Alex Callinicos
Equality
«POLITY PRESS»
Ουδείς, νομίζω, θα διαφωνούσε με mv άποψη ότι η ελευθερία και η ισότητα αποτελούν τις θεμελιώδεις αξίες του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος. Αλλά ενώ η ελευθερία θεωρείται συνήθως αγαθό, αξία, που αφορά άτομα και συλλογικότητες, η ισότητα αναφέρεται πάντα σε έναν συγκεκριμένο τύπο σχέσης που διαμορφώνεται μεταξύ ατόμων και ομάδων. Βέβαια, στην ουσία δεν υπάρχει ελευθερία, αλλά ελευθερίες και ασφαλώς, τόσο στην Ιστορία όσο και στη σύγχρονη εποχή συναντούμε καταστάσεις όπου ελευθερία και ισότητα, μολονότι σχετικές πάντα, μπορεί να είναι συμπληρωματικές και συμβατές και άλλες όπου η πραγμάτωση του ενός ιδεώδους στην ουσία, όχι μόνο περιορίζει δραστικά, εάν δεν εξουδετερώνει το άλλο, αλλά και αποτελεί φραγμό για την πραγμάτωσή του. Γι’ αυτό και η ισόρροπη σχέση μεταξύ των αποτελεί και το ευκταίο και τον επιδιωκόμενο πολιτικό στόχο των προοδευτικών δυνάμεων. Διότι, από τη στιγμή που η Αριστερά ενσωμάτωσε στην ιδεολογία την πολιτική πρακτική της και τους πολιτικούς στόχους της, το ιδεώδες της ελευθερίας στις πολύπλευρες διαστάσεις του, το κρίσιμο κριτήριο της διάκρισης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, είναι η διαφορετική εκτίμηση, στάση και αντιμετώπιση της ισότητας.
Η Δεξιά δεν αντιτίθεται στην ισότητα, διότι κατέχεται από «κακές προθέσεις» ή διότι είναι όργανο του μεγάλου κεφαλαίου και τα συναφή. Αντιπαλεύει το ιδεώδες και τις προσπάθειες πραγμάτωσής του, επειδή θεωρεί τις κοινωνικές ανισότητες «φυσικές», εγγεγραμμένες στη φύση των ανθρώπων και της κοινωνίας. Αντιθέτως, για την Αριστερά, οι κοινωνικές ανισότητες είναι παράγωγα και δομικό στοιχείο του οικονομικού συστήματος.
Για την Αριστερά η έννοια της ισότητας είναι σχετική και δεν σχετίζεται με οποιαδήποτε μορφή ισοπεδωτικού εξισωτισμού. Το ποιοι βέβαια είναι σοι και ποιοι άνισοι προσδιορίζεται πάντα ιστορικά. Γι’ αυτό την αντίληψη της Αριστεράς για την ισότητα διατρέχει η αρχή της δικαιοσύνης.
Το σχετικά πρόσφατο βιβλίο του Alex Callinicos, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ της Αγγλίας, μας υπενθυμίζει τα χρόνια χαρακτηριστικά γνωρίσματα των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων στο σύγχρονο κόσμο μας. Επί παραδείγματι, σύμφωνα με την Έκθεση Ανθρώπινης Ανάπτυξης, που συντάσσει ετησίως το Πρόγραμμα Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών
(UNDP), ο λόγος του πλουσιότερου 1/5 του παγκόσμιου πληθυσμού προς το φτωχότερο 1/5 αυξήθηκε από 3:1 το 1820, στο 11:1 το 1913, στο 30:1 το 1960, στο 60:1 το 1990 και στο 74:1 το 1997 (Έκθεση του 1999). Το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει σε χώρες υψηλού εισοδήματος κέρδιζε το 86% του παγκόσμιου ΑΕΠ, το μεσαίο 60%, το 13%, ενώ το κατώτερο 20%, μόλις το 1%. Περίπου 1,3 δισ. άτομα από τα 6,2 δισ. συνολικά του πλανήτη μας έχουν ημερήσιο εισόδημα κάτω από 1 δολ. την ημέρα. Η πρόσφατη Έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη φτώχεια δίνει παρόμοια εικόνα. Σε μια εποχή άνευ προηγουμένου συσσώρευσης πλούτου και ραγδαίας παγκοσμιοποίησης τα 2,8 δισ. του πληθυσμού της Γης ζουν με λιγότερα από 2 δολ. την ημέρα. Το μέσο εισόδημα των 20 πλουσιότερων χωρών είναι 35 φορές μεγαλύτερο από το μέσο εισόδημα των φτωχότερων 20, το δε χάσμα διπλασιάστηκε στα τελευταία 40 χρόνια. Το 18% του πληθυσμού της Ε.Ε. ζει σε νοικοκυριά «χαμηλού εισοδήματος».
Για τις μεθόδους μέτρησης της ανισότητας και της φτώχειας υπάρχει πάντα διάσταση απόψεων. Αλλά αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι όπως η βιομηχανική επανάσταση έτσι και η σημερινή παγκοσμιοποίηση διευρύνει, αντί να μειώνει, το χάσμα των ανισοτήτων, μολονότι σταδιακά παράγεται περισσότερος πλούτος για περισσότερους. Και φυσικά, φτώχεια, ανισότητες και κοινωνικοί αποκλεισμοί υπάρχουν και μέσα στις αναπτυγμένες κοινωνίες.
Ο Callinicos επιχειρηματολογεί από μια παραδοσιακή μαρξιστική σκοπιά, θεωρώντας ανεπαρκείς όλες τις προσεγγίσεις για την πραγμάτωση του ιδεώδους της ισότητας στην παράδοση του βρετανικού σοσιαλισμού, όπως του Tawney και του Crosland, που τους θεωρεί «ρεφορμιστές», διότι ασχολήθηκαν με την αναδιανομή του εισοδήματος και όχι των «παραγωγικών πόρων». Ανεπαρκείς θεωρεί και πιο σύγχρονες αντιλήψεις και πολιτικές πρακτικές αναδιανεμητικής δικαιοσύνης, που Βασίστηκαν στην αρχή της διαφοράς (the difference principle) του Rawls, αρχή που προσφέρει το κριτήριο σύμφωνα με το οποίο μπορούμε να σταθμίσουμε εάν η άνιση κατανομή μπορεί να δικαιολογηθεί, με καταφατική απάντηση στην περίπτωση που αποβαίνει προς όφελος των φτωχότερων και ασθενέστερων.
Τελικά, ο συγγραφέας πιστεύει ότι το ιδεώδες της ισότητας δεν μπορεί να πραγματωθεί στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά μη έχοντας να προτείνει κάποιες άλλες πιο πρακτικές και εφικτές λύσεις, ούτε ελκυστικό εναλλακτικό πρότυπο κοινωνικό-οικονομικής οργάνωσης, παραπέμπει στο ακαθόριστο της «αναζωογόνησης της ουτοπικής φαντασίας».
Ακριβώς, όμως, επειδή η έννοια της ισότητας είναι σχετική και όχι απόλυτη, χρειάζεται να γνωρίζουμε επισταμένως την κατάσταση των υποκειμένων προς τα οποία απευθύνονται οι πολιτικές αναδιανομής, το είδος των αγαθών πόσης φύσεως προς αναδιανομή και τα κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται ή θα γίνει.
Η πάλη κατά των ανισοτήτων είναι εξ ορισμού εγγεγραμμένη στην πολιτική ατζέντα της Αριστεράς με εγγενή την ηθική διάσταση, απορρίπτοντας την υποτιθέμενη «ουδετερότητα» της αγοράς καθώς και την ανηθικότητά της. Απορρίπτεται δηλαδή η αγορά ως αυταξία και αποδεκτή κατάσταση ανισοτήτων. Για την Αριστερά η κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι ψευδαίσθηση ή αντικατοπτρισμός, αλλά ηθική αρχή και πολιτικός στόχος.
Η αριστερή πολιτική αποτελούσε πάντα ένα μίγμα ρεαλισμού και θετικής ουτοπίας, με την έννοια ότι εδραζόταν στην πεποίθηση ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει διαφορετικός με τη δράση των ανθρώπων και των κοινωνικών ομάδων. Άτομα και κοινωνίες έχουν ανάγκη από ιδεολογίες, από «δημιουργικά όνειρα». Η υπεράσπιση εναλλακτικών λύσεων, που πάντα αποτελούσε εγγενές στοιχείο της φυσιογνωμίας της Αριστεράς, συνεπάγεται και μέγιστη ευθύνη, δηλαδή την ευθύνη υπεράσπισης εναλλακτικών λύσεων που οδηγούν σε μια κοινωνία καλύτερη από αυτή που υπάρχει. Διότι είναι τελείως ανεύθυνο να απορρίπτουμε το παρόν, όσο ανεπαρκές κι αν το θεωρούμε, στο όνομα ενός ιδανικού που δεν είναι εφικτό, όχι μόνο άμεσα, αλλά και στο εύλογο μέλλον και «μάλιστα στο όνομα ενός πολιτικού προτάγματος που η ίδια η Ιστορία έδειξε τη ματαιότητά του και όχι μόνο, στην καλύτερη περίπτωση».
Τελικά, στη διάκριση μεταξύ «πιθανώς αδύνατου» και «απίθανα δυνατού» σχετικά με τη δυνατότητα οικοδόμησης ενός καλύτερου κόσμου στο μέλλον, η Αριστερά σήμερα θα πρέπει σαφώς να ταχθεί και πάλι με τη δεύτερη, εάν θέλει να παραμείνει Αριστερά.