Κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης

θεωρητικές αναζητήσεις και προβληματισμοί

Noreena Hertz

The Silent Takeover: Global Capitalism and the Death of Democracy

«WILLIAM ΗΕΙΝΕΜΑΝΝ», ΣΕΛ. 242

Πόσο δύσκολο τελικά είναι να προσδιορίσει κανείς το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, καθώς οι σκοποί και οι αντικειμενικοί στόχοι του, η ίδια η ουσία του, συνεχώς μετακινούνται. Τα κινήματα διαμαρτυρίας προσδιορίζονται, όχι μόνον από τους σκοπούς που επιδιώκουν, αλλά από τον τρόπο τον οποίο επιλέγουν να ακουστεί η φωνή τους

 

Tο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησής είναι μία πραγματικότητά. Κάνει πλέον μαζικά έντονη (αλλά και βίαιη) την παρουσία του σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται για ένα κίνημα φοβερά πολύχρωμο και ανομοιογενές, ώστε ορθότερο είναι να μιλά κανείς για κινήματά. Αναπόφευκτο είναι να υπάρχουν και διαφορετικές προσεγγίσεις στο φαινόμενο και έντονες συζητήσεις για τη θεωρητική υποστύλωση του κινήματος και τον έλεγχό του.

Ένα από τα βιβλία που έχουν προκαλέσει ευρύτερο ενδιαφέρον είναι το «The Silent Takeover: Global Capitalism and the Death of Democracy», (William Heinemann, Λονδίνο, 2001, σελ. 242), της Noreena Hertz. Η συγγραφέας, ηλικίας 34 ετών, κατέχει διευθυντική θέση στο Κέντρο Διεθνών Επιχειρήσεων και Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπτριτζ, αρθρογραφεί τακτικά στο βρετανικό Τύπο και γενικά θεωρείται από τις νεανικές ηγετικές φυσιογνωμίες του κινήματος.

Η βασική θέση του βιβλίου συνοψίζεται στον υπότιτλό του: ο συνδυασμός νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, κινητήριας δύναμης της σημερινής παγκοσμιοποίησης, που έχει επικρατήσει ως παγκόσμια ιδεολογία, και αυξανόμενης ισχύος των μεγάλων επιχειρήσεων έχει καταστήσει τις δημοκρατικές κυβερνήσεις ανίσχυρες. Αδυνατούν να επηρεάσουν αποφάσεις που έχουν επίδραση στη ζωή των απλών πολιτών.

Η παράδοση των κυβερνήσεων στα κελεύσματα του παγκόσμιου καπιταλισμού επιφέρει και την ατροφία της δημοκρατίας, τον αργό θάνατο της, καθώς η έλλειψη πραγματικών επιλογών μεταξύ πολιτικών κομμάτων, που στην ουσία έχουν συγκλίνει ιδεολογικά προς το κέντρο του πολιτικού φάσματος ασπαζόμενα το νεοφιλελεύθερο δόγμα, οδηγεί ιούς απλούς ψηφοφόρους σε αποχή από την εκλογική διαδικασία. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία αποδυναμώνεται. Η τάση είναι εμφανής κι έντονη σε όλες τις δυτικές κοινωνίες, καθώς η ομογενοποίηση της πολιτικής και το δυσδιάκριτο των διαχωριστικών πολιτικών γραμμών αποξενώνει σημαντικό τμήμα των πολιτών και κυρίως ιούς νέους από την εκλογική διαδικασία. Πιστεύουν ότι η ψήφος ιούς δεν πρόκειται σε τίποτε να αλλάξει τη ζωή ιούς. Η Hertz προσκομίζει ορισμένα εμπειρικά στοιχεία για να υποστηρίξει ότι υπάρχει άμεση συσχέτιση μεταξύ αποχής και χαμηλής κοινωνικής και οικονομικής θέσης (status).

Προς επίρρωση της θέσης αυτής η ίδια, εξηγώντας τη στάση της σε σχετικό άρθρο1, δεν ψήφισε στις βρετανικές βουλευτικές εκλογές (7/6/2001), στις οποίες ο Τόνι Μπλερ κέρδισε τη δεύτερη θητεία του με συντριπτική πλειοψηφία εδρών. Ωστόσο, η συμμετοχή μόλις προσέγγισε στο 60%, το χειρότερο ποσοστό στη μεταπολεμική εκλογική ιστορία της χώρας.

Εξάλλου, η πολιτική μιμείται πλέον τη συμπεριφορά και την τακτική των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Είναι πολυδάπανη, εντάσεως κεφαλαίου, δραστηριότητα, βασίζεται όλο και πιο πολύ σε μεθόδους μαζικής επικοινωνίας, στα ΜΜΕ, στη διαφήμιση, στις στρατιές των πολιτικών συμβούλων, στους κατασκευαστές εικόνας, στους επαγγελματίες spin doctors. Ο κόσμος της «Σιωπηρής κατάκτησης» είναι ένας κόσμος όπου οι κυβερνήσεις δεν προτάσσουν τα συμφέροντα του λαού, αλλά τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες και καθορίζουν πλέον ιούς κανόνες του παιχνιδιού (από τις 100 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, οι 51 είναι επιχειρήσεις και οι 49 κράτη). Όλο και περισσότερος δημόσιος χώρος παραχωρείται στον ιδιωτικό τομέα.

Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η επιχειρηματολογία της. (Η άποψή της περί της έλλειψης πραγματικών πολιτικών επιλογών που επιφέρει το «θάνατο της δημοκρατίας» -το τέλος της πολιτικής- χαρακτηρίστηκε επικίνδυνη2, ως κατασκευή που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.)

Η Hertz πιστεύει ότι ο κόσμος αναζητεί εναλλακτικές μορφές πολιτικής έκφρασης και γι’ αυτό στηρίζει την άμεση δράση και την πολιτική διαμαρτυρίας ως τρόπους πάλης με ιούς οποίους εκδηλώνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια και οι οποίοι μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για την αλλαγή. Γι’ αυτό πιστεύει στην κινητοποίηση των καταναλωτών και στη δράση των μετόχων, μορφές δράσης που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές σε πολλές περιπτώσεις, υποχρεώνοντας μεγάλες επιχειρήσεις σε αναπροσαρμογή πολιτικής και συμπεριφοράς που εναρμονίζεται με κανόνες κοινωνικής υπευθυνότητας.

Μολονότι επισημάνθηκε με κάποια δόση ειρωνείας ότι έδρα της «επανάστασης» που επαγγέλλεται είναι το οουπερμάρκει3, εν τούτοις η ίδια θεωρεί ότι τα ψώνια δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την ψήφο (η δράση των καταναλωτών προσιδιάζει στις εύπορες μεσαίες τάξεις) και ότι η πολιτική τής διαμαρτυρίας μπορεί να είναι αποτελεσματική και στο επίπεδο της πολιτικής. Μικρά, έστω, δείγματα αποτελεσματικής δράσης φανερώνουν ότι είναι δυνατόν να επέλθουν ρήγματα4 στην κυρίαρχη ιδεολογία.

Η Hertz τάσσεται υπέρ ρυθμιστικών παρεμβάσεων στον παγκόσμιο καπιταλισμό προτείνοντας ορισμένες ιδέες, όπως την ίδρυση παγκόσμιας φορολογικής αρχής, ικανής να επιβάλλει έμμεσους φόρους (στην κατανάλωση ενέργειας, στις ρυπογόνες δραστηριότητες κ.τ.λ.) σε παγκόσμια κλίμακα, χρησιμοποιώντας τα φορολογικά αυτά έσοδα για αναδιανεμητικούς σκοπούς καθώς και μηχανισμούς που να διασφαλίζουν ένα ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης και δικαιοσύνης για όλους5.

Η ίδια, «μακριά από το πλήθος», όπως γράφει, μονολογεί πόσο δύσκολο τελικά είναι να προσδιορίσει κανείς αυτό το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, καθώς οι σκοποί και οι αντικειμενικοί στόχοι του, η ίδια η ουσία του, συνεχώς μετακινούνται6. Τα κινήματα διαμαρτυρίας, υποστηρίζει, προσδιορίζονται όχι μόνον από τους σκοπούς που επιδιώκουν, αλλά από τον τρόπο τον οποίο επιλέγουν να ακουστεί η φωνή τους. Γι’ αυτό, γράφοντας με αφορμή την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, τονίζει ότι καθοδηγητική αρχή του κινήματος πρέπει κατηγορηματικά να είναι η μη βία1.

Επιστρέφοντας από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στη Νέα Υόρκη, όπου προτίμησε να παραστεί ως «Δούρειος Ίππος», όπως γράφει8, αντί στο Πόρτο Αλέγρε, διαπιστώνει ότι αν είναι δύσκολο οι μεγάλες επιχειρήσεις να παραιτηθούν από μερικά δικαιώματά τους (π.χ., να αποδεχθούν μεγαλύτερη φορολόγησή τους), άλλο τόσο είναι να αποτινάξουν την εδραιωμένη ιδεολογία τους, την πίστη στην ανεξέλεγκτη και άνευ φραγμών αγορά.

Το βιβλίο της είναι εξαιρετικά καλογραμμένο και επιμελημένο. Καθένα από τα 11 κεφάλαιά του αρχίζει με μια παραδειγματική ιστορία. Το κεφ. 10, π.χ., ανοίγει με αναφορά στην κινηματογραφική ταινία επιστημονικής φαντασίας Soylent Green (1973), η υπόθεση της οποίας (οικολογικός εφιάλτης) εκτυλίσσεται το 2020 στη Νέα Υόρκη των 40 εκ. κατοίκων. Όσοι έχουν δει την ταινία αντιλαμβάνονται αμέσως το πλαίσιο της επιχειρηματολογίας που θα ακολουθήσει.

Παρά τις αντιρρήσεις και επικρίσεις που έχουν προκαλέσει οι απόψεις της, οι οποίες με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν ακραίες ή, σε τελευταία ανάλυση, κατά της παγκοσμιοποίησης, αλλά κατά της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης μορφής της, πολλοί θεωρούν ότι αποτελεί μια αξιόλογη φωνή και εκπρόσωπο του κινήματος, βρετανική εκδοχή της Καναδέζας δημοσιογράφου Naomi Klein, της οποίας το βιβλίο της «No Logo» αποτελεί ένα από τα ιερά ευαγγέλια του κινήματος. Αλλά σ’ αυτό θα αναφερθούμε σε επόμενο σημείωμά μας.

 Ν. Hertz, «Why consumer power is not enough», στο εβδομαδιαίο περιοδικό New Statesman, 30-4-2001. Βλ. επίσης το μετεκλογικό της άρθρο στην Guardian (Its not about apathy, 10-6-2001), όπου θεωρεί την επιχειρηματολογία και τη στάση της για αποχή δικαιωμένες εκ του αποτελέσματος.

  1. Howard Davis, «Breathless globaloney», The Guardian, 19-5- 2001.
  2. Corey Robin, «Noreena Hertz’s supermarket revolution», TLS, 14-2-2002.
  3. N. Hertz, «Why we must stay silent no longer», The Observer, 8-4-2001.
  4. N. Hertz, «Exclusion», New Statesman, 22-10-2001.
  5. N. Hertz, «Blood on the streets as guns do all the talking», The Observer, 22-7-2001.
  6. N. Hertz, «We beg to differ», The Guardian, 17-9-2001.
  7. N. Hertz, «Trojan horse at the feast of globalisation», The Observer, 10-2-2002.