Βασίλης Καπετανγιάννης: Η Εικόνα μιας Χώρας Διαμορφώνεται κυρίως στο Εσωτερικό της

Ο Βασίλης Καπετανγιάννης, Σύμβουλος Τύπου και Επικοινωνίας της πρεσβείας της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον και πρώην Πρόεδρος της Ένωσης Ακολούθων Τύπου (1989-1993), παραχώρησε συνέντευξη στα μέλη της Ένωσης Ακολούθων Τύπου Ιουλία Λειβαδίτη και Νίκο Νενεδάκη.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Η διδακτορική σας διατριβή στο Πανεπιστημίο του Λονδίνου (1986) είχε θέμα «Socio-Political Conflicts and Military Intervention: The Case of Greece, 1950 –1967». Τι κληρονομιές έχει αφήσει ο πολιτικός αυταρχισμός στην ελληνική πολιτική κουλτούρα;

Βασίλης Καπετανγιάννης: Έχει αφήσει σημαντικά «κατάλοιπα» που αντανακλώνται στους κρατικούς και κομματικούς μηχανισμούς, την πολιτική κουλτούρα και συμπεριφορά μας και γενικότερα στην κοινωνία, εξακολουθεί δε να τροφοδοτείται από τις αυταρχικές δομές παραδοσιακών τμημάτων και θεσμών της ελληνικής κοινωνίας, τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στην επαρχία. Η εξάλειψη ή μείωση του φαινομένου θα έπρεπε να αποτελεί συνεχή επιδίωξη σε όλα τα επίπεδα: στο επίπεδο της πολιτικής πράξης και πρακτικής, της «κοινωνίας των πολιτών», της οικογένειας κ.τ.λ. Είναι σοβαρό πολιτικό και πολιτισμικό πρόβλημα.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Είστε συνεργάτης και μεταφραστής πολλών βιβλίων του Νίκου Μουζέλη, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως «ο εισηγητής του εκσυγχρονισμού» στην Ελλάδα. Γιατί είναι σημαντική η έννοια του εκσυγχρονισμού για την ελληνική πολιτική επιστήμη;

Βασίλης Καπετανγιάννης: Η έννοια του εκσυγχρονισμού είναι σημαντική για την εξάλειψη των αναχρονισμών και της αδράνειας της ελληνικής κοινωνίας, διότι συνεπάγεται την εφαρμογή αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στην ελληνική πολιτεία, οικονομία και κοινωνία. Σ’ αντίθεση με ό,τι γενικά πιστεύεται, ο «εκσυγχρονισμός» δεν είναι όρος πολιτικά ουδέτερος. Μολονότι ως πολιτικό και κοινωνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων πιστεύω ότι τέμνει τους πιο σημαντικούς πολιτικούς και κομματικούς χώρους στη χώρα μας εν τούτοις, αναπόφευκτα, συνδέεται και αρθρώνεται με αξιακά συστήματα.
Κατά συνέπεια, κάθε απόπειρα εφαρμογής εκσυχρονιστικού προγράμματος από κυβερνώντα κόμματα, αλλά και από άλλες διοικητικές ή κοινωνικές μονάδες, χρωματίζεται κατ’ ανάγκη από το πλαίσιο των ιδεολογικών και αξιακών παραδοχών και αναφορών μέσα στο οποίο καλείται να εφαρμοστεί και να λειτουργήσει, είτε αυτές ομολογούνται ευθέως είτε όχι. Η διαπίστωση αυτή είναι ακόμη πιο εμφανής στην περίπτωση συνεκτικών πολιτικών προγραμμάτων των οποίων η εφαρμογή προϋποθέτει τη συναίνεση και (συσ)στράτευση σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού, προϋποθέτει δηλαδή τη δημιουργία συναίνεσης διαμέσου συγκρότησης πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών ικανών να οδηγήσουν έναν κοινωνικό σχηματισμό σε υψηλότερα και αποτελεσματικότερα επίπεδα πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης.
Γι αυτό, ενώ η διάγνωση των «κακώς κειμένων» είναι συνήθως λίγο-πολύ ταυτόσημη από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς χώρους και από την επιστημονική ελίτ – ας επαναλάβω ότι ο εκσυγχρονισμός ως πολιτική ιδεολογία τέμνει πολλούς πολιτικούς χώρους – οι συνταγές όμως περί του πρακτέου και της κατεύθυνσης των μεταρρυθμίσεων που συνεπάγεται η ίδια η έννοια του εκσυγχρονισμού διαφέρουν.
Για να μην μακρηγορώ θα υποστήριζα ότι σήμερα περισσότερο από ποτέ, λόγω της ανάγκης επαναπροσδιορισμού του κυρίαρχου οικονομικού πρότυπου παγκόσμια, των συσσωρευμένων προβλημάτων μας αλλά και της παθογένειας του πολιτικού μας συστήματος χρειάζεται να ανοίξει και πάλι ουσιαστική συζήτηση περί εκσυγχρονισμού και μεταρρυθμίσεων, περί του χαρακτήρα και της κατεύθυνσής τους. Είναι παρήγορο που ορισμένοι πολιτικοί, πολιτικοί και κοινωνικοί επιστήμονες ήδη το κάνουν.

Η έννοια λοιπόν είναι σημαντική διότι αφορά στο ίδιο το μέλλον της κοινωνίας και της χώρας μας. Η συζήτηση τόσο από τεχνική, επιχειρησιακή άποψη όσο και από πολιτική σχετικά με εκσυγχρονιστικές και μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, τα εμπόδια που συναντούν και τα αίτιά τους, οι αναγκαίες προϋποθέσεις επιτυχίας τους, κ.τ.λ. έχει αρχίσει ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου Σημίτη και συνεχίζεται και σήμερα.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Ο λαϊκισμός και οι πελατειακές σχέσεις υπήρξαν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής πολιτικής στη δεκαετία του ‘80. Αποτελούν ακόμη τροχοπέδη για τις όποιες προσπάθειες εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης;

Βασίλης Καπετανγιάννης: Θα έλεγα ότι οι πελατειακές σχέσεις, η πολιτική πατρωνεία, προϋπήρχαν της δεκαετίας του ’80. Έχουν γραφεί τόσα πολλά και επαρκή, νομίζω, επ’ αυτού του θέματος. Μπορεί κανείς να τα αναζητήσει στα γραπτά του Μουζέλη αλλά και άλλων σημαντικών πολιτικών και κοινωνικών επιστημόνων μας. Λυπάμαι που δεν μπορώ να τους μνημονεύσω εδώ. Είναι πολύ σημαντική η συμβολή τους. Η βιβλιογραφία είναι αρκετά μεγάλη. Δεν ήταν όμως- και δεν είναι σήμερα, εν μέρει τουλάχιστον -φαινόμενο αποκλειστικά ελληνικό. Άλλαξε, βέβαια, και προσέλαβε νέες μορφές, γραφειοκρατικές και άλλες στη δεκαετία του ’80.

Ο λαϊκισμός στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα συνδέθηκε με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Πριν την άνοδό του στην εξουσία το 1981 με τον χαρισματικό Ανδρέα Παπανδρέου (το χάρισμα του αρχηγού και η απ’ ευθείας, θεσμικά αδιαμεσολάβητη σχέση του με τις «μάζες» ή το «λαό» είναι από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των λαϊκιστικών κινημάτων) διεξήχθη μια ενδιαφέρουσα συζήτηση και διαμάχη, στην οποία δημοσίως συμμετείχα με κείμενά μου. Στη συζήτηση εκείνη, που συνεχίστηκε και στη δεκαετία του ‘80 είχαν συμβάλει αξιόλογοι πολιτικοί όλου του πολιτικού φάσματος, πολιτικοί και κοινωνικοί επιστήμονες. Είχαν αντληθεί αναλογίες από λαϊκιστικά κινήματα άλλων χωρών (π.χ. της Λατινικής Αμερικής), αναλύθηκε μετέπειτα το φαινόμενο του «αυριανισμού». Όπως συμβαίνει αναλύοντας πραγματικές καταστάσεις η ελληνική περίπτωση είχε τις δικές της ιδιομορφίες. Για το λαϊκισμό η ξένη και ελληνική βιβλιογραφία είναι αρκετά εκτεταμένη.
Σήμερα, στο πολιτικό μας λεξιλόγιο, η έννοια χαρακτηρίζει μάλλον πολιτικές συμπεριφορές που έχουν εμφανή στόχο την πολιτική καταδημαγώγηση, παραπλάνηση, απόκρυψη, συγκάλυψη κ.τ.λ. Δεν αφορά σε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κίνημα, μολονότι όλα τα κόμματα –διότι ο λαϊκισμός μπορεί να αρθρώνεται με διάφορες ιδεολογίες, «δεξιές» και «αριστερές»-έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά του.

Και τα δυο αυτά φαινόμενα, οι πελατειακές σχέσεις και ο λαϊκισμός ως πολιτικές πρακτικές, υπήρξαν καταστροφικά για τη Δημόσια Διοίκηση από πολλές απόψεις. Οι επιπτώσεις τους είναι και σήμερα οφθαλμοφανείς. Ωστόσο, τα φαινόμενα αυτά, για αντικειμενικούς, δημοσιονομικούς και άλλους λόγους, έχουν κάπως υποχωρήσει. Θετικά βήματα έχουν γίνει και σ’ ορισμένους τομείς μάλιστα σημαντικά. Ωστόσο, όπου τα φαινόμενα αυτά εμφανίζονται με τις παλαιές τους ή νέες μορφές, ασφαλώς και αποτελούν τροχοπέδη στις όποιες προσπάθειες εκσυγχρονισμού της Δημόσιας Διοίκησης. Δεν συντάσσομαι μ’ αυτούς που μηδενίζουν τα πάντα και υποστηρίζουν ότι τίποτα δεν έχει γίνει ή δεν γίνεται. Αντίθετα, πιστεύω ότι πολλές και σημαντικές προσπάθειες έχουν καταβληθεί και στο παρελθόν από θαρραλέους πολιτικούς και καταβάλλονται στο επίπεδο της νομοθεσίας, των ελεγκτικών μηχανισμών και σε άλλα επίπεδα. Προσκρούουν, συνήθως, στο κράτος της «βαθιάς διοίκησης» και στην επικρατούσα παρωχημένη πολιτική κουλτούρα των κρατικών μηχανισμών αλλά και σημαντικών τμημάτων της πολιτικής μας τάξης και των ίδιων των πολιτών. Χρειάζεται μεγάλη και παρατεταμένη προσπάθεια για την ανατροπή της. Η «κρίσιμη μάζα» αποφασιστικής εκσυγχρονιστικής ώθησης στην ελληνική Δημόσια Διοίκηση δεν έχει ακόμη δημιουργηθεί.

Γι αυτό το λόγο η ιδεολογική και πολιτισμική μάχη υπέρ της εκσυγχρονιστικής μεταρρύθμισης εντός της Δημόσιας Διοίκησης, υπέρ της αλλαγής εμπεδωμένων στάσεων, νοοτροπιών, πρακτικών και δημόσιας ηθικής αποτελεί διαδικασία μακρά και σταδιακή. Πρέπει να δημιουργηθεί επαρκές «συμβολικό κεφάλαιο» και να κριθεί σε καθοριστικό βαθμό το θέμα της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο κράτος. Οι πάντες διαπιστώνουν ότι ο μεγάλος ασθενής είναι το κράτος το οποίο υπηρετούμε και από το οποίο αντλούμε τα προς το ζην. Άρα, έχουμε κι εμείς μέρος της ευθύνης για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Το ζητούμενο δεν είναι κάποια διοικητική ουτοπία αλλά μια πρακτική στρατηγική επίτευξης συγκεκριμένων εκσυγχρονιστικών στόχων. Μέχρι τότε θα εξακολουθήσει να επικρατεί σε σημαντικό βαθμό ο νόμος του Gresham: το κακό νόμισμα διώχνει το καλό. Αλλά, νομίζω, παραβιάζω ανοιχτές θύρες. Απλώς, θέλω να υπογραμμίσω ότι η μετάβαση σε μια νέα κατάσταση εξαρτάται και από εμάς τους ίδιους στο μέτρο του δικού μας χώρου. Διαφορετικά φοβάμαι πως η κατάληξη είναι πάντα γνωστή: plus ça change, plus c’ est la même chose.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Υπήρξατε Πρόεδρος (1989-1993) και Γενικός Γραμματέας (1993-1995) της Ένωσης Ακολούθων Τύπου. Κατά πόσο είναι δυνατόν αιτήματα συνδικαλιστικού χαρακτήρα να συνδυάζονται με αιτήματα μεταρρύθμισης που αναφέρονται στο δημόσιο συμφέρον;

Βασίλης Καπετανγιάννης: Μπορούν αρμονικά να συνδυάζονται. Αυτός πρέπει να είναι διαρκής και έμμονος σκοπός μας.

Επιδίωξή μου ως προέδρου της Ένωσης Ακολούθων Τύπου στην περίοδο που αναφέρεστε, ήταν αφενός μεν η δημιουργία αξιοκρατικού, αξιόμαχου και υψηλού επιστημονικού επιπέδου κλάδου Ακολούθων Τύπου και αφετέρου η συγκρότηση μιας συνεκτικής επαγγελματικής ομάδας, όχι συντεχνιακής αλλά με ευρύτερες κοινωνικές ευαισθησίες, στόχους και ρόλο, με ευρύτερη επιρροή και αποδοχή παρά το μικρό της μέγεθος. Δεν εννοώ πρόσδεση σε κάποιο κόμμα ή κάποια συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία, αλλά τη δημιουργία συνείδησης και αντίστοιχης πρακτικής (συνδικαλιστικής και ευρύτερης δράσης και συμπεριφοράς) γύρω από την έννοια της υπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος και της διαμόρφωσης δημόσιας πολιτικής. Με ενδιέφερε η συλλογική μας συμπεριφορά και προοπτική, όχι οι ατομικές πολιτικές ή κομματικές τοποθετήσεις. Και πάλι δεν αναφέρομαι στον τυπικό όρκο μας ως δημοσίων υπαλλήλων αλλά στη συνείδηση και την πρακτική εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, το οποίο δεν εξαντλείται στην εξωτερική πολιτική αλλά σχετίζεται με πάρα πολλές όψεις της δουλειάς της ομάδας μας.

Ο πρώτος στόχος γενικά επετεύχθη με τη σύσταση και λειτουργία του Τμήματος Ακολούθων Τύπου στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης καθώς και την εμμονή μας στα θεσμικά του Κλάδου, που σήμερα έχουν φτάσει σε κάποιο ικανοποιητικό μεν αλλά ανεπαρκές σημείο. Διότι παραμένουν ανεπίλυτα βασικά θεσμικά θέματα στα οποία η Ένωση Ακολούθων Τύπου θα έπρεπε να δώσει μεγαλύτερη προσοχή και προτεραιότητα.

Πολλοί νέοι συνάδελφοι ελάχιστα γνωρίζουν για το χρόνο, τις συνθήκες αλλά και τους αγώνες και το σημαντικό προσωπικό τίμημα το οποίο πληρώθηκε για έναν στοιχειώδη εξορθολογισμό του Κλάδου Γραμματέων και Συμβούλων Επικοινωνίας, για τη δημιουργία της δημόσιας αυτής επαγγελματικής ομάδας. Ορισμένοι νέοι συνάδελφοι φαίνεται να πιστεύουν ότι τα πάντα έγιναν με παρθενογένεση κι κάποιοι μετέρχονται πρακτικές που πιστεύω ότι ανήκουν σε άλλη εποχή.

Ως προς το δεύτερο στόχο, με λύπη μου θα έλεγα ότι δεν έχει επιτευχθεί. Παλινδρομούμε. Επικρατεί σύγχυση, η δε συλλογική επαγγελματική και πολιτική μας κουλτούρα δεν έχει κατακτήσει το απαιτούμενο ποιοτικό επίπεδο. Οι διαπιστώσεις αυτές αντανακλώνται στη συμπεριφορά μας, συνδικαλιστική και άλλη… Φυσικά, μέσα στις γραμμές μας υπάρχουν αντίθετες απόψεις και αντίρροπες τάσεις. Γενικεύω, όμως, διότι κάθε επαγγελματική ομάδα χαρακτηρίζεται συνήθως από την επίσημη δημόσια συλλογική της έκφραση. Θα βοηθούσε ίσως κάποια εσωτερική συζήτηση για την ταυτότητά μας, που διέρχεται εμφανή κρίση, καθώς και τις θεσμικές-επαγγελματικές προοπτικές μας. Είναι καιρός.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Έχετε αρθρογραφήσει για χρόνια στην «Καθημερινή» σε διεθνή και πολιτικά θέματα (1988-2001), έχετε γράψει σε ξένα βιβλία και περιοδικά για το πολιτικό σύστημα της χώρας μας, έχετε συστηματικά δημοσιεύσει βιβλιοκρισίες για ελληνικά και ξένα βιβλία πολιτικής επιστήμης, εξωτερικής πολιτικής, ιστορίας κ.τ.λ. σε ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά (μέχρι πρόσφατα στη «Βιβλιοθήκη» της «Ελευθεροτυπίας»), είστε μεταφραστής του Eric Hobsbawm και έχετε διατελέσει αρθρογράφος και αρχισυντάκτης εξωτερικών θεμάτων στο περιοδικό «Αντί» (1989-1996). Το ερώτημα είναι: στην Ελλάδα παρακολουθούμε με επάρκεια τις ευρωπαϊκές και τις διεθνείς εξελίξεις; Μας βοηθά η πληροφόρηση που έχουμε για τη διαμόρφωση προτεραιοτήτων της εξωτερικής μας πολιτικής;

Βασίλης Καπετανγιάννης: Ως προς την εισαγωγή της ερώτησης αυτής, πράγματι, αναδιφώντας το αρχείο μου δεν μπορώ να πιστέψω πότε έβρισκα το χρόνο για διάβασμα και τόση, σχετικά εκτενή, συγγραφική δραστηριότητα, δεδομένων των επαγγελματικών μου και άλλων υποχρεώσεων. Mέσα από διάφορες μορφές κειμένων προσπαθούσα να διατυπώνω προσεκτικά αλλά σαφώς τις απόψεις μου για τα δημόσια πράγματα, ενθάρρυνα δε πάντα τους (τις) συναδέλφους μου να έχουν δημόσια παρουσία στον ιδιαίτερο τομέα τους. Αρκετοί συνάδελφοι είχαν και έχουν σήμερα μια τέτοια αξιόλογη παρουσία. Κι αυτό πιστεύω ότι αντανακλά στο κύρος του κλάδου και της δουλειάς μας.

Δεν θα μπορούσα να αποφανθώ σχετικά με την επάρκεια της παρακολούθησης των ευρωπαϊκών και διεθνών εξελίξεων. Γεγονός είναι ότι οι πηγές σήμερα είναι άφθονες και ποικίλες. Χρειάζεται ίσως περισσότερη συστηματοποίηση και εστίαση στην παρακολούθηση, ίσως και καλύτερη αξιολόγηση των χρήσιμων πηγών. Πρέπει να γίνουν πιο πολλά βήματα στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και των λεγόμενων «κοινωνικών Μέσων». Από την άλλη μεριά, είμαι απολύτως βέβαιος ότι η πληροφόρηση μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στη διαμόρφωση των προτεραιοτήτων της εξωτερικής μας πολιτικής, αρκεί να υπάρχει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο – και το κατάλληλο έμψυχο υλικό – για την επεξεργασία και αξιοποίηση της πληροφορίας αυτής που η ποσότητα και ποιότητά της, από πληθώρα πηγών, δεν έχει σήμερα ιστορικό προηγούμενο. Ωστόσο, η πληροφόρηση δεν πρέπει να συγχέεται με τη γνώση που η κατάκτησή της προϋποθέτει διαφορετικές διαδικασίες και κανόνες.

Σε τι επαναστατική εποχή βρισκόμαστε στον τομέα της πληροφορίας, ο κλάδος μας, τουλάχιστον, το γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον. Όπως το γνωρίζουν κι άλλοι φορείς, όπως π.χ. οι λεγόμενες «δεξαμενές σκέψης», πανεπιστημιακά τμήματα, όσοι εργάζονται στο χώρο των media, κ.τ.λ. Περιθώρια βελτίωσης και καλύτερης συνεργασίας μεταξύ όλων αυτών των παραγόντων πάντα υπάρχουν.

Τελικά, βέβαια, την ορατή επιφάνεια αποτελούν οι πολιτικές αποφάσεις και η εφαρμογή τους. Αυτές παράγουν αποτελέσματα και αντιδράσεις στο δημόσιο χώρο, εσωτερικό και εξωτερικό. Θα πρέπει να μας ενδιαφέρει το πώς διαμορφώνονται και ποιος είναι ρόλος της πληροφορίας, υπό τους ανωτέρω όρους, στην τελική τους αποτύπωση. Γι αυτό επιδίωξή μας πρέπει να είναι διττή: η αναγνώριση και εμπέδωση του αναντικατάστατου ρόλου του κλάδου στη συλλογή, αξιολόγηση, επεξεργασία και μετάδοση της πληροφορίας, καθώς και η προβολή της εικόνας της χώρας μας στο εξωτερικό.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Έως τώρα έχετε υπηρετήσει ως Σύμβουλος Τύπου και Επικοινωνίας στις διπλωματικές αποστολές της Ελλάδας στο Λονδίνο, το Δουβλίνο, τις Βρυξέλλες, και τώρα στην Ουάσινγκτον. Διαφοροποιούνται και πόσο οι κατά τόπους προσλήψεις της Ελλάδας; Ποια είναι τα δυνατά σημεία της χώρας μας;

Βασίλης Καπετανγιάννης: Σαφώς και υπάρχουν οι κατά τόπον διαφοροποιήσεις αναφορικά με τις προσλαμβάνουσες και τα στερεότυπα της χώρας μας. Συμβαίνει με όλες τις χώρες. Ωστόσο, τα γενικά χαρακτηριστικά των προσλήψεων είναι μάλλον λίγο-πολύ τα ίδια. Έχουν κατά κόρο αναφερθεί σε πολλές μελέτες.
Γεγονός είναι ότι οι παραδοσιακές προσλήψεις εμπλουτίστηκαν με νέα «σύγχρονα» στοιχεία, μετά την επιτυχή τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004. Δεν έχω συναντήσει κάποιον που να το αμφισβητεί. Εκ των πραγμάτων, πείστηκαν ακόμη και οι πιο δύσπιστοι. Seeing is believing που λένε. Γεγονός επίσης είναι ότι η εικόνα κάθε χώρας διαμορφώνεται κυρίως στο εσωτερικό της. Δυστυχώς, καμιά «επικοινωνία» δεν μπορεί να ωραιοποιήσει ή να ανατρέψει, πολλές φορές δε και να ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις δυσάρεστων και αρνητικών φαινομένων που παράγονται εντός της χώρας. Ας ελπίζουμε ότι τα θετικά μας επισκιάζουν τα αρνητικά μας κι ότι εδραιώνουν όλο και περισσότερο μια θετική και σύγχρονη εικόνα για τη χώρα μας. Πρόσφατο παράδειγμα το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, που προσέλκυσε παγκόσμια θετική έως διθυραμβική δημοσιότητα.

Δυνατά σημεία της χώρας μας-25η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο, ας μην το ξεχνάμε-δεν είναι μόνο τα στοιχεία που αποτελούν το παραδοσιακό και το πιο σύγχρονο τουριστικό της προϊόν, η ποιότητα ορισμένων προϊόντων της, η αριστεία πολλών τέκνων της, κ.τ.λ. αλλά και ο πολιτισμός της, η γεωπολιτική της θέση και ο ρόλος της στην ευρύτερη περιοχή. Παρά τις άναρχες, άτακτες και άνομες συχνά όψεις του πολιτικού και κοινωνικού μας βίου, η χώρα μας είναι δημοκρατική (όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία της), ειρηνική, σταθερή και ευημερούσα με αξιοζήλευτες επιδόσεις σε πολλούς τομείς, φάρος και ηγετική δύναμη στην ευρύτερη περιοχή της, με ισχυρούς φίλους και ισχυρές συμμαχίες παγκόσμια. Πράγματα γνωστά. Δεν είναι τυχαίο που ο Αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα είπε σε πρόσφατη ομιλία του – ίσως με κάποια δόση υπερβολής- ότι «όταν μιλάμε για την Ελλάδα στην περιοχή της, μιλάμε για υπερδύναμη».

Αλλά, επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι για να «επικοινωνήσουμε» τη χώρα μας και τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα πρέπει να την αγαπάμε και ταυτόχρονα, ακριβώς γι αυτό το λόγο, να είμαστε οι πιο αυστηροί κριτές της ζητώντας τη συνεχή βελτίωσή της σε πολλούς τομείς. Κι είναι τόσα στα οποία θα μπορούσαμε να σημειώσουμε θεαματική βελτίωση, με αφετηρία τη δική μας δουλειά και απόδοση. Σημασία έχει τι κάνουμε εμείς για τι χώρα μας, διότι συχνά και μας απογοητεύει και μας «πληγώνει». Η στάση αυτή, πιστεύω, έχει ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα σε περιόδους κρίσης, όπως η σημερινή, όπου διάφορα μικρο και μεγα-συμφέροντα και συντεχνιακές ομάδες προσπαθούν να διατηρήσουν ή να ενισχύσουν τη θέση τους σε βάρος του συνόλου. Διότι η κρίση έχει χαμένους αλλά και κερδισμένους. Η κυβερνητική πολιτική ή οι προτάσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι ένα άλλο θέμα.

Θα πρέπει, όμως, όσοι τουλάχιστον αντιλαμβάνονται τους κανόνες της πολιτικής διαδικασίας και των πολιτικών συσχετισμών, καθώς και τους όρους κάτω από τους οποίους οι κοινωνικοί σχηματισμοί συγκροτούνται, διατηρούνται και μετασχηματίζονται, να είναι ρεαλιστικοί ως προς τις προσδοκίες.

Βρισκόμαστε ίσως ως κοινωνία σε ένα από εκείνα τα κρίσιμα κομβικά σημεία, που για να διατηρήσουμε το σύνολο των κατακτήσεων και των επιτεύγματων μας αλλά και για να κατακτήσουμε νέα επίπεδα εκσυγχρονισμού και προόδου προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, χρειαζόμαστε ριζικές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς, μια νέα δυνατή εκσυγχρονιστική ώθηση. Πρόκειται, κατά την άποψή μου, για ιστορικής σημασίας πολιτική, πολιτισμική και ιδεολογική προσπάθεια που δεν μπορεί να τελεσφορήσει βραχυχρόνια. Αλλά αξίζει να στρατευθεί κανείς σ’ αυτήν.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Οι διπλωματικοί υπάλληλοι εν γένει έχουν ως κύρια αποστολή τους χειρισμούς που αφορούν στην εξωτερική πολιτική ενώ οι Σύμβουλοι Τύπου και Επικοινωνίας οφείλουν να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην παρουσίαση όλων των πλευρών της ελληνικής, κοινωνίας, πολιτικής και πολιτισμού. Ποια είναι η ιδανική ισορροπία ανάμεσα στα δύο αυτά καθήκοντα και τις αντίστοιχες νοοτροπίες;

Βασίλης Καπετανγιάννης: Ιδανικές ισορροπίες δεν υπάρχουν. Διαμορφώνονται στην πράξη και κατά συνέπεια υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανά περίπτωση. Αυτονόητο είναι ότι επιβάλλεται η αρμονική, καρποφόρα και αποτελεσματική συνεργασία των συντελεστών αυτών της δημόσιας παρουσίας της χώρας στο εξωτερικό. Το επιβάλλει το συμφέρον της χώρας. Διότι, η εικόνα της χώρας μας δεν εξαρτάται μόνο από την «επικοινωνία» αλλά και από τη συμπεριφορά, τη δράση, την παρουσία, την αποτελεσματικότητα κ.τ.λ. όλων των δημόσιων φορέων της χώρας στο εξωτερικό. Δεν υπάρχει, όμως, αμφιβολία ότι το μεγαλύτερο, αν όχι το αποκλειστικό, βάρος για την ολόπλευρη και αποτελεσματική προβολή όχι μόνο της εξωτερικής μας πολιτικής αλλά όλων των πτυχών της κοινωνίας μας στο εξωτερικό πέφτει εκ των πραγμάτων στους ώμους της δικής μας Υπηρεσίας. Γι αυτό και η ευθύνη μας είναι πολύ μεγάλη.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Στις ΗΠΑ διεξάγεται εδώ και χρόνια μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη δημόσια διπλωματία. Στην Ελλάδα ενώ πολύ συχνά αναφέρονται προβληματισμοί για την εικόνα της χώρας, στο εξωτερικό, λείπει η ενίσχυση (οργανωτική, θεσμική, οικονομική) δράσεων δημόσιας διπλωματίας. Υπάρχουν περιθώρια αισιοδοξίας;

Βασίλης Καπετανγιάννης: Πράγματι, στις ΗΠΑ διεξάγεται μια πολύ σοβαρή συζήτηση για τη δημόσια διπλωματία. Υπάρχουν πολλά στοιχεία γι΄αυτό στο forum της ΕΝΑΤ και θα ήταν περιττό να τα επαναλάβω εδώ ή να προσπαθήσω να τα εμπλουτίσω. Περιορίζομαι να σημειώσω ότι η πρόσφατα διορισθείσα αρμόδια Υφυπουργός Judith McHale (με πολύ επιτυχημένη σταδιοδρομία στον ιδιωτικό τομέα) υποστήριξε ότι η διάσταση της δημόσιας διπλωματίας, για να παράγει αποτελέσματα, θα πρέπει να είναι ενσωματωμένη σε κάθε μείζονα απόφαση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Η post festum εφαρμογή δράσεων δημόσιας διπλωματίας συνήθως δεν είναι καθόλου αποτελεσματική, αν δεν είναι αντιπαραγωγική.

Δεν θα ήθελα να προσεγγίσω την ελληνική κατάσταση από τη σκοπιά της αισιοδοξίας ή απαισιοδοξίας. Προέχει να συνεχιστούν οι προσπάθειες, οι δικές μας και άλλων φορέων, ούτως ώστε να συνειδητοποιηθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό η σημασία της διάστασης αυτής από κρατικούς και μη φορείς και να ληφθούν αρχικά κάποια μέτρα αναγκαίου συντονισμού για να προχωρήσουμε στη συνέχεια, σταδιακά με τη δέουσα προσοχή, επωφελούμενοι της μεγάλης πλέον εμπειρίας των άλλων χωρών, σε θεσμικές διευθετήσεις που θα δώσουν διάρκεια και σταθερότητα. Βεβιασμένες και απρογραμμάτιστες ενέργειες, κινήσεις «μαθητευόμενων μάγων» βλάπτουν συνήθως παρά ωφελούν. Χρειάζεται προγραμματισμός, συντονισμός, συλλογική δράση και σοβαρότητα.

Οι δράσεις της Ένωσης Ακολούθων Τύπου ως προς αυτό είναι καθ’ όλα αξιόλογες και έχουν σαφή στοχοθέτηση, γι αυτό αξίζει να ενισχυθούν. Άλλωστε, είναι φανερό ότι ήδη τυγχάνουν ευρύτερης αναγνώρισης, τουλάχιστον στο χώρο των επαϊόντων.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Πόσο σημαντική είναι η ερευνητική δραστηριότητα για την Ελλάδα σε ξένα κέντρα ερευνών και η δημόσια διπλωματία των ελληνικών Think Tanks;

Βασίλης Καπετανγιάννης: Είναι εξαιρετικά σημαντική και αναγκαία τόσο η ερευνητική δραστηριότητα όσο και η δημόσια διπλωματία των «δεξαμενών σκέψης». Εκ των ουκ άνευ. Παρουσία υπάρχει και στους δυο τομείς. Χρειάζεται περισσότερη και εντονότερη. Είναι, νομίζω, θέμα πόρων, προγραμματισμού, συνεργασίας, συγκεκριμένων στόχων. Αποτελεί ευρύτατο πεδίο δράσης. Απομένει να αξιοποιηθεί στο έπακρο. Θα ωφελήσει δε τα μέγιστα τόσο τους συγκεκριμένους φορείς όσο και την ίδια τη χώρα.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Κάποιο γενικό συμπέρασμα από όλα αυτά;

Βασίλης Καπετανγιάννης: Πολλά αυτονόητα νομίζω. Θα επικαλεστώ μόνο δύο πρόσφατες μαρτυρίες, όψεις του ίδιου νομίσματος:
“….Τι άλλο με ξάφνιασε; Ότι ο Έλληνας είναι πολύ σκληρός με την Ελλάδα. Άδικα σκληρός, με πολύ φαγωμάρα, πολύ κριτική. Δείχνει να μην αγαπά τη χώρα που ζει”-Χενκ Τεν Κάτε, προπονητής του ΠΑΟ, Η Καθημερινή, Κυριακή 17.5.2009.
“Η νοοτροπία του κρατισμού και του λαϊκισμού παραμένει βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία. Διαπερνά και τα δυο μεγάλα ελληνικά πολιτικά κόμματα”-Γιώργος Αλογοσκούφης, πρώην Υπουργός Οικονομίας, ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 28.6.2009.