CHRISTOPHER HITCHENS
The Trial of Henry Kissinger
«VERSO BOOKS», ΣΕΛ. 160, ΠΑΝΟΔΕΤΟ
«Ένας καλός ψεύτης πρέπει να έχει καλή μνήμη»
Κρίστοφερ Χίτσενς
«Είναι χοντρό να παραμένει μόνο αυτός ατιμώρητος. Βρωμοκοπάει ο τόπος. Εάν επιτρέψουμε να συνεχιστεί η κατάσταση αυτή, τότε επονείδιστα θα δικαιώσουμε τον αρχαίο φιλόσοφο Ανάχαρση, ο οποίος υποστήριζε ότι οι νόμοι είναι σαν τον ιστό της αράχνης: αρκετά ισχυροί για να κρατούν μόνο τους αδύναμους και πολύ αδύναμοι για να κρατούν τους ισχυρούς. Στο όνομα των αναρίθμητων θυμάτων, γνωστών και άγνωστων, είναι καιρός να δράσει η Δικαιοσύνη». Christopher Hitchens «The Trial of Henry Kissinger»
Πρόλογος, σελ. 6
«Οι διανοούμενοι αναλύουν τη λειτουργία των διεθνών συστημάτων, οι πολιτικοί τα οικοδομούν… ο πολιτικός δεν μπορεί να επιλέξει τα προβλήματα με τα οποία θα ασχοληθεί, αυτά απλώς του επιβάλλονται… Η Ιστορία θα τον κρίνει για το πόσο σοφά χειρίστηκε την αναπότρεπτη αλλαγή και, πάνω από όλα, πόσο καλά διατηρεί την ειρήνη. Γι’ αυτό, η μελέτη του τρόπου με τον οποίο έχουν χειριστεί οι πολιτικοί το πρόβλημα της παγκόσμιας τάξης -τι πέτυχε ή απέτυχε και γιατί- δεν είναι το τέλος της κατανόησης της σύγχρονης διπλωματίας, ίσως είναι η αρχή της». Henry Kissinger «Διπλωματία»
«Νέα Σύνορα», σελ. 33
Στο μικρό αυτό βιβλίο ο Χίτσενς συλλέγει τα άρθρα που δημοσίευσε τον περασμένο Φεβρουάριο (περίπου 40.000 λέξεων) στο περιοδικό Harper’s Magazine1 και τα οποία προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση. δικαιολογημένα, διότι στα άρθρα αυτά ένας από τους πιο διάσημους ή διαβόητους υπουργούς Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Χένρι Κίσινγκερ2, ο οποίος έχει τιμηθεί μάλιστα και με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης (1973), κατηγορείται με σκληρή και ωμή γλώσσα για «εγκλήματα πολέμου, για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και για σοβαρές παραβιάσεις του κοινού ή εθιμικού ή διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του αδικήματος της συνέργειας για διάπραξη δολοφονίας, απαγωγής και βασανιστηρίων». Ανασκευάζονται πολλοί από τους ισχυρισμούς που περιέχονται στον τρίτο τόμο των απομνημονευμάτων του Κίσινγκερ (Years of Renewal, Simon and Schuster, 1999)3 όπου καλύπτεται η περίοδος 1973-1976.
Ο κατάλογος του «j’accuse» του Χίτσενς είναι μακρύς.
Η αυλαία ανοίγει το 1968, όταν επί προεδρίας Τζόνσον κι ενώ συνεχίζονταν οι ειρηνευτικές συνομιλίες στο Παρίσι με τους Βορειοβιετναμέζους, εν μέσω της προεκλογικής εκστρατείας για την προεδρία, ο υποψήφιος Νίξον και οι συνεργάτες του με «πληροφοριοδότη» τον Κίσινγκερ έπεισαν την κυβέρνηση του Ν. Βιετνάμ να τορπιλίσει τις συνομιλίες με την υπόσχεση στήριξης του δικτατορικού καθεστώτος της Σαϊγκόν, αποσκοπώντας στην αμαύρωση της εικόνας του Τζόνσον ως «ειρηνοποιού», με αποτέλεσμα να διαιωνιστεί ο πόλεμος για αρκετά χρόνια ακόμη, με θύματα δεκάδες χιλιάδες Αμερικανών, πράξεις που χαρακτηρίζονται ως «προδοσία», αντιβαίνουσες στο αμερικανικό Σύνταγμα.
Στη συνέχεια στη σκηνή εμφανίζονται κατά σειρά η Ινδοκίνα (με ιούς ανελέητους και φοβερούς «μυστικούς» βομβαρδισμούς του Λάος και της Καμπότζης, με θύματα σε αμάχους 350.000 και 600.000 αντίστοιχα), το Μπανγκλαντές (σφαγή δεκάδων χιλιάδων από ιούς στρατοκράτες του Πακιστάν και 10 εκατομμύρια πρόσφυγες προς την Ινδία), η Χιλή (οργάνωση πραξικοπήματος κατά του εκλεγμένου σοσιαλιστή προέδρου Αλιέντε, συνέργεια στη δολοφονία του στρατηγού Σνάιντερ, συνέργεια της CIA με μυστικές υπηρεσίες του δικτάτορα Πινοσέτ για τη δολοφονία του Λετελιέ στη Νέα Υόρκη και άλλων δραστήριων αντιπάλων της χούντας στο εξωτερικό, χρηματοδότηση και πολιτική στήριξη του καθεστώτος κ.λπ.), η Κύπρου4 (ο κατάλογος πράξεων, παραλήψεων και εμπλοκής είναι μακροσκελής) το Ανατολικό Τιμόρ (εισβολή της Ινδονησίας το 1975 μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας του από την Πορτογαλία και σφαγή 200.000 ανθρώπων) και τέλος, η εμπλοκή του στην πολύκροτη υπόθεση του Έλληνα δημοσιογράφου Ηλία Δημητρακόπουλου (γίνεται λόγος για πραγματική «βεντέτα» εναντίον του).
Ο πολιτικός ιστός της επιχειρηματολογίας του συγγραφέα είναι πράγματι εντυπωσιακός και πλέκεται με μεγάλη δεξιοτεχνία. Δεν βασίζεται μόνο στη συναγωγή πολιτικών συμπερασμάτων από γεγονότα, αλλά και σε σειρά σχετικών βιβλίων και μελετών, καθώς και σε σημαντικά απόρρητα έγγραφα, ιδιαίτερα για τη Χιλή, που αποχαρακτηρίστηκαν από την αμερικανική κυβέρνηση είτε αποκτήθηκαν με τη διαδικασία που προβλέπει σχετικός νόμος (Freedom of Information Act). Με βάση τα στοιχεία αυτά ο Κίσινγκερ εγκαλείται, διότι γνώριζε, όφειλε να γνωρίζει και/ή ενήργησε και με την ιδιότητά του ως προέδρου της αποκαλούμενης «Επιτροπής 40», μιας ημι-μυστικής υπηρεσίας επιφορτισμένης με την ευθύνη της επίβλεψης όλων των μυστικών κρατικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό.
Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι ολόκληρη η αλήθεια για τα γεγονότα αυτά και το βαθμό ευθύνης δεν πρόκειται να γίνει γνωστή εάν δεν έρθει στο φως το προσωπικό αρχείο του Κίσινγκερ το οποίο, φρονίμως ίσως ποτών, έχει καταθέσει στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου με τη ρητή δέσμευση να ανοίξει 5 χρόνια μετά το θάνατό του. Νομική βάση για πρόσβαση τρίτων στο αρχείο αυτό δεν υπάρχει.
Ο Χίτσενς δίνει σοβαρή μάχη για τη διαφάνεια και την ιστορική αλήθεια, προσβάλλοντας τα «ιερά και όσια» του αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου. Αναδεικνύεται σ’ έναν επιδέξιο και εύγλωττο κατήγορο αλλά συνάμα και παθιασμένο συνήγορο των αναρίθμητων θυμάτων των τραγωδιών που παραθέτει, σε μια προσπάθεια αποκαθήλωσης ενός statesman μεγάλης φήμης, που ο ίδιος δεν διστάζει να αποκαλέσει «μέτριο και οπορτουνιστή πανεπιστημιακό», κατεχόμενο από βαθύτατη περιφρόνηση και απέχθεια για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Συναφώς, ο Χίτσενς επικαλείται επίσης ορισμένες τάσεις σήμερα στο Διεθνές Δίκαιο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, το Δίκαιο για τις Ένοπλες Συγκρούσεις και το Διεθνές Ποινικό Δίκαιο για να υποστηρίξει την άποψη ότι τα στοιχεία που ήδη υπάρχουν είναι επαρκή για την άσκηση δίωξης κατά του Κίσινγκερ. Πράγματί, ορισμένες εξελίξεις, όπως η απόφαση ίου Ανώτατου Δικαστηρίου στην Αγγλία στην υπόδεση Πινοσέτ (τον οποίο τελικό η κυβέρνηση άφησε να μεταβεί στη Χιλή για λόγους «ανθρωπιστικούς» -υγείας- απόφαση η οποία δέχτηκε πολλές αμφισβητήσεις και επικρίσεις), το Δικαστήριο της Χάγης για τα εγκλήματα πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, η δίκη που διεξάγεται στο Βέλγιο για τη γενοκτονία στη Ρουάντα κ.λπ., δείχνουν ορισμένες τάσεις οι οποίες όμως πόρρω απέχουν, αν δεν κάνω λάθος, από το να συνιστούν κυρίαρχη τάση ή να συγκεντρώνουν τη συναίνεση κρατών και επιστημονικής γνώμης. Άλλωστε, κατά κανόνα, μόνο ηττημένοι, επί του παρόντος τουλάχιστον, έχουν δικαστεί και καταδικαστεί για «εγκλήματα πολέμου» και συναφείς ποινικές πράξεις. Το θέμα παραμένει ανοιχτό5.
Αναφορικά με την πολιτική ευθύνη ο Κίσινγκερ, που αρνείται να εμπλακεί σε διάλογο με τον κατήγορό του, έχει δώσει κατά καιρούς τις δικές του απαντήσεις και τη δική του εκδοχή των γεγονότων. Είναι αδύνατο να τις ερανίσουμε εδώ. Φυσικά, αρνείται τις κατηγορίες που του προσάπτονται. Στο στρατηγικό παιχνίδι του Ψυχρού Πολέμου παρέμεινε πιστός υπηρέτης των «υποθέσεων του κράτους» και ψυχρός θεράπων της raison d’etat και της realpolitik, προσδεμένος στην αντίληψη ότι προέχει πάντα η εξυπηρέτηση του κρατικού συμφέροντος, ότι η ισχύς παράγει νομιμότητα και νομιμοποίηση, ότι μέλημα των ισχυρών είναι η οικοδόμηση σταθερού διεθνούς συστήματος για τη διασφάλιση της ειρήνης. Από αυτή την άποψη, όντας μάλιστα φανατικός ιδεολογικός πολέμιος του κομμουνισμού, μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις επιλογές του (Χιλή, Κύπρος, Ελλάδα κ.λπ.) και γενικότερα τις κινήσεις του στη διεθνή σκακιέρα. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί θεώρησε την υπόθεση έκδοσης του Πινοσέτ «εξαιρετικά επικίνδυνη» εφ’ όσον «ουδείς Αμερικανός αξιωματούχος θα ήταν ασφαλής εάν μια τέτοια διαδικασία γινόταν γενικά αποδεκτή» ή γιατί αποχώρησε χολωμένος από ραδιοφωνική συνέντευξη με το δημοσιογράφο του BBC Jeremy Paxman στο Λονδίνο, όταν ρωτήθηκε εάν «αισθάνθηκε απατεώνας αποδεχόμενος το βραβείο Νόμπελ»6. Υπό το ίδιο πρίσμα και πάλι μπορούμε να αξιολογήσουμε το γεγονός της αντίθεσής του στην «ανθρωπιστική επέμβαση» το Κοσσυφοπέδιο και σε κάθε «ανθρωπιστική εξωτερική πολιτική», σύμφωνα με τους δικούς του χαρακτηρισμούς. Και τελικά ίσως μπορέσουμε να αποκτήσουμε καλύτερη πρόσβαση στην προσωπικότητα και τον τρόπο σκέψης και δράσης του, διαβάζοντας στο βιβλίο του «Διπλωματία» τα σχετικά κεφάλαια για τον Ρισελιέ, τον Ναπολέοντα II, τον Μέτερνιχ και τον Μπίσμαρκ που διαμόρφωσαν τον ευρωπαϊκό χάρτη του 19ου αιώνα.
Τα γεγονότα πάνω στα οποία οικοδομεί το κατηγορητήριό του ο Χίτσενς συντελέστηκαν βέβαια πριν από 25 χρόνια. Είναι εύκολο για ορισμένους να τον κατηγορούν για «νοσταλγία της εποχής του Βιετνάμ» ή για «λείψανο της παλαιός Αριστεράς», δείγμα της «τελικής χρεοκοπίας της»7.
Πέρα όμως από τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και διαμάχες, είναι σαφώς πιο σημαντικό να συμφωνήσουμε με τον Lewis Lapham, εκδότη του περιοδικού που φιλοξένησε τα άρθρα του Χίτσενς, ότι «η μελέτη της Ιστορίας γίνεται για την υπεράσπιση του μέλλοντος έναντι του παρελθόντος».
Christopher Hitchens
Γεννήθηκα το 1949 και σπούδασε στο Κέμπριτζ και την Οξφόρδη. Έχει πλουσιότατο δημοσιογραφικό και συγγραφικό έργο. Είναι εδώ και χρόνια εγκατεστημένος στην Ουάσιγκτον και γράφει για τα περιοδικά Vanity Fair και The Nation. Είναι επίσης καθηγητής στο New School της Νέας Υόρκης. Μεταξύ των βιβλίων του συγκαταλέγονται: Cyprus (Quartet Books, 1984) και η αναθεωρημένη έκδοση με τίτλο Hostage to History (Verso, 1997) καθώς και το The Elgin Marbles (Verso, 1997).
- Το εβδομαδιαίο Harper’s Magazine εκδίδεται om Νέα Υόρκη από to 1850 και έχει κυκλοφορία περίπου 215.000 φ..
- Ο Κίσινγκερ διορίστηκε Εθνικός Σύμβουλος Ασφάλειας από τον πρόεδρο Νίξον το 1969 και υπουργός Εξωτερικών το 1973, στη δεύτερη θητεία του, θέση στην οποία παρέμεινε και μετά την παραίτηση του Νίξον λόγω του σκανδάλου Watergate, υπηρετώντας και τον πρόεδρο Φορντ που τον διαδέχτηκε, μέχρι και την ανάληψη της προεδρίας από τον Δημοκρατικό Κάρτερ το 1977.
- Μαζί με τους δύο προηγούμενους τόμους των Απομνημονευμάτων του (The White House Years και Years of Upheaval), to συνολικό κείμενο ανέρχεται σε 3.000 σελίδες, πάνω από μία σελίδα για κάθε μέρα παραμονής του στην εξουσία, όπως σχολιάστηκε.
- Ο Χίτσενς έχει αναπτύξει λεπτομερέστατη επιχειρηματολογία για το ρόλο του Κίσινγκερ στο βιβλίο του Cyprus (1984) και στην αναθεωρημένη έκδοσή του Hostage to History (1997).
- Οι δυσκολίες άσκησης δίωξης κατά του Κίσινγκερ επισημάνθηκαν και σε σχετική συζήτηση που διοργάνωσε to Harper’s Magazine στο National Press Club στην Ουάσιγκτον στις 22/2/2001.
- Για το επεισόδιο αυτό και τη σχετική στιχομυθία βλ. The Guardian, 29/6/1999.
- Όπως του προσάπτει ο Conrad Black σε βιβλιοκρισία του στο περιοδικό Spectator (19/5/2001), με το χαρακτηριστικό τίτλο «Παρωδία Δικαιοσύνης».