Ένα τραχύ οδοιπορικό από το Βόρειο Ιράκ μέχρι τη Βαγδάτη
JOHN SIMPSON
THE WARS AGAINST SADDAM – The Hard Road to Baghdad
«McMILLAN»
Εάν ο W.H. Russell, έναν αιώνα σχεδόν μετά το θάνατό του, αναγνωρίζεται ακόμη ως ο πιο εξέχων πολεμικός ανταποκριτής όλων των εποχών, ο John Simpson σίγουρα μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο της πιο διάσημης τηλεοπτικής προσωπικότητας του BBC στον τομέα των πολεμικών ανταποκριτών και της κάλυψης των διεθνών υποθέσεων.
Τότε, οι ανταποκρίσεις (επιστολές) του Russell από το μέτωπο του πολέμου δημοσιεύονταν στην εφημερίδα του με καθυστέρηση δύο-τριών εβδομάδων. Σήμερα, αποστολή και μετάδοση έχουν συγχωνευθεί, εφόσον η πρόοδος στις τεχνολογίες της επικοινωνίας επιτρέπει τη μετάδοση και της εικόνας σε πραγματικό χρόνο. Scripta manent βεβαίως, αλλά και η δύναμη της εικόνας σήμερα (που κάθε άλλο παρά αθώα είναι, μα ούτε την «αλήθεια» πάντα λέει) να εντυπώνεται και να εγχαράσσεται βαθιά στη μνήμη και τη συνείδηση των θεατών με το πλαίσιό της, τη συγκινησιακή της φόρτιση και αμεσότητα, με την επανάληψη και τη δημιουργία εθισμού και με το συνοδευτικό ρεπορτάζ ή σχόλιο, ούτε προηγούμενο έχει ούτε σοβαρό αντίπαλο στην κάλυψη του πολέμου.
Το καινούργιο βιβλίο του John Simpson για το νωπό ακόμα πόλεμο στο Ιράκ ακολουθεί κατά πόδας το προηγούμενο βιβλίο του, για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, τον οποίο ο ίδιος κάλυψε ριψοκίνδυνα αλλά με μεγάλη διεισδυτικότητα, σοβαρότητα και ευθυκρισία, «προελαύνοντας» τελικά πρώτος (και ασθμαίνων, με το τηλεοπτικό του συνεργείο) προς την Καμπούλ, ως «κατακτητής» της εκ μέρους του BBC. Δεν ήταν λίγα τα ειρωνικά σχόλια που δέχτηκε από τους Βρετανούς συναδέλφους του. Ωστόσο, δεν ήταν παρά ένα, υπερβολικό ίσως, αυτοδιαφημιστικό αστείο για τις δυνατότητες των ανταποκριτών του BBC.
Το νέο του βιβλίο αποτελεί ένα τραχύ οδοιπορικό από το βόρειο Ιράκ της περιοχής των Κούρδων προς τη Βαγδάτη. Ο Simpson ισχυρίζεται ότι ο πασίγνωστος και γραφικός υπουργός «Πληροφοριών» του Σαντάμ Χουσεϊν, al-Sahhaf (comical Ali), του έσωσε στην πραγματικότητα τη ζωή, διότι αρνήθηκε να του χορηγήσει βίζα για τη Βαγδάτη, όπου, κατά τον Simpson, τον περίμενε η τιμωρός χείρα του Σαντάμ που «προφανώς» επιθυμούσε να τον παγιδέψει εκεί για να τον εξοντώσει. Αυτό, τουλάχιστον, πιστεύει ο συγγραφέας.
Στην πραγματικότητα κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του από «φιλία» πυρά, όταν σε κάποιο σημείο του Β. Ιράκ η πομπή αυτοκινήτων στην οποία συμμετείχε ο ίδιος και το συνεργείο του βομβαρδίστηκε από αμερικανικά αεροσκάφη, με αποτέλεσμα πολλούς νεκρούς και τραυματίες, επεισόδιο δραματικό, που μέσα στη σύγχυση, τον πανικό και την οδύνη κατάφεραν να καταγράψουν ρεαλιστικότατα οι τηλεοπτικές κάμερες. Οι τηλεοπτικές εικόνες από αυτό το περιστατικό ίσως ήταν από τις πιο δραματικές του πολέμου, στο πλαίσιό τους, που μετέδωσαν τα δυτικά δίκτυα.
Η λεπτομερής και ατμοσφαιρική περιγραφή του οδοιπορικού αυτού, η ανθρωπιά του συγγραφέα, οι οξυδερκείς και συμπυκνωμένες πολιτικές παρατηρήσεις του για τον Σαντάμ και το ιστορικό υπόβαθρο του Ιράκ και των δεινών του χαρακτηρίζουν το βιβλίο. Ο Simpson, τόσο με τα βιβλία του όσο και με την τακτική του στήλη στη «Sunday Telegraph» έχει δείξει πως μπορεί να είναι δυνατός και ουσιαστικός και στο γραπτό λόγο, και στον τομέα δηλαδή της έντυπης δημοσιογραφίας, που υπακούει σε άλλους κανόνες και διέπεται από διαφορετικό ύφος και στιλ σε σχέση με το τηλεοπτικό ρεπορτάζ ή σχόλιο ή ακόμα το πολιτικό ντοκιμαντέρ, είδος όπου επίσης έχει να επιδείξει αξιόλογα αποτελέσματα. Αναλύοντας τις διαδικασίες που οδήγησαν στη στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ, ιδιαίτερα από τη σκοπιά των κινήσεων του Βρετανού πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ, δεν μασάει καθόλου τα «λόγια» του. θεωρεί ότι, στον προαποφασισμένο αυτόν πόλεμο, η βρετανική κυβέρνηση αποδύθηκε σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια διάσωσης των προσχημάτων και πειθούς μιας κοινής γνώμης που ούτε επιδοκίμαζε την επέμβαση ούτε δίκαιη τη θεωρούσε, διότι -και κατά τον ίδιο- το καθεστώς του Σαντάμ, δικτατορικό και τυραννικό μεν, ήταν φανερό πως δεν αποτελούσε άμεση και σοβαρή απειλή ούτε για τους γείτονές του ούτε για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια.
Η κρίση αξιοπιστίας της βρετανικής πολιτικής και εμπλοκής στο Ιράκ (τα διαβόητα πλέον «ντοσιέ» της κυβέρνησης, που υποτίθεται ότι στοιχειοθετούσαν την «αιτία» του πολέμου, ο τραγικός θάνατος του δρος Kelly, η δικαστική έρευνα Hutton που τόσα πολλά αποκάλυψε κτλ.) καθώς και η συνεχής μετατόπιση της αμερικανικής πολιτικής για τα αίτια και τους στόχους της στρατιωτικής της επέμβασης στο Ιράκ (από την καταστροφή των, ανεύρετων μέχρι στιγμής, όπλων μαζικής καταστροφής μέχρι την πάταξη της τρομοκρατίας, τη μεταλαμπάδευση της Δημοκρατίας στην περιοχή και τα συναφή) αλλά και οι τωρινοί ελιγμοί απεγκλωβισμού και καταμερισμού των οικονομικών και άλλων βαρών της κατοχής δικαιώνουν τη στάση όλων εκείνων των δυνάμεων που αντιτάχθηκαν στον πόλεμο ή είχαν σοβαρούς ενδοιασμούς για τα κίνητρα, τη σκοπιμότητα και τις επιπτώσεις του.
Ωστόσο, ο Simpson δεν διστάζει να παραδεχτεί πως, μολονότι βαθύς γνώστης της περιοχής, έσφαλε σοβαρά ως προς τις κρίσεις του σχετικά με την αντίδραση του ιρακινού λαού έναντι των αμερικανικών και βρετανικών δυνάμεων εισβολής. Πίστευε πως θα γίνονταν δεκτές μετά κλάδων και βαΐων, ως στρατεύματα «απελευθερωτικά». Προφανώς υποτίμησε, όπως γράφει, ότι από τον πρώτο πόλεμο του Περσικού το 1991, μέχρι σήμερα, είχαν μεσολαβήσει μια σειρά από γεγονότα τη σημασία των οποίων δεν κατάφερε να σταθμίσει σωστά, όπως τις σοβαρές επιπτώσεις των κυρώσεων στον ιρακινό πληθυσμό. Ενδεικτική περίπτωση του επισφαλούς των πολιτικών εκτιμήσεων η περίπτωσή του, ενός παλαίμαχου ανταποκριτή και πολίτικου αναλυτή με 20ετή εμπειρία της περιοχής και κάθε άλλο παρά διατεθειμένου να νερώσει το κρασί του και ως προς τον πόλεμο και ως προς τη μεταπολεμική κατάσταση.
Ο Simpson, που είχε αποτελέσει στόχο άμεσης και υπόγειας διαβολής για τον τρόπο με τον οποίο κάλυψε τον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο, έχει ενδιαφέροντα πράγματα να πει σχετικά με τη δημοσιογραφική κάλυψη του πολέμου στο Ιράκ. Επισημαίνει, μεταξύ άλλων, την τεράστια αλλαγή που έχει επέλθει στον τομέα των τηλεοπτικών ειδήσεων καθώς και τη συρροή χιλιάδων δημοσιογράφων στον πόλεμο αυτό στα διάφορα «σημεία» της περιοχής, για την πολύπλευρη κάλυψή του. Αυτή τη φορά, επισημαίνει, η μάχη της εικόνας δε δόθηκε μόνο μεταξύ των δυτικών μέσων ή αποκλειστικά από ία αμερικανικά μέσα, ία οποία επέδειξαν υπερβάλλουσα «πατριωτική» στάση. Παρόντες τώρα ήταν τόσο το BBC και άλλοι οργανισμοί που μπορούσαν ν’ αντέχουν το κόστος όσο και οι al-Jazeera και al-Arabiya, που κατέκτησαν τη συντριπτική πλειοψηφία του αραβικού κοινού.
Όσον αφορά το νέο φαινόμενο των «προσκολλημένων» σε στρατιωτικές μονάδες δημοσιογράφων («εμφυτευμένων» 8α μπορούσε ν’ αποδοθεί ελευθέρως το embedded), φαεινή ιδέα του Πενταγώνου που πάραυτα ασπάστηκαν και οι Βρετανοί, ο συγγραφέας δέχεται την άποψη ότι και οι δύο πλευρές (στρατιωτικοί και δημοσιογράφοι) φαίνονται γενικά ευχαριστημένοι. Το σύστημα λειτούργησε καλά και προς αμοιβαίο όφελος, σε γενικές γραμμές. Οι γνώμες, βέβαια, διίστανται. Η δημοσιογραφική κάλυψη του πολέμου αποτελεί ήδη αντικείμενο αναλύσεων, ερευνών και μελετών από πολλές πλευρές, καθώς και οργανωμένων συζητήσεων μεταξύ των ίδιων των επαγγελματιών.
Αλλά, αυτό που αξίζει την προσοχή είναι η έμφαση που δίνει ο ίδιος στην αναγκαιότητα ύπαρξης ανεξάρτητων ανταποκριτών, που να κινούνται ελεύθερα. Οι κίνδυνοι, βέβαια, δεν είναι καθόλου αμελητέοι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο ίδιος αφιερώνει το βιβλίο του στους συναδέλφους του, ανταποκριτές, εικονολήπτες, φωτογράφους αλλά και μεταφραστές που έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο του Ιράκ του 2003.
Ελάχιστος φόρος τιμής και ακριβή υπόμνηση. Για να μην ξεχαστούν.