Leslie Gelb
Power Rules: How Common Sense Can Rescue American Foreign Policy
New York, Harper, σελ. 334
Οι όροι μακιαβελικός, μακιαβελισμός έχουν πολιτογραφηθεί στο πολιτικό λεξιλόγιο εδώ και αιώνες, υποδηλώνοντας την επεξεργασμένη πανουργία στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Στο υποσυνείδητο των απλών πολιτών οι όροι αυτοί, που συναρτώνται με το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», έχουν εντυπωθεί ως το απόσταγμα των διαβολικότερων μηχανορραφιών της εξουσίας. Η «δαιμονοποίηση» αυτή οφείλεται κυρίως στην πολιτική πραγματεία Il Principe (Ο Ηγεμόνας)1 του Νικολό Μακιαβέλι που την προόρισε για τον νεαρότατο Λορέντζο Β’ των Μεδίκων, ηγεμόνα της Δημοκρατίας της Φλωρεντίας στις αρχές του 16ου αιώνα, παρέχοντας τις συμβουλές του -προερχόμενες από την εμπειρία του ως κρατικού λειτουργού- και τις παρατηρήσεις του για την τέχνη και τους κανόνες του πολέμου και του κυβερνάν. Η πραγματεία, μολονότι δεν αποτελεί το σημαντικότερο έργο2 του Μακιαβέλι, απέκτησε μεγάλη επιρροή κυρίως τον 19ο και 20ό αιώνα, οπότε το ενδιαφέρον αναζωογονήθηκε και οι μελέτες για την αξιολόγηση και τη σημασία της πολιτικής σκέψης του γνώρισαν μεγάλη άνθηση. Στο κεφάλαιο 17 του Ηγεμόνα, ο Μακιαβέλι διερωτάται εάν είναι προτιμότερο για τον Ηγεμόνα να τον αγαπούν παρά να τον φοβούνται από το να τον φοβούνται παρά να τον αγαπούν3 και αποφαίνεται ότι είναι μεν προτιμητέο και να τον αγαπούν και να τον φοβούνται, αλλά είναι περισσότερο ασφαλές να τον φοβούνται παρά να τον αγαπούν.4
Δεδηλωμένη φιλοδοξία του Λέσλι Γκελμπ5 είναι το βιβλίο του να παίξει ανάλογο ρόλο. Γι’ αυτό και προτάσσει αντί προλόγου Επιστολή προς τον Εκλεγμένο μας Ηγεμόνα: «Απευθύνω το βιβλίο μου σε σένα, Πρόεδρε Ομπάμα (και φυσικά προς τους διαδόχους σου)», γράφει, «όπως ο Μακιαβέλι έγραψε προς τον Ηγεμόνα του, διότι όταν πρόκειται για την εξωτερική πολιτική – ακόμη και στη Δημοκρατία μας του 21ου αιώνα- οι πρόεδροι είναι ηγεμόνες. Εσύ χαράζεις πολιτική, εσύ αποφασίζεις σε θέματα πολέμου ή ειρήνης». Ο Γκελμπ, βέβαια, έχει υπόψη του τις αποφασιστικές και συνταγματικά κατοχυρωμένες εξουσίες του Αμερικανού προέδρου στα ζητήματα αυτά6, καθώς επίσης και το γεγονός ότι σήμερα οι «ηγεμόνες» εκλέγονται και κατά συνέπεια οι πράξεις τους κρίνονται. Τελειώνει την Επιστολή του με την προτροπή προς τον πρόεδρο πριν προχωρήσει στην ανάγνωση του βιβλίου να έχει κατά νου ότι «η ισχύς είναι ισχύς, δεν είναι ούτε σκληρή (hard) ούτε ήπια (soft), ούτε έξυπνη (smart) ούτε βωβή (dumb).
«Μόνο εσύ μπορεί να είσαι σκληρός, ήπιος, έξυπνος ή βουβός», του γράφει.
Ο δρ Λέσλι Γκελμπ, απόφοιτος Χάρβαρντ, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο γνωστούς Αμερικανούς ειδικούς στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Έχει υπηρετήσει σε κυβερνητικές θέσεις και με τους Ρεπουμπλικάνους και με τους Δημοκρατικούς, έχει εργαστεί ως διπλωματικός ανταποκριτής και αρθρογράφος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής στην εφημερίδα New York Times, έχει διατελέσει για μια ολόκληρη δεκαετία (1993- 2003) πρόεδρος του Συμβουλίου για τις Εξωτερικές Σχέσεις (Council of Foreign Affairs) που εκδίδει το γνωστό περιοδικό Foreign Affairs, ήταν και είναι ανώτατο στέλεχος γνωστών αμερικανικών «δεξαμενών σκέψης» με μεγάλη επιρροή, όπως το Brookings Institution και το Carnegie Endowment for International Peace, το International Institute for Strategic Studies, έχει συγγράψει αρκετά βιβλία, του έχει απονεμηθεί το βραβείο Πούλιτζερ. Ο Γκελμπ συνεχίζει φυσικά να παρεμβαίνει στον δημόσιο διάλογο για την εξωτερική πολιτική της χώρας του με διάφορους τρόπους.
Το βιβλίο αναφέρεται στην ισχύ, στις μορφές, τις πηγές και την άσκησή της, προσπαθώντας να συνδυάσει θεωρητική γνώση, ιστορική εμπειρία και πρακτικό διαλογισμό. Ο τίτλος, άλλωστε, του βιβλίου είναι ηθελημένα αμφίσημος: μπορεί να σημαίνει ότι «Η Ισχύς Εξουσιάζει» αλλά και «Κανόνες της Ισχύος». Power (potere στα λατινικά) ίσον ισχύς, που ως ουσιαστικό έχει την έννοια της ικανότητας και ως ρήμα την έννοια του ικανός να. Φιλόσοφοι και θεωρητικοί της πολιτικής διαφόρων τάσεων αναζήτησαν ανά τους αιώνες τον ορισμό και προσδιορισμό της ισχύος, γι’ αυτό και οι ορισμοί είναι πολλοί και διάφοροι. Ο Γκελμπ φαίνεται να υιοθετεί ορισμό που συναρτάται με έννοιες συμπεριφοράς, ακολουθώντας τον καθηγητή του Yale, Ρόμπερτ Νταλ7. Στο βιβλίο του, σε διάφορες συνεντεύξεις8 και ομιλίες του9, ο Γκελμπ αναφέρεται στην ισχύ ως το βασίλειο του πολιτικού και του ψυχολογικού στοιχείου, ως την ικανότητα να κάνεις τους άλλους να προβούν σε ενέργειες που δεν επιθυμούν, χρησιμοποιώντας τους πόρους και τη διεθνή σου θέση, δηλαδή να βάλεις τους άλλους να σκεφτούν το τι είσαι σε θέση να κάνεις για να τους βοηθήσεις ή να τους βλάψεις και κατά συνέπεια να τους αναγκάσεις να σταθμίσουν εκ νέου τα συμφέροντά τους. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ψυχολογικό και πολιτικό bras defer. Ο συγγραφέας αποδίδει τις αποτυχίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής την τελευταία εικοσαετία, μεταξύ των οποίων τα «φιάσκα του Μπους» στο Ιράκ και Αφγανιστάν10, στην έλλειψη κατανόησης της έννοιας της ισχύος, όπως την ορίζει.
Για τον Γκελμπ η παγκόσμια δομή ισχύος κάθε άλλο παρά επίπεδη11 είναι. Αντίθετα, έχει σχήμα πυραμίδας: στην κορυφή της βρίσκεται η Αμερική, ως η μόνη χώρα ικανή για δράση σε παγκόσμια κλίμακα και ικανή να ηγηθεί για την επίλυση όλων σχεδόν των παγκόσμιων προβλημάτων. Ακολουθούν 8 χώρες (Κίνα, Ιαπωνία, Ινδία, Ρωσία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία και ασθμαίνουσα η Βραζιλία). Εάν οι ΗΠΑ είναι η ο μοναδικός ηγέτης, οι «8» είναι οι «διευθυντές» του παγκόσμιου βασιλείου. Μολονότι οι «8» ανταγωνίζονται οικονομικά την Αμερική, από στρατιωτική άποψη είναι κατά πολύ ασθενέστεροι και δεν μπορούν να αναλάβουν ουσιαστική και αποτελεσματική δράση εκτός των συνόρων τους. Το τρίτο στρώμα αποτελείται από τις χώρες παραγωγής πετρελαίου (Σαουδική Αραβία, Ιράν, τα μικρότερα κράτη του Περσικού Κόλπου, τη Βενεζουέλα, τη Νιγηρία και φυσικά τη Ρωσία). Η ισχύς τους έγκειται στην παραγωγή του «μαύρου χρυσού» και του φυσικού αερίου, καθώς και στην αξία των επενδύσεών τους. Το τέταρτο στρώμα αποτελείται από μεσαίου μεγέθους κράτη, που έχουν όμως τη δυνατότητα να αναδειχθούν σε Περιφερειακές Δυνάμεις (Μεξικό, Νιγηρία, Ν. Αφρική, Πακιστάν, Ν. Κορέα και Ταϊβάν). Το πέμπτο στρώμα αποτελούν 50 χώρες μεσαίου και μικρού μεγέθους, που συνήθως δείχνουν μεγάλη υπευθυνότητα στη διεθνή σκηνή (όπως π.χ. η Ελβετία, η Νορβηγία κ.τ.λ.), ενώ το έκτο και τελευταίο στρώμα της πυραμίδας αποτελούν 75 προβληματικές από πολιτική ή οικονομική άποψη χώρες. Περιέργως, η Τουρκία δεν αναφέρεται πουθενά, μολονότι είναι εμφανές ότι αναδεικνύεται σε σημαντική περιφερειακή δύναμη, αν όχι σε «αναδυόμενη παγκόσμια δύναμη», όπως τη χαρακτήρισε πρόσφατα η ίδια η Χίλαρι Κλίντον12.
Ο Γκελμπ υποστηρίζει ότι έχει σημειωθεί σημαντική μετατόπιση ισχύος από την Ευρώπη στην Ασία. Σχετικά όμως με τη χώρα του, μολονότι δέχεται ότι η οικονομική της ισχύς, ιδιαίτερα και λόγω της οικονομικής κρίσης, έχει σχετικά μειωθεί, αρνείται να συνταχθεί με τους «πρώιμους νεκροθάφτες της αμερικανικής ισχύος», όπως τους αποκαλεί. Αρνείται δηλαδή να δεχθεί τις παγκόσμιες μετατοπίσεις ισχύος, αυτές που έχουν συντελεστεί κι αυτές που δυνητικά υπολογίζονται με βάση τις σημερινές τάσεις, σε βαθμό που ορισμένοι Αμερικανοί αναλυτές να κάνουν λόγο για μετα-αμερικανική εποχή στις διεθνείς σχέσεις13. Η συζήτηση και διαμάχη στους κόλπους της «κοινότητας» των ειδικών επί της εξωτερικής πολιτικής γύρω από το θέμα της σχετικής παρακμής αλλά και τα όρια της αμερικανικής ισχύος (η έννοια της ισχύος είναι εξ ορισμού σχετική και συσχετική) είναι φυσικά άκρως ενδιαφέρουσα και θα άξιζε να επανέλθει κανείς πιο αναλυτικά. Αν μη τι άλλο, διότι στην ουσία της αφορά τις νέες ισορροπίες που διαμορφώνονται παγκόσμια, την τοποθέτηση των χωρών μέσα στις αλλαγές αυτές, αλλά και τα προβλήματα και τα διλήμματα τα οποία αναφύονται σε σχέση με την αντιμετώπιση των παγκόσμιων προβλημάτων και την οικοδόμηση ενός νέου διεθνούς συστήματος και για τις χώρες των οποίων η ισχύς αντικειμενικά μειώνεται αλλά και γι’ αυτές των οποίων η ισχύς αυξάνεται.
Δεν θα πρέπει να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο Γκελμπ συγκαταλέγεται μεταξύ των γνωστών «ιεράκων» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Μολονότι απορρίπτει την πολυμερή συνεργασία (multilateralism) και υπογραμμίζει ότι «μόνο ένας ηλίθιος θα υποστήριζε να εγκαταλείψει η Αμερική το “δικαίωμα” για μονομερή δράση», ωστόσο δέχεται ότι η ηγετική ικανότητα της χώρας του δεν έχει νόημα παρά μόνο αν μπορεί να επιλύει παγκόσμια προβλήματα. Ως προς αυτό, παρά το γεγονός ότι η Αμερική παραμένει «το αναντικατάστατο έθνος» (“the indispensable nation”)14, εν τού- τοις η σημερινή πραγματικότητα επιτάσσει τη δημιουργία «συμμαχιών ισχύος» με άλλες χώρες, κυρίως με την ομάδα των «8» ως «αναντικατάστατων εταίρων», σε μια «αμοιβαία αναντικαταστασιμότητα» (“mutual indispensability”), την οποία και θεωρεί ως την κεντρική επιχειρησιακή ιδέα ισχύος στον 21ο αιώνα («ή θα κολυμπήσουμε μαζί ή θα πνιγούμε χωριστά»). Παραμένει όμως υπέρμαχος της στρατηγικής, του καθορισμού προτεραιοτήτων και επιτεύξιμων στόχων και θαυμαστής των μεγαλεπήβολων στρατηγικών κινήσεων μεγάλων ανδρών στην ιστορία που άλλαξαν τις γεωπολιτικές ισορροπίες στον κόσμο. Σε αυτούς συγκαταλέγει και τους «ιδιοφυείς» Νίξον και Κίσινγκερ, με τις κινήσεις τους προς την Κίνα εν μέσω του πολέμου στο Βιετνάμ, άποψη (ή faux pas) που ενόχλησε πολλούς ή αντιμετωπίστηκε με ελάχιστα καλυμμένο ειρωνικό ύφος15.
Τελικά, ο Γκελμπ στο τελευταίο από τα δεκατρία κεφάλαια του βιβλίου του προσφεύγει στην κοινή λογική, συστατικό στοιχείο της αμερικανικής κουλτούρας, όπως γράφει, και παραθέτει σειρά κατευθυντήριων κανόνων για την επιλογή σκοπών και μέσων. Επειδή θεωρεί δε ότι η ισχύς δεν εκπορεύεται από την «κάνη του τουφεκιού» αλλά έχει πρωταρχική σχέση με την οικονομική ισχύ μιας χώρας και επειδή πιστεύει ότι ισχυρές χώρες και αυτοκρατορίες σήπονται εκ των ένδον, απευθύνεται στους πραγματιστές, τους ρεαλιστές και τους μετριοπαθείς ομολόγους του και τους καλεί να ενωθούν και να αγωνιστούν για την ανόρθωση της χώρας του. ΓΓ αυτό και εξορκίζει τους «δαίμονες» που κατά την άποψή του επηρεάζουν δυσανάλογα τη χάραξη πολιτικής: την ιδεολογία, τη διχαστική εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση και την αλαζονεία της εξουσίας. Δεν προσφέρει κανένα «όραμα»: οι οραματιστές προκαλούν περισσότερο κακό παρά καλό, οι άνθρωποι πεθαίνουν και χωρίς να έχουν κάποιο όραμα κι όταν έχουν (όραμα) πεθαίνουν περισσότεροι, υπογραμμίζει.
Προφανής στόχος του βιβλίου είναι να προσφέρει μια σαφή αίσθηση κατεύθυνσης στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες, υπενθυμίζοντας τους «αποδεδειγμένους τρόπους του σκέπτεσθαι ορθολογικά για την ισχύ και τη χάραξη εξωτερικής πολιτικής». Δεν ανακαλύπτει, βέβαια, εκ νέου την πυρίτιδα, αλλά επιδιώκει να επισημάνει και να επιβεβαιώσει τα κεντρικά χαρακτηριστικά της ισχύος στον σημερινό κόσμο καθώς και τους κανόνες άσκησής της προς εξυπηρέτηση του αμερικανικού εθνικού συμφέροντος. Γι’ αυτό και προσπαθεί να καταλάβει τον «μεσαίο χώρο»16 στη θεωρητική και πολιτική συζήτηση και διαμάχη μεταξύ των φιλελεύθερων και συντηρητικών θεωρητικών και πολιτικών στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, έκδηλα απογοητευμένος από την πολιτική του Κλίντον, αλλά κυρίως από την εμφανή καταστροφική αποτυχία των νεοσυντηρητικών συνταγών του νεότερου προέδρου Μπους.
Ωστόσο, επισημαίνεται ότι δεν είναι καθόλου σαφές πώς η οικονομική ευρωστία και ισχύς, στην οποία αποδίδει πρωταρχικό ρόλο στην ανάλυσή του, μεταφράζεται και σε πολιτική ισχύ του ηγεμόνα, εφόσον αναπόφευκτα παρεμβαίνουν οι «τυφλές» δυνάμεις της αγοράς, σε αντίθεση με τη στρατιωτική ισχύ.17 Όσοι μάλιστα περίμεναν κάποιες ενδιαφέρουσες «αποκαλύψεις» από τον συγγραφέα από τα ενδότερα της εξουσίας μάλλον απογοητεύτηκαν18, όπως και εκείνοι που ενδεχομένως ανέμεναν κάποιες πιο επεξεργασμένες πολιτικές προτάσεις περί του πρακτέου σε φλέγοντα θέματα, π.χ. Ιράκ, Αφγανιστάν ή Μέση Ανατολή19. Επισημαίνεται επίσης ότι η έννοια «της κοινής λογικής» είναι δύσκολο να προσδιοριστεί20 κι ότι η ίδια ελλείπει μάλιστα και από τον ίδιο τον συγγραφέα21 σε συγκεκριμένα θέματα.
Τέλος, το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Ομπάμα δεν φαίνεται να έχει πάρει υπόψη του μέχρι στιγμής τις συμβουλές του Γκελμπ, όπως επισημάνθηκε22, καθώς και η εκφρασμένη φιλοσοφία της κυβέρνησής του για την εξωτερική πολιτική που βασίζεται στην έννοια της «έξυπνης ισχύος» (smart power), όπως μάλιστα σαφώς διατυπώθηκε και επανειλημμένα διά στόματος Χίλαρι Κλίντον23, φέρνουν τον συγγραφέα σε θέση αντιπαράθεσης μάλλον παρά ενισχυτικής συμπληρωματικότητας με τις επικρατούσες απόψεις και πρακτικές στην άσκηση της σημερινής αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Το γεγονός αυτό καθίσταται εμφανέστερο από την αντίθεση του «μετα-νεωτερικού μακιαβελισμού»24 του με ολόκληρο το θεωρητικό υπόβαθρο της «ήπιας» και «έξυπνης ισχύος» που έχει ως εμπνευστή και κύριο υποστηρικτή του τον καθηγητή του Χάρβαρντ Τζόζεφ Νάι25. Η αντίθεση ή μάλλον η αποστροφή του Γκελμπ απέναντι στις έννοιες αυτές, που κατά τον Νάι οφείλεται μάλλον σε παρανόηση και σύγχυση26, παρέχει το έδαφος για ισχυρισμούς ότι στην ουσία το βιβλίο του είναι ακόμη ένα από εκείνα που επιδίδονται στη συνήθη «σκιώδη πυγμαχία» με την «κοινότητα» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, εντός της οποίας τα διάφορα ιδεο-πολιτικά ρεύματα προσπαθούν να επηρεάσουν την πορεία της. Αυτό όμως δεν θα έπρεπε να σκιάσει την κρίση ότι πρόκειται για βιβλίο καλογραμμένο, δομημένο, διαυγές, με πολλές ιδέες και με καλοδουλεμένη επιχειρηματολογία. Οι συστάσεις και συμβουλές του είναι εύληπτες και κατανοητές. Για όλα αυτά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί σοβαρά. Τελικά όμως, πέρα από τις εκκλήσεις του συγγραφέα για ρεαλισμό και ενότητα στο εσωτερικό μέτωπο με στόχο τη σχετική αποκατάσταση της αμερικανικής ισχύος, μένει κανείς με την αίσθηση ότι από το βιβλίο του απουσιάζουν οι συγκεκριμένοι στόχοι και κάποιο ουσιαστικό και πειστικό συνολικό μήνυμα. Πάντως, ένα από τα πράγματα για τα οποία δεν μπορεί κανείς να παραπονεθεί στην Αμερική είναι η έλλειψη παραγωγής θεωρίας και σφριγηλής διαμάχης για την εξωτερική πολιτική.
1 Το βιβλίο του Ιταλού Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527) II Principe γράφτηκε το 1513 αλλά κυκλοφόρησε το 1532, πέντε χρόνια μετά το θάνατό του. Η Καθολική Εκκλησία το απαγόρευσε και το ανέγραψε στον Index Librorum Prohibitorum (Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων). Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1961 από τις περίφημες εκδόσεις Γαλαξίας της Καθημερινής της Ελένης Βλάχου σε μετάφραση του Νίκου Καζαντζάκη. Μολονότι το έργο του Μακιαβέλι έτυχε πολλών ερμηνειών, ακόμη και ο Αντόνιο Γκράμσι γράφοντας στις φυλακές του Μουσολίνι αναγνώρισε τον ουσιαστικά επαναστατικό χαρακτήρα της πολιτικής του σκέψης. Βλ. Antonio Gramsci, The Modern Prince, Lawrence & Wishart, 1958.
2 Από τα πολλά έργα που άφησε πολύ γνωστό και πολυδιαβασμένο είναι Η τέχνη του πολέμου, που γράφτηκε το 1519-1520. Ίσως το σημαντικότερο έργο του είναι το Discourses on Livy, που γράφτηκε στην περίοδο 1513-1517. Βλ. Machiavelli: The Discourses, Pelican, 1970, με εξαιρετική εισαγωγή του καθηγητή Μπέρναρντ Κρικ.
3 Βλ. online text: The Prince, http://publicliterature.org
4 Σημειώνει, ωστόσο, ότι ο Ηγεμόνας θα πρέπει να εμπνέει φόβο, κατά τέτοιο τρόπο ώστε εάν δεν καταφέρει να κερδίσει την αγάπη των πολιτών και υπηκόων του, τουλάχιστον να αποφύγει το μίσος τους, αίσθημα το οποίο αναπόφευκτα θα προκαλέσει εάν βάζει χέρι στην ιδιοκτησία και… στις γυναίκες τους.
5 Ο δρ Λέσλι Γκελμπ, απόφοιτος Χάρβαρντ, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο γνωστούς Αμερικανούς ειδικούς στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Έχει υπηρετήσει σε κυβερνητικές θέσεις και με τους Ρεπουμπλικάνους και με τους Δημοκρατικούς, έχει εργαστεί ως διπλωματικός ανταποκριτής και αρθρογράφος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής στην εφημερίδα New York Times, έχει διατελέσει για μια ολόκληρη δεκαετία (1993- 2003) πρόεδρος του Συμβουλίου για τις Εξωτερικές Σχέσεις (Council of Foreign Affairs) που εκδίδει το γνωστό περιοδικό Foreign Affairs, ήταν και είναι ανώτατο στέλεχος γνωστών αμερικανικών «δεξαμενών σκέψης» με μεγάλη επιρροή, όπως το Brookings Institution και το Carnegie Endowment for International Peace, το International Institute for Strategic Studies, έχει συγγράψει αρκετά βιβλία, του έχει απονεμηθεί το βραβείο Πούλιτζερ. Ο Γκελμπ συνεχίζει φυσικά να παρεμβαίνει στον δημόσιο διάλογο για την εξωτερική πολιτική της χώρας του με διάφορους τρόπους.
6 Ο Γκελμπ υποστηρίζει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος δεν είναι μόνο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων της χώρας (commander in chief), αλλά και πιο ισχυρός έναντι ασθενέστερων αντιπάλων στους οποίους συγκαταλέγει τις «δεξαμενές σκέψης» (think tanks), τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, τα ΜΜΕ, τα διάφορα λόμπι και τον εκτελεστικό βραχίονα της κυβερνητικής εξουσίας. Βλ. σχετικά John Newhouse, “Diplomacy, Inc.: “The influence of Lobbies on U.S. Foreign Policy”, Foreign Affairs, τχ. Μαΐου-Ιουνίου 2009.
7 Βλ. το άρθρο του Robert Dahl, “The Concept of Power”, στο περιοδικό Behavioral Science, 1957, τόμ. 2, σσ. 101-215.
8 Andrew Burt, “Les Gelb on How America Muddles Its Power” U.S. News & World Report, 10.7.2009.
9 Παρουσίαση του βιβλίου του στο Brookings Institution, 20.4.2009.
10 Barbara Slavin, “Rescuing U.S. Foreign Policy (5 Questions for Leslie Gelb)”, http://www.britanica.com/blogs/2009/03
11 Απορρίπτει έτσι την άποψη του Τομ Φρίντμαν (γνωστού αρθρογράφου της New York Times). Βλ. Tom Friedman, The World is Flat, Picador, 2007.
12 Διαφορετική άποψη εκφράζεται σε πρόσφατο άρθρο των Μύρτον Αμπράμοβιτς και Χένρι Μπάρκι στο περιοδικό Foreign Affairs, με τίτλο “Turkey’s Transformers”, τχ. Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2009, σσ. 118-128.
13 Βλ. Fareed Zakaria, The Post American World, W.W. Norton 8c Co, U.S.A., 2008. O συγγραφέας δεν αναφέρεται τόσο στην παρακμή της αμερικανικής ισχύος όσο στην άνοδο της ισχύος, οικονομικής κυρίως, των χωρών της Ασίας, με αποτέλεσμα έναν κόσμο
στον οποίο η Αμερική παύει πλέον να είναι η κυρίαρχη παγκόσμια οικονομική δύναμη.
14 Τον όρο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1996 η Μαντλίν Ολμπράιτ, υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Κλίντον.
15 Βλ. David Bromwich, “Advice to the Prince”, The New York Review of Books, τ. 56, αρ. 12,
16.7.2009.
16 Βλ. Michael Beschloss, “Were Still the One” The New York Times Book Review, 12.4.2009.
17 Βλ. Daniel Drezner, “Machiavelli Revisited”, The National Interest, τχ. 100, Μάρτιος-Απρίλιος 2009, σσ. 66-70.
18 Βλ. Carlos Lozanda, “A Wonky Witness to History”, The Washington Post, 10.5.2009.
19 Βλ. Carlos Teixeira, AmericanDiplomacy.org
20 Βλ. Kevin Hartnett, “Power Rules”, Christian Science Monitor, 6.4.2009.
21 Βλ. Carter Jefferson, “Doubting Certainty”, The Internet Review of Books, τχ. 2, αρ. 1,
11.8.2009.
22 Βλ. David Bromwich, ό.π. Η αντιπαράθεση των συμβουλών του Γκελμπ με την ομιλία του Ομπάμα στο Κάιρο στις 4 Ιουλίου 2009 είναι εντελώς χαρακτηριστική.
23 Η X. Κλίντον κατέστησε σαφή τη φιλοσοφία της κυβέρνησης Ομπάμα στην ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας για την επικύρωση του διορισμού της ως υπουργού Εξωτερικών της χώρας (13.1.2009), αναφερόμενη στην έννοια της «έξυπνης ισχύος» ως μίγματος «ήπιας» και «σκληρής» ισχύος. Επανήλθε πιο αναλυτικά στο θέμα σε ομιλία της στο Συμβούλιο για τις Εξωτερικές Σχέσεις (Council on Foreign Relations) στις 15.7.2009. «Ομιλώ συχνά για την έξυπνη ισχύ», είπε, «διότι κατέχει κεντρική θέση στη σκέψη μας και στη λήψη των αποφάσεών μας. Σημαίνει την έξυπνη χρήση όλων των μέσων που έχουμε στη διάθεσή μας…».
24 Βλ. την κριτική του Wayne Lusvardi, Free Republic, 8.4.2009.
25 Αναφέρθηκε στην έννοια της «ήπιας» ισχύος στο βιβλίο Joseph S. Nye, Bound to Lead: The Changing Nature of American Power (Basic Books, 1990) και την ανέπτυξε περαιτέρω στο βιβλίο του Soft Power: The Means to Success in World Politics (Public Affairs, 2004). Βλ. το βιβλίο του The Paradox of American Power: Why the World’s Only Superpower Can’t Go it Alone (Oxford University Press, 2003). Βλ. επίσης το πιο πρόσφατο βιβλίο του The Powers to Lead, Oxford University Press, U.S., 2008.0 Νάι μαζί με τον Ρίτσαρντ Αρμιτέιτζ εκπόνησε σημαντική μελέτη με θέμα την «έξυπνη ισχύ» για λογαριασμό του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών. Βλ. CSIS “Commission On Smart Power: A smarter, more secure America”, 2007.
26 Ο Νάι υποστηρίζει ότι ο Γκελμπ συγχέει τις δράσεις για την επίτευξη αποτελεσμάτων με τους πόρους που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τους. Βλ. Joseph S. Nye, “Get Smart”, Foreign Affairs, τχ. Ιουλίου-Αυγού- στου 2009, σσ. 160-163.