Αποδομώντας ελληνικούς και ξένους μύθους
ΘΑΝΟΣ ΒΕΡΕΜΗΣ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Ελλάς, Η σύγχρονη συνέχεια: Από το 1821 μέχρι σήμερα
«ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ» ΣΕΛ. 656, € 41
Πώς δεν επισκιάστηκε η πορεία του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού
Tο ογκώδες βιβλίο ίων καθηγητών Θάνου Βερέμη και Γιάννη Κολιόπουλου (αμφότεροι με πλούσιο και διακριτό ιστορικό ερευνητικό έργο) έρχεται στην ουσία να συμπληρώσει, να εμπλουτίσει και να αναπτύξει περαιτέρω την προβληματική και θεματολογία της αγγλικής έκδοσης (John Koliopoulos – Thanos Veremis, «Greece: The Modern Sequel – From 1821 to the Present», Hurst and Company, 2002, σελ. 416) τέσσερα χρόνια αργότερα.
Όπως και στην περίπτωση της αγγλικής έκδοσης, η εκτεταμένη ελληνική, με τις προσθήκες και τις αλλαγές της, έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στη σχετική βιβλιογραφία, καθώς απευθύνεται σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, προς ιούς «φιλίστορες συμπολίτες μας», όπως οι ίδιοι οι συγγραφείς γράφουν στον Πρόλογο ίου βιβλίου.
Η οργάνωση ίου βιβλίου βασίζεται τόσο στη χρονική αλληλουχία και περιοδολόγηση των σημαντικών γεγονότων όσο και σε Θεματικές ενότητες: Πολιτική και Πολιτικό Καθεστώς, Οικονομία, θεσμοί, Κοινωνία, Ιδεολογία, Εξωτερική Πολιτική και Διπλωματία, Εθνική Γεωγραφία κ.τ.λ. Οι επιλογές αυτές δικαιώνονται κυρίως διότι επιτυγχάνουν να δώσουν μια συνολική και συνθετική εικόνα της ιστορικής πορείας του σύγχρονου ελληνικού έθνους-κράτους. Ασφαλώς, μια άλλη ιστορική σκοπιά θα επέλεγε ίσως άλλες ενότητες. Ωστόσο, σε ένα τέτοιο εγχείρημα συνολικής ιστορικής θεώρησης και αποτίμησης, οι επιλογές των συγγραφέων φαίνονται απολύτως δικαιολογημένες, διότι εμφανώς υπακούουν και τάσσονται στην υπηρεσία ορισμένων αφετηριακών υποθέσεων, που σ’ αυτήν την περίπτωση δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο ρητές και σαφείς: πρόκειται για τη σκοπιά της φιλελεύθερης κοσμοθεωρίας, μέτρο με το οποίο σταθμίζονται και αξιολογούνται επιτεύγματά και παρεκκλίσεις σε σύγκριση με το πρότυπο της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, ίο όραμα των ιδρυτών-πατέρων ίου σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Δεδηλωμένος πρωταρχικός στόχος του Βιβλίου είναι μια νέα «εξερεύνηση», της ιστορικής διαδρομής της χώρας με στόχο μια διττή αποκατάσταση και διόρθωση α) ως προς τη «συμβατική εικόνα» που σχηματίστηκε για την Ελλάδα από ξένους παρατηρητές, ταξιδιώτες, περιηγητές και ιστορικούς κατά τον 19ο αιώνα – τα στερεότυπα στοιχεία εκείνων των προσεγγίσεων, εμποτισμένων εν πολλοίς από προσδοκίες και προκατασκευασμένες προσλαμβάνουσες για την «πραγματική» Ελλάδα μας ακολουθούν ακόμη και σήμερα και β) ως προς τις δικές μας, γηγενείς και αυτόχθονες ιδεοληπτικές κατασκευές έναντι της ιστορίας μας και τις διάφορες μυθοπλασίες που δεν στερούνται βέβαια ιδεολογικών και πολιτικών κινήτρων – οι σφοδρές επιθέσεις κατά του βιβλίου ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού παρέχουν άφθονες μαρτυρίες περί του λόγου το ασφαλές.
Και ως προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις, η ιστορική ανάλυση των συγγραφέων λειτουργεί κριτικά και απελευθερωτικά, ενισχύοντας ήδη υπάρχουσες τάσεις στην ελληνική ιστοριογραφία αποδόμησης αλλοδαπών και εθνικών μύθων.
Συμπέρασμα είναι ότι, μολονότι οι προσδοκίες των «πατέρων του έθνους» του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους σε πολλά σημεία δικαιώθηκαν και σε άλλα όχι, εν τούτοις η πορεία του δυτικού εκσυγχρονισμού που χάραξαν δεν εκτροχιάστηκε. Επείσακτοι πολιτικοί δεσμοί, ιδεολογικά και πολιτισμικά ρεύματα ήταν φυσιολογικό να μεταφυτευθούν και να λειτουργήσουν μέσα σε ένα διαφορετικό οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Δεν ήταν δυνατόν να διατηρήσουν την αμιγή τους μορφή. Δεν υπέστησαν απλώς προσαρμογές, αλλά αναπόφευκτες κατεργασίες και αλλοιώσεις, παράγοντας «μείγματα» σε κάδε δεσμική σφαίρα, δημιουργώντας πολλά είδη συμβιωτικής και ανταγωνιστικής συνύπαρξης παραδοσιακών και εκσυγχρονιστικών στοιχείων. Συνολικά, παρά τα εμπόδια, τις συμφορές και τα τραγικά λάθη της «ευγενούς μας τυφλώσεως», η πορεία παρέμεινε κατά το μάλλον ή ήττον σταθερή, φέρνοντας τη χώρα στη σημερινή της δέση, μολονότι δα μπορούσε να είναι σε καλύτερη και μολονότι δεν μπορεί ακόμη να αξιοποιεί πλήρως το δυναμικό και τις δυνατότητές της.
Οι διάφορες παλινδρομήσεις στο «χορό του Ζορμπά», όπου με περισσή ευκολία ρέπει ενίοτε η μαζική μας ψυχολογία, δεν έχουν, ευτυχώς, τη δύναμη και τη διάρκεια για να ανακόψουν ή να ανατρέψουν την πορεία αυτή, αν μη τι άλλο διότι τα στοιχεία της αυτοσυντήρησης και της ορθολογικότητας, υπόβαθρο της πεποίθησης πως η χώρα έχει κάνει γενικά τις καλύτερες δυνατές επιλογές εκ των ιστορικά διαθεσίμων και έχει τα μέγιστα ωφεληθεί από αυτές, κατισχύουν έναντι αντιδυτικών ρευμάτων που ενίοτε, συγκυριακά, προσλαμβάνουν μαζικό υστερικό χαρακτήρα.
Παραδοσιακές και σύγχρονες, εκσυγχρονιστικές μορφές πολιτικής κουλτούρας εξακολουθούν να συνυπάρχουν, να αντιπαλεύουν αλλά και να συμφύρονται. Γι αυτό και η αναγκαία για το μέλλον, την ευημερία, την ειρήνη και την ασφάλεια της χώρας εκσυγχρονιστική πορεία, όποια πολιτική απόχρωση κι αν προσλαμβάνει, φαίνεται, σε ορισμένες περιπτώσεις και συγκυρίες, εύθραυστη και επισφαλής.
Για τον ίδιο λόγο απομένουν ακόμη να δοθούν καδοριοτικής σημασίας πολιτικές και ιδεολογικές μάχες για τον εκσυγχρονισμό του κράτους, των πολιτικών κομμάτων, της δημόσιας διοίκησης, της δημόσιας σφαίρας, της ίδιας της κοινωνίας.
Δεν είναι δύσκολο να συνυπογράψει κανείς τη συμπερασματική διαπίστωση των συγγραφέων ότι «ο εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα εξακολουθεί να θυμίζει το έργο του Σίσυφου, με τη διαφορά ότι η ανοδική πρόοδος είναι πιο μεγάλη από τις παλινδρομήσεις». Ευτυχώς!
Είναι βέβαιο ότι το βιβλίο, τόσο στην αγγλική όσο και στην ελληνική του εκδοχή, δα αποτελέσει σημείο εγκυρότατης αναφοράς για πολύ καιρό.