Ο ρόλος της πολιτικής ενημέρωσης

Δημήτρη Ρέππα

Πρόσωπο με Πρόσωπο με τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης

Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999.

Το σχετικά πρόσφατο βιβλίο του υπουργού Τύπου και ΜΜΕ και κυβερνητικού Εκπροσώπου Δημήτρη Ρέππα δεν περιέχει μόνο τον απολογισμό του έργου του ως επικεφαλής του υπουργείου από τον Ιανουάριο του 1996 (τις κανονιστικές ρυθμίσεις για την ψηφιακή εποχή, το θεσμικό πλαίσιο για τα ΜΜΕ, την επικοινωνιακή πολιτική κ.λπ.), τις απόψεις του για τις σχέσεις πολιτείας και ΜΜΕ καθώς και τις αντιλήψεις του για τη σημερινή κοινωνία της πληροφορίας, αλλά και ενδιαφέρουσες ενδοσκοπήσεις αναφορικά με το ρόλο και τη λειτουργία του κυβερνητικού εκπροσώπου, που συμπυκνώνει στον επίλογο του βιβλίου του. Ωστόσο οι απόψεις του αυτές αναπόφευκτα συνδέονται με τις αντιλήψεις του για το ρόλο και την πρακτική των ΜΜΕ, ειδικότερα φυσικά στην Ελλάδα.

Διότι αυτονόητο είναι πως ο πολιτικός λόγος του κυβερνητικού εκπροσώπου δεν λειτουργεί σε κενό, ούτε μπορεί να αγνοήσει κώδικες επικοινωνίας και τεχνικές που προσιδιάζουν στο υφιστάμενο επικοινωνιακό περιβάλλον. Εξάλλου εκφορά και επίσημη ερμηνεία της κυβερνητικής πολιτικής και μεταφορά των πολιτικών μηνυμάτων αποτελούν ουσιώδεις παράγοντες της δημοκρατικής πολιτικής διαδικασίας, ιδιαίτερα μάλιστα όταν συνοδεύονται από προσωπικό κύρος και αξιοπιστία. Αποτελεί πολιτικό καθήκον του κυβερνητικού εκπροσώπου η προσπάθεια καθορισμού της ημερήσιας διάταξης της πολιτικής συζήτησης.

Ωστόσο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έχει να αντιμετωπίσει σοβαρούς αντιπάλους. Κατ’ αρχήν την εγγενή ένταση που διακρίνει τις σχέσεις της εξουσίας -κάθε εξουσίας, πόσο μάλλον της πολιτικής- με τα ΜΜΕ. Ο ρόλος ελέγχου της εξουσίας, που εξ ορισμού εναποτίθεται στα ΜΜΕ -κι από εδώ εκπηγάζει ίσως το λανθασμένο μάλλον δόγμα ότι καλή δημοσιογραφία είναι μόνον η κριτική δημοσιογραφία- πλέκει έναν ιστό υπέρμετρης καχυποψίας έναντι των επισήμων εκδοχών και συχνά εγκλωβίζει τη δημοσιογραφική στάση σε εκ προοιμίου συνωμοτικές ερμηνείες που πρέπει οπωσδήποτε να μεταφερθούν στην κοινή γνώμη εφόσον οι κυβερνώντες και κάθε είδους εξουσιαστές εξ ορισμού αποκρύπτουν, συγκαλύπτουν, μεταθέτουν και τα συναφή. Πόσο συχνά όμως γίνεται παραδεκτό ότι και τα ΜΜΕ σφάλλουν ή είναι εκτεθειμένα στους ίδιους πειρασμούς; Εάν η εξουσία είναι εξ ορισμού ύποπτη, πόσο αθώα είναι τα ΜΜΕ;

Βέβαια, σε μία ελεύθερη κοινωνία τα ΜΜΕ είναι ελεύθερα να σφάλλουν ακόμα δε και να είναι ανεύθυνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τίθενται υπεράνω κριτικής και ρυθμίσεων δεοντολογικής υφής. Περαιτέρω, το σημερινό επικοινωνιακό περιβάλλον κάθε άλλο παρά ευνοεί τη σοβαρή πολιτική επικοινωνία. Ο λυσσαλέος ανταγωνισμός μεταξύ των ΜΜΕ για κυκλοφορία, ακροαματικότητα και τηλεθέαση, οδηγεί σε επικίνδυνους ατραπούς όπου πλεονάζουν η υπεραπλούστευση, η προκατάληψη, η παρερμηνεία, η αυθαίρετη επιλογή, ο κατακερματισμός, η παραγνώριση των αποχρώσεων, η χονδροειδής κατασκευή, η υποβάθμιση της αισθητικής, η προσφυγή στον εντυπωσιασμό σε βάρος της ουσίας και άλλα αμαρτήματα ων ουκ έστιν αριθμός.

Αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, είναι συχνά οι κακές ειδήσεις να διώχνουν τις καλές, όπως το κακό νόμισμα διώχνει το καλό, σύμφωνα με το νόμο του Gresham. Τελικά όμως τα ΜΜΕ πάντα έχουν τον τελευταίο λόγο, πάντα έχουν τη δυνατότητα να πυροβολούν τελευταία. Εξ ου και η αγωνία του κυβερνητικού εκπροσώπου.

Στο βιβλίο υπάρχουν εύστοχες επισημάνσεις για τη σημερινή «πολτοποίηση των πάντων στο μίξερ της ενημέρωσης και της επικοινωνίας» (σελ. 27). Πράγματι, ακόμη και οι ειδήσεις έχουν πλέον προσλάβει τη μορφή ψυχαγωγίας, τεμαχίζονται και μεταδίδονται, συχνά εκτός πλαισίου, με απουσία κάθε άλλης αναφοράς, συσχετισμού ή ανάλυσης, ως δραματοποιημένες προσωπικές ιστορίες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η τάση αυτή ανάμειξης του πληροφοριακού και του ψυχαγωγικού στοιχείου (infotainment) τείνει να επικρατήσει, τουλάχιστον στα ιδιωτικά ΜΜΕ.

Αν κανείς προβεί σε αφαίρεση της σχετικής θέσης ισχύος του κυβερνητικού εκπροσώπου, τα αυτά, πιστεύω, ισχύουν mutatis mutandis και για τους εκπροσώπους Τύπου ισχυρών κέντρων εξουσίας. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για κατοχυρωμένο θεσμικό ρόλο στο πολίτευμα, όπως αυτόν της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Οι εκπρόσωποι δεν είναι βέβαια ούτε οι μόνοι ούτε οι αποκλειστικοί φορείς καθορισμού της πολιτικής ημερήσιας διάταξης. Αλλά είναι αυτοί που δίνουν τον τόνο και σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν το πλαίσιο και την ποιότητα της δημόσιας πολιτικής αντιπαράθεσης. Γι’ αυτό ο εκπρόσωπος επωμίζεται βαριές πολιτικές ευθύνες έχοντας διαρκώς στραμμένους στο πρόσωπό του τους προβολείς της δημοσιότητας, όντας περισσότερο εκτεθειμένος και διαφανής ως πολιτικό πρόσωπο, ισχυρός αλλά και ευάλωτος συνάμα, διαρκής στόχος ευκολότερα προσφερόμενος για εξιλαστήριο θύμα ή αποδιοπομπαίος τράγος, κατ’ ουσίαν μόνος. Προστατεύει αλλά σπανίως προστατεύεται. Φθονείται για τη δημοσιότητα που απολαμβάνει αλλά μπορεί και να (αυτο)καταστραφεί απ’ αυτήν.

Τέλος, γενικότερα στο αναδυόμενο και κατακερματισμένο επικοινωνιακό περιβάλλον με την έλευση της ψηφιακής τεχνολογίας και την προσφορά περισσότερων επιλογών, συμπεριλαμβανομένου και του διαδικτύου, η πολιτική ενημέρωση αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις που ταυτίζονται σχεδόν με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ίδια η δημοκρατία σήμερα, της οποίας η επιβίωση και ορθή λειτουργία εξαρτάται από την πολύπλευρη ενημέρωση των πολιτών της για τα συμβαίνοντα στη δημόσια σφαίρα.

Υποστηρίζεται ότι οι νέες τεχνολογίες θα αυξήσουν εξ αντικειμένου τις δυνατότητες του «κοινού» να αποφεύγει την πολιτική ενημέρωση, όπως τουλάχιστον τη γνωρίζουμε σήμερα. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, οι φορείς της πολιτικής ενημέρωσης επιφορτίζονται με την επιπρόσθετη ευθύνη αντιμετώπισης τέτοιων τάσεων που εν μέσω ενός γενικότερου κλίματος απαξίωσης της πολιτικής εξασθενίζουν ακόμη περισσότερο την πολιτική συμμετοχή. Μια τέτοια ανάληψη ευθύνης όχι μόνο συντελεί στην ανύψωση του επιπέδου της δημόσιας σφαίρας αλλά ακυρώνει και τις προσπάθειες νεόκοπων spin doctors να υποκαταστήσουν την ουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης με επικοινωνιακές πομφόλυγες.