Κοινοτικοί πόροι: τελευταία ευκαιρία;

Γιατί μονίμως καθυστερούμε; Ποια ανάπτυξη μπορεί να μας βγάλει από το αδιέξοδο;

ΝΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ – ΚΩΣΤΗΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ

Χελώνες και Τίγρεις: οι προκλήσεις της ανάπτυξης και το Δ’ ΚΠΣ

«KNOWSYS» ΣΕΛ. 899, € 19,3

Δύο φιλελεύθεροι πολιτικοί της νέας γενιάς, ο Κωστής Χατζηδάκης, ευρωβουλευτής της Ν.Δ. από ίο 1994, και ο Νίκος Γεωργιάδης, νεοεκλεγείς βουλευτής της Ν.Δ., προσπαθούν να διαγνώσουν τα αίτια της ελληνικής υστέρησης και βραδυπορίας («χελώνα»), ύστερα από 25 χρόνια πλήρους ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έναντι των εταίρων της, και κυρίως εκείνων που όχι μόνο μας ξεπέρασαν, αλλά και εξακολουθούν να πορεύονται με αλματώδεις ρυθμούς («ως τίγρεις»), όπως, π.χ., η Ιρλανδία. Στη βάση της δικής τους διάγνωσης -διότι το γεγονός της βραδυπορίας μας είναι πλέον από αναμφισβήτητο- προσπαθούν στη συνέχεια να οικοδομήσουν μια οικονομική και πολιτική στρατηγική πρόταση με στόχο την «αειφόρο ανάπτυξη» της χώρας. Μια «βιώσιμη- διατηρήσιμη» ανάπτυξη που να έχει ολιστικό τρόπον τινά χαρακτήρα και δείκτη την ποιότητα ζωής και την ποιοτική ανάπτυξη. Δεν αναφέρεται δηλαδή απλώς στη μεγέθυνση των οικονομικών μεγεθών. Η κρίσιμη αυτή διάκριση μεταξύ οικονομικής μεγέθυνσης (growth) και ανάπτυξης (development) συνήθως διαφεύγει την προσοχή των πολιτικών, όχι όμως και των πολιτών, κυρίως εκείνων που έχοντας ικανοποιήσει βασικές ανάγκες κι έχοντας ανεβασμένο πολιτιστικό επίπεδο απαιτούν ποιοτικές αλλαγές.

Πολλές φορές η ευημερία των αριθμών και των δεικτών αποκρύβει μια πραγματικότητα που κάθε άλλο παρά ικανοποιητική είναι για σημαντικά κοινωνικά στρώματα. Γι’ αυτό θα μπορούσαν να προβληθούν σοβαρές ενστάσεις ως προς το παράδειγμα της Ιρλανδίας, που έχει αποκτήσει, καθώς φαίνεται, πολλούς και φανατικούς οπαδούς σε όλες τις πολιτικές παρατάξεις στην Ελλάδα. Αποτελεί μάλλον μια ιδιαίτερη περίπτωση ως προς ορισμένες πτυχές, αλλά, παρά τα θεαματικά, αιλουροειδή, πράγματι, οικονομικά της άλματα, κυρίως στην τελευταία δεκαετία, ευρισκόμενη πλέον στα «ρετιρέ» του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών-μελών της Ε.Ε. με δείκτη 131 (μέσος όρος των «25» 100) έναντι 79 της Ελλάδας σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης, εν τούτοις, ως προς το σκέλος της ποιοτικής ανάπτυξης (το οποίο αποτελεί και το ζητούμενο για τους συγγραφείς) αλλά και του κοινωνικού κράτους είναι φανερό ότι υστερεί σημαντικά σε σχέση με άλλα κράτη που κατοικοεδρεύουν στα «ρετιρέ». θα μπορούσε δε να υποστηριχθεί ότι σε ορισμένους τομείς υστερεί ακόμη και έναντι της Ελλάδας (π.χ. υποδομές, υπηρεσίες ιατροφαρμακευτική περίθαλψη).

Ωστόσο, το παράδειγμα δεν είναι ατυχές, διότι η ιρλανδική οικονομία και η πιο παγκοσμιοποιημένη είναι και εξαιρετικές επιδόσεις συνεχίζει να σημειώνει. Άλλωστε, οι συνταγές για την αύξηση της «πίτας» δεν είναι απεριόριστες, μολονότι, όπως τονίζουν και οι ίδιοι οι συγγραφείς, δεν είναι δυνατόν να μιμηθεί κανείς άκριτα ξένα παραδείγματα, αλλά αντιθέτως οφείλει να μελετήσει επισταμένα και να υιοθετήσει στις δικές του συνθήκες τις «βέλτιστες πρακτικές».

Το μέγεθος της «πίτας»

Είναι φανερό πως το ζητούμενο είναι το μέγεθος της «πίτας». Αν αυτό παραμένει στάσιμο ή περιορισμένο, τότε ακόμη και τα πιο δυναμικά πολίτικο-οικονομικά κινήματα που θα καταφέρουν να έχουν ευρύτερη διαπραγματευτική ισχύ, δεν μπορούν να ελπίζουν παρά σε χαμηλά επίπεδα βιοτικού επιπέδου και ποιότητας ζωής. Αντιθέτως, όταν η «πίτα» μεγαλώνει, διευρύνονται τα περιθώρια άσκησης κοινωνικής και ποιοτικής πολιτικής, η δε ανισοκατανομή του εισοδήματος γίνεται πολιτικά περισσότερο ανεκτή, τη στιγμή που αυξάνεται η σχετική ευημερία και υπάρχουν ποιοτικά αντισταθμίσματα. Κοινοτοπίες. Φευ, όχι αυτονόητες σε όλους.

Οι συγγραφείς δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων, θέμα το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο πολιτικής διαμάχης. Παρά τη σφοδρή κριτική των επιλογών και των πρακτικών του παρελθόντος (μαίνεται κι εδώ η πολιτική διαμάχη για την απορροφητικότητα και αποτελεσματική αναπτυξιακή χρήση των πόρων αυτών), το βλέμμα είναι στραμμένο προς το μέλλον. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το λεγόμενο Δ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, το προσδοκώμενο συνολικό ποσό από τις «δημοσιονομικές προοπτικές», τον κοινοτικό δηλαδή προϋπολογισμό για την περίοδο 2007-2013. Το βέβαιο είναι ότι το ποσόν αυτό, λόγω της ένταξης των 10 νέων χωρών (όλοι πρέπει να πληρώσουν αναλογικά για τη διεύρυνση) και της απροθυμίας των εχόντων να πληρώσουν εσαεί πέρα από ένα όριο, θα ήταν αναγκαστικά αισθητά μικρότερο από αυτό που είχε εξασφαλίσει η χώρα μας για την περίοδο 2000-2006, στην Ε.Ε των «15». Γι’ αυτό, το ποσόν των 20,1 δισ., που τελικά διασφάλισε η ελληνική κυβέρνηση κατά τη Σύνοδο Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον περασμένο Δεκέμβριο στις Βρυξέλλες, αποτελεί εξ αντικειμένου εξαιρετικά σημαντική διαπραγματευτή επιτυχία, η οποία διασφαλίζει θεωρητικά ροή αξιόλογων πόρων που ισοδυναμούν με το 1,8% του ΑΕΠ στην ελληνική οικονομία. Μαίνεται κι εδώ η πολιτική διαμάχη για την ικανότητα απορρόφησης, την καταλληλότητα των ελεγκτικών μηχανισμών και την αποτελεσματική αναπτυξιακή χρήση των πόρων αυτών. Γεγονός παραμένει ότι οι κοινοτικοί πόροι, λόγω των πενιχρών ξένων άμεσων επενδύσεων και γενικότερα της απουσίας εγχώριου ιδιωτικού επενδυτικού δυναμισμού, παραμένουν για μας μοχλός στρατηγικής σημασίας για την ανάπτυξη. Η ανάπτυξή μας είναι ακόμη σε κρίσιμο βαθμό κοινοτοδίαιτη.

Οι συγγραφείς, έχοντας επίγνωση των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας αλλά και των αδυναμιών του πολιτικού συστήματος, προτείνουν τη διαμόρφωση διακομματικής συναίνεσης γύρω από τους βασικούς άξονες του Δ’ ΚΠΣ κατά την εκπόνηση του σχεδίου που πρέπει να υποβληθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τονίζουν εμφατικά την ανάγκη έγκαιρης προετοιμασίας στο θεσμικό, νομικό και τεχνοκρατικό επίπεδο. Γνωρίζοντας επίσης άριστα τους νέους μηχανισμούς του ΚΠΣ και την κατάσταση στους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης και Παιδείας, προτείνουν μια σειρά από μέτρα και προτεραιότητες που θα καθιστούσαν τόσο τους σχεδιασμούς όσο και την απορρόφηση και διαχείριση των κοινοτικών πόρων πιo αποτελεσματικά και διαφανή. Πρόκειται για προτάσεις που προσφέρουν γόνιμο έδαφος πολιτικής συζήτησης αλλά και αντιπαράθεσης.

Εφόσον οι κοινοτικοί πόροι θεωρούνται «εργαλείο εθνικής ανάπτυξης», τότε, πράγματι, το ερώτημα «Ποια ανάπτυξη;» αποκτά καίρια πολιτική σημασία, όπως φυσικά και το συνακόλουθο ερώτημα, καθοριστικής πολιτικής σημασίας, κατά πόσο δηλαδή είναι δυνατή ή εφικτή η επίτευξη πολιτικής συναίνεσης σχετικά με το σχέδιο αξιοποίησης των πόρων αυτών. Είναι φανερό ότι πρόκειται για κατεξοχήν πολιτικές διεργασίες, που συνεπάγονται όμως δύο βασικά προαπαιτούμενα: πρώτον, ότι δεν είναι προσχηματικές και δεν απαιτούν προσχώρηση στις απόψεις του άλλου μέρους και δεύτερον, ότι εξυπηρετούν κοινά αποδεκτούς στόχους με βάση την ελληνική πραγματικότητα. Επί παραδείγματι, πόσο εφαρμόσιμες και πολιτικά αποδεκτές θα ήταν στην ελληνική περίπτωση ορισμένες «βέλτιστες πρακτικές» της ιρλανδικής τίγρεως, όπου ο εταιρικός φόρος είναι 12,5% ή των σκανδιναβικών χωρών, όπου η φορολογία φυσικών προσώπων είναι 50%; Δεν υπάρχει μία και μοναδική συνταγή.

Ούτε η σχηματική αντιπαράθεση μεταξύ « αγγλο-σαξονικού φιλελεύθερου καπιταλισμού» και «ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου» (ή μάλλον προτύπων) είναι αρκούντως βοηθητική, εφόσον οι ισχυρότερες ευρωπαϊκές οικονομίες παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Επί παραδείγματι, η Βρετανία έχει υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και μικρότερη ανεργία, αλλά μεγαλύτερο επίπεδο φτώχειας και μικρότερη κοινωνική κινητικότητα, η Γαλλία, υψηλή ανεργία αλλά και υψηλή παραγωγικότητα, υψηλότερη κι απ’ αυτήν των ΗΠΑ, για την οποία τόσος θόρυβος γίνεται, η δε Γερμανία, παρά την υψηλή της ανεργία και τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, είνατ η μεγαλύτερη ε- ξαγωγική χώρα στον κόσμο.

Αυτονόητο βέβαια είναι ότι η κύρια ευθύνη των αποφάσεων θα βαρύνει τις κυβερνώσες πολιτικές δυνάμεις.

Με ορατό ορίζοντα

Ο κοινός πολιτικός στόχος της σύγκλισης επιβάλλει την πολιτική συζήτηση για το συνδυασμό των μέσων και των εργαλείων με τα οποία θα επιτευχθεί, αλλά με ορατό χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον για τις παρούσες γενιές, μέχρις ότου η κοινωνία μας συνειδητοποιήσει επιτέλους ότι κάθε γενιά επωμίζεται σοβαρές ευθύνες και για τις μέλλουσες, διασφαλίζοντας την πορεία και τις προοπτικές της χώρας και δίνοντας ένα ισχυρό κοινωνικό και ηθικό μήνυμα αλληλεγγύης. Οι σημερινές στάσεις πολιτικών και πολιτών και οι αντιπαραθέσεις στους δύο κρίσιμους τομείς που επισημαίνουν οι συγγραφείς, τη Δημόσια Διοίκηση και την Παιδεία, δεν προσφέρουν κάποια νότα αισιοδοξίας.

Η ένταξη της Ελλάδος στην τότε ΕΟΚ έδρασε ως καταλύτης στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ανέλιξη της χώρας. Η όψη της άλλαξε ριζικά, σε βαθμό μη αναγνωρίσιμο ως προς ορισμένες πλευρές της. Δεν ήμασταν βέβαια οι καλύτεροι μαθητές. Μάλλον παράδειγμα προς αποφυγήν, όπως τουλάχιστον διατείνονται ξένοι αναλυτές. Και είναι πολύ μελαγχολικό και τραυματικό να διαπιστώνει κανείς καθημερινά τη βραδυπορία μας, συγκριτικά, σε πληθώρα τομέων σε σχέση με άλλους εταίρους μας.

Μπορούμε όμως να διδαχτούμε από τα λάθη και τις παραλείψεις του παρελθόντος και μπορούμε να θέσουμε στόχους κοινά αποδεκτούς, που η επίτευξή τους θα μας φέρει στα «ρετιρέ», όχι μόνον από άποψη δεικτών, αλλά από άποψη ποιοτικών αλλαγών. Αρκεί να κινητοποιήσουμε σωστά τις ζωτικές δυνάμεις της χώρας και να αξιοποιήσουμε το ανθρώπινο δυναμικό της και μ’ ένα σταθερό και διαρκές «ολυμπιακό πνεύμα». Κι αυτό δεν είναι μόνο ζήτημα της πολιτικής και των πολιτικών αλλά και της κοινωνίας των πολιτών. Στη ζωή των κρατών οι ευκαιρίες δεν είναι ποτέ άφθονες.

Το βιβλίο είναι καλογραμμένο, εύληπτο στο «μέσο αναγνώστη», οτοιχειοθετημένο τόσο στις αναλύσεις του όσο και στην πολιτική του επιχειρηματολογία. Πρόκειται για συγκροτημένη πολιτική πρόταση με διαφανές ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο. Κατά συνέπεια, κάθε εξίσου συγκροτημένος αντίλογος δεν μπορεί παρά να συνεισφέρει και στο επίπεδο του πολιτικού διαλόγου και στη βελτίωση της πολιτικής μας κουλτούρας.

Διότι, ενίοτε, η συνολική επιθυμητή κατεύθυνση ισχυροποίησης της χώρας σε όλους τους τομείς, η επιθυμία κατάχτησης ενός βελτιωμένου βιοτικού και πολιτιστικού επιπέδου και ποιότητας ζωής, προσκρούει σε και αποδυναμώνεται ή και ακυρώνεται από παρωχημένες συμπεριφορές και πρακτικές των πολιτικών δυνάμεων αλλά και των ίδιων των πολιτών. Πρώτιστο, όμως, καθήκον των πολιτικών δυνάμεων είναι να ηγούνται και να διαπαιδαγωγούν.