Ο πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο και τα ΜΜΕ
Στην επέτειο των δύο χρόνων από την έναρξη των νατοϊκών βομβαρδισμών κατά της Γιουγκοσλαβίας (24/3/1999), μπορούμε ίσως να δούμε με περισσότερη ψυχραιμία το θέμα της στάσης των ΜΜΕ εκατέρωθεν και να αντλήσουμε ορισμένα συμπεράσματα.
Εάν το πρώτο θύμα του πολέμου είναι πάντα η αλήθεια, το δεύτερο ασφαλώς είναι η εξουσία των κυβερνώντων, όταν ο πόλεμος πάει στραβά.
Γι’ αυτό και τα κράτη επιδιώκουν πάση θυσία να κερδίσουν «την καρδιά και το μυαλό» των πολιτών τους υπέρ της υπόθεσης για την οποία προσφεύγουν σε πόλεμο, συνθήκη sine qua non στη σύγχρονη εποχή και ει δυνατόν να κερδίσουν, ή τουλάχιστον να διχάσουν, την κοινή γνώμη του αντιπάλου. Διότι ο σκοπός πρέπει να εμφανιστεί ως θεμιτός, δίκαιος, ηθικός ώστε η κοινή γνώμη να στηρίξει τις απαιτούμενες και αναπόφευκτες θυσίες των στρατευμένων και μη πολιτών που συνεπάγεται ο πόλεμος. Η νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαία συνθήκη της διεξαγωγής του πολέμου, ιδιαίτερα στις προηγμένες δημοκρατίες όπου η κυβερνητική πυξίδα κινείται ανάλογα με τις διαθέσεις και προτιμήσεις των πολιτών-καταναλωτών στη βάση δημοσκοπήσεων δίκην έρευνας αγοράς. Ακόμα και οι πασιφανώς δίκαιοι πόλεμοι δεν μπορούν αυτομάτως να καταδείξουν το δίκαιό τους. Πρέπει κατάλληλα να «πωληθούν» στην κοινή γνώμη. Η κοινή γνώμη μετρά.
Εξίσου όμως διακυβεύεται και η τύχη αυταρχικών καθεστώτων, διότι η συσσώρευση δυσαρέσκειας μολονότι ενδεχομένως να μην είναι δυνατόν να πάρει ανοιχτές μορφές, εν τούτοις εγκυμονεί εκρηκτικές καταστάσεις που κάθε σώφρων «ηγεμών» θα ήθελε να αποφύγει. Η νέμεσις μπορεί να επέλθει, όπως στην περίπτωση του Μιλόσεβιτς.
Γι’ αυτό και η προπαγάνδα1 αποτελεί συστατικό στοιχείο της πολεμικής μηχανής. Σκληρός και αδυσώπητος ο αγώνας για την επικράτηση και την κατίσχυση επί του αντιπάλου, οδηγεί στην επιστράτευση και χρήση παντός Μέσου. Επόμενο είναι η αντικειμενικότητα, η λογική, το ήθος και η αξιοπιστία των ΜΜΕ και των λειτουργών τους να δοκιμάζονται σκληρά. Το «νευρικό σύστημα» της δημοκρατίας, τα ΜΜΕ, αναπόφευκτα δέχεται πολλαπλές πιέσεις και υφίσταται σοβαρό κλονισμό.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ακήρυχτος πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο κυριάρχησε σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκειά του αλλά και μετέπειτα για κάποιο χρονικό διάστημα σ’ όλα τα ΜΜΕ: στα πρωτοσέλιδα και τις σελίδες των εξωτερικών θεμάτων των εφημερίδων, τις στήλες των σχολίων και των επιστολών, στα δελτία ειδήσεων και στις ενημερωτικές εκπομπές του Ραδιοφώνου και της Τηλεόρασης, στις σελίδες των ΜΜΕ στο Διαδίκτυο. Ενδεικτικά, παρακολουθώντας όλο αυτό το διάστημα το ειδικό ένθετο The Editor2 της αγγλικής εφημερίδας The Guardian, διαπιστώνει κανείς ότι το θέμα του Κοσσυφοπεδίου εδέσποσε σε τυπογραφικές ίντσες αδιάπτωτα και μάλιστα σε αρκετή απόσταση μεγέθους από τα υπόλοιπα θέματα της διεθνούς και εσωτερικής επικαιρότητας του κυριώτερου βρετανικού Τύπου. Η σύγχρονη τεχνολογία και τα «κινητά γραφεία», στην κυριολεξία, των ρεπόρτερς, έκαναν τη μετάδοση του προφορικού και γραπτού λόγου, του ήχου και της εικόνας πολύ πιο άμεση και γρήγορη σε σχέση με το προηγούμενο μεγάλο «πολεμικό θέαμα», τον Πόλεμο στον Περσικό Κόλπο το 1991.
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ
Κάθε πόλεμος διδάσκει μαθήματα. Η σέρβική πλευρά έμαθε τη δύναμη της ελεγχόμενης εικόνας στη δυτική κοινή γνώμη από τον πόλεμο στον Περσικό και ύστερα από ορισμένες αμφιταλαντεύσεις, που προφανώς οφείλονταν σε ενδοκυβερνητικές διαφορές, επέτρεψε την παραμονή ξένων τηλεοπτικών συνεργείων και δημοσιογράφων ακόμη και από κράτη με τα οποία βρισκόταν κατ’ εξοχήν σε εμπόλεμη κατάσταση. Γνώριζε τον αποκαλούμενο «παράγοντα CNN» που συμπυκνώνει την πεποίθηση περί της δύναμης της τηλεοπτικής εικόνας. Παρακολούθηση και λογοκρισία των ανταποκρίσεων, επιλογή της εικόνας, ασφαλώς υπήρξαν. Αλλά ακόμη και οι πιο τέλειοι μηχανισμοί ελέγχου είχαν τα όριά τους: οι αγγλομαθείς «ελεγκτές» της σερβικής πλευράς εξαντλήθηκαν. Δεν μπορούσαν να παρακολουθούν τα πάντα. Πώς είναι δυνατόν να ελέγξει κανείς τις 150 και πλέον ανταποκρίσεις που έστελνε ημερησίους ο John Simpson του BBC; Γι’ αυτό και η λογοκρισία αυτή είχε περιορισμένα αποτελέσματα. Από την άλλη μεριά, ο ασφυκτικός έλεγχος των σερβικών ΜΜΕ, λογικά δεν θα πρέπει να παρουσίασε δυσκολίες, εφ’ όσον κατά το μεγαλύτερο διάστημα του πολέμου οι κυριώτερες πολιτικές δυνάμεις της χώρας συμμετείχαν σε κυβέρνηση συνασπισμού, η χώρα βρισκόταν επί ποδός πολέμου και η ένταση του αυταρχισμού ήταν πασιφανής. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα περιθώρια για διαφωνίες και επικρίσεις σχεδόν εκμηδενίζονται. Η στυγνή δολοφονία του Slavko Curuvija, εκδότη της καθημερινής εφημερίδας του Βελιγραδιού Dnevni Telegraph και του εβδομαδιαίου περιοδικού Evropljanin τον Απρίλιο του 1999 και ο εξαναγκασμός σε σιωπή άλλων ανεξάρτητων Μέσων, όπως ο Ρ/Σ Β92, ασφαλώς θα έπεισαν κάθε αντιφρονούντα για την ισχύ της σιδηράς πυγμής της εξουσίας του Μιλόσεβιτς. Έτσι ήταν δυνατό τα κρατικά ΜΜΕ να ισχυριστούν ότι μέχρι 15 Απριλίου είχαν καταρριφθεί 40 αεροσκάφη του ΝΑΤΟ και 150 πύραυλοι κρουζ. Η προπαγάνδα αρχίζει πάντα οίκαδε. Μισές αλήθειες και χονδροειδή ψέματα γίνονται πιστευτά, οι ήττες μετατρέπονται σε νίκες, το άσπρο γίνεται μαύρο και αντίστροφα, ελλείψει ελευθερίας, ιδιαίτερα στα ΜΜΕ.
Από την πλευρά του ΝΑΤΟ τα πράγματα ήταν μάλλον πιο «εκλεπτυσμένα». Η φίμωση των ΜΜΕ θα ήταν φυσικά αδιανόητη. Το «μείγμα» της προπαγάνδας κάθε άλλο παρά άγνωστο ήταν: ο κεντρικός έλεγχος της πληροφορίας και της ενημέρωσης, χρησιμοποίηση «φιλικά προσκείμενων δημοσιογράφων», διοχέτευση «θεμάτων» για τον εχθρό και κατασκευή της εικόνας του, τιθάσευση των αδέσμευτων και επικριτικών δημοσιογράφων και σχολιαστών με διάφορες μεθόδους, επιλογή πολεμικών βιντεο-εικόνων.
Οι πληροφορίες επί της αποτελεσματικότητας των νατοϊκών βομβαρδισμών και της κατάστασης στο Κοσσυφοπέδιο ελέγχονταν απόλυτα από τη στρατιωτική ηγεσία του ΝΑΤΟ φέρνοντας σε δεινή θέση τον πολιτικό εκπρόσωπο Τύπου της Συμμαχίας Jamie Shea. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχικές φάσεις του πολέμου και συγκεκριμένα στην περίπτωση του βομβαρδισμού «κατά λάθος» της φάλαγγας Κοσοβάρων Αλβανών προσφύγων στη Djakovica στις 16 Απριλίου, που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 64 ατόμων -γεγονός που δεν άφησε φυσικά ανεκμετάλλευτο η σέρβική πλευρά, μεταφέροντας πάραυτα επί τόπου τα ξένα ΜΜΕ- ο Shea επί πενθήμερο κατέφευγε σε υπεκφυγές πριν μισο-αποδεχτεί τη νατοϊκή ευθύνη, παρά το γεγονός ότι ο πεπειραμένος δημοσιογράφος Robert Fisk, ανταποκριτής της βρετανικής Independent, είχε προσκομίσει ευθύς αμέσως αδιάσειστα στοιχεία αναφέροντας σε ολοσέλιδη ανταπόκρισή του στην πρώτη σελίδα ακόμη και τους αριθμούς κατασκευής των νατοϊκών βομβών3.
Μη έχοντας ανάλογη πείρα ο «ενημερωτικός» μηχανισμός του ΝΑΤΟ προφανώς δεν ήταν σε θέση να παράσχει αξιόπιστες λεπτομέρειες (ειδήσεις) για τη διεξαγωγή του πολέμου, πέραν της συνήθους ρητορείας4. Γι’ αυτό, μετά το ανωτέρω επεισόδιο χρειάστηκε να παρέμβει το επιτελείο των λεγάμενων spin doctors της Ντάουνινγκ Στρητ, με επικεφαλής τον Alastair Campbell, δεξί χέρι του βρετανού πρωθυπουργού Τόνυ Μπλαιρ, για να στηθεί αξιόλογος μηχανισμός στις Βρυξέλλες ικανός να σταθεί «στο ύψος των περιστάσεων». Όχι ότι χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια, εφ’ όσον η πλειοψηφία και των ανταποκριτών των δυτικών ΜΜΕ στο Βελιγράδι και των δημοσιογράφων που παρακολουθούσαν την καθημερινή ενημέρωση στο Press Room του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες φάνηκε να είναι εκ των προτέρων πεπεισμένη για το ηθικό και δίκαιο της νατοϊκής επέμβασης.
ΕΞ ΟΙΚΕΙΩΝ ΒΕΛΗ
Ιδιαίτερα στις Βρυξέλλες, ελάχιστοι δημοσιογράφοι υπέβαλαν δύσκολες ερωτήσεις, σε βαθμό που και πάλι ο παλαίμαχος Fisk να αποκαλέσει σ’ ένα πικρόχολο άρθρο του τους συναδέλφους του, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, frothers («φελλούς» θα λέγαμε σε ελεύθερη μετάφραση), ήτοι ελαφρόμυαλους και επιπόλαιους, έτοιμους να καταπιούν ό,τι τους σερβίριζε η νατοϊκή προπαγάνδα5.
Έχοντας το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης, δεν είναι δύσκολο σήμερα να διαπιστωθεί ότι τα στοιχεία του ΝΑΤΟ, τόσο για τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα των βομβαρδισμών6, όσο και για την έκταση της εθνοκάθαρσης7 στο Κοσσυφοπέδιο, απείχαν παρασάγγας από την πραγματικότητα. Η υπερβολή χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για να μεταστρέψει θετικά την κοινή γνώμη, κι ας ισχυρίστηκε το αντίθετο ο Alastair Campbell, ο οποίος επέκρινε την κάλυψη του πολέμου από τα βρετανικά ΜΜΕ κατηγορώντας τα για «ηθικό συμψηφισμό»8. Προφανώς, είναι δύσκολο να δεχθεί κανείς ότι μπορεί να υπήρξαν περιπτώσεις εκατέρωθεν αγριότητας και ανταγωνιζόμενων ανηθικοτήτων.
Αυτή η αυτο-δικαίωτη πεποίθηση περί «ηθικής ανωτερότητας» του νατοϊκού σκοπού οδήγησε σε επαίσχυντους ευφημισμούς, χαρακτηρίζοντας τις απώλειες μεταξύ του αμάχου πληθυσμού ως «παράπλευρες ζημίες», όπως π.χ. στην περίπτωση της εκ προμελέτης ισοπέδωσης της σερβικής κρατικής τηλεόρασης (RTS) στο Βελιγράδι στις 23 Απριλίου (καταστροφή της μηχανής του Ψέματος από τη μηχανή της Αλήθειας) και σε ύπουλες επιθέσεις9 εναντίον του βετεράνου ανταποκριτή του BBC Simpson, για δήθεν μεροληψία στις ανταποκρίσεις του από το Βελιγράδι. Οι επικριτές του πήραν βέβαια την δέουσα απάντηση10 από τον ίδιο αλλά και η 30χρονη πείρα, το ήθος και το επαγγελματικό κύρος του Simpson ήταν τέτοια, που όχι μόνο στηρίχτηκε ανεπιφύλακτα από την ηγεσία του BBC αλλά και από ονομαστούς συναδέλφους του11, αναγκάζοντας τους επικριτές του σε άτακτη υποχώρηση.
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ
Τίποτα όμως δεν υπήρξε αποτελεσματικότερο στον αδυσώπητο προπαγανδιστικό αγώνα από τον καταιγισμό των εικόνων από τη μαζική έξοδο και το δράμα των Κοσοβάρων Αλβανών προσφύγων, διότι η εικόνα από μόνη της είναι είδηση. «No picture no story», φέρεται να είπε ο Campbell στο Γραφείου Τύπου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες12. Μόνο έτσι καλύφθηκε η «ενημερωτική» αδυναμία του ΝΑΤΟ να δώσει πειστικά στοιχεία για το τι πραγματικά συνέβαινε εντός του Κοσσυφοπεδίου και μόνο έτσι κάμφθηκε σε κάποιο βαθμό ο σκεπτικισμός της δυτικής κοινής γνώμης, τόσο για τους βομβαρδισμούς όσο και για την ενδεχόμενη αναγκαιότητα προσφυγής σε χερσαίο πόλεμο. Οι συγκλονιστικές εικόνες δημιούργησαν κύμα συμπάθειας και συμπαράστασης με τους αναπόφευκτους συνειρμούς διώξεων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που προκάλεσαν, μια και επρόκειτο για τεράστιο κύμα προσφύγων στην Ευρώπη τις παραμονές του νέου αιώνα. Σκηνές που συντέλεσαν στη μεταστροφή χθεσινών ειρηνιστών σε υποστηρικτές της επέμβασης ακόμη και στη μεταμόρφωσή τους σε «ανθρωπιστικούς ιέρακες». Μεγαλύτερη επιβεβαίωση της εντυπωσιακής δύναμης και επίδρασης της εικόνας επί των τηλεθεατών δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Γι’ αυτό κι ο Τόνυ Μπλαιρ, προϊόντος του χρόνου, επέκρινε (10 Μαΐου) τα ΜΜΕ διότι είχαν πάψει να δίνουν τόσο μεγάλη έμφαση σ’ αυτή την τραγική πτυχή του πολέμου, κατηγορώντας τα για κάματο. Αλλά τα ΜΜΕ γνωρίζουν καλύτερα. Διότι, πράγματι, η επαναλαμβανόμενη εικόνα κινδυνεύει, όπως το μέταλλο, από «κούραση». Η συνταγή έχει τα όριά της.
Όπως μαρτυρούν οι ξένοι ανταποκριτές στο Βελιγράδι, ακόρεστη ήταν η όρεξη για δραματικές ειδήσεις κατά την απαίτηση του αδηφάγου μηχανισμού των ΜΜΕ. Ένας άλλος βετεράνος της βρετανικής δημοσιογραφίας, ο Keith Graves, που κάλυψε τον πόλεμο ως ανταποκριτής του τηλεοπτικού καναλιού SKY TV, παρατήρησε με μελαγχολία ότι το κοινό θέλει ιστορίες με φρικαλεότητες. Ο κανόνας ότι μόνο οι κακές ειδήσεις αποτελούν είδηση, βρίσκει κατ’ εξοχήν την τραγική του επαλήθευση εν καιρώ πολέμου.
Οι εικόνες από το δράμα των προσφύγων εν μέρει αντισταθμίζονταν μακάβρια από τις εικόνες των θυμάτων μεταξύ του άμαχου πληθυσμού που προ- καλούσαν κατά διαστήματα τα «λάθη» του ΝΑΤΟ καθώς και οι εικόνες των καταστροφών από τα πλήγματα εναντίον πολιτικών και οικονομικών στόχων της Σερβίας. Ο δείκτης των δημοσκοπήσεων ανεβοκατέβαινε κατά τις περιστάσεις, καθιστώντας τη μάχη της προπαγάνδας άκρως αμφίρροπη13 και επισφαλή για τη νατοϊκή πλευρά. Εξαίρεση βέβαια αποτέλεσε η Ελλάδα με τα ακατανόητα για τους ξένους ποσοστά υπέρ της μιας πλευράς. Αλλά αυτό είναι μια μάλλη και πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΩΝ ΜΜΕ
Απ’ αυτό το ναρκοπέδιο προπαγάνδας είναι δύσκολο κανείς να ξεφύγει, ακόμη και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι που «ζουν» τα γεγονότα και μας ενημερώνουν γι’ αυτά. Διότι εκτός του «θεάτρου του πολέμου» υπάρχει και το «θέατρο των ΜΜΕ», όπου οι αντίπαλοι παρουσιάζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά:
α) η δαιμονοποίηση του εχθρού.
Η σέρβική πλευρά δεν παρέλειψε να παρομοιάζει τον αμερικανό πρόεδρο Κλίντον ως Χίτλερ και να μετατρέπει στη μικρή οθόνη παραστατικά την αστερόεσσα σε σβάστικα. Αντίστροφα το ΝΑΤΟ δεν έπαψε να χαρακτηρίζει τον Μιλόσεβιτς ως Χίτλερ και να μιλά για «γενοκτονία». Κάθε πλευρά προσπάθησε να θίξει ευαίσθητες χορδές, να ανακινήσει μνήμες, να υπομνήσει εμπειρίες του παρελθόντος, να προκαλέσει συνειρμούς, να αγγίξει το συλλογικό υποσυνείδητο χρησιμοποιώντας κλισέ, στερεότυπα, γλωσσική έκφραση έμπλεη συναισθηματικής φόρτισης και υπερβολής. Η αποκτήνωση του αντιπάλου πρέπει να είναι πλήρης. Διότι στόχος είναι η μαζική επίδραση, η ενοποίηση των στάσεων των διαφορετικών ομάδων από τις οποίες απαρτίζεται η «κοινή γνώμη» των ΜΜΕ.
β) Ο αντιθετικός πόλος άσπρο-μαύρο.
Το απόλυτο «καλό» και το απόλυτο «κακό». Στόχος, η εκμηδένιση της δυνατότητας για ενδιάμεσες ή αμφιρρέπουσες στάσεις. Όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας. Η πόλωση αυτή πέραν του ότι παραμορφώνει την πραγματικότητα, στενεύει μέχρι αφανισμού και τα περιθώρια ανεκτικότητας. Οι συνέπειες για τους διαφωνούντες μπορεί να μην είναι εξίσου σοβαρές στα αντίπαλα στρατόπεδα, ο κανόνας όμως είναι ο ίδιος. Δημιουργείται ένα ασφυκτικό κλίμα όπου οι διαφωνούντες κινδυνεύουν να καταστούν αποδιοπομπαίοι τράγοι, να κατηγορηθούν ως μη πατριώτες, να ριχτούν στο πυρ το εξώτερον με το στίγμα της «εσχάτης προδοσίας». Τα παραδείγματα του Simpson από τη μια μεριά και του Baton Xaxhiu14 από την άλλη είναι απλώς ενδεικτικά. Οι ανεξάρτητες φωνές δεν είναι σε καμιά πλευρά αρεστές. Η ηθική, επαγγελματική σπίλωση και εξουθένωση από τη μια και η ίδια η ζωή απ’ την άλλη διακυβεύονται σοβαρά. Εκτός τούτου, μετριοπαθείς και ενδιάμεσες πολιτικές στάσεις ελάχιστο χώρο αναπνοής βρίσκουν συνθλιβόμενες μεταξύ των Συμπληγάδων του διπολισμού.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο πολιτικό κλίμα δεν είναι δύσκολο να τρωθεί σοβαρά η αξιοπιστία των ΜΜΕ και των λειτουργών τους. Το οικοδόμημα της αξιοπιστίας, που με τόσο κόπο κτίζεται και αποκτάται, κινδυνεύει, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, να καταρρεύσει, δείγμα του πόσο εύθραυστο είναι. Εκτός των άλλων παραγόντων, η πίεση προς «συμμόρφωση» των ΜΜΕ με την επίσημη άποψη είναι τεράστια και καταθλιπτική.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Μπορούν άραγε τα ΜΜΕ να κερδίζουν σήμερα πολέμους όπως διατείνονται ορισμένοι; Πρόκειται σαφώς για υπερβολή, εφ’ όσον οι πόλεμοι κερδίζονται από τους συσχετισμούς που διαμορφώνονται στο στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο. Μπορούν όμως να έχουν δυσανάλογη επίδραση στο εάν και πότε θα γίνει προσφυγή σε πόλεμο, καθώς και σε επιχειρησιακός επιλογές.
Η προβολή ακροτήτων δημιουργεί μεγάλη ηθική πίεση από την κοινή γνώμη. Οι εικόνες του Bill Neely του βρετανού καναλιού ΙΤΝ από τη σφαγή στο Racak στις 15 Ιανουάριου 1999 συντέλεσαν αποφασιστικά στη λήψη της απόφασης για την πραγματοποίηση της απειλής βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας. Η μεντιο-κρατία δεν αποτελεί αποκύημα της φαντασίας15. Υπάρχει ως εικονική πραγματικότητα που τείνει να μονοπωλήσει όχι μόνο τις μορφές πολιτικής επικοινωνίας αλλά και το θεσμικό «δημόσιο χώρο». Η νέα οικονομία της ελεύθερης αγοράς έχει δημιουργήσει την δική της «πολιτική αγορά».
Το συμπέρασμα είναι ότι τα ΜΜΕ αποτελούν σήμερα συστατικό στοιχείο στον καθορισμό της πολιτικής και στρατιωτικής στρατηγικής, επηρεάζοντας, είτε το θέλουμε είτε όχι, αποφασιστικά τη λήψη των αποφάσεων.
Γι’ αυτό και ο εκπρόσωπος Τύπου του NATO Shea σε συνέντευξή του16 προσφεύγοντας σε ποδοσφαιρική παρομοίωση έσπευσε να δηλώσει ότι ναι μεν τα ΜΜΕ δεν κερδίζουν πολέμους αλλά μπορούν όμως να συντελέσουν στο να χαθούν: «Ο εκπρόσωπος Τύπου είναι σαν τον τερματοφύλακα… εάν δεχτεί πολλά τέρματα, τότε η ομάδα θα χάσει, όσο καλοί κι αν είναι οι επιθετικοί της παίκτες».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Δεν είναι καθόλου άνευ σημασίας η εκκλησιαστική προέλευση του όρου, μιας και ανατρέχει στο Γραφείο «προπαγάνδισης της πίστης» (Propaganda Fide) που ίδρυσε στη Ρώμη ο Πάπας Γρηγόριος XV το 1622.
- Η μέτρηση περιλαμβάνει τις ημερήσιες εφημερίδες Guardian, Times, Daily, Telegraph, Independent και Daily Mail, καθώς και τις κυριακάτικες Sunday Times, Observer και Sunday Telegraph.
- «This atrocity is still a mystery to NATO. Perhaps I can help…», The Independent, 17/4/99.
- Βλ. Brian Knoweton, «From NATO, Much Rhetoric and Few Details about the AIR Strikes», International Herald Tribune, 2/4/99, και Craig R. Whitney (δημοσιογράφος της New York Times), «Untested NATO Information Machine seems baffled by what’s going on», International Herald Tribune, 17-18/4/99.
- Robert Fisk, «Taken in by the NATO line». The Independent, 29/6/99.
- Βλ. μεταξύ άλλων: Robert Fisk, «How fake guns and painting roads fooled NATO», The Independent, 21/6/99 – Joseph Fitchett, «NATO misjudged bombing damage». International Herald Tribune, 23/6/99· Stephen Castle, «Doubts still linger over NATO’s war evidence», The Independent, 17/9/99′ Robert Fisk, «Serb army unscathed by NATO», The Independent, 21/6/99′ Joseph Fitchett, «NATO lowers its tally of tanks hit in Kosovo», International Herald Tribune, 17/9/99.
- Βλ. άρθρο του John Pilger στο New Statesman, 15/11/99, και το άρθρο του John Laughland «The massacres that never were» στο Spectator, 30/11/99. Βλ. επίσης την Έκθεση της οργάνωσης Human Rights Watch (Φεβρ. 2000) και τις δύο Εκθέσεις του ΟΑΣΕ (Δεκ. 1999).
- Ομιλία του στο Royal United Services Institute, 9/7/99.
- Οι επιθέσεις εξακολούθησαν από «ανώνυμους» υψηλούς αξιωματούχους της βρετανικής κυβέρνησης που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα The Times, «John Simpson accused of Serb bias», του Philip Webster, 16/4/99.
- O Simpson χαρακτήρισε ως συνηθισμένη την αντίδραση της βρετανικής κυβέρνησης όταν νιώθει «την πλάτη της κολλημένη στον τοίχο». Βλ. John Dugdale, «Sticks and Stones» The Guardian, 21/6/99. Περιέργως o Simpson απελάθηκε από τη Σερβία στις 10 Ιουνίου, μία ημέρα μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, για μεροληψία.
- Martin Bell (δημοσιογράφος που τραυματίστηκε στον πόλεμο της Βοσνίας και νυν ανεξάρτητος βρετανός βουλευτής), «Why we need Simpson», The Times, 16/4/99 και John Huphreys (πασίγνωστος ραδιοτηλεπαρουσιαστής), «Stop this wretched spin machine», The Guardian, 10/4/99.
- Βλ. Tim Judah, Kosovo: War and revenge, Yale University Press, 2000 (σελ. 253).
- Στην Ιταλία, επί παραδείγματι, κρίσιμη χώρα για την διατήρηση της ενότητας του ΝΑΤΟ και κύρια βάση των νατοϊκών αεροπορικοί επιχειρήσεων, στα τέλη Απριλίου το 42,4% τασσόταν υπέρ των βομβαρδισμοί έναντι 42,2% κατά, TIME, 3/5/99.
- Ο Κοσοβάρος Αλβανός Baton Xaxhiu, εκδότης της εφημ. Koha Ditore, που κατάφερε να επιζήσει κρυπτόμενος στην Πρίστινα κατά τη διάρκεια του πολέμου, κατηγορήθηκε μετέπειτα από τους ίδιους τους συμπατριώτες του ως «κατάσκοπος, προδότης και φιλοσέρβος βρυκόλακας» για τη μετριοπαθή γραμμή που τηρούσε.
- Βλ. Michael Ignatieff, Virtual Reality: Kosovo and beyond, Chatto and Windus, London, 2000.
- 16.The Observer, 5/3/2000.