To Μέλλον της Ευρώπης και η βρετανική αμφιθυμία

Στο εκλογικό Μανιφέστο του Εργατικού Κόμματος (1997), το «όραμα» για την Ευρώπη περιγράφεται ως «…συμμαχία ανεξαρτήτων κρατών» και εκφράζεται σαφώς η εναντίωση σ’ ένα «ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό νπερκράτος». Παράλληλα τονίζεται η ανάγκη διατήρησης του δικαιώματος της αρνησικυρίας σε θέματα εθνικού συμφέροντος, φορολογίας, άμυνας και ασφάλειας, μετανάστευσης, προϋπολογισμού και αναθεώρησης των Συνθηκών. Η επίσημη βρετανική πολιτική δεν φαίνεται να έχει απομακρυνθεί από τις θέσεις αυτές που συμπυκνώνονται στην άποψη ότι η Ε.Ε. αποτελεί ένωση λαών και κρατών, Ενωμένη Ευρώπη των Πολιτειών κι όχι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης.1

Υπό τον Μπλαιρ όμως, εγκαταλείφθηκε η πολιτική της εχθρικότητας, της αντιπαράθεσης, της αυτο-εξαίρεσης και του ρόλου του παρατηρητή των εξελίξεων. Η πολιτική της «εποικοδομητικής εμπλοκής» έχει αποδώσει καρπούς. Ο Μπλαιρ συνειδητοποίησε ότι η Ε.Ε. κινείται προς τα εμπρός και χωρίς τη Βρετανία, κι ότι η μη συμμετοχή είναι επιβλαβής για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας του. Κινείται, παρεμβαίνει, προτείνει, διαπραγματεύεται, διότι δεν επιθυμεί τα πράγματα να διαμορφωθούν ερήμην του.

Στην ομιλία του στο Βέλγιο στις 23.2.2000, ο Μπλαιρ παρέπεμψε στη στάση της Θάτσερ στην Bruges για να την αντιδιαστείλει με τη δική του, παραδεχόμενος την αμφιρρέπεια, την αδιαφορία και τη διστακτικότητα που χαρακτήρισαν γενικά τη βρετανική στάση έναντι της Ευρώπης στην μεταπολεμική εποχή. Εκεί χαρακτήρισε την Ε.Ε. «εκπληκτικό επίτευγμα του 20ού αιώνα» και επέμεινε ότι ιστορικά η θέση της Βρετανίας βρισκόταν πάντα στην «καρδιά της Ευρώπης».

Αναφορικά με τις υπό διαπραγμάτευση θεσμικές μεταρρυθμίσεις, τάχθηκε υπέρ μιας «αποτελεσματικής, ισχυρής και ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Επιτροπής» και ρυθμίσεων «κοινής λογικής» που θα εξισορροπούν την επιθυμία κίνησης προς τα εμπρός με την (ανεπιθύμητη) δημιουργία μίας Ευρώπης δύο ταχυτήτων εν όψει της διεύρυνσης και ζήτησε μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ εθνικών κοινοβουλίων και ευρωβουλής.

Στα αμυντικά θέματα τόνισε ότι το ΝΑΤΟ «θα παραμείνει πάντα ακρογωνιαίος λίθος» για την ασφάλεια της Ευρώπης. Σε σχέση με τη Βρετανία, δεν Θα μπορούσε να είναι σαφέστερος ως προς το ρόλο της ως διατλαντικής «γέφυρας». «Η Βρετανία», είπε, «έχει ισχυρούς δεσμούς με την Αμερική και θα εξακολουθήσει να έχει. Αλλά η Αμερική Θέλει η Βρετανία να αποτελεί ισχυρό σύμμαχο μέσα σε μία ισχυρή Ευρώπη. Όσο ισχυρότεροι είμαστε στην Ευρώπη, τόσο ισχυρότερη είναι η σχέση μας με την Αμερική».

Το ρόλο αυτόν της «γέφυρας» επιβεβαίωσε πρόσφατα ο ΥΠΕΞ Ρόμπιν Κουκ χαρακτηρίζοντάς τον μάλιστα «μοναδικό και επίζηλο».2 Εξάλλου, η Βρετανία στην ουσία δεν επιθυμεί την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παρά μόνο την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς της (το έργο έχει αναλάβει ο βρετανός αντιπρόεδρος της Επιτροπής Νηλ Κίνοκ) για να αποσείσει κάθε υποψία περί δημιουργίας «υπερκράτους», αλλά ούτε και την ενίσχυση των εξουσιών και τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Ευρωκοινοβουλίου για τους ίδιους λόγους. Γι’ αυτό προτείνει τη δημιουργία «δεύτερης Βουλής» (Γερουσίας) με εκπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων. Κι ασφαλώς δεν επιθυμεί άλλη διακυβερνητική συνταγματική διάσκεψη οιασδήποτε μορφής μετά την ολοκλήρωση της διακυβερνητικής στη Νίκαια τον Δεκέμβριο, ώστε να θέσει κάποιο φραγμό στις διαδικασίες ολοκλήρωσης και να προωθήσει τη διεύρυνση με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.

Γι’ αυτό και ο Μπλαιρ επέλεξε, όχι τυχαία, τη Βαρσοβία, πριν από την έκτακτη Σύνοδο κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Μπιαρρίτζ (13-14.10) για να εκθέσει το δικό του «πρακτικό όραμα» για την Ευρώπη, παρεμβαίνοντας στη συζήτηση που άνοιξε ο γερμανός ΥΠΕΞ Γιόσκα Φίσερ περί ομοσπονδιακής Ευρώπης.3

Τόσο οι απόψεις Φίσερ4 περί ομοσπονδιοποίησης όσο και η μετέπειτα παρέμβαση του γάλλου προέδρου Σιράκ, που ακολούθησε με την ομιλία του στην Μπούντενσταγκ (πρωτοποριακός πυρήνας, ευελιξία, διασκέδαση φόβων για δημιουργία υπερκράτους και απειλής κατά έθνους-κράτους κ.λπ.) αλλά και στη Δρέσδη (3.10.2000), έγιναν δεκτές στη Βρετανία με απροκάλυπτα αισθήματα καχυποψίας και με κάποια δόση ειρωνείας για τα μεγαλόπνοα σχέδια που δεν κατάφεραν όμως να αποκρύψουν τη νευρικότητα και την ενόχληση για τις νέες πρωτοβουλίες του γαλλο-γερμανικού άξονα.

Το έδαφος για την ομιλία του Μπλαιρ στη Βαρσοβία (6.2.2000) προλείαναν προδημοσιεύσεις5 του περιεχομένου της, που μάλιστα χαρακτήριζαν την παρέμβαση ιστορικής σημασίας.

Πράγματι, επρόκειτο για τη σημαντικότερη ίσως ομιλία που εκφώνησε ποτέ ο Μπλαιρ για την Ευρώπη. Αναφέρθηκε6 μάλιστα ότι το περιεχόμενό της συζήτησε εκ των προτέρων με τον Πρόντι, με τον σουηδό πρωθυπουργό Πέρσον και τον Ιταλό Αμάτο, πράγμα κατανοητό αν ληφθεί υπόψη ότι πρόσφατα ο Πρόντι7 στο Ευρωκοινοβούλιο (3.10.2000) επέκρινε τις θέσεις των μεγάλων κρατών και ιδιαίτερα της Γαλλίας, ότι ο Αμάτο μπορεί να είναι σύμμαχός του σε κρίσιμα θέματα, η δε Σουηδία, που αναλαμβάνει την προεδρία του Συμβουλίου για το Α’ εξάμηνο του 2001, επιδιώκει τον καθορισμό συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος για την είσοδο νέων μελών.8 Ζητώντας τη δέσμευση της Ε.Ε. για την είσοδο νέων μελών μετά την ολοκλήρωση της διακυβερνητικής διάσκεψης στη Νίκαια και τη συμμετοχή τους στις ευρωεκλογές του 2004, ο Μπλαιρ υπολογίζει ότι εάν δεν μπορέσει να αποτρέψει νέα διακυβερνητική διάσκεψη ευθύς αμέσως που θα καταπιαστεί με τις «μεγαλόπνοες ιδέες» για το μέλλον της Ευρώπης (ομοσπονδιοποίηση κ.λπ.), θα έχει τουλάχιστον διασφαλίσει τη συμμετοχή νέων μελών στις εργασίες της και κατά συνέπεια νέους συμμάχους, ώστε να περιορίσει κατά το δυνατόν την εμβέλεια και την έκτασή της. Γι’ αυτό και το σχετικό απόσπασμα της ομιλίας του αναφέρει ότι «… η πιο σημαντική πρόκληση για την Ευρώπη είναι να συνειδητοποιήσει τη νέα πραγματικότητα που συνίσταται στην ταυτόχρονη εμβάθυνση και διεύρυνσή; της…».

Απεικόνισε την Ευρώπη ως Ένωση «…ανεξαρτήτων, κυριαρχιών κρατών» και ως «μοναδικό συνδυασμό διακυβερνητικών και υπερεθνικών θεσμών», δήλωσε ότι η συζήτηση για το Σύνταγμα της Ευρώπης δεν πρέπει αναγκαστικά να καταλήξει σ’ ένα ενιαίο νομικά δεσμευτικό κείμενο (υπαινισσόμενος προφανώς τη βρετανική θέση ότι η υπό διαπραγμάτευση Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που θεωρείται πρόπλασμα ευρωπαϊκού συντάγματος, πρέπει να έχει το χαρακτήρα πολιτικής διακήρυξης κι όχι νομικά δεσμευτικού κειμένου), δέχτηκε ότι υπό τις παρούσες συνθήκες δεν είναι δυνατές ριζικές αλλαγές στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και δεν έφερε αντίρρηση στη μεγαλύτερη ευελιξία ή στην ενισχυμένη συνεργασία υπό τον όρο ότι δεν θα οδηγήσει σε κάποιο σκληρό πυρήνα και ότι η πόρτα θα μείνει ανοιχτή για όλους στο μέλλον.

Στην ουσία, η προσέγγισή του ήταν διακυβερνητική κι όχι υπερεθνική και σ’ αυτό απέβλεπαν οι προτάσεις του, τόσο για το ετήσιο πολιτικό πρόγραμμα που πρέπει να καθορίζει το Συμβούλιο, όσο και για τη δημιουργία δεύτερης Βουλής, αποτελούμενης από αντιπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων. Άλλωστε, υποστήριξε ότι τα «πολιτικά θεμέλια της Ε.Ε. είναι ριζωμένα στο δημοκρατικό κράτος-έθνος»,. Στη βάση αυτή προβάλλεται η «συλλογική ισχύς της Ευρώπης», η Ευρώπη ως υπερδύναμη, όχι ως υπερκράτος. Εξ ου και οι αναφορές του στον Ντε Γκωλ!9

Η Βρετανία βασίμως υπολογίζει ότι το υπαρκτό δημοκρατικό έλλειμμα των υπερεθνικών ευρωπαϊκών θεσμών, ο εμφανής και υφέρπων ευρωσκεπτικισμός σε πολλά κράτη-μέλη, καθώς και οι αποκλίνουσες σταθμίσεις του εθνικού συμφέροντος, θα συγκλίνουν τελικά στην υιοθέτηση μιας πιο ρεαλιστικής στάσης στη διαμόρφωση των νέων θεσμικών ρυθμίσεων έναντι της «ευρωρητορείας» των Σιράκ και Σρέντερ και θα της επιτρέψουν να διαδραματίσει τον ηγετικό, ιστορικό ρόλο που φιλοδοξεί. Μεταξύ οράματος και αναγκαιότητος εδρεύει πάντα ο πραγματισμός. Το τίμημα που φαίνεται διατεθειμένη να καταβάλει, εφ’ όσον δεν μπορεί να αποτρέψει ολοσχερώς την κίνηση προς περισσότερη ολοκλήρωση, συνίσταται στην υπό όρους αποδοχή μεγαλύτερης ευελιξίας, προσεγγίζοντας έτσι τις θέσεις της Γαλλίας. Μολονότι αντιλαμβάνεται ότι κάτι τέτοιο οδηγεί σε μία «πολυ-συστηματική Ευρώπη» έστω και στο απώτερο μέλλον, εντούτοις φαίνεται να κρίνει ότι μία τέτοια λύση εξυπηρετεί επί του παρόντος τα συμφέροντά της εφόσον της παρέχει ευχέρεια επιλογών, πράγμα που επίσης φαίνεται να συμβαδίζει με τις εσωτερικές πολιτικές ανάγκες της κυβέρνησης Μπλαιρ. Ως προς αυτό, είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά και σημαντικά σημεία της ομιλίας του στη Βαρσοβία έγιναν ευμενώς δεκτά από τους αντιπάλους του ευρώ.”

Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στο συλλογικό έργο Από το Άμστερνταμ στη Νίκαια που πρόκειται να κυκλοφορήσει τον ερχόμενο μήνα από τις εκδόσεις Κριτική.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Βλ. την ιστοσελίδα www.feo.gov.uk του βρετανικού ΥΠΕΞ (Foreign and Commonwealth Office).
  2. Βλ. τοάρθροτου “The Danish Referendum changes nothing” στήνIndependent, 30.9.2000.
  3. Βλ. The Economist, “What Kind of Europe? A French Lesson”, 1.7.2000 και “The Void in Europe: Joschka Fisher’s Germany’s Flighty Minister”, 20.5.2000.
  4. Ο Φίσερ εξέθεσε τις «προσωπικές» του απόψεις στο πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου (12.5.2000). Ο ίδιος ο καγκελάριος Σρέντερ στις προγραμματικές του δηλώσεις (10.11.1998) στην Butestag (Βόννη) είχε υποστηρίξει ότι μία ομοσπονδιακή Ευρώπη «… αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για την ειρήνη, την αλληλεγγύη και την πρόοδο».
  5. Βλ. μεταξύάλλωνάρθρομετίτλο “Blair’s bid for a place in history is set for Warsaw” στηνGuardian (28.9.2000), σημείωμα στον Economist (30.9.2000) με τίτλο “Blair’s vision” και άρθρο του Philip Stephens, “Mr. Blair goes to Warsaw”, Financial Times (6.10.2000). Έγιναν γνωστά ακόμη και τα ονόματα εκείνων που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του κειμένου της ομιλίας!
  6. Βλ. Financial Times, 7.10.2000.
  7. Στη σημαντική πολιτική του ομιλία ο Πρόντι εξέφρασε, μεταξύ άλλων, σαφώς τις ανησυχίες του για τις τάσεις ενίσχυσης της διακυβερνητικής συνεργασίας έναντι ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
  8. Η σουηδή ΥΠΕΞ Άννα Πιντ δήλωσε (25.9.2000) ότι την 1η Ιανουάριου 2003, η Ε.Ε. θα πρέπει να είναι έτοιμη για τις πρώτες νέες προσχωρήσεις.
  9. Ως προσέγγιση προς μία Ευρώπη των Πατρίδων χαρακτηρίστηκε, όχι αδίκως, η ομιλία του Μπλαιρ, βλ. κύριο άρθρο της Guardian, “Europe des patries”, 7.10.2000.
  10. Βλ. The Economist, “It is time to agree to differ”, 7.10.2000.
  11. Βλ. τοποθετήσεις του Λόρδου Όουεν, The Independent, 11.10.2000.