Στο προηγούμενο άρθρο μας, αναλύοντας τους λόγους της αναπόφευκτης εκλογικής νίκης των Εργατικών—αποκλεισμένου κάποιου θαύματος ή deus ex machina (ο φόβος του απρόβλεπτου στα πράγματα τα πολιτικά επιβάλλει πάντα επιφυλακτικότητα μέχρι να μιλήσουν οι ίδιες οι κάλπες)- αφήσαμε ως μόνο ανοιχτό ερώτημα την έκταση της εκλογικής νίκης των Εργατικών. Τελικά, αυτή τη φορά, το εκλογικό αποτέλεσμα επαλήθευσε πλήρως τις σφυγμομετρήσεις.
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ του Τόνυ Μπλαιρ αλλάζει ριζικά το πολιτικό σκηνικό τόσο στη Βρετανία όσο και στην Ευρώπη, έχει δε σοβαρές ιδεολογικές και πολιτικές επιπτώσεις στο χώρο της λεγάμενης «κεντρο-αριστεράς».
Έτσι, παρουσιάζουν τρομερό ενδιαφέρον οι αντιδράσεις του παραδοσιακού συντηρητικού και του παραδοσιακού αριστερού πολιτικού χώρου έναντι αυτής της νίκης. Το προπύργιο του βρετανικού κατεστημένου, το ασύγκριτο περιοδικό Economist σε κύριο άρθρο του προεκλογικά (26/4) τόνιζε ότι το Εργατικό Κόμμα δεν «άλλαξε αρκετά» και συνιστούσε στους ψηφοφόρους ευθέως την επιλογή του «μικρότερου κακού», ήγουν των Συντηρητικών. Μετεκλογικά σε νέο κύριο άρθρο καλεί τον Μπλαιρ να «αποκαλύψει τον εαυτό του», δηλαδή τις επιλογές πολιτικής που πρόκειται να κάνει, ως πρωθυπουργός πλέον της χώρας του.
Διάχυτη, άλλωστε, υπήρξε η «αυτοϊκανοποίηση» των απανταχού νεοσυντηρητικών δυνάμεων ότι το Εργατικό Κόμμα κατολίσθησε σε νεοφιλελεύθερες θέσεις ενώ στην καλύτερη περίπτωση (New York Times, 2/4) η παραδοχή της πολιτικής ηγετικής ποιότητας του Μπλαιρ συνοδεύεται από «φιλική περιέργεια» για τη συμπεριφορά του στην εξουσία.
Από την άλλη μεριά, η παραδοσιακή αριστερά συμπαρατάχτηκε με τον θεωρητικά αντίπαλο πόλο της στην εκτίμηση περί «νεο-θατσερικής». πολιτικής επενδυμένης με προοδευτικό μανδύα -επιχαίρουσα προφανώς διότι παραμένει μόνη της στα ιερά και όσια της «ταξικής πολιτικής»- ενώ διάφορες αναλύσεις στον ελληνικό Τύπο (π.χ. Το Βήμα 4/5) επικαλείται τον θρίαμβο του Μπλαιρ για να υποδείξει τις ευθύνες της κυβέρνησης Σημίτη σχετικά με την εφαρμογή της τολμηρής πολιτικής του επισημαίνοντας -πρόκειται δε περί βαρυσήμαντης παραδοχής- ότι το «πολιτικό πείραμα» που επιχειρείται στη χώρα μας έχει όντως ευρωπαϊκό υπόβαθρο.
Από άποψη εσωτερικής πολιτικής, η νέα κυβέρνηση του Μπλαιρ σίγουρα έχει να αντιμετωπίσει σοβαρές επιλογές στον τομέα της οικονομίας και θα δοκιμαστεί αναφορικά με τις αντιδράσεις της απέναντι στις εξελίξεις. Δεν υπάρχουν τεράστια περιθώρια. Ωστόσο, πολλά μπορούν να γίνουν στον τομέα της παιδείας, της ανεργίας, της αναμόρφωσης του κράτους πρόνοιας, της στήριξης των χαμηλών εισοδημάτων, της προστασίας των περιθωριοποιημένων, στην αντιμετώπιση σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων όπως το έγκλημα, τα ναρκωτικά στο περιβάλλον κ.λπ. Σε ποια έκταση μπορούν να εφαρμοστούν ρηξικέλευθες πολιτικές, που να εμπνέονται από τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και συνοχής, και να είναι ταυτόχρονα και αποτελεσματικές, απομένει να διαπιστωθεί στην πράξη εντός των αναγκαίων χρονικών περιθωρίων.
ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Στο θεσμικό πολιτικό επίπεδο, η εφαρμογή του προγράμματος του Μπλαιρ πρόκειται να επιφέρει πραγματική επανάσταση στο πολιτικό σύστημα της Βρετανίας: κοινοβούλια για την Ουαλλία και την Σκωτία, κατάργηση των Λόρδων, κληρονομικά δικαιώματα, υιοθέτηση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εφαρμογή νόμου για την Ελευθερία της Πληροφόρησης, δημοψήφισμα για εφαρμογή αναλογικού εκλογικού συστήματος – όλα αυτά συμποσούνται σε μια δραστική και ριζοσπαστική αντιμετώπιση της κρίσης της δημοκρατίας που αντιμετωπίζει ένα, στην ουσία, ελάχιστα αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα, που συνεχώς εκδηλώνει τις αγκυλώσεις και την αποστέωσή του. Θα αντέξει το σύστημα σε μια τέτοια ριζική για τα δεδομένα και τις συντεταγμένες του αλλαγή πλαισίου ή θα καταρρεύσει;
Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η πολιτική δύναμη που θα προκύψει από τέτοιες μεταρρυθμίσεις πολιτικών δομών. Διότι, ο πολιτικός μετασχηματισμός ενέχει πάντοτε κινδύνους, οι δε ισχυρές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες ενίοτε εθίζονται στην αλαζονεία της δύναμης, με τρόπο που να αποφεύγουν κινδύνους και συγκρούσεις περιπέφτοντας σε απραξία και αδράνεια. Καθόλου ασύνηθες φαινόμενο.
ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Σχετικά με το επίμαχο και ακανθώδες θέμα της ευρωπαϊκής πολιτικής, η άμεση τήρηση της προεκλογικής θέσης του κόμματος περί αποδοχής της Κοινωνικής Χάρτας ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των ισχυρών εταίρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση για στενότερους δεσμούς της Νέας Βρετανίας με την Ένωση (ούτε ο Κολ κατάφερε να αποκρύψει την ικανοποίησή του για το θρίαμβο του Μπλαιρ) και προοιωνίζεται ίσως μια συνεπέστερη προσέγγιση, αλλά με κανένα τρόπο δεν προδικάζει το συγκεκριμένο περιεχόμενο της ευρωπαϊκής πολιτικής των Εργατικών. Η Ολλανδική προεδρία έχει ήδη συγκαλέσει μια «πολύ άτυπη» σύνοδο κορυφής στις 23/5 για την προ- ώθηση της Διακυβερνητικής. Εκεί ενδεχομένως να γίνουν και πρώτες εκτιμήσεις κατά πόσο η κυβέρνηση Μπλαιρ διαθέτει συγκεκριμένη αντίληψη για την Ένωση, για το τι Ευρώπη θέλει. Έπονται σοβαρές αποφάσεις για ΟΝΕ κ.λπ.
Τέλος, σχετικά με τις ευρύτερες πολιτικο-ιδεολογικές επιπτώσεις στον πολιτικό χοίρο της ευρωπαϊκής αριστερός και «κεντροαριστεράς», γεγονός είναι ότι ο θρίαμβος του Μπλαιρ όχι μόνο αφ’ εαυτού διευρύνει τον πολιτικό χώρο και την παρουσία του σε ευρωπαϊκό επίπεδο, λαμβανομένων φυσικά υπόψη των ιδιομορφιών και των ιδιαίτερων προβλημάτων κάθε χώρας, αλλά και πραγματικά δημιουργεί ένα υπόβαθρο και για τη δοκιμασία πολιτικών επιλογών και εφαρμογής μέτρων πολιτικής και για τον ίδιο τον πολιτικό και ιδεολογικό προβληματισμό και διάλογο. Για τον προσδιορισμό δηλαδή μιας νέας πολιτικής ταυτότητας με κοινά χαρακτηριστικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο παρά τις διαφορετικές εθνικές καταβολές και παραδόσεις.
Πρόκειται, βέβαια, για ένα μεγάλο θέμα που αφορά όλες τις αποχρώσεις της Αριστεράς στην Ευρώπη, αν θέλει όχι μόνο να προσαρμοστεί στα νέα οικονομικά και πολιτικά δεδομένα αλλά και να προσβλέψει σε ρεαλιστικές πιθανότητες στη διακυβέρνηση για την εφαρμογή των ιδεών της. Να δοκιμάσει δηλαδή την πραγματική αποκόλλησή της (δεν αναφερόμαστε στα απομεινάρια της παραδοσιακής κομμουνιστικής αριστερός) από νοοτροπίες και απόψεις που σημάδεψαν την κρατικιστική σοσιαλδημοκρατία μετά τον πόλεμο. Διότι, κοντολογίς, είναι φανερό σε όλους ότι το πρότυπο αυτά, παρά τις τεράστιες επιτυχίες που σημείωσε, έχει ήδη εξαντλήσει τον ιστορικό του ρόλο.
Η δε αποφασιστικότητα των παλαιών σοσιαλδημοκρατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων της Αριστεράς να επανέλθουν στην εξουσία και να επιφέρουν όσες αλλαγές γίνονται αποδεκτές από τις πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες που πάντοτε σχηματίζουν τις κυβερνητικές πλειοψηφίες δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια φάση προσαρμογής και κυρίως πολιτικής ωρίμανσης.
Αν η φάση αυτή συνοδευτεί σταθερά από αναφορές στις αμετάβλητες ιστορικές αξίες των σοσιαλιστικών και εργατικών κινημάτων της Ευρώπης, ως βάση για το σχεδίασμά και την εφαρμογή μέτρων πολιτικής αποτελεσματικών στις σημερινές συνθήκες, τότε δεν είναι καθόλου παρακινδυνευμένο να υποστηρίξει κανείς ότι η «κεντροαριστερά» έχει πράγματι μέλλον σε ευρωπαϊκό επίπεδο κι ότι η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί αποφασιστικά να επηρεαστεί από τον αστερισμό της. Η Νέα Ευρωπαϊκή Αριστερά περιέχοντας ευρύτερο φάσμα πολιτικών δυνάμεων είναι ήδη κατά κάποιο τρόπο πραγματικότητα.