ERIC HOBSBAWN
Interesting Times: A Twentieth-Century Life
«ALLEN LANE», ΛΟΝΔΙΝΟ 2002. ΣΕΛ. 470
Αφιερωμένη στα εγγόνια ίου η αυτοβιογραφία του Ερικ Χομπσμπάουμ, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Σεπτέμβριο στα αγγλικά, έχει ήδη προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον και εγκωμιαστικά εν γένει σχόλια τόσο για την προσωπική του διαδρομή και την ερμηνεία των γεγονότων που βίωσε όσο και για την έξοχη γραφίδα του. Πολυάριθμες οι βιβλιοκρισίες και παρουσιάσεις στα βρετανικά ΜΜΕ, από τη βιβλιοκρισία στον «Economist» (21/9/02) μέχρι τη συνέντευξή του στο εγνωσμένου κύρους τηλεοπτικό πρόγραμμα επικαιρότητας και σχολιασμού του BBC2 «Newsnight» με τον Jeremy Paxman. Ακόμη και το άκρως συντηρητικό και εκκεντρικό περιοδικό «Spectator» (19/10/02) τον χαρακτήρισε «το μεγαλύτερο Βρετανό ιστορικό εν ζωή». Από άποψη επαγγελματικής αναγνώρισης, απόδοσης τιμών, πνευματικού κύρους και επιρροής, είναι δύσκολο να πει κανείς τι άλλο θα μπορούσε να περιμένει.
Η ζωή του, πράγματι, ταυτίζεται με τα μεγάλα γεγονότα του εικοστού αιώνα. Είναι ένα συναρπαστικό προσωπικό ταξίδι συναντήσεων με τόπους, πρόσωπα, γεγονότα και ιδέες, μία περιπλάνηση όμως με σαφή πυξίδα. Και είναι άριστα εξοπλισμένος γι’ αυτήν την «κάτοψη» των γεγονότων μέσα από τα προσωπικά του βιώματα, όντας ο ίδιος πολύγλωσσος, πολυταξιδεμένος, κοσμοπολίτης, πολίτης του κόσμου και «συμμετέχων παρατηρητής», όπως ο ίδιος αποκαλεί τη μεθοδολογική ματιά του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που στον πρόλογο της αυτοβιογραφίας του αναφέρεται στο βιβλίο του The Age of Extremes: The Short Twentieth Century, 1994 (ελληνική έκδοση Η Εποχή των Ακρών: Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας, εκδόσεις «θεμέλιο», 1995). θεωρεί την αυτοβιογραφία του «την άλλη όψη» του βιβλίου αυτού. «Έζησα», γράφει, «σχεδόν όλα τα γεγονότα ενός από τους πιο εκπληκτικούς και τρομακτικούς αιώνες της ανθρώπινης Ιστορίας». Διότι ως μαρξιστής πιστεύει ότι το παρελθόν (και ο περιβάλλων κόσμος, προσθέτει) διαμορφώνει τις εμπειρίες των ανθρώπων και τις συνθήκες μέσα στις οποίες λαμβάνουν τις αποφάσεις τους και κάνουν τις επιλογές τους, που γι αυτόν ακριβώς το λόγο δεν είναι άπειρες, αλλά πάντα περιορισμένες. Γι αυτό, υπογραμμίζει, η αυτογραφία ενός ιστορικού αποτελεί σημαντικό μέρος της κατασκευής του έργου του.
Αυτή ακριβώς η συνύφανση προσωπικών και επαγγελματικών, ως ιστορικού, πτυχών κάνει το βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέρον. Και αυτός είναι ο βασικός λόγος που επιμένει να το αποκαλεί Αυτοβιογραφία και όχι Απομνημονεύματα, διότι το πρίσμα δεν είναι τόσο «εσωτερικό» όσο εξωτερικό και δημόσιο. Αρνείται έτσι να σχολιάσει άλλα πρόσωπα εν ζωή, από φόβο μήπως τα προσβάλλει ή τα πληγώσει. Άλλωστε, όπως επισημαίνει, άλλο το έργο των ιστορικών και άλλο το έργο όσων γράφουν σε στήλες κουτσομπολιού.
Αρνείται επίσης να χαρακτηρίσει την αυτοβιογραφία του απολογία της ζωής, της δράσης του και των πολιτικών του ιδεών, μολονότι επισημαίνει ότι σ’ αυτήν δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που κατά καιρούς έμμονα του έχουν υποβληθεί από δημοσιογράφους και άλλους ενδιαφερομένους σχετικά με την ανώμαλη κομμουνιστική (και κομματική) του διαδρομή. Διαβάζοντας κανείς τις κριτικές στα σημαντικότερα βρετανικά έντυπα, αποκομίζει την εντύπωση ότι ορισμένοι δεν έμειναν ικανοποιημένοι από τις απαντήσεις που δίνει. Μια και ο στόχος του σημειώματος αυτού δεν είναι κριτικός, αλλά εισαγωγικός και ενημερωτικός, δεν θα ήταν σκόπιμο να προκαταλάβει κανείς τον αναγνώστη με προσωπικές κρίσεις επί του θέματος αυτού. Εναπόκειται στον ίδιο να διαμορφώσει γνώμη και να εξαγάγει τα συμπεράσματά του. Και δεν είναι καθόλου δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τη στάση που επέλεξε για να μείνει πιστός, τόσο στο αξιακό του σύστημα όσο και σε φίλους και συντρόφους του, στα πολιτικά και ηθικά διλήμματα κάθε συγκυρίας και τελικά στην εποχή που σημάδεψε ανεξίτηλα μία ολόκληρη γενιά.
Πάντως, ο ίδιος ο Χομπσμπάουμ εναποθέτει την κρίση για τον πολιτικό του βίο και τις πολιτικές θέσεις που κατά καιρούς υιοθέτησε, στην Ιστορία, η οποία μάλιστα, υποστηρίζει, έχει ήδη αποφανθεί για πολλές απ’ αυτές. Δεν θα ήταν άστοχο ως προς αυτό να επισημανθεί η σαφής τοποθέτησή του ότι αυτό που επιδιώκει είναι η ιστορική κατανόηση, όχι η συμφωνία, η επιδοκιμασία ή η συμπάθεια.
To 1962 δημοσιεύει το πρώτο έργο της διάσημης τριλογίας ίου («Η Εποχή των Επαναστάσεων»), «TheAgeofRevolution. 1789-1848», που ίο ακολουθούν το 1975 Η Εποχή του Κεφαλαίου (TheAgeofCapital. 1848-1875) και ίο 1982 Η Εποχή της Αυτοκρατορίας (TheAgeofEmpire, 1875- 1914). To 1994 δημοσιεύει την Εποχή των Ακρών: ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας (AgeofExtremes: TheShortTwentiethCentury, 1914-1991), το οποίο μεταφράστηκε σε 37 γλώσσες. Έχει επίσης δημοσιεύσει ία βιβλία Primitive Bandits, Labouring Men, Worlds of Labour, Industry and Empire, The Invention of Tradition, Nations and Nationalism. OnHistory (συλλογή δοκιμίων για την Ιστορία), μία εξαιρετική Εισαγωγή στην επετειακή έκδοση του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος για τα 150 χρόνια της πρωτοέκδοσής του (από τον εκδ. οίκο «Verso», 1998) και το UncommonPeople: Resistance, RebellionandJazz (1998) -κυκλοφόρησε πρόσφατα από το «θεμέλιο» σε μετάφραση Παρασκευά Ματάλα-, βιβλία τα οποία έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Άπειρα είναι τα άρθρα του, οι συνεντεύξεις του κ.λπ., ενώ λίγοι γνωρίζουν ότι έγραφε με ψευδώνυμο κριτική για jazz στο αριστερό περιοδικό «New Statesman».
Ένας κομμουνιστής διανοούμενος στη Μόσχα του ’50
Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του
Συγκαταλέγομαι ανάμεσα στους σχετικά λίγους κατοίκους της Γης εκτός των ορίων της τότε ΕΣΣΔ που έχουν πράγματι δει τον Στάλιν. θα πρέπει βέβαια να παραδεχθώ πως δεν τον είδα ζωντανό, αλλά μέσα σε μια γυάλινη κάσα στο μεγαλοπρεπές μαυσωλείο στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας: ένας μικρόσωμος άνδρας, που φαινόταν ακόμα μικρότερος απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα (γύρω στο 1.60 μ.), σε χτυπητή αντίθεση με την αύρα αυταρχικής εξουσίας που ενέπνεε τρόμο και που τον περιέβαλε ακόμη και στο θάνατο. Σε αντίθεση με τον Λένιν -που μπορεί ακόμη να τον δει κανείς, αφού έχει μέχρι στιγμής (2002) καταφέρει να αποκρούσει όλες τις προσπάθειες μετακίνησής του στα ένδεκα χρόνια της μετασοβιετικής εποχής- ο Στάλιν παρέμεινε σε κοινή θέα μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα, από το θάνατό του το 1953 μέχρι το 1961. Όταν τον είδα το Δεκέμβριο του 1954, δέσποζε ακόμη στη χώρα του και στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Στην ουσία κανένας δεν τον είχε ακόμη διαδεχτεί, μολονότι ο Νικίτα Χρουστσόφ, ο οποίος ξεκίνησε την «αποσταλινοποίηση» λίγους μήνες αργότερα, κατείχε ήδη το αξίωμα του γενικού γραμματέα και ετοιμαζόταν να παραγκωνίσει τους αντιπάλους του. Ωστόσο, εμείς τίποτα δεν γνωρίζαμε για τα όσα συνέβαιναν στη Μόσχα παρασκηνιακά.
«Εμείς» δεν ήμασταν παρά τέσσερα μέλη της Ομάδας Ιστορικών του Βρετανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, προσκεκλημένοι της Σοβιετικής Ακαδημίας Επιστημών κατά τη διάρκεια των διακοπών των Χριστουγέννων του πανεπιστημιακού έτους 1954-1955. Η επίσκεψη αποτελούσε μέρος τής αργής και επώδυνης διαδικασίας απαγκίστρωσης της σοβιετικής πνευματικής ζωής από την απομόνωσή της. Ήμασταν ο Christopher Hill, ήδη πολύ γνωστός ως ιστορικός της Αγγλικής Επανάστασης, ο βυζαντινολόγος Robert Browning, εγώ και ο λόγιος Leslie A. L. Morton, που το μαρξιστικό βιβλίο του Λαϊκή Ιστορία της Αγγλίας (People’s History of England) είχε πάρε επίσημη άδεια από τις σοβιετικές αρχές για την έκδοσή του στα ρωσικά. Πιθανότατα μόνο ο Browning, Σκωτσέζος, με εκπληκτική ευρυμάθεια και γλωσσομάθεια, ο οποίος μίλησε για τις επιγραφές της κρητικής Γραμμικής Β’ γραφής που είχαν πρόσφατα αποκρυπτογραφηθεί, συνειδητοποίησε σε ποιο βαθμό οι Σοβιετικοί λόγιοι είχαν αποκοπεί από τη σχετική φιλολογία στην αγγλική. (Οι επαφές με τη Γαλλία ουδέποτε είχαν τόσο εκφυλιστεί.) Εφόσον κανείς μας δεν ήταν ειδικός στη ρωσική ιστορία, όπου φυσιολογικά οι οικοδεσπότες μας ήταν δυνατοί, θα έλεγα ότι τελικά από τις συζητήσεις μας πιθανότατα επωφελήθηκαν περισσότερο αυτοί παρά εμείς.
Τι περιμέναμε να βρούμε στην ΕΣΣΔ; Δεν εξαρτιόμασταν απολύτως από τους επίσημους ξεναγούς / διερμηνείς που είχε θέσει στη διάθεσή μας η Ακαδημία, διότι δύο από μας γνώριζαν ρωσικά -ο Christopher Hill, που είχε ζήσει για έναν χρόνο στην ΕΣΣΔ στα μέσα της δεκαετίας του ’30 και είχε εκεί φίλους, και ο Robert Browning, του οποίου η προφορά προφανώς ήταν σχεδόν άψογη. Παρ’ όλα αυτά, η ΕΣΣΔ, δύο χρόνια μετά το θάνατο του Στάλιν και ουσιαστικά για αρκετά χρόνια μετέπειτα, δεν ήταν τόπος όπου μπορούσε κανείς άτυπα να επικοινωνήσει με ξένους, ακόμη και στα ρωσικά. Όχι βέβαια ότι η Ακαδημία Επιστημών, σώμα με σημαντικό κύρος και επιρροή τότε στη σοβιετική κοινωνία, θα άφηνε στην επίσημα προσκεκλημένη «αντιπροσωπεία» και πολλά περιθώρια για ανεπίσημες επαφές ή ελεύθερο χρόνο. Διότι, ακόμη και to πρόγραμμα ψυχαγωγίας και πολιτιστικών επισκέψεων ήταν ανάλογο με m σπουδαιότητα της φιλοξενούσας οργάνωσης και κατ’ επέκταση ίων ξένων καλεσμένων της. Έξω από ία κτίρια, σπάνια μας επέτρεψαν να πατήσουμε το πόδι μας στο χώμα.
Κοντολογίς, τος διανοούμενοι VIPs -ανοίκειος πράγματι ρόλος- σίγουρα μας επιφύλαξαν περισσότερη πολιτιστική περιποίηση σε σχέση με άλλους ξένους προσκεκλημένους, καθώς και περισσή απόλαυση αγαθών και προνομίων σε μια χώρα ορατά ενδεή. Επί παραδείγματι, μας πήγαν απ’ ευθείας από το διάσημο τρένο «Κόκκινο Βέλος» -που κάνει ολονυκτίς τη διαδρομή Μόσχα-Λένινγκραντ- σε παιδική μεσημβρινή παράσταση της Λίμνης των Κύκνων από τα μπαλέτα Κίροφ και μας έβαλαν να καθήσουμε σε θεωρείο επισήμων. Εκεί έφεραν την πρώτη μπαλαρίνα -νομίζω ήταν η Alla Shelest- καταϊδρωμένη, αμέσως μετά την παράσταση, να υποβάλει τα σέβη της ενώπιον μας, σε μας, τέσσερις ξένους άνευ καμιάς ιδιαίτερης σημασίας, που προς στιγμήν βρεθήκαμε σε «θέσεις» εξουσίας. Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, εξακολουθεί να με κυριεύει ένα περίεργο αίσθημα ντροπής οσάκις έρχεται στη μνήμη μου η υπόκλισή της μπροστά μας, καθώς τα παιδιά του Λένινγκραντ ετοιμάζονταν να πάνε σπίτι τους και οι μουσικοί -στη συντριπτική τους πλειονότητα Εβραίοι- αποχωρούσαν ένας ένας από το χώρο της ορχήστρας. Δεν θα έλεγα πως ήταν η καλύτερη διαφήμιση για τον κομμουνισμό. Ελάχιστα είδαμε από τη Ρωσία και τη ρωσική ζωή, εκτός από κάποιες μεσόκοπες γυναίκες, προφανώς χήρες, θύματα πολέμου, να κουβαλάνε πέτρες και να καθαρίζουν μπάζα στους παγερούς δρόμους.
Και επιπλέον, δεν ήταν διαθέσιμα βασικά «εργαλεία αναζήτησης», όπως τηλεφωνικοί κατάλογοι, χάρτες, πίνακες δρομολογίων, δηλαδή βασικά μέσα καθημερινής αναφοράς. Εκπλήσσεται κανείς από την έλλειψη στοιχειώδους πρακτικού πνεύματος σε μια κοινωνία στην οποία ένας παρανοϊκός σχεδόν φόβος κατασκοπίας μετέτρεψε τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες στην καθημερινή ζωή σε κρατικό απόρρητο.
Με λίγα λόγια, δεν υπήρχαν και πολλά που θα μπορούσαμε να μάθουμε για τη Ρωσία κατά την επίσκεψή μας το 1954, που δεν θα μπορούσαμε να έχουμε μάθει όντας εκτός της χώρας.
Κι όμως, κάτι υπήρχε. Υπήρχε η προφανής αυθαιρεσία και η απρόβλεπτη λειτουργία του συστήματος. Υπήρχε το εκπληκτικό επίτευγμα του μετρό της Μόσχας, που κατασκευάστηκε στη σιδηρά εποχή της δεκαετίας του ’30 από έναν από τους «σκληρούς άνδρες» του σταλινισμού, τον Lazar Kaganovich, όνειρο μιας πόλης του μέλλοντος με παλάτια, με ένα πεινασμένο και εξαθλιωμένο παρόν, ένας σύγχρονος υπόγειος που λειτουργούσε -και όπως μου λένε, εξακολουθεί να λειτουργεί- σαν ρολόι. Υπήρχε η βασική διαφορά μεταξύ των Ρώσων που λάμβαναν τις αποφάσεις και αυτών που δεν λάμβαναν καμία -όπως λέγαμε, αστειευόμενοι μεταξύ μας- διαφορά αισθητή από την κόμη τους. Τα μαλλιά των πρώτων είτε ήταν σηκωμένα όρθια είτε ιούς είχαν πέσει από την προσπάθεια, ενώ των δεύτερων ήταν ίσια στο κεφάλι ιούς. Υπήρχε το εκπληκτικό θέαμα μιας πνευματικής κοινωνίας που ελάχιστα απείχε, ούτε μία γενιά, από την παλαιά αγροτιά, θυμάμαι το πάρτι την παραμονή του Νέου Έτους στη Λέσχη των Επιστημόνων στη Μόσχα. Ανάμεσα στις συνήθεις προπόσεις υπέρ της ειρήνης και φιλίας, κάποιος πρότεινε να κάνουμε έναν διαγωνισμό παροιμιών, πόσες θυμόμαστε, όχι απλώς οποιοδήποτε παλιό ρητό, αλλά παροιμίες ή φράσεις με αναφορές σε αιχμηρά αντικείμενα, όπως π.χ. «να θάψουμε τη μάχαιρα (να δώσουμε τα χέρια, να κάνουμε ειρήνη). Εμείς σύντομα εξαντλήσαμε το δικό μας απόθεμα γνώσεων επ’ αυτού, σε αντίθεση με τους Ρώσους ανταγωνιστές μας -όλοι τους αναγνωρισμένοι ερευνητές επιστήμονες-, που συνέχισαν την αντιπαράθεσή τους με χωριάτικα γνωμικά για μαχαίρια, τσεκούρια, δρεπάνια και άλλα αιχμηρά ή κοπτικά εργαλεία καθώς κα τη λειτουργία τους, μέχρις ότου αναγκάστηκαν να
σταματήσουν. Στο κάτω κάτω, αυτές ήταν οι εμπειρίες πολλών εξ αυτών που κατάγονταν από χωριά αμόρφωτα.
Ήταν ένα ενδιαφέρον, αλλά αποκαρδιωτικό ταξίδι για ξένους κομμουνιστές διανοούμενους, διότι δεν συναντήσαμε σχεδόν κανέναν σαν εμάς. Σε αντίθεση με τις «λαϊκές δημοκρατίες» και τους «υπαρκτούς σοσιαλισμούς» της υπόλοιπης Ευρώπης, όπου οι κομμουνιστές παλεύοντας ενάντια στην καταπίεση βρέθηκαν προς τα τέλη του πολέμου από τις φυλακές στην εξουσία, στην ΕΣΣΔ βρεθήκαμε σε μια χώρα όπου ήδη επί πολλά χρόνια κυβερνούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης. Για να σταδιοδρομήσει κανείς εκεί, είτε έπρεπε να είναι μέλος του Κόμματος ή τουλάχιστον να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις και τις επίσημες αποφάσεις του. Πιθανότατα, ορισμένοι από αυτούς που γνωρίσαμε να ήταν πιστοί κομμουνιστές. Επρόκειτο όμως για μια εσωστρεφή σοβιετική πεποίθηση μάλλον, παρά για οικουμενική πίστη, αν και είναι πάλι πιθανό να είχαμε περισσότερα κοινά σημεία με ορισμένους που ζητήσαμε να συναντήσουμε, αλλά «δυστυχώς δεν μπορούσαν να έρθουν στη Μόσχα για λόγους υγείας», «έλειπαν προσωρινά στο Γκόργκι» ή δεν είχαν ακόμη επιστρέφει από τα στρατόπεδα.
Ήταν πολύ πιο εύκολο να αντιληφθούμε τι σήμαινε για τον κόσμο που συναντήσαμε ο «Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος» σε ατομικό καθώς και σε συγκινησιακό επίπεδο -ιδιαίτερα στο Λένινγκραντ, που επέζησε μιας τρομακτικής πολιορκίας στον πόλεμο- παρά ο κομμουνισμός. Σε κάθε περίπτωση είμαι βέβαιος ότι, ευρισκόμενοι δίπλα στο Σταθμό της Φινλανδίας κάτω από ένα λαμπρό χειμωνιάτικο φως σ’ αυτή τη θαυματουργή πόλη που ουδέποτε θα συνηθίσω να αποκαλώ Αγία Πετρούπολη’, αυτό που νομίζαμε για την Οχτωβριανή Επανάσταση δεν ήταν το ίδιο με αυτό που πίστευαν οι ξεναγοί μας από το παράρτημα του Λένινγκραντ της Ακαδημίας Επιστημών.
Γύρισα από τη Μόσχα χωρίς να αλλάξω πολιτικά, αλλά με κατάθλιψη και χωρίς καμία επιθυμία να ξαναπάω εκεί. Την επισκέφτηκα αργότερα, το 1970, αλλά πολύ φευγαλέα, για να συμμετάσχω σε ένα παγκόσμιο ιστορικό συνέδριο και κατά τα τελευταία χρόνια της ΕΣΣΔ, με σύντομες τουριστικές εκδρομές από τη Φινλανδία, όπου πέρασα αρκετά καλοκαίρια σε Ερευνητικό Ινστιτούτο των Ηνωμένων Εθνών*.
Το ταξίδι μου στην ΕΣΣΔ το 1954-55 αποτέλεσε και την. πρώτη μου επαφή με χώρες που αργότερα ονομάστηκαν χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», διότι η επίσκεψή μου στην Πράγα το 1947 για το Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας έγινε πριν το Κόμμα κατακτήσει την πλήρη εξουσία στις νέες «λαϊκές δημοκρατίες». Πράγματι, στην Τσεχοσλοβακία αναδείχτηκε το μεγαλύτερο κόμμα της χώρας, εφόσον έλαβε το 40% σε γνήσιες πολυκομματικές βουλευτικές εκλογές. Εκτός από την προσωπική μου γνωριμία με πολλούς ιστορικούς άλλων σοσιαλιστικών χωρών, σε άμεση επαφή με τις χώρες αυτές ήρθα μετά το Εικοστό Συνέδριο του Σοβιετικού ΚΚ, που εγκαινίασε την παγκόσμια κρίση του κομμουνιστικού κινήματος, μολονότι η πρώτη μου επίσκεψη στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας τον Απρίλιο με Μάιο ίου 1956 πραγμαιοποιή8ηκε πριν από τη δημοσίευση της δημόσιας επίθεσης του Χρουστσόφ κατά του Στάλιν. Αλλά τότε τα πάντα είχαν ήδη αλλάζει.
Υπάρχουν δύο «δέκα ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος του περασμένου αιώνα: οι μέρες της Οχτωβριανής Επανάστασης, που περιγράφονται στο βιβλίο του John Reid με τον ομώνυμο τίτλο, και το Εικοστό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (14-15 Φεβρουάριου 1956). Και τα δύο τη διαιρούν αιφνίδια και αμετάκλητα σε «πριν» και «μετά». Δεν μπορώ να σκεφτώ κανένα άλλο συγκρίσιμο γεγονός στην ιστορία οιουδήποτε μεγάλου ιδεολογικού ή πολιτικού κινήματος. Με πολύ απλά λόγια, η Οχτωβριανή Επανάσταση δημιούργησε ένα παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, το Εικοστό Συνέδριο το κατέστρεψε.
Το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα οικοδομήθηκε σύμφωνα με τα λενινιστικά πρότυπα, ωσάν ένας ενιαίος πειθαρχημένος στρατός, αφοσιωμένος στο μετασχηματισμό του κόσμου, κάτω από μια συγκεντρωτική και ημι-στρατιωτική ηγεσία που είχε την έδρα της στο μόνο κράτος όπου «το προλεταριάτο» (δηλαδή το Κομμουνιστικό Κόμμα) είχε πάρει την εξουσία. Το κίνημα απέκτησε παγκόσμια σημασία μόνον επειδή είχε αυτό το δεσμό με την ΕΣΣΔ, η οποία με τη σειρά της έγινε η χώρα που κατατρόπωσε τη ναζιστικά Γερμανία και αναδύθηκε από τον πόλεμο ως υπερδύναμη. Ο μπολσεβικισμός μετασχημάτισε ένα αδύναμο καθεστώς μιας τεράστιας, αλλά καθυστερημένης χώρας σε υπερδύναμη. Η νίκη της επανάστασης σε άλλες χώρες, η απελευθέρωση του αποικισμένου και ημι-αποικισμένου κόσμου, εξαρτιόταν από τη δική της υποστήριξη και από τη δική της, μερικές φορές απρόθυμη μεν, αλλά πραγματική, προστασία. Παρά τις όποιες αδυναμίες της, π ίδια η ύπαρξή της απέδειξε ότι ο σοσιαλισμός δεν ήταν απλώς ένα όνειρο. Επιπροσθέτως, ο φανατικός αντικομμουνισμός των σταυροφόρων του ψυχρού πολέμου, που έβλεπαν τους κομμουνιστές αποκλειστικά σαν πράκτορες της Μόσχας, τους πρόσδενε ακόμα πιο γερά στην ΕΣΣΔ.
Με το πέρασμα του χρόνου, ιδιαίτερα δε στα χρόνια της πάλης κατά του φασισμού, η αποτελεσματικά οργανωμένη επαναστατική αριστερά ταυτίστηκε ουσιαστικά με τα κομμουνιστικά κόμματα, ία οποίο είχαν απορροφήσει ή εξαλείψει άλλες μορφές κοινωνικής επανάστασης. Ενώ η Οικουμενική Κομμουνιστική Εκκλησία προκάλεσε σειρά σχισματικοί ή αιρετικών ομάδων, καμία από τις αντάρτικες αυτές ομάδες που απέβαλε, διέγραψε ή εξολόθρευσε, δεν κατάφερε να εδραιωθεί ως αντίπαλος πέρα από τοπικό επίπεδο, με εξαίρεση τον Τίτο το 1948 -ο οποίος όμως, σε αντίθεση με οποιονδήποτε άλλον, ήταν ήδη ηγέτης ενός επαναστατικού κράτους. Με την έλευση του 1956 η κοινή δύναμη των τριών αντίπαλων τροτσκιστικών ομάδων στη Βρετανία, σύμφωνα με εκτιμήσεις, δεν θα πρέπει να ξεπερνούσε τα 100 άτομα. Στην πράξη, από το 1933 και μετά τα κομμουνιστικά κόμματα είχαν ουσιαστικά «στεγανοποιήσει» τη μαρξιστική θεωρία, κυρίως μέσω του ζήλου των Σοβιέτ να διανέμουν τα έργα των «κλασικών». Είχε αρχίσει ήδη να γίνεται όλο και πιο σαφές ότι, για τους μαρξιστές, «το Κόμμα» -όπου κι αν ζούσαν και παρά τις όποιες επιφυλάξεις που τυχόν έτρεφαν- ήταν το μόνο που είχε σημασία. Ο μεγάλος Γάλλος κλασικιστής J. Ρ. Vernant, κομμουνιστής πριν από τον πόλεμο, τα έσπασε με το κόμμα προσχωρώντας απαρχής στην γκολική αντίσταση ενάντια στην κομματική γραμμή. Διακρίθηκε για την αντιστασιακή του δράση με το ψευδώνυμο «Συνταγματάρχης Μπερτιέ» και ως compagnon de la Liberation. Ωστόσο, μετά τον πόλεμο, επανεντάχτηκε στο κόμμα, διότι παρέμεινε επαναστάτης. Πού αλλού 8α μπορούσε να πάει; Ο εκλιπών Ισαάκ Ντόιτσερ, ο Βιογράφος too Τρότσκι, που κατά Βάθος πίστευε πως ήταν φτιαγμένος για πολιτικός ηγέτης, μου είπε όταν τον πρωτογνώρισα, στην κορύφωση της κομμουνιστικής κρίσης την περίοδο 1956-7: «Ο,τι και να κάνεις μη φύγεις από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Τους άφησα να με διαγράψουν το 1932 και έκτοτε το έχω μετανιώσει». Σε αντίθεση με μένα, ουδέποτε συμφιλιώθηκε με το γεγονός ότι έγινε πολιτικά σημαντικός μόνον επειδή έγινε συγγραφέας. Στο κάτω κάτω, δεν ήταν δουλειά των κομμουνιστών να αλλάζουν τον κόσμο και όχι απλώς να τον ερμηνεύουν;
*θα άξιζε ίσως να μνημονεύσω εν παρόδω ότι κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής περιόδου δεν μεταφράστηκε κανένα από τα Βιβλία μου στα ριοοικά ή σε κάποια άλλη σοβιετική γλώσσα. Στις μόνες γλώσσες «υπαρκτού σοσιαλισμού» που μεταφράστηκαν πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ήταν στα ουγγρικά -αρκετά συστηματικά- και στα σλοβενικά. Ωστόσο, το Βιβλίο μου για την τζαζ μεταφράστηκε στα τσεχικά.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΠΕΤΑΝΓΙΑΝΝΗΣ