Οι εκλογές της Πρωτομαγιάς αναμένεται να αναδείξουν νικητή το Εργατικό Κόμμα του Τόνυ Μπλαιρ. Το μόνο που αμφισβητείται είναι το μέγεθος της εκλογικής νίκης των Εργατικών.
Δεκαοκτώ χρόνια διακυβέρνησης της Βρετανίας από το κόμμα των Συντηρητικών, φαίνεται να έχουν εξαντλήσει και το ίδιο το κυβερνών κόμμα και το εκλογικό σώμα. Ένα κόμμα βαθύτατα διαιρεμένο ως προς τον μελλοντικό ρόλο της χώρας στην Ευρώπη, φορτωμένο με αλλεπάλληλα σκάνδαλα, αιχμάλωτο εν πολλοίς της νησιωτικής νοοτροπίας και της πάλαι ποτέ «εθνικής κυριαρχίας», με θρυμματισμένη ιδεολογική ταυτότητα, πλησιάζει προς την ημέρα της κρίσης. Ουδείς γνωρίζει τι επιπτώσεις θα έχει η ήττα του Συντηρητικού κόμματος, όχι μόνο στο ίδιο αλλά στο πολιτικό σκηνικό της χώρας στο σύνολό του. Μόνο ένα θαύμα μπορεί να σώσει τους *
Συντηρητικούς του Τξων Μέητξορ. Η ιστορία των εκλογικών αναμετρήσεων δείχνει ακόμα ότι και τα «θαύματα» δεν πρέπει να αποκλείονται στην πολιτική. Άλλωστε οι εταιρείες σφυγμομετρήσεων και οι ειδικοί επιστήμονες τα έκαναν θάλασσα το 1992 όταν, παρά τις προβλέψεις, ο διάδοχος της Θάτσερ κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές. Πόσο συχνά όμως μπορούν να επαναληφθούν τέτοια θαύματα και ποια πολιτικά ατυχήματα ή στραβοπατήματα θα μπορούσαν να ανακόψουν το δρόμο του Μπλαιρ προς την εξουσία; Η παρατεταμένη προεκλογική εκστρατεία που επέλεξε ο Μέητζορ για να καταφέρει να στριμώξει τον Μπλαιρ και να καταστρέψει την εικόνα του δεν φαίνεται να αποδίδει τα αναμενόμενα.
ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Οι προεκλογικές εκστρατείες στα προηγμένα οικονομικά και τεχνολογικά κράτη της Δύσης αποτελούν σήμερα περισσότερο μια μάχη και διαμάχη εντυπώσεων και παρουσίασης, όπως συνθέτονται διαμέσου της εικόνας, παρά αντιπαράθεση πολιτικών προτάσεων και περιεχομένου. Ο ρόλος της τηλεόρασης τοποθετεί την πολιτική προσωπικότητα στο επίκεντρο, εξ ου και το παιχνίδι εστιάζεται με όλα τα μέσα που διαθέτουν οι αντίπαλοι στην προσωπικότητα του αρχηγού, του πολιτικού ηγέτη, σε μια προσπάθεια να πληγεί ο αντίπαλος στα αδύνατα σημεία του και να αμαυρωθεί η εικόνα του. Αντίστροφα, στη «θετική» πλευρά, οι αντίπαλοι προστατεύουν τις αδύνατες πλευρές τους και υπερτονίζουν τα θετικά σημεία τους και προβάλλουν ό,τι θεωρούν ως πλεονεκτήματα της προσωπικότητάς τους για τη διακυβέρνηση της χώρας. Οι spin doctors κυριαρχούν πέρα για πέρα. Λέγεται ότι οι σύμβουλοι του Μπλαιρ επιλέγουν ακόμα και τη γραβάτα που θα φορέσει…
Η μάχη στα ΜΜΕ είναι λυσσώδης. Ο Μέητζορ έχασε αρκετό έδαφος. Ακόμα και η λαϊκή φυλλάδα Sun τον εγκατέλειψε, άλλες δε λαϊκές εφημερίδες του συντηρητικού χώρου τηρούν «ουδέτερη» στάση. Ο κύβος ερρίφθη.
ΤΟ ΝΕΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ
Η περίπτωση του Τόνι Μπλαιρ είναι απλώς «παραδειγματική» του διλήμματος που αντιμετώπισαν παραδοσιακά σοσιαλιστικά, εργατικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εξουσίας, στις δύο περασμένες δεκαετίες, όταν βρέθηκαν εκτός νυμφώνος και έπρεπε να αντιμετωπίσουν τη λαίλαπα του νεοσυντηρητισμού, την ιδεολογική επικράτηση νεοφιλελεύθερων συνταγών οικονομικής πολιτικής, την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού»: να μείνουν πιστά στις παραδοσιακές ιδεολογικές τους αρχές -ορθές ή λανθασμένες- ή να μετακινηθούν πολιτικά και ιδεολογικά στους τομείς της οικονομίας και του κράτους πρόνοιας, ώστε να γίνουν και πάλι «ελκυστικά» κόμματα εξουσίας στη νέα αγορά.
Ο Μπλαιρ κατάφερε να αναμορφώσει ριζικά το κόμμα του, να το προσαρμόσει στα νέα δεδομένα, εξουδετερώνοντας την παραδοσιακή αριστερή πτέρυγα του κόμματος και ιδεολογικά και προγραμματικά, χαλαρώνοντας τον ασφυκτικό κλοιό των εργατικών σωματείων, αναδιοργανώνοντας εκ βάθρων το κόμμα κεντρικά και σε επίπεδο εκλογικής περιφέρειας, προσεγγίζοντας προσεκτικά τις νέες μεσαίες τάξεις και τον επιχειρηματικό κόσμο. Κάνοντας, με λίγα λόγια, και πάλι το εργατικό κόμμα εκλέξιμο, παρουσιάζοντάς το στους εκλογείς νέο, ανανεωμένο, με συγκεκριμένες δεσμεύσεις πολιτικής, έτοιμο απ’ όλες τις απόψεις να αναλάβει τις ευθύνες διακυβέρνησης. Η προετοιμασία του κόμματος είναι αξιοθαύμαστη· το ίδιο και ο μηχανισμός επικοινωνίας και προβολής. Όλες οι κινήσεις του απέβλεπαν στην κατάληψη του στρατηγικού πολιτικού χώρου του «κέντρου», με ορίζοντα δύο κυβερνητικές θητείες, διαμέσου ισχυρής και αυτοδύναμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που θα δημιουργήσει μεγάλα περιθώρια κινήσεων σε πολλούς τομείς.
ΕΡΓΑΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Με δεδομένες τις αλλαγές αυτές, τη σοβαρότητα και αξιοπιστία που εμπνέουν ηγέτες και κόμμα, δεν είναι καθόλου περίεργο ότι το «ένα τετραγωνικό μίλι» που παράγει το 20% περίπου του βρετανικού ΑΕΠ, το City (το βρετανικό ευρωπαϊκό και εν πολλοίς παγκόσμιο χρηματιστικό κέντρο), δεν ανησυχεί καθόλου για την έλευση των Εργατικών στην εξουσία. Αντίθετα, σημαντική μερίδα του την ενθαρρύνει ενεργά και την ενισχύει οικονομικά – αν και κάπου 402 επιχειρήσεις συμβάλλουν στο ταμείο του συντηρητικού κόμματος εκτός από τις πηγές του εξωτερικού, όπως το Χονγκ Κονγκ. Οι συντηρητικοί εξακολουθούν να παραμένουν το κόμμα των επιχειρηματιών. Τ ·
Παρενθετικά θα εντόπιζε κανείς ορισμένα «περίεργα» πράγματα που συμβαίνουν στο κυβερνών κόμμα, το οποίο έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο το κόμμα του Δημοψηφίσματος (Referendum Party) του βαθύπλουτου Sir James Goldsmith, που ανατίθεται σφόδρα στην ένταξη της Βρετανίας στο ενιαίο νόμισμα, αλλά και του εξίσου βαθύπλουτου επιχειρηματία του Yorkshire Paul Sykes, ο οποίος επιχορηγεί οικονομικά υποψήφιους ευρωσκεπτικιστές βουλευτές του κόμματος, ιδιαίτερα μάλιστα σε οριακές εκλογικές περιφέρειες.
Το Εργατικό κόμμα έχει συγκεκριμένο οικονομικό πρόγραμμα. Υποσχέθηκε να σεβαστεί τα όρια των δημοσίων δαπανών που έχουν θέσει οι Συντηρητικοί για τα δύο πρώτα χρόνια και να μην αυξήσει τη φορολογία εισοδήματος στην πρώτη θητεία του. Μέσα σε αυτά τα στενά δημοσιονομικά όρια υπάρχουν αρκετά περιθώρια και για βελτίωση των παρεχόμενων δημόσιων υπηρεσιών και της κοινωνικής πολιτικής, της αντιμετώπισης δηλαδή κρίσιμων προβλημάτων στο κράτος κοινωνικής πρόνοιας, που παντού διέρχεται κρίση, και του τομέα της αγοράς εργασίας, ιδιαίτερα της ανεργίας, των νέων, καθώς και στην παιδεία.
Οι διαφορές των δύο κομμάτων σε θέματα μακροοικονομικής πολιτικής έχουν σχεδόν εκμηδενιστεί. Η δέσμευση των Εργατικών στη διατήρηση σταθερών τιμών και χαμηλού πληθωρισμού θεωρείται δεδομένη, μολονότι δεδομένη θεωρείται και η αύξηση των επιτοκίων μετά. τις εκλογές, λόγω υπερθέρμανσης της οικονομίας.
Αναφορικά με τις ιδιωτικοποιήσεις δεν φαίνεται να αποτελεί σοβαρό εκλογικό μειονέκτημα για τους Εργατικούς. Άλλωστε η κοινή γνώμη (κατά 55%) δεν θέλει άλλες. Από το 1979 μέχρι σήμερα τα 2/3 των δημόσιων επιχειρήσεων έχουν πωληθεί. Τα «ασημικά της οικογένειας» έχουν εκποιηθεί. Θα χρειάζονταν κάπου 60 δισ. βρετανικές λίρες για να περάσουν ξανά στον δημόσιο τομέα όλες οι ιδιωτικοποιημένες δημόσιες επιχειρήσεις. Άνευ λόγου αναστάτωση. Προσεκτικός και σώφρων ο Μπλαιρ δεν δογματίζει. Το πρόβλημα δεν είναι η δημόσια ιδιοκτησία αλλά το «δημόσιο συμφέρον» είπε στις 6/4/97. Άλλωστε η ακίνητη περιουσία του δημοσίου υπολογίζεται σε 122 δισ. λίρες: Έχει αρκετό έδαφος να κινηθεί.
Δεν αποτελεί, λοιπόν, έκπληξη το γεγονός ότι xo.City δεν ανησυχεί καθόλου. Δεν πρόκειται για τον κόσμο της Εργασίας εναντίον του Κεφαλαίου. Στη σύγχρονη ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία, με την πολύπλοκη ταξική διαστρωμάτωση και τις αλληλοεπικαλύψεις, τέτοιες διαχωριστικές γραμμές, δεν έχουν το νόημα και τη βαρύτητα που είχαν στο παρελθόν. Το περίεργο είναι ότι η κατάσταση της βρετανικής οικονομίας είναι πάρα πολύ ικανοποιητική, ίσως αξιοζήλευτη με βάση τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Για έκτη συνεχή χρονιά σημειώνεται αύξηση του ΑΕΠ, η ανεργία πέφτει, τουλάχιστον σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, ο πληθωρισμός είναι χαμηλός -κάτω του 2%-, οι εξαγωγές αυξάνουν, το ισοζύγιο πληρωμών είναι υγιές. Είτε υιοθετήσει κανείς την άποψη ορισμένων βρετανών σχολιαστών ότι πρόκειται για μια οικονομική άνοδο που οφείλεται στην ενίσχυση της καταναλωτικής ζήτησης και ότι η φούσκα αργά ή γρήγορα θα σκάσει, είτε την άποψη του Economist (12-17/4/97) ότι πρόκειται για ανάκαμψη σε «υγιείς βάσεις», γεγονός είναι ότι η λεγόμενη «εκλογική οικονομία» δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευνοϊκή για τον Μέητζορ. Κι όμως -και πάλι κατά ένα περίεργο τρόπο για τα βρετανικά δεδομένα- δεν φαίνεται να είναι η οικονομία το προνομιακό έδαφος της εκλογικής μάχης· η κυβέρνηση δεν καρπούται εκλογικά τις οικονομικές της επιδόσεις. Μήπως υπάρχουν εδώ σημαντικά συμπεράσματα και γι’ άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που πιστεύουν ότι η οικονομία είναι παντού και πάντα ο καθοριστικός παράγοντας της εκλογικής επιτυχίας ή αποτυχίας;
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Η νέα βρετανική κυβέρνηση θα πρέπει να πάρει σοβαρές αποφάσεις αμέσως μετά την εγκατάστασή της σχετικά με τη σχέση της Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το θέμα δίχασε και διχάζει βαθιά το Συντηρητικό κόμμα, μολονότι ο Μέητζορ κατάφερε, αν και με πολλές απώλειες, να το διατηρήσει «ενωμένο» μέχρι τις εκλογές, κρατώντας τις επιλογές του ανοιχτές σχετικά με τη συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ. Είχε επιτύχει να εξαιρεθεί η Μ. Βρετανία από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ στο θέμα της «Κοινωνικής Χάρτας», υποστηρίζοντας ότι μειώνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Οι Εργατικοί βέβαια υπόσχονται να υιοθετήσουν τη Χάρτα, αλλά το σημαντικό είναι η .συμμετοχή στην ΟΝΕ και οι θέσεις στη Διακυβερνητική Διάσκεψη. Ως προς την ΟΝΕ, ο Μπλαιρ παραπέμπει το θέμα σε δημοψήφισμα χωρίς βέβαια να είναι γνωστό κάτω από ποιες συνθήκες θα διεξαχθεί, πώς θα διατυπωθούν τα ερωτήματα και τι θέση θα πάρει τότε το κόμμα και κυβέρνηση. Οι εταίροι της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις και έχουν στενές επαφές με τον Μπλαιρ. Δεν κρύβουν δε καθόλου την προτίμησή τους υπέρ του Μπλαιρ, πιστεύοντας ότι έχοντας πανίσχυρη πλειοψηφία μπορεί να κάνει άνευ φόβου τα βήματα που χρειάζονται. Άλλωστε η ολλανδική προεδρία είναι έτοιμη για έκτακτη Σύνοδο Κορυφής σχετικά με τη Διακυβερνητική στις 23/5, ώστε το θέμα να κλείσει στην κανονική Σύνοδο Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 14/6 στο Άμστερνταμ.
Η στάση της Βρετανίας και οι τελικές της αποφάσεις δεν αφορούν μόνο την Ευρώπη αφορούν πρωτίστως την ίδια. Τα προβλήματα και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα, όπως όλα τα κράτη της Ε.Ε., δεν μπορούν να λυθούν από μόνα τους, δεν μπορεί να τα λύσει, μόνη της. Η Βρετανία αποτελεί σημαντική συνιστώσα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Καμιά χώρα δεν μπορεί να βαδίσει πλέον μόνη της.
Εθνικιστές και σκεπτικιστές προσπαθούν να εκμεταλλευτούν παραδοσιακά αντανακλαστικά του βρετανικού λαού θωπεύοντας τις προκαταλήψεις του. Είναι παράλογο να ισχυρίζεται κανείς ότι η Ε.Ε. απειλεί την ελευθερία και ευημερία της Βρετανίας. Οι πάντες το γνωρίζουν.
Ο Μέητζορ επέτρεψε στους εξτρεμιστές Τόρυδες να κερδίσουν σημαντικό έδαφος στο κόμμα. «Πρόχειται για επαρχή λόγο για να πετάξουμε έξω τους Τόρυδες την 1η Μαΐου» διότι βλάπτουν το εθνικό συμφέρον, επιχειρηματολογεί κύριο άρθρο (13/4) της εφημερίδας Independent on Sunday. Όλα δείχνουν ότι ελάχιστα θα αλλάξουν μέχρι την ημέρα της κάλπης. Η τύχη του Μέητζορ είναι προκαθορισμένη εδώ και καιρό.
Τέλος, σκοπίμως δεν αναφερθήκαμε στο τρίτο κόμμα, τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες του Πόντυ Άσνταουν, ένα συνεπές και ειλικρινές φιλελεύθερο κόμμα με σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Το εκλογικό σύστημα είναι τέτοιο που ευνοεί τον άκρατο δικομματισμό της χώρας (μονοεδρικό, πλειοψηφικό) πνίγοντας και αποδυναμώνοντας αξιόλογες φωνές. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι η τάση για αλλαγή είναι τέτοια ώστε οποιεσδήποτε απώλειες των Εργατικών τις καρπώνεται το τρίτο κόμμα και όχι οι Συντηρητικοί. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις στο μέσον της προεκλογικής εκστρατείας, η δύναμη των Φιλελευθέρων Δημοκρατών ανέρχεται σε 17% έναντι 48% του Εργατικού και 28% του Συντηρητικού.
Το ερώτημα είναι εάν ένας πανίσχυρος κοινοβουλευτικά Μπλαιρ θα συνεχίσει τον πολιτικό διάλογο με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες για ορισμένες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, ή εάν η αλαζονεία της εξουσίας και η προοπτικής της τον ενταφιάσει. Διότι ο διάλογος αυτός θεωρείται αναγκαίος ώστε να υπερκεραστούν οι αντιδράσεις του «κατεστημένου» ακόμα και ως προς τις πιο ανώδυνες πολιτικές μεταρρυθμίσεις, που έχουν να κάνουν με τη Βουλή των Λόρδων και το εκλογικό σύστημα.