… καί εἰς χοῦν ἀπελεῦσαι
Neni Panourgia
Fragments of Death, Fables of Identity:
An Athenian Anthropography
The University of Wisconsin Press, 1995
Οι εθνογραφικές φωνές και οι ανθρωπολογικές μελέτες πληθύνονται τελευταία, ιδιαίτερα δε αυτές που προσπαθούν να θέσουν το αντικείμενο της μελέτης σε συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο και να αντλήσουν, ως «πολυφωνικά κείμενα», από διάφορες μετα-μοντέρνες προσεγγίσεις.
Η Νένη Πανουργία πειραματίζεται ως ανθρωπολόγος στο γηγενές έδαφος της «πατρίδας» της, την Αθήνα, και στο ιδιαίτερο «έδαφος» που επιλέγει, της δικής της μεγάλης οικογένειας, για να αναλύσει ως παρατηρητής αλλά και ως συμμετέχουσα, τις πολιτισμικές κατασκευές που περιβάλλουν το θάνατο, την ιδέα του θανάτου και το νόημά του, τη «λογική» του, εάν υπάρχει, και τη σχέση νεκρών και ζωντανών, με επίκεντρο πάντα -ως αναλυτική μονάδα-την οικογένεια.
Η οργάνωση της μελέτης της θα έλεγε κανείς ότι ακολουθεί πιστά τον τίτλο του βιβλίου: Θραύσματα θανάτου, Μύθοι ταυτότητας, αποσπασματική και ελλειπτική καθώς είναι.
Τα τρία Μέρη του βιβλίου συνδέονται και αποσυνδέονται κατ’ επανάληψιν με την έννοια ότι ο κύριος κορμός, το Μέρος Π, αποτελείται από έναν κατάλογο χαρακτήρων μιας μεγάλης οικογένειας όπου η αφήγηση αφορά το θάνατο προσώπων, θνήσκοντες και τεθνεότες, αφήγηση που «δένεται» και συμπληρώνεται με «Πάρεργα», ήτοι παρατηρήσεις, αναφορές και σχόλια της ίδιας της συγγραφέως που κατά την ίδια «ανταποκρίνονται σχεδόν οργανικά», ως ανάλυση, παράλληλα, στην αφήγηση. (Η μέθοδος αυτή παρουσίασης και αναλυτικού σχολιασμού διαμέσου «παρέργων» σημειώσεων, μολονότι αποσκοπεί σε θεωρητικό-συστηματικές παρατηρήσεις και αναφορές, ενίοτε καθιστά την ανάλυση περισσότερο αποσπασματική και ομιχλώδη.)
Το πρώτο και το τρίτο Μέρος πράγματι εκπηγάζουν από τον κύριο κορμό, το Μέρος II, όπου στο πρώτο μεν περιγράφονται με σοβαρές θεωρητικές προθέσεις το ανθρωπολογικό «υποκείμενο» και το ανθρωπολογικό «αντικείμενο», στο δε τρίτο οι τρόποι με τους οποίους οι τελετουργικές πράξεις με τη «γεωπολιστική τους υφή» χρησιμεύουν ως μέσον για την επιβεβαίωση της υποκειμενικότητας, της αντικειμενικότητας και της ατομικότητας.
Αν παρακάμψουμε την ιδιόμορφη παρουσίαση του θέματος και την αποσπασματική και ελλειπτική αφήγηση, καθώς και τη θεωρητική αβεβαιότητα και «αταξία», μπορούμε άνετα να σταθούμε σε ορισμένα κεφάλαια του βιβλίου πλούσια σε πολιτισμικές παρατηρήσεις και έμπλεα βαθιών συναισθημάτων.
Μολονότι τα έθιμα και οι τελετουργίες γύρω από το θάνατό είναι γνωστά -όπως γνωστότατα εξίσου είναι τα φαινόμενα της επαγγελματοποίησής και εμπορευματοποίησής τους-, εντούτοις ο τρόπος γραφής και παρουσίασης του θέματος καταδεικνύουν την ιδιαίτερη προσπάθεια που κατέβαλε η συγγραφέας για την κατανόησή τους, την εμβάθυνση και διεισδυτικότητα την οποία επέτυχε, τις επιτυχείς επισημάνσεις στις οποίες κατέληξε.
Πόσο αδάμαστος είναι ο θάνατος; Μπορούμε να προκαλέσουμε την ηγεμονία του χωρίς να αρνηθούμε την ύπαρξή του; Ποιες είναι οι εννοιολογικές και αναλυτικές κατασκευές γύρω απ’ αυτόν; Ποιες είναι οι κοινωνικές στρατηγικές που επιδιώκουν να τοποθετήσουν τους νεκρούς στη συλλογική μας μνήμη, ως μέρος της ατομικής και συλλογικής μας ταυτότητας; Γιατί κρατάμε τους νεκρούς ανάμεσα μας όταν έχει παύσει η υλική ύπαρξή τους; Και μήπως τα έθιμα για το πένθος δεν έχουν να κάνουν περισσότερο με τους ζωντανούς παρά με τους νεκρούς, που έτσι κι αλλιώς βρίσκονται τρία μέτρα κάτω απ’ τη γη; Είναι ενδεικτικά ορισμένα ερωτήματα με πρισματικές απαντήσεις.
Στο Επιμύθιο, η Νένη Πανουργιά επιμένει ότι η πράξη της ανθρωπολογίας και της εθνογραφίας μπορούν να αποτελέσουν υπόθεση της καθημερινής ζωής. Πάνω σ’ αυτήν της την πεποίθηση στήριξε και το ενδιαφέρον της να παρατηρήσει (και να μελετήσει) το πώς οι συγκεκριμένοι άνθρωποι «διαπραγματεύονται την ύπαρξή τους με την προοπτική του θανάτου» και κατά ποίο τρόπο είναι δυνατό οι ανθρωπολόγοι να μελετήσουν αυτήν την διυποκειμενικότητα. Ποια είναι η πλοήγηση των ζωντανών σε μια ζωή που αναπόφευκτα οδηγεί στο θάνατο και πώς η δυσκολία ενσωμάτωσης της προοπτικής αυτής του θανάτου στην καθημερινή ζωή ίσως να αποτελεί την ολοκληρωτική και πλήρη πράξη αντίστασης μπροστά στο αναπόφευκτο.
Πρόκειται, τελικά, inter alia, για ένα πολύ προσωπικό βιβλίο, πλούσιο σε βιώματα και συγκινήσεις.
Εξ ου και η επιτύμβιος, θα έλεγα, ρήση στο τέλος του βιβλίου σε ξεχωριστή σελίδα: ένας στίχος από την 8η Ωδή του Πινδάρου: «ἐπάμεροι τί δέ τις; τί δ᾽ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος»