Ο Τρίτος Δρόμος και τρίτοι δρόμοι

Μια κριτική εξέταση της θεωρίας τον Γκίντενς

ΝΙΚΟΣ ΜΟΥΖΕΛΗΣ

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΤΡΙΤΟ ΔΡΟΜΟ: Αναστοχαστικός εκσυγχρονισμός και τα αδιέξοδα της πολιτικής σκέψης του Antony Giddens

«ΘΕΜΕΛΙΟ», ΣΕΛ.118

Νίκος Μουζέλης ανήκει στη δυσεύρετη εκείνη κατηγορία διανοουμένων που έχουν το θάρρος να σηκώνουν στους ώμους τους το βαρύτατο φορτίο της θεωρητικής και πολιτικής υπεράσπισης του προοδευτικού εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος και της σοσιαλδημοκρατικής προοπτικής στην Ελλάδα, με τρόπο μάλιστα θεωρητικά συνεπή, με διαυγή επιχειρήματα και άνευ κομματικών ή άλλων «δεσμεύσεων». Η στάση αυτή έχει το αναμφισβήτητο πλεονέκτημα ότι υποχρεώνει φίλους και αντιπάλους σε μια συγκροτημένη συζήτηση, εάν ήθελαν να εμπλακούν, τόσο μεθοδολογικής φύσεως, αναφορικά με τα εννοιολογικά και αναλυτικά εργαλεία για την κατανόηση της πραγματικότητας (της συγκρότησης, αναπαραγωγής και μετασχηματισμού του σύγχρονου κόσμου), όσο και ουσιαστικής.

Στην περιεκτική του μελέτη για τον «αναστοχαστικό εκσυγχρονισμό» του Giddens, ο Μουζέλης επανεξετάζει κριτικά τη θεωρία του Τρίτου Δρόμου του Άγγλου κοινωνιολόγου και συναδέλφου του στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE) επιμένοντάς, ορθότατα, ότι η θεωρητική προσέγγιση του Giddens διακρίνεται και από αυστηρή συγκρότηση και από εσωτερική λογική και κατά συνέπεια απαιτεί αντίστοιχη αντιμετώπιση. Εξίσου ορθότατα ο Μουζέλης επισημαίνει ότι το έργο του Giddens δεν έγινε αντικείμενο σοβαρής κριτικής θεώρησης από τη λεγάμενη προοδευτική διανόηση στην Ελλάδα διότι, λανθασμένα Βέβαια, θεωρείται ως απολογητής του μπλερισμού και της κυβερνητικής πολιτικής του Νέου Εργατικού Κόμματος. θα πρόσθετα δε, διότι στην Ελλάδα ο ανταγωνισμός «προοδευτικότητας» και «επαναστατικότητας» στο χώρο της ευρύτερης Αριστεράς, ο επαρχιωτισμός και ο πολιτισμικός δυϊσμός που τέμνει όλες τις πολιτικές δυνάμεις, εγκλωβίζουν κάθε δημιουργική πολιτική συζήτηση σε παρωχημένα σχήματα αντιπαράθεσης όταν δεν απορρίπτουν εκ προοιμίου απόψεις που είναι ενοχλητικές για τις δικές τους αυτοδικαίωτες βεβαιότητες. Για όσους βέβαια πιστεύουν και υποστηρίζουν ότι μια τέτοια συζήτηση δεν αφορά την Αριστερά και τις προοπτικές σύγχρονης έκφρασης και δράσης της, η όλη προβληματική λιθοβολείται ως ανάθεμα.

Καταλυτική κριτική

Ο Μουζέλης υποβάλλει σε ενδελεχή κριτική θεωρητική εξέταση δύο σημαντικά βιβλία του Giddens1 τα οποία ασχολούνται με θέματα πολιτικής και κοινωνικής μεταρρύθμισης και τα οποία, ιδιαίτερα ο Τρίτος Δρόμος, προ- κάλεσαν σημαντικές θεωρητικές και πολιτικές συζητήσεις. Ευλόγως βέβαια, δότι αναφέρονταν στην ουσία στην ανανέωση της σοσιαλδημοκρατικής θεωρίας και πολιτικής πρακτικής τη στιγμή μάλιστα που τέτοια κόμματα ανέλαβαν κυβερνητικές ευθύνες στην πλειοψηφία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έπειτα από μακρά παραμονή τους στην αντιπολίτευση και μετά το σαρωτικό πέρασμα νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης.

Ο Giddens προσπαθεί να υπερβεί το πλαίσιο της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας, τα ιστορικά επιτεύγματα της οποίας κάθε άλλο παρά υποβαθμίζει, χαράζοντας ένα νέο δρόμο μεταξύ αυτής και του νεοφιλελευθερισμού. Μέσα από μια τέτοια αναθεώρηση και υπέρβαση υποστηρίζει ότι τα προοδευτικά κόμματα μπορούν να αναγεννηθούν και να αναζωογονηθούν, να αναλάβουν την πολιτική πρωτοβουλία και να ανταποκριθούν στα νέα προβλήματα της εποχή μας. Σε πρόσφατο μάλιστα βιβλίο του2 επισκοπεί επισταμένως τις κριτικές παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στις θέσεις του από διάφορες σκοπιές και επιμένει, εν κατακλείδι, ότι το θέμα είναι οι κεντροαριστερές αξίες να μετρήσουν πολιτικά ο’ έναν κόσμο που υφίσταται συνταρακτικές αλλαγές, διότι, ο Τρίτος Δρόμος, δεν είναι η μέση οδός μεταξύ δύο άκρων αλλά η αναδιάρθρωση των σοσιαλδημοκρατικών θεωριών ώστε να αντιμετωπιστεί η διπλή επανάσταση της παγκοσμιοποίησης και της οικονομίας της γνώσης.

Η κριτική εξέταση της θεωρίας του γίνεται από τον Μουζέλη με θεωρητικά συστηματικό τρόπο. Είναι όμως δύσκολο να παρακολουθήσει και να κατανοήσει κανείς το θεωρητικό πλαίσιο της προσέγγισής του χωρίς αναφορά στο δικό του θεωρητικό έργο, ιδιαίτερα δε στην τριλογία του3, όπου οι διαδοχικές θεωρητικές του επεξεργασίας, μέσα από ένα σοβαρό κριτικό διάλογο με τα σημαντικότερα θεωρητικά πρότυπα, δια- νοίγουν πράγματι νέες προοπτικές.

Συνολικά, ενώ ο Μουζέλης συμμερίζεται την αισιοδοξία του Giddens ότι ο εξανθρωπισμός ίου καπιταλισμού είναι δυνατός υπό τις σημερινές συνθήκες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την υπέρβαση της παραδοσιακής κοινωνίας και την αυξανόμενη αναστοχαστικότητα του ατόμου, επιχειρηματολογεί πειστικά ότι δεν καταφέρνει τελικά να διασφαλίσει την αναγκαία ισορροπία μεταξύ ρεαλισμού και ουτοπισμού, κλίνοντας προς ουτοπικές μάλλον συνταγές. Αντίθετα, ο Μουζέλης πιστεύει ότι χρειάζεται μεγαλύτερη δόση ρεαλισμού, ένα πιο ολιστικό πλαίσιο ανάλυσης, μια νέα μη ουσιοκρατική, μη οικονομιστική πολιτική οικονομία. Επιμένει ότι η διάκριση Αριστερά-Δεξιά κάθε άλλο παρά ξεπερασμένη είναι κι ότι παραμένει ενεργά στο προσκήνιο, υποδηλώνοντας την αδιάσπαστη συνέχεια μεταξύ αγώνων χειραφέτησης της πρώιμης και ύστερης νεωτερικότητας. Γι’ αυτό η αντίληψή του για τη νεωτερικότητα τονίζει την ανάγκη συνδυασμού των παλαιών και ανολοκλήρωτων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών αγώνων με τους νέους, που εστιάζονται στη διάχυση των πολιτιστικών δικαιωμάτων προς τα κάτω. Κι αυτό συνεπάγεται σοβαρές προσπάθειες για την επίτευξη μιας ισορροπίας «μεταξύ της λογικής της παραγωγικότητας-ανταγωνισμού στην οικονομική σφαίρα, της λογικής της δημοκρατίας στην πολιτική, της λογικής αλληλεγγύης στην κοινωνική σφαίρα, της λογικής της αυτοπραγμάτωσης στην πολιτιστική και της λογικής του σεβασμού της φύσης στην οικολογική σφαίρα»4.

Η εναλλακτική λύση

Αντί ενός ad hoc μίγματος νεοφιλελεύθερων και συμβατικών ή νεοσοσιαλδημοκρατικών συνταγών, που φαίνεται να αποτελεί το πρότυπο πολιτικής έμπνευσης και πολιτικής πρακτικής τύπου Μπλερ ή Σρέντερ, ο Μουζέλης προτείνει τη διαμόρφωση ενός εναλλακτικού Τρίτου Δρόμου που καθοδηγείται από ένα μη οικονομίστικο ολιστικό πλαίσιο και θέτει στο επίκεντρο τη διάκριση Αριστερά-Δεξιά, διάκριση που αποτελεί και την πρώτη από τις 12 Θέσεις στις οποίες τελικά συμπυκνώνει το νεοσοσιαλδημοκρατικό προσανατολισμό του, προσανατολισμό τον οποίο άλλωστε συνεχώς επεξεργάζεται και παραθέτει στην τακτική του αρθρογραφία στον Τύπο.

θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Αριστερά του Μουζέλη δεν έχει καμία σχέση με την Αριστερά της ρητορείας, του λαϊκισμού και των συντεχνιακών συμφερόντων. Πρόκειται για μια Αριστερά της δράσης, η οποία, εν απουσία συνθηκών και προϋποθέσεων ανατροπής του καπιταλισμού και υπό το φως της παταγώδους κατάρρευσης ιστορικών πειραμάτων «υπαρκτού σοσιαλισμού», αγωνίζεται για την πραγμάτωση ελάχιστα μεν «επαναστατικών», κατά την παράδοση, ου μην αλλά πολύ «πεζών» και ρεαλιστικών οραμάτων χειραφέτησης εντός συγκεκριμένου κοινωνικοοικονομικού πλαισίου.

Οι υπόλοιπες 11 θέσεις αναφέρονται στη Θεωρία-μεθοδολογία (κατασκευή ενός νέου, μη ουσιοκρατικού-οικονομιστικού ολιστικού θεωρητικού προτύπου), στο Βασικό στόχο (εξανθρωπισμός του καπιταλισμού), στην οικονομία (επιτελικός ρόλος του κράτους), στην ανεργία (νέα εργασιακή κουλτούρα), στο κοινωνικό κράτος (αναδιανομή των κοινωνικών πόρων), στην κοινωνία των πολιτών (ενδυνάμωση του χώρου που στην Ελλάδα, για διάφορους λόγους, είναι απελπιστικά ισχνός), στο πολιτικό σύστημα (ουσιαστικός εκδημοκρατισμός με ιδιαίτερη έμφαση στα ΜΜΕ),

στον πολιτισμό (τρόπος ζωής και πνευματικότητα, πολυπολιτισμική κοινωνία), στην Ευρώπη (ως αντίβαρο στην αμερικανική ηγεμονία), στην παγκοσμιοποίηση (ανάγκη νεοσοσιαλδημοκρατικού καθεστώτος ρύθμισης) και τέλος στον επαναπροσδιορισμό του κεντροαριστερού οράματος (ισορροπία διαφοροποιημένων θεσμικών χώρων και λογικών).

Άντονι Γκίντενς

Στη σκιά της παράδοσης

Είναι φανερό ότι το πλαίσιο αυτό θέσεων, μολονότι υποδεικνύει με σαφήνεια τις περιοχές πολιτικής παρέμβασης και δράσης, δεν διασφαλίζει αυτομάτως την αποτελεσματικότητά τους. Ούτε διερωτάται περί του πολιτικά εφικτού εντός συγκεκριμένων συνθηκών, που πάντα παραπέμπουν σε συσχετισμούς δυνάμεως σε όλες τις σφαίρες η ισορροπία των οποίων επιδιώκεται. Ούτε διερευνώνται οι συγκεκριμένες κομματικές δομές και η παραδοσιακή πολιτική κουλτούρα, ουσιώδεις συνιστώσες για τη στάθμιση των αντιστάσεων ή και συμβιβασμών. Γι’ αυτό και οι θέσεις αυτές αποτελούν στην ουσία ένα σχέδιο, ένα «προγραμματικό πλαίσιο», η εφαρμογή του οποίου εξαρτάται από σειρά πολλαπλών και συγκεκριμένων προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων και η βούληση για ιδεολογικό αγώνα.

Η καταλυτική κριτική της θεωρίας του Giddens από τον Μουζέλη επιτρέπει πράγματι την αναζήτηση εναλλακτικών δρόμων μεταξύ της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας και του νεοφιλελευθερισμού. Ωστόσο, οιαδήποτε μεταφορά των θέσεων του στην ελληνική περίπτωση τίθεται πάραυτα υπό τη σκιά της ελληνικής αριστερής πολιτικής παράδοσης, που βαραίνει ακόμα καταθλιπτικά όλες τις πολιτικές δυνάμεις οι οποίες αυτοτοποθετούνται στον κεντροαριστερό και γενικότερα προοδευτικό χώρο. Η επικρατούσα σχιζοειδής πολιτική κουλτούρα, η ανεύθυνη και ανέξοδη ρητορεία του ουτοπικού παραδείσου, απολεσθέντος ή επαγγελλομένου, η ίδια η ιστορική απουσία σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης, γενικότερα η διαβόητη ελληνική «ιδιομορφία» που οδηγεί στην καταγγελία κάθε εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος ως «ρεφορμισμό», «Δούρειο Ίππο» ή «προδοσία» και τα συναφή, καθιστά την ευρύτερη αποδοχή των 12 θέσεων του Μουζέλη άκρως προβληματική.

Άνευ σοβαρών ερεισμάτων

Το χειρότερο, το επικρατούν κλίμα «υποχρεώνει» μερίδες της διανόησης και της πολιτικής ελίτ να αποφεύγουν τον όρο σοσιαλδημοκρατία και να απεκδύονται στην ουσία του βασικού και αναγκαίου καθήκοντος ιδεολογικής και θεωρητικής υποστήλωσης πολιτικών σχεδίων και δράσεων τέτοιας κατεύθυνσης. Αποσιωπώνται έτσι όχι £ μόνο τα σημαντικότατα ιστορικά επιτεύγματα της σοσιαλδημοκρατίας, καρπός μακρόχρόνων αγώνων όλων των προοδευτικών ζ δυνάμεων και στον κοινωνικό και τον πολιτικό τομέα, βασικό συντελεστή άλλωστε της διαμόρφωσης των σύγχρονων κοινωνιών στις οποίες θέλουμε να φτάσουμε, αλλά και οι σημερινές δυνατότητες ανάσχεσης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, επιβολής ουσιαστικών ρυθμίσεων και ριζικού μετασχηματισμού του καπιταλισμού.

Ο Μουζέλης με τη μελέτη του αυτή, αλλά και τις γενικότερες θεωρητικό-πολιτικές δημόσιες παρεμβάσεις του, αναδεικνύει την αναντικατάστατη αξία της ιδεολογικής-θεωρητικής συγκρότησης του χώρου ως απολύτως αναγκαίας προϋπόθεσης για τη χάραξη παρεμβατικών και χειραφετικών πολίτικων και τις δυνατότητες αποτελεσματικής εφαρμογής τους. Ως απολύτως αναγκαίας προϋπόθεσης για τη συγκρότηση κοινωνικού και πολιτικού ρεύματος εκσυγχρονιστικής νεοσοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης, ικανού να κινητοποιεί ευρύτερες συναινέσεις και να στηρίζει αντίστοιχα πολιτικά σχέδια.

Διότι, στην ελληνική περίπτωση, είναι φανερό ότι το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα επιβάλλεται τρόπον τινά «εκ των άνω» μη έχοντας επαρκή ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά ερείσματα, για να μην κάνουμε λόγο για τους κρατικούς μηχανισμούς ή τη Δημόσια Διοίκηση υπό τη στενή έννοια. Και χωρίς σοβαρό θεωρητικό και ιδεολογικό έρεισμα, όλες οι «επαναστάσεις εκ των άνω» είναι γνωστό ότι διατρέχουν πάντα τον κίνδυνο εκφυλισμού ή ανατροπής.

Απομένει να συμμεριστεί κανείς την ελπίδα που εκφράζει ο Μουζέλης στον πρόλογο του βιβλίου του, η σύντομη αλλά άκρως περιεκτική αυτή ανάλυσή του να συντελέσει στο ξαναζωντάνεμα του διαλόγου για τον τρίτο δρόμο ή τους τρίτους δρόμους και την κεντροαριστερά στην Ελλάδα.

  1. Βλ. Anthony Giddens, Beyond Left and Right: The Future of Radical Politics, Cambridge, Polity Press, 1994 και The Third Way: The Renewal of Social Democracy, Cambridge, Polity Press, 1998.
  2. Βλ. Anthony Giddens, The Third Way and its Critics, Cambridge, Polity Press, 2000.
  3. Βλ. Nicos Mouzelis, Post-Marxist Alternatives, MacMillan, 1990 (ελληνική έκδοση: Μεταμαρξιστικές προοπτικές, θεμέλιο, 1992), Back to Sociological Theory, MacMillan, 1992 (ελληνική έκδοση: Επιστροφή στην Κοινωνιολογική θεωρία, θεμέλιο, 1998), Sociological Theory: What Went Wrong, Routledge, 1995 (ελληνική έκδοση: Η κρίση της κοινωνιολογικής θεωρίας: τι πήγε λάθος, θεμέλιο, 2000).
  4. Σελ. 57.