Δωροδότες και δωρολήπτες στον σημερινό μας κόσμο – Πόσο εφικτή είναι η αλληλεγγύη;
ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΙΒΑΚΟΥ
Προσφορά και ανταπόδοση στις κοινωνικές σχέσεις
«ΝΕΦΕΛΗ»
ΣΕΛ. 480, € 26,7
Με το νέο της Βιβλίο η Τσιβάκου ολοκληρώνει τρόπον τινά έναν κύκλο προβληματισμού1 για ία κοινωνικά συστήματα, τα δομικο-λειτουργικά τους δεδομένα και την κοινωνική σχέση, ήτοι τη σχέση εγώ-άλλου. Έχοντας καταφέρει στις προηγούμενες αναλύσεις της να αποφύγει τους σκοπέλους είτε της παντοδυναμίας των συστημάτων που καθιστούν τα δρώντα υποκείμενα απλώς μαριονέτες τους είτε, στον άλλο πόλο, την άνευ συστημικών περιορισμών δράση συλλογικών ή ατομικών φορέων, έχοντας με άλλα λόγια αφήσει χώρο για τη δημιουργικότητα και αλληλεγγύη των δρώντων υποκειμένων, η συγγραφέας είναι σε θέση να εστιάσει τη θεωρητική της ανάλυση σε εκείνες τις κοινωνικές πρακτικές που δεν αποτιμώνται σε χρήμα και κατά συνέπεια δεν εμπορευματοποιούνται. Πρόκειται για τη δωροδοτική προσφορά που αξιοποιείται με μεγάλη δεξιοτεχνία, ως μεθοδολογικό εργαλείο για την προσέγγιση των σημερινών κοινωνικών σχέσεων.
Τα έξι κεφάλαια που συγκροτούν το βιβλίο πραγματεύονται διακριτές θεματικές ενότητες σε βαθμό που θα μπορούσαν να διαβαστούν ξεχωριστά, υπό τον όρο βέβαια πως έχει κατανοηθεί σωστά το ευρύτερο εννοιολογικό πλαίσιο.
Από την ανάλυση προκύπτει η εστίαση της σύγχρονης παραγωγής στο «επιστημονικό» αντικείμενο. Σ’ ένα αντικείμενο το οποίο, αφ’ ενός, απαιτεί εκτεταμένη επιστημονική έρευνα και σχεδίαση και αφ’ ετέρου επιστημονικά επεξεργασμένη πολιτική πωλήσεων. Η στροφή των οργανώσεων παραγωγής, και κυρίως των υπηρεσιών, σε αντικείμενα αυτού του είδους προϋποθέτει εργαζομένους με επιστημονική κατάρτιση και καθιστά τη γνώση πρωταρχικό συντελεστή παραγωγής, εξού και η προσωνυμία που τους έχει αποδοθεί είναι αυτή των «οργανώσεων εντάσεως γνώσης». Πέραν αυτού, για πρώτη φορά ύστερα από την εκτόπιση των βιοτεχνικών εργαστηρίων από τη βιομηχανία και τον μεγάλο καταμερισμό εργασίας που η τελευταία επέφερε, συναντάμε πρακτικές παραγωγής που επιτρέπουν στον σύγχρονο εργαζόμενο να έχει την εικόνα ολόκληρου του αντικειμένου μπροστά του. Για πρώτη φορά δηλαδή, ύστερα από αιώνες, δίνονται οι ευκαιρίες στον σύγχρονο εργαζόμενο να επανασυνδέσει την εργασία του με το αντικείμενο, υπερβαίνοντας έτσι εν μέρει τη συνειδησιακή του αλλοτρίωση.
Η αριστερή παράδοση μας έχει κάνει να θεωρούμε την εργασία αποκλειστικά πεδίο εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης. Ο τόπος της εργασίας είναι τόπος φιλόξενος μόνο για τον κεφαλαιοκράτη που αποσπά εντός αυτού με καταπιεστικές μεθόδους, ρητά ή υπόρρητα, κέρδη εις βάρος του ανθρώπινου μόχθου. Κι όμως, μέσα σε αυτόν τον χώρο ο σύγχρονος εργαζόμενος διέρχεται το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του χωρίς να αισθάνεται εξ ορισμού δυστυχής. Ακόμη και άτομα με οικονομική ευχέρεια αποζητούν την εργασία για να νιώθουν όχι μόνο κοινωνικά ενταγμένοι αλλά και για να νοηματοδοτούν με τους δικούς της σκοπούς τον βίο τους. Στην Ελλάδα, όμως, αυτό το κοινώς αυτονόητο χρειάζεται τόλμη να υποστηριχθεί θεωρητικά και εμπειρικά, τόλμη την οποία ευτυχώς διαθέτει η Τσιβάκου, η οποία στο βιβλίο της πηγαίνει κόντρα στο επικρατούν ρεύμα περί εκπτώσεως των ανθρωπίνων σχέσεων και καταβυθίσεως της ατομικότητας στην άβυσσο του τίποτε και του πουθενά.
Επιπλέον, οι πρακτικές εντάσεως γνώσης, καθώς εμπεριέχουν δυνάμει την αλληλεγγύη, διότι, δυνητικά τουλάχιστον, άπαντες δεν φείδονται κόπων και προσπαθειών προκειμένου να υπηρετήσουν κάποιον κοινό στόχο: να επιτελέσουν ένα κοινό έργο, να εκπληρώσουν κοινές επιδιώξεις. Απ’ αυτή τη σκοπιά είναι δυνατόν η εργασία να μην αντιμετωπίζεται μόνον ως μισθός και ως εκμετάλλευση, ως εξαναγκασμός ενός σαρκοβόρου κεφαλαίου, αλλά και ως διαδικασία που δίνει νόημα στον βίο των υποκειμένων.
Συνεπώς η εργασία για τον εργαζόμενο της γνώσης δεν αποσκοπεί μόνο στην οικοονομική απολαβή, αλλά ταυτόχρονα στην κοινωνική προσφορά, με αποτέλεσμα να παρατηρείται εκ μέρους του «σπατάλη» (εννοούμενη ως θυσία του εαυτού) ενεργειών και προσπαθειών που υπερβαίνουν τις προδιαγραφές του ρόλου. Η γένεση αξιών κατά την επιδίωξη του εργασιακού σκοπού προκαλείται από τη διακαή επιθυμία της επιδοκιμασίας των ομοίων -όχι γενικά από κάποιον έπαινο του δήμου ή δημόσια αναγνωρισιμότητα-, την αναγνώριση της συμβολής, την ηθική ικανοποίηση και τη μη εγχρήματη «βράβευση» του κόπου, ως ανιδιοτελούς προσφοράς. Είναι το «δώρημά» προς την ομάδα και γενικότερα προς το κοινωνικό σύνολο.
Βεβαίως η συγγραφέας έχει επίγνωση του γεγονότος πως οι «τυχεροί» αυτού του κόσμου, που μπορούν να εκμεταλλευτούν τις σύγχρονες αυτές δυνατότητες, είναι προς ώρας οι ευνοημένοι από τη θέση τους στην παραγωγική διαδικασία, απαλλαγμένοι καθώς είναι από τον βραχνά της επιβίωσης και της ικανοποίησης στοιχειωδών βιοτικών αναγκών. Είναι εκ των πραγμάτων η πρωτοπορία των επιστημόνων και των καλλιτεχνών που εμπλέκονται σε μια δωροδοτική πρακτική παραγωγό κοινωνικών-συναισθηματικών σχέσεων στον σύγχρονο κόσμο εργασίας, που δεν καθορίζονται από σχέσεις και νόμους της αγοράς.
Ο σχηματισμός τέτοιων ομάδων και κοινοτήτων φαίνεται εξ ορισμού εξαιρετικά περιορισμένος. Παρά την εξάπλωση της γνώσης, οι προϋποθέσεις απεγκλωβισμού από τους κανόνες της αγοράς δεν διευρύνονται αντίστοιχα, χωρίς όμως τίποτε να μην προεξοφλεί μια διαφορετική εξέλιξη στο μέλλον. Επιπλέον, όπως αποδεικνύεται από εμπειρικές έρευνες που μνημονεύει η Τσιβάκου, αυτές οι προνομιακές ομάδες ούτε αλώβητες από εγωκεντρικά συναισθήματα είναι -κάθε άλλο μάλιστα- ούτε μπορούν να στεγανοποιηθούν από τις δυνάμεις της αγοράς, που διασφαλίζουν, έστω και σε περιορισμένο αριθμό των μελών τους, άφθονη φήμη και συνακόλουθο χρήμα. Έχει, όμως, όχι μόνο επιστημονική, αλλά και πολιτική σημασία η ανάδειξη αυτών των νέων αντικειμενικών δυνατοτήτων για όσους εργαζομένους θα ήθελαν να δώσουν στην ιδιοπροσωπία τους άλλες διαστάσεις και να νοηματήσουν την προσφορά τους κατά διαφορετικό τρόπο, ώστε το συναίσθημα να επανέλθει συνοδευόμενο από έντονες ροπές ισότητας, αλληλεγγύης και αμοιβαιότητας.
Η συγγραφέας με τον επιστημονικό της λόγο και την εξαίρετη γραφίδα της μας προτρέπει σε σκέψεις και στοχασμούς σοβαρούς, και ταυτόχρονα μας δημιουργεί την ελπίδα για ένα άλλο νόημα και για άλλες σχέσεις στον χώρο εργασίας, που θα φάνταζαν ουτοπικές και κυνικά αλλότριες αν δεν υπήρχαν πράγματι ως συγκεκριμένες δυνατότητες κι αν δεν εξαρτούνταν όντως από τα ίδια τα υποκείμενα, για ένα νέο «εμείς». Ένα «εμείς» που τώρα φαντάζει περιορισμένο σε μικρές ομάδες προνομιούχων, αλλά που οι σύγχρονες διαδικασίες παραγωγής, καθώς απαιτούν όλο και περισσότερη γνώση, το βοηθούν να επεκταθεί σε όλο και μεγαλύτερες ομάδες εργαζομένων.
- Βλ. «Το Οδοιπορικό του εαυτού» (στον χώρο της εργασίας), «θεμέλιο», Αθήνα, 2000, και «τα Ευέλικτα Όρια των κοινωνικών συστημάτων», «Νεφέλη», Αθήνα, 2003.