ιδεολογική αποκρυστάλλωση τής αντίστασης στην καταπίεση. Είναι φυσικό λοιπόν να υπάρχουν στοιχεία αντιφατικά κι αμφιλεγόμενα. Πρόκειται για ένα χώρο ιδεολογικά ρευστό, πού δεν έχει εσωτερική συνοχή άλλα αποτελείται από στοιχεία πού ενώ δεν έχουν ακριβές ταξικό περιεχόμενο μπορούν να υπάρχουν μόνο στην άρθρωσή τους με συγκροτημένους ταξικούς ιδεολογικούς λόγους.

Οι λαϊκές παραδόσεις αποτελούν μοναδική κι αναντικατάστατη ιστορική εμπειρία με σταθερές και διαρκείς δομές νοημάτων, άξιών και συμβόλων, ανθεκτικότερες από την κοινωνική δομή. δεν είναι αυθαίρετές και δεν μπορούν να αλλάξουν κατά βούληση. Δίνουν όμως μια ιδιαιτερότητα, ανεπανάληπτη, μοναδική και αναντικατάστατη ταυτότητα στο ιδεολογικό υποκείμενο πού λέγεται π.χ. ελληνικός λαός.’

Με ποιο τρόπο λοιπόν οι τάξεις είναι παρούσες στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο; ’ Εάν α) ή σφαίρα τού λ.δ.α. με τα ιδεολογικά και πολιτικά του στοιχεία πού δεν μπορούν να αναχθούν στην τάξη αποτελεί ένα αυτόνομο πεδίο ταξικού αγώνα και εάν β) ό ταξικός αγώνας, όπως είπαμε, έχει την προτεραιότητα σέ σχέση με τον λαϊκό — δημοκρατικό αγώνα.

Τότε δύο συμπεράσματα είναι αναπόφευκτα.

α) Ο χώρος τής λαϊκής – δημοκρατικής ιδεολογίας είναι ό κατεξοχήν χώρος τού ιδεολογικού ταξικού αγώνα.

β) Ο ταξικός αγώνας στο ιδεολογικό επίπεδο συνίσταται σέ μεγάλο βαθμό στην προσπάθεια άρθρωσης των στοιχείων τής λ.δ.ι. στον ιδεολογικό και πολιτικό λόγο τφν ανταγωνιστικών τάξεων.

Δεν χρειάζεται να επαναλάβει κανείς πώς κάθε τάξη στη διεξαγωγή τού ιδεολογικού ταξικού αγώνα προσπαθεί να παρουσιάζεται σαν τάξη και σαν λαός, προσπαθεί να παρουσιάζει τα ταξικά της συμφέροντα σαν αντιπροσωπευτικά των λαϊκών συμφερόντων, των ποικίλων τάξεων, ’τμημάτων και στρωμάτων πού απαρτίζουν το λαό στο σύνολό του.

Ή ιδεολογία τής κυρίαρχης τάξης δεν συνίσταται κυρίως στην «κοσμοθεωρία» της, πού εκφράζει «ιδεολογικά» την ουσία της, άλλα στο ότι αποτελεί μέρος τού συστήματος τής κυριαρχίας της. Ή κυρίαρχη ιδεολογία είναι κυρίαρχη όχι σαν κτήμα τής κυρίαρχης τάξης αλλά γιατί επιβάλλεται με διάφορους τρόπους και γιατί, πάνω απ’ όλα, αρθρώνει στον ιδεολογικό της λόγο τα μη ταξικά ιδεολογικά στοιχεία.

Στο βαθμό πού μια τάξη είναι ικανή όχι μόνο να επιβάλει μέσω των ιδεολογικών και πολιτικών μηχανισμών τού κράτους τη δική της «συνολική αντίληψη τού κόσμου» στις’ κυριαρχούμενες τάξεις, αλλά και να απορροφά εν ,μέρει ή να ουδετεροποιεί και να εξουδετερώνει τα ιδεολογικά εκείνα περιεχόμενα τής λ.δ.ι. πού εκφράζουν την αντίσταση απέναντι στην καταπίεση και την κυριαρχία, είναι και ηγεμονική.

Καμιά τάξη δεν μπορεί να υπάρξει σαν τέτοια παρά μόνο στον αγώνα για την ηγεμονία στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο. Ή ηγεμονία της δεν οφείλεται τόσο στην «επιβολή» τού ιδεολογικού της ταξικού λόγου, ας το επαναλάβουμε, αλλά στην ικανότητα άρθρωσης των διαφορετικών αντιλήψεων των άλλων τάξεων και στρωμάτων στο δικό της σύνολο με τρόπο πού να εξουδετερώνεται ό δυνητικός ανταγωνισμός τους, ή δυνατότητα άρθρωσής τους στον αντίπαλο ιδεολογικό λόγο.

Μ’ άλλα λόγια το πεδίο μάχης τής λ.δ.ι. χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη και σύγκρουση εναλλακτικών σχεδίων άρθρωσης των ανταγωνιστικών τάξεων όπως εκφράζονται στην «αντιπροσωπευτική» τους σχέση, με τα πολιτικά κόμματα αλλά και μέσω άλλων μηχανισμών. ‘Η λ.δ.ι. δεν μπορεί να υπάρξει τουλάχιστον από την άποψη των όρων τού πολίτικο – ιδεολογικού ανταγωνισμού παρά σέ σχέση με μια ταξική αρχή άρθρωσης. Μόνο έτσι μπορούμε να καταλάβουμε γιατί στην ιδεολογία ενός κινήματος μπορούν να συνυπάρχουν ταξικά και μη ταξικά ιδεολογικά στοιχεία.

Ο ταξικός χαρακτήρας ενός ιδεολογικού λόγου αποκαλύπτεται από την ειδική του αρχή συνάρθρωσης και δεν μπορεί να άφορά τα περιεχόμενα τής ιδεολογίας αλλά τη μορφή της. ‘Ας πάρουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: τον εθνικισμό και τίς δημοκρατικές ελευθερίες.

Α. Κάθε τάξη κάνει μια ορισμένη χρήση τού εθνικισμού. Αλλά πού έγκειται ή διαφορά; ’Εάν ό εθνικισμός αναφέρεται σέ τόσο διαφορετικά στοιχεία με αυστηρά ταξικό χαρακτήρα και ταυτότητα, πώς είναι δυνατόν να αποτελέσει πεδίο άρθρωσης διαφορετικών ταξικών ιδεολογικών και πολιτικών λόγων; και πώς θα μπορούσε να διεξαχθεί ό ιδεολογικός ταξικός αγώνας χωρίς την ύπαρξη ενός πεδίου όπου υπάρχουν κοινά «νοήματα», κοινό έδαφος;

Πώς θα μπορούσε κάθε τάξη να παρουσιάζεται σαν ό «αυθεντικός» εκπρόσωπος τού λαού; ‘ Η ’ίδια ή αρχή τής άρθρωσης απαιτεί την ύπαρξη μη ταξικών περιεχομένων τής ιδεολογίας — με τίς αντιφάσεις τους και τούς αμοιβαίους ανταγωνιστικούς καθορισμούς τους. Αποτελούν την πρώτη ύλη ακατέργαστη ή ημικατεργασμένη πάνω στην οποία λειτουργούν ιδεολογικές πρακτικές τής τάξης.

Β. ’Εάν τώρα oi δημοκρατικές ελευθερίες και οι δημοκρατικοί θεσμοί αποστεγνώνονται από το περιεχόμενό τους ή περιορίζονται από το αυταρχικό κράτος τού σύγχρονου μονοπωλιακού κεφαλαίου δεν είναι δυνατό τα περιεχόμενα αυτά να συνδέονται όλο και περισσότερο με τον εναλλακτικό σοσιαλιστικό λόγο; δεν μπορεί ή σοσιαλιστική ιδεολογία στην προοπτική τού δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό ν’ απορροφήσει την αυθόρμητη παραγωγή δημοκρατικής ιδεολογίας των μαζών στην πάλη τους κατά τού αυταρχισμού και τής καταπίεσης και να την αρθρώσει στον δικό της ιδεολογικό και πολιτικό λόγο;

Συνοψίζοντας την παραπάνω ανάλυση ό ιδεολογικός χώρος τού λ.δ.α:

α) καθορίζεται από τον ανταγωνισμό διαφορετικών σχεδίων άρθρωσης των ανταγωνιστικών κοινωνικών τάξεων και μ’ αυτή την έννοια δεν παρουσιάζει την «καθαρότητα» μιας απόλυτα κλειστής ταξικής ιδεολογίας.

β) υπόκειται σέ πολλές αρχές άρθρωσης ακριβώς γιατί δεν έχει σαφή ταξικό χαρακτήρα. θα πρέπει να προσθέσουμε παρενθετικά ότι ή άρθρωση αυτή επιτυγχάνεται με πολλούς τρόπους από τούς όποιους δεν πρέπει να αποχωριστεί ή άσκηση ωμής φυσικής βίας.

Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε και τον μετασχηματισμό των ιδεολογιών, αν δηλαδή κατανοήσουμε πώς οι ιδεολογίες μετασχηματίζονται μέσω τού ταξικού αγώνα πού γίνεται με την παραγωγή υποκειμένων, ατομικών και συλλογικών φορέων δράσης, και μέσω μιας διαδικασίας άρθρωσης και αποσύνδεσης. Ή ανερχόμενη κοινωνικά τάξη δεν μπορεί να παίξει τον ηγεμονικό της ρόλο χωρίς να κατακτήσει την ικανότητα τής αποδιάρθρωσης και αποσύνδεσης των λαϊκών αυτών στοιχείων από τον κυρίαρχο ιδεολογικό ρόλο και τής αντίστοιχης άρθρωσης και ενσωμάτωσής τους στον δικό της.

Ε. Λαϊκισμός

Πώς θα μπορούσαμε τώρα να εξετάσουμε το πρόβλημα τού λαϊκισμού με βάση τίς θεωρητικές προτάσεις πού διατυπώσαμε;

Κεντρικό χαρακτηριστικό γνώρισμα τού λαϊκισμού είναι ή αναφορά του στο «λαό», γνώρισμα πού συνίσταται στην προσπάθεια να εκμεταλλευτεί τη λ.δ.ι. στο βαθμό πού είναι ανταγωνιστική στην κυρίαρχη, να τής δώσει κάποιο είδος συνοχής και να την παρουσιάσει σαν μια εναλλακτική πολιτική λύση απέναντι στο υπάρχον σύστημα ιδεολογικής και πολιτικής κυριαρχίας. Αυτό με κανένα τρόπο δεν σημαίνει ότι ό λαϊκισμός είναι πάντα επαναστατικός irso jure. Ύπάρχει ό λαϊκισμός των κυρίαρχων τάξεων κι ό λαϊκισμός των κυριαρχούμενων.

Σχετικά με το λαϊκισμό των κυρίαρχων τάξεων θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε όχι μόνο μερικά στοιχεία τής φασιστικής ιδεολογίας ή τού δεξιού ριζοσπαστισμού αλλά και τού σύγχρονου δεξιού — συντηρητικού λαϊκισμού (π.χ. ό ρητορικός σέ μεγάλο βαθμό λαϊκισμός τής αρχηγού τού Συντηρητικού κόμματος τής αντιπολίτευσης στην ’ Αγγλία Μ. Θάτσερ πού έχει βαθιές ρίζες στη συντηρητική παράδοση και τροφοδοτείται από το γραφεικρατικό κρατισμό τής σοσιαλδημοκρατίας τού κυβερνώντος Εργατικού κόμματος). Ή ακόμα και το λαϊκισμό τής ίδιας τής σοσιαλδημοκρατίας στις διάφορες ιστορικές παραλλαγές της.

Για τίς κυριαρχούμενες τάξεις λαϊκισμός σέ καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς δεν μπορεί να σημαίνει παρά τη διαρκή προσπάθεια τής εργατικής τάξης να γίνει ηγεμονική κοινωνική δύναμη, να εγκαταλείψει δηλαδή τα στενά κορπορατιστικά συμφέροντά της, όπως τόνιζαν πάντα ό Γκράμσι κι ό Τολιάτι, να αναδεικνύεται καθημερινά σέ εθνική ηγετική δύναμη αρθρώνοντας τη λ.δ.ι. στη σοσιαλιστική ιδεολογία, οργανώνοντας το ετερογενές αυτό σύνολο σ’ όλα τα επίπεδα, και κυρίως στο ιδεολογικό, σέ μια συνθετική ενότητα πού θα εκφράζει τα αμοιβαία συμφέροντα των τάξεων και των στρωμάτων αυτών προς μια ενιαία πολιτική κατεύθυνση. Όταν μιλάμε για «σοσιαλιστικό λαϊκισμό» δεν εννοούμε καμμιά ιδεολογική έκφραση «καθυστερημένων» στρωμάτων αλλά την πραγματική ενσωμάτωσή τους στη σοσιαλιστική ιδεολογία και την κατάκτηση τής ηγεμονίας. Χωρίς αυτή την άρθρωση τού «λαού» στη σοσιαλιστική ιδεολογία είναι αδύνατο να αντιμετωπισθεί πολιτικά και ιδεολογικά και, σέ τελευταία ανάλυση, να ανατραπεί το κυρίαρχο συγκρότημα εξουσίας. Ό «σοσιαλιστικός λαϊκισμός» είναι ό μόνος πού μπορεί τελικά να δώσει διέξοδο, την σωστή έκφραση στην πιο ριζοσπαστική της μορφή στην αντίθεση’ λαός — κυρίαρχο συγκρότημα εξουσίας και τελικά να «υπερβεί» αυτή την αντίφαση. οι ανώτατες μορφές λαϊκισμού δεν μπορεί παρά να είναι μόνο σοσιαλιστικές.

Θα πρέπει να έχει γίνει σαφές ότι όταν αναφερόμαστε στον λαϊκισμό εννοούμε ταυτόχρονα μαζικά κινήματα, τεράστιες μετακινήσεις μαζών, πολιτική κινητοποίηση λαϊκών στρωμάτων πού εκφράζουν με ένταση και στο ιδεολογικό επίπεδο τα αιτήματά τους. και κυρίως σέ περιόδους κρίσης και συμπτωμάτων αποδιάρθρωσης του ιδεολογικού λόγου τής κυρίαρχης τάξης. ’Ενώ όμως ό λαϊκισμός έχει ένα ιδιαίτερο ιδεολογικό πεδίο είναι αδύνατο να τον καταλάβουμε χωρίς βαθιά εξέταση τής ιδεολογίας των ανταγωνιζόμενων τάξεων σέ ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό.

Ό αφηρημένος χαρακτήρας του λαϊκισμού είναι αυτός πού τον καθιστά ευάλωτο στις διάφορες τάξεις και επιτρέπει την παρουσία του στα ιδεολογικά τους σύνολα. Ή διαλεκτική τάξη — λαός έχει μια δική της δυναμική, ή δόμηση των σχέσεων τους είναι αποτέλεσμα διαρκούς πάλης και ή απορρόφηση του «λαού» από τον ταξικό λόγο ποτέ δεν επιτυγχάνεται ολοκληρωτικά.

ΣΤ. Σοσιαλισμός εναντίον λαϊκισμού;

Με βάση τον χαρακτήρα τής λαϊκίστικής ιδεολογίας πού προσπάθησαν να θίξω έμμεσα διατυπώνοντας ορισμένες σκέψεις για τον ιδεολογικό χώρο τής λ.δ.ι. μπορούμε να επισημάνουμε μερικά επίμαχα σημεία τού άρθρου στον Πολίτη12.

’Εκτός φυσικά από τίς πολλές ορθές διατυπώσεις πού περιέχονται στο άρθρο από τη σκοπιά πού εξετάζουμε το θέμα, μάς ενδιαφέρουν κυρίως οι εκτιμήσεις για την λαϊκιστική ιδεολογία του ΠΑΣΟΚ. Παρατηρείται ορθά ότι το κίνημα (εκτός των άλλων) αποτελεί γέννημα διπλής ιδεολογικής κρίσης: τής αστικής ιδεολογίας στη χώρα μας και τής σοσιαλιστικής ιδεολογίας (σέ παγκόσμιο αλλά και εσωτερικό επίπεδο). θα μπορούσε να προσθέσει κανείς χωρίς κίνδυνο και την κρίση των κομματικών φορέων τής ιδεολογίας αυτής στην ‘ Ελλάδα.

Ενώ όμως επισημαίνονται με αρκετή σαφήνεια πολλά ιδεολογικά στοιχεία του Πασοκικού λαϊκισμού, δίνεται ή εντύπωση ή μάλλον δια τυπώνεται κατηγορηματικά ή άποψη, ότι «οι μάζες άκουσαν από το στόμα του Ανδρέα τίς δικές τους φωνές, απαράλλακτες, αντιφατικές, αποσπασματικές, θολές»13. Ανάγεται δηλαδή ή ιδεολογία τού κινήματος σέ τίποτα περισσότερο από απλό αντίλαλο τού συγκεχυμένου και αντιφατικού ιδεολογικού οδυρμού των μαζών ή στην καλύτερη περίπτωση, σέ μια «εκλεκτικιστική άρθρωση».

Ή λαϊκιστική ιδεολογία αντιπαραβάλλεται σέ τελευταία ανάλυση σέ θανάσιμη διαμάχη με την σοσιαλιστική ιδεολογία, παρά τα «σοσιαλιστικά θραύσματα» πού ή ίδια εμπεριέχει. Ή κατάληξη είναι αναπόφευκτη: «την αυθόρμητη αυτή λαϊκή παραγωγή το ΠΑΣΟΚ δεν την μετατρέπει σέ σοσιαλιστική ιδεολογία – άλλωστε δεν είναι μετατρέψιμη»14 (ύπογρ. δική μου).

’Έτσι το ερώτημα πού τίθεται στο τέλος τού άρθρου, το αν δηλαδή πρόκειται για μια βιώσιμη αποκρυστάλλωση ή αφετηρία για νέες ρευστοποιήσεις, δεν μπορεί στην πραγματικότητα να απαντηθεί με τη φανταστική αντιπαράθεση «σοσιαλισμού — λαϊκισμού» και με τούς υπόκωφους θρήνους για την «νόθευση των μαρξιστικών διδαγμάτων».

Και δεν μπορεί να απαντηθεί γιατί ή σοσιαλιστική ιδεολογία (ό μαρξισμός — λενινισμός), παρόλο, πού δεν διευκρινίζεται το περιεχόμενό της, θεωρείται σαν ένα a priori σύνολο προς την κατεύθυνση του όποιου θα πρέπει να κινηθεί ή ιδεολογική πραγματικότητα. Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη ή «σοσιαλιστική ιδεολογία» είναι μια «καθαρή» ιδεολογία πού βρίσκεται στα βιβλία ή στο μυαλό των επαναστατών. Εθνικές ή πολιτιστικές παραδόσεις, οι περίφημες «ιδιομορφίες» τής εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, δεν μπορεί παρά ν’ αποτελούν παρεκκλίσεις και νοθεύσεις τής δοσμένης αυτής «καθαρότητας» κατάλοιπα πού πρέπει να εξαφανιστούν αφού περάσουν πρώτα από το καθαρτήριο τού δοσμένου κι αφηρημένου ιδεολογικού συνόλου. ”Ας το πω όμως πιο καθαρά. Ή μαρξιστική — λενινιστική ιδεολογία δεν είναι ή ιδεολογία τής εργατικής τάξης, δεν ανταποκρίνεται εξ ορισμού στα ταξικά της συμφέροντα παρά αποτελεί μόνο έναν από τούς αφηρημένους και αναγκαίους όρους τής ιδεολογικής και πολιτικής της ύπαρξης και πρακτικής. Ή μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία δεν είναι ή τελική μορφή τής ιδεολογίας τής εργατικής τάξης. το να δεχτούμε το αντίθετο είναι σαν να συνηγορούμε ύπερ του ύπερ-αριστερισμού, θεωρητικού και πολιτικού. Πραγματικά, για τον ύπερ-αριστερισμό δεν είναι οι συγκεκριμένοι ταξικοί αγώνες πού διαμορφώνουν την ιδεολογία των μαζών αλλά κάποια εμφύτευση μιας ιδεολογίας πού προϋπάρχει έξω και πάνω απ’ αυτούς. για τον ύπερ – αριστερισμό οι αγώνες δεν δημιουργούν ορθή ιδεολογία, το πολύ-πολύ να βοηθούν στην ωρίμανση των συνειδήσεων, ξεκαθαρίζοντας τα νόθα στοιχεία και προλειαίνοντας το έδαφος για την είσοδο στην ιδεολογική κατήχηση τής καθαρής σοσιαλιστικής ιδεολογίας.

Όμως αν δεχτούμε τίς υποθέσεις πού παρέθεσα πιο πάνω, θα πρέπει να πούμε πώς από την άποψη των ταξικών συμφερόντων τής εργατικής τάξης ή ιδεολογία της μπορεί να συνίσταται μόνο στην άρθρωση τού μαρξισμού – λενινισμού (σαν ιδεολογίας) με τη λαϊκή – δημοκρατική ιδεολογία διαμορφωμένη στους μακρόχρονους αγώνες των συγκεκριμένων ιστορικών υποκειμένων, τής συγκεκριμένης κοινωνίας, μοναδικής και ιδιαίτερης. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο και μ’ αυτή την έννοια ή ιδεολογία τής εργατικής τάξης μπορεί να τείνει και να κατακτήσει την ηγεμονία.

Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι να αντιπαραθέσουμε μια δήθεν καθαρή σοσιαλιστική ιδεολογία σ’ ένα δήθεν λαϊκίστικό ιδεολογικό συνοθύλευμα, αλλά να απαντήσουμε στο εάν τα ετερόκλητα ιδεολογικά λαϊκά στοιχεία του κινήματος του ΠΑΣΟΚ μπορούν ή όχι ν’ αποτελέσουν αντικείμενο άρθρωσης στη σοσιαλιστική ιδεολογία, εφ’ όσον βέβαια την προσδιορίσουν.

Κατά τη γνώμη, μου, είναι λάθος να αντιπαρατίθεται με τέτοιο τρόπο ό σοσιαλισμός κι ό λαϊκισμός παρόλο πού είναι σαφές ότι υπάρχουν σημεία τριβής, ανταγωνισμού, διαμάχης, ακόμα και σύγκρουσης, όχι όμως με την έννοια δύο ιδεολογικών στρατοπέδων, ενός καθαρού ταξικού και ενός αταξικού ή πολυταξικό — άμορφου, αδιάπλαστου κι αποδιαρθρωμένου.

Απ’ αυτή την άποψη νομίζω πώς υποτιμάται τόσο ό ρόλος τής χαρισματικής προσωπικότητας σαν μορφή νομιμοποίησης τής εξουσιαστικής δύναμης τού Αρχηγού πάνω στις μάζες όσο και ή ικανότητα τής ’Οργάνωσης να κινητοποιεί αποτελεσματικά τη συγκατάθεση αυτή και να επεξεργάζεται την ιδεολογία τού κινήματος σ’ ένα βαθμό. ‘Οπωσδήποτε πάντως, τόσο ό ’Αρχηγός όσο και ή ’Οργάνωση δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν άπλα ηχεία των γοερών μαζικών κραυγών των λαϊκών στρωμάτων και τάξεων πού εκπροσωπεί το ΠΑΣΟΚ. Σέ ποιο βαθμό γίνεται αυτό είναι δύσκολο να το διαπιστώσει κανείς. Όμως, ή σωστή διαπίστωση ότι το κίνημα, κι ό αρχηγός του ιδιαίτερα, δίνουν άπλα πολιτική έκφραση στα λαϊκά αιτήματα, ενώ είναι σωστή δεν είναι επαρκής.

Υπάρχουν από την άλλη μεριά σαφέστατα και κυρίαρχα ιδεολογικά στοιχεία: ό εθνικισμός κι ένα είδος κοινωνικής ιδεολογίας15 πού αρθρώνονται μεταξύ τους μ’ ένα ορισμένο τρόπο, όσο ασαφής κι εκλεκτικός κι αν είναι αυτός. Πάντως το ερώτημα πού διατυπώνει τελικά το άρθρο, αν δηλαδή πρόκειται για σταθερές αποκρυσταλλώσεις, σαφώς δεν μπορεί να απαντηθεί χωρίς βαθύτερη διερεύνηση.

Ζ. Εξαρτημένη ανάπτυξη και λαϊκισμός

Ή εξέταση και οι οποιεσδήποτε ερμηνείες για την ιδεολογία τού λαϊκισμού και στη συγκεκριμένη περίπτωση τού ΠΑΣΟΚ δεν μπορούν από μόνες τους να εξηγήσουν το φαινόμενο. Χρειάζεται να αναλυθούν προσεκτικά τόσο οι συγκυρίες

τής ταξικής πάλης όσο και οι ιστορικά διαμορφωμένες μορφές της. Χρειάζεται ακόμα να ερευνηθούν ιστορικά οι ιδεολογικές και πολιτικές ρίζες τού κινήματος και οι συσχετισμοί του με τα δομικά χαρακτηριστικά τού ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, όπου σέ τελευταία ανάλυση παραπέμπονται.

Το άρθρο τού Ν. Μουζέλη16 εξετάζει το κίνημα τού ΠΑΣΟΚ απ’ αυτήν ακριβώς τη σκοπιά. ‘ Η εμφάνιση και ανάπτυξη τού κινήματος εξετάζεται κάτω από το θεωρητικό σχήμα τού τύπου τής συσσώρευσης κεφαλαίου πού επικράτησε στην Ελλάδα μετά τον ΕΓ Παγκόσμιο Πόλεμο, των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συνεπειών τής εξαρτημένης καπιταλιστικής ανάπτυξης. το κίνημα εξετάζεται επίσης σέ σύνδεση με μια διαδικασία εκτεταμένης κοινωνικής και πολιτικής κινητοποίησης μαζών τής υπαίθρου και των πόλεων οι όποιες αποδεσμεύονται από τίς παραδοσιακές πολιτικές σχέσεις: το σύστημα τής πολιτικής πελατείας (Clientelisme) και την «εξαρτημένη ενσωμάτωσή» τους στις πολιτικές διαμάχες και το σύστημα τής κυρίαρχης τάξης. Βάση τού λαϊκισμού απ’ αυτή την ευρύτερη σκοπιά αποτελούν τα λαϊκά αυτά στρώματα τής υπαίθρου και των πόλεων πού βρίσκονται έξω από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, τρόπο πού ενώ έχει έγκατα- στήσει την κυριαρχία του στον κοινωνικό σχηματισμό δεν παύει να έχει τη μορφή «θύλακα».

Το συμπέρασμα είναι ότι λόγω τής απήχησης τού ΠΑΣΟΚ στα λαϊκά αυτά στρώματα πού για πολλούς λόγους δεν κατόρθωσαν στη χώρα μας να αποκτήσουν αυτόνομη βάση πολιτικής οργάνωσης, μπορούμε να πούμε ότι καταλαμβάνει κατεξοχήν την πολιτική αρένα τού λαϊκισμού.

Αυτό όμως πού δεν εξηγείται με επάρκεια κατά τη γνώμη μου είναι ακριβώς αυτή ή συνοδοιπορία των δομικών αλλαγών με την πολιτική κινητοποίηση των στρωμάτων αυτών σέ λαϊκίστικές βάσεις και επιπλέον το γιατί αυτή ή μορφή ενσωμάτωσης (ή λαϊκιστική) είναι μη ταξική. Ήταν αναγκαστικά αναπόφευκτη ή εμφάνιση και ή ενδυνάμωση τού κινήματος και κάτω από ποιες προϋποθέσεις συντελέστηκε ή ισχυροποίησή του και σέ ποια πεδία;

Δεν θα μπορούσα να καταπιαστώ εδώ με την ανάλυση των ταξικών αγώνων πού διατρέχουν την ιστορική περίοδο μέσα στην οποία τοποθετούνται οι ιδεολογικοί και πολιτικοί όροι πού έθρεψαν την ανάπτυξη τού κινήματος. ’Έχω όμως τη γνώμη πώς ή αναφορά πού γίνεται στους πολιτικούς παράγοντες για να ερμηνευτεί το κίνημα και να εξαχθεί το συμπέρασμα τής «καθυστερημένης» εμφάνισής του παραπέμπει αυτόματα και αναπότρεπτα στη σύνδεση τού λαϊκισμού και ορισμένων σταδίων οικονομικής ανάπτυξης ή καθορισμένων δομικών μεταβολών.

Αν το λαϊκίστικό κίνημα δεν εμφανίστηκε στον «καιρό» του, όπως κανονικά «θα έπρεπε», τότε υπόλογοι αυτής τής καθυστέρησης είναι οι πολιτικοί παράγοντες πού «ανέκοψαν» μια φυσιολογική πορεία. οι οικονομικό – κοινωνικοί δομικοί περιορισμοί προδιαγράφουν τα πλαίσια των δυνατών λύσεων — των πραγματικών ορίων μιας πολιτικής πού εφαρμόζεται — δεν αποτελούν δίκτυ για το ποια πολιτική λύση επιλέγεται, υπερισχύει ή εφαρμόζεται τελικά ούτε αποκαλύπτει σ’ όλη την έκταση και το βάθος τούς όρους του πολιτικού ανταγωνισμού.

Οι ειδικοί πολιτικοί και ιδεολογικοί παράγοντες έχουν πρωταρχική και βαρύνουσα σημασία για την ερμηνεία των όρων κάτω από τούς όποιους εμφανίζονται τα διάφορα πολιτικά κινήματα και οι πολιτικοί ανταγωνισμοί των τάξεων. ’Αληθεύει βέβαια ότι εκεί όπου ό καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν έχει επεκτείνει ευρύτατα την κυριαρχία του, οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές για την αυτόνομη πολιτική οργάνωση των κυριαρχούμενων τάξεων ή ότι οι τάξεις πού έχουν δυνατότητα αυτόνομης πολιτικής οργάνωσης είναι αριθμητικά ανίσχυρες. Ποια ήταν όμως ή αριθμητική ισχύς τής εργατικής τάξης όταν αναπτύχθηκε το κίνημα τού ΕΑΜ;

Συμπερασματικά είναι αναγκαίο κατά τη γνώμη μου να μελετηθούν προσεκτικά σέ συνάρτηση με τον χαρακτήρα και τον ρυθμό των δομικών αλλαγών οι όροι των πολιτικών ανταγωνίσιμων.

Ένα πλαίσιο μελέτης των όρων αυτών θα μπορούσε κατά τη γνώμη μου να έχει σαν αφετηρία τίς μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις τής περιόδου τού ’Ανένδοτου αγώνα, περίοδο κατά την οποία για πρώτη φορά επέρχεται ραγδαία πολιτικοποίηση των μαζών. θα μπορούσε έτσι να αναλυθούν οι όροι και τα όρια τής πολιτικοποίησης αυτής, οι όροι πού υπαγορεύσαν το είδος τής πολιτικής ενσωμάτωσης των μαζών πού πραγματοποιήθηκε, το βαθμό αντίθεσης στο status quo, κοινωνικό και πολιτικό τής εποχής, κ.λπ. θα έπρεπε μετά ή ανάλυση να σταθεί στην παρατεταμένη πολιτική κρίση τού 1965-67 και την επακόλουθη κατάρρευση τού κοινοβουλευτισμού. Ή περίοδος επίσης τής δικτατορίας είναι εξίσου σημαντική για την διερεύνηση των ιδεολογικών μεταμορφώσεων τού λαού, των αλλοιώσεων και των μετασχηματισμών τής λαϊκής δημοκρατικής ιδεολογίας, τούς όρους πού υπαγόρευσαν τίς αλλαγές κατευθύνσεων, τις μεταλλαγές πού επήλθαν στη συνέχεια στις βασικές πολιτικές διαιρέσεις και τίς σχέσεις τους με τίς αλλαγές στην κοινωνικοοικονομική δομή.

Μια τέτοια εμπεριστατωμένη ανάλυση θα μας βοηθούσε από πολλές πλευρές στην κατανόηση των λόγων τής απήχησης τού ΠΑΣΟΚ σέ ευρύτερα λαϊκά στρώματα των πόλεων και τής υπαίθρου. θα έδειχνε επίσης το πόσο στενά συνδέεται το φαινόμενο με την κρίση τής ιδεολογίας των κομματικών φορέων τής κομμουνιστικής αριστεράς και πρωταρχικά με τη θανάσιμη αδυναμία τού ΚΚΕέσ. να αρθρώσει τα νέα ιδεολογικά στοιχεία τού δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό με τίς αγωνιστικές δημοκρατικές παραδόσεις τού λαού, να τούς δώσει συνοχή και συνεπή πολιτική έκφραση. Γιατί δεν είναι βέβαια δυνατόν από τη μια μεριά να επαγγέλεται κανείς τον δημοκρατικό δρόμο κι από την άλλη να αρνείται πεισματικά να θέσει τούς όρους για τη δημιουργία τού ιστορικού υποκειμένου τής πραγμάτωσής του.

Η. Πολιτικά συμπεράσματα

Ή πολιτική στάση των δυνάμεων τής ανανέωσης τού κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στο ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να είναι ευκαιριακή και δεν πρέπει να παγιδευτεί σέ μια «μετωπική» σύγκρουση κάτω από το σχήμα δύο ιδεολογικών συνόλων σέ παράταξη μάχης.

Αντίθετα, αφού απορριφθεί πρώτα ή απλουστευτική άποψη τής «μικροαστικής» του ιδεολογίας, και μάλιστα με την μορφή τού σύγχρονου μικροαστισμού, ό ιδεολογικός αγώνας θα πρέπει να διεξαχθεί στο πεδίο όπου συνδέονται βαθύτατα οι

δημοκρατικές παραδόσεις των λαϊκών αγώνων με το όραμα τής δημοκρατικής, σοσιαλιστικής κι ανεξάρτητης ‘ Ελλάδας.

Αλλά γι’ αυτό χρειάζεται ή έμπρακτη απόδειξη ότι οι κομματικοί φορείς τής επαγγελίας τού δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό πιστεύουν και προετοιμάζουν συστηματικά σ’ όλους τούς τομείς των κοινωνικών αγώνων με την ιδεολογική και πολιτική τους παρακτική και με τη θεσμική κατοχύρωση, τα υποκείμενα, ατομικά και συλλογικά, πού θα επωμιστούν το έργο αυτό.

Ή υποτίμηση των νέων περιεχομένων τού ελληνικού εθνικισμού, κάτω από συνθήκες εξάρτησης και εντεινόμενων απειλών κατά τής ’ίδιας τής εδαφικής ακεραιότητας τής χώρας και τής εθνικής της συνοχής, και ή απώλεια τής ιστορικής ευκαιρίας να αρθρωθεί ή σοσιαλιστική ιδεολογία με τα δημοκρατικά κι αντικαπιταλιστικά αισθήματα αυτών των στρωμάτων, επέτρεψαν στο ΠΑΣΟΚ να ηγεμονεύσει στο χώρο αυτό.

Νέες δυνατότητες άρθρωσης θα προκύψουν τότε μόνο όταν αποδειχτεί ή μαχητική παρουσία τής σοσιαλιστικής ιδεολογίας στους χώρους δράσης των μαζών και αρχίσουν να χτίζονται οι λαϊκές οργανώσεις πού θα θεσμοποιήσουν την πρακτική τής δημοκρατικής και σοσιαλιστικής προοπτικής.

Να πιστέψει κάνεις άραγε πώς ή απουσία μιας τέτοιας αντίληψης, τής θέλησης και τού ηθικού για ένα τέτοιο έργο, θα μάς καταδικάσει τελεσίδικα και θα μάς εκθέσει αναπόφευκτα μεταξύ τής σπάθης ή των ψυχιατρείων τού «δικτάτορα τού προλεταριάτου» (προσαρμοσμένου στις «ιδιόμορφες» ελληνικές συνθήκες) και τής αυταρχικότητας και αντιδημοκρατικότητας τού Πασοκικού λαϊκισμού; Ή να πιστέψουμε πώς θα συνειδητοποιηθεί έγκαιρα ότι ή ανασυγκρότηση τού χώρου τής ανανέωσης τού κομμουνιστικού κινήματος έχει σαν αναγκαία προϋπόθεση τον προσδιορισμό τής σοσιαλιστικής ιδεολογίας και την εμπέδωση και λειτουργία τής δημοκρατίας στον κομματικό φορέα;

Λονδίνο, Μάρτης ’78

  1. Σειρά άρθρων στην «Αυγή» τού Π. Λευκαδίτη, 10, 12 και 13 Σεπτεμβρίου 1977.
  2. Βλ. Σπ. Παπασπηλιόπουλος, οι πολιτικές δυνάμεις στις προσεχείς εκλογές και πέρα απ’ αυτές. ΑΝΤΙ τ. 85. 12/11/77.
  3. Βλ. Α. Έλεφάντης και Μ. Καβουριάρης, «ΠΑΣΟΚ: Λαϊκισμός ή Σοσιαλισμός», «Πολίτης» τ. 13, Οκτ. ’77. και Ν. Μουζέλης, «Σκέψεις γύρω από την άνοδο τού ΠΑΣΟΚ», το Βήμα15 και 16 Μαρτίου 1978.
  4. Οι σκέψεις πού θα παραθέσω βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά σέ δύο άρθρα τού Ε. Laclau πού προσωπικά θεωρώ σαν την πιο προχωρημένη μέχρι τώρα μαρξιστική συμβολή στην κατανόηση τής ιδεολογίας των λαϊκών μαζών και στην πολιτική τους χρήση. Βλ. «Towards a theory of populism» και «Fascism and ideology» στο βιβλίοτου Politics and ideology in marxist theory, NLB, Λονδίνο
  5. Π.χ. ό Περονισμός στην ’Αργεντινή με ισχυρή βάση στην εργατική τάξη, το κίνημα τού Varga στη Βραζιλία, τα διάφορα κινήματα στη Λατινική ’Αμερική τής δεκαετίας 19-20 έως 30 ή ό ρωσικός λαϊκισμός (narodnichest ν-ο) τού 19ου αιώνα.
  6. Βλ. ενδεικτικά, Apter, «Political change», Frank Cass, London 1973 και «The politics of modernization», London 1969, G. Almond and J. Coleman, «The politics of developing areas», Princeton University Press, 1960 και G. Almond, «Crisis, choice and change». Little Brown, Boston 1973, M. Waener (ED), «Modernization», Basic Books 1966, G. Almond, «Political development» Little Brown 1970, J. La Palombara, στο βιβλίο των L. Pye and S. Verba, «Political culture and political development», Princeton University Press, 1969, E. Shils, «Political development in new states,», The Hague, 1962, J. Kautsky, «Political change in underdeveloped countries, New York 1962, P. Organsky, «Stages of political development», New York Knopf 1965, S. Lipset, «Political man, the social basis of politics», iny. Bonbleday 1960. Βλ. επίσης στα Ελληνικά Μ. Βεντούρης, «Πολιτική Κουλτούρα», Παπαζήσης 1977 και Π. Τερλεξής, «Οικονομία και Δημοκρατία», Ράππας 1973, με την σχετική εκτεταμένη και πάρα πολύ χρήσιμη βιβλιογραφία τους.
  7. Βλ. χαρακτηριστικά άρθρα των Germani και Τ. Di Della, στο βιβλίο του C. Veliz (ED), «Obstacles to change in Latin America», London
  8. Για την έννοια του όρου βλ. Max Weber, «The theory of social and economic organization», έκδ. τού Parson, Glencoe, The Free press, 1947
  9. Επαναλαμβάνω πώς για τα κύρια θεωρητικά επιχειρήματα στηρίζομαι στην ανάλυση τού Ε. Laclau. Βλ. υποσ. 4
  10. Με την έννοια πού χρησιμοποιεί τον όρο ό Ν. Πουλαντζας, βλ. «Πολιτική ’Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις», τόμος Α’ και Β, Θεμέλιο Ι975 και «Classes in contemporary capitalism» NLB, Λονδίνο I
  11. Ή έννοια τού «δημοκρατικού» δεν ταυτίζεται εδώ ούτε με τίς κατηγορίες τής φιλελεύθερης αστικής πολιτικής θεωρίας (κοινοβουλευτισμός κ.λπ.) ούτε με την αντίληψη ότι το δοσμένο δημοκρατικό πολιτικό πλαίσιο στην οποιαδήποτε μορφή του πρέπει απλώς να «χρησιμοποιηθεί» μέχρι να φτάσει ή στιγμή για την επιβολή τής «δικτατορίας τού προλεταριάτου».
  12. Βλ. ύποσ. 3
  13. Σελ. 19.
  14. Σελ. 25.
  15. Βλ. το άρθρο του Ν. Μουζέλη, ύποσ. 3.
  16. Βλ. επίσης το βιβλίο του «Modern Greece, facets of underdevelopment», Macmillan, Λονδίνο 1978 (πρόκειται να εκδοθεί σύντομα από τίς εκδόσεις ‘ Εξάντας).