Εμείς και οι «Άλλοι»

Πώς σφυρηλατείται η εθνική ταυτότητα

BRUCE CLARK

Twice a Stranger: How Mass Expulsion Forged Modern Greece and Turkey

«Granta Books»

Μια προσπάθεια να διερευνηθεί το παράδοξο της «αγάπης-μίσους», τα αντιφατικά αισθήματα που διαποτίζουν τις σχέσεις εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων που η γεωπολιτική μοίρα υποχρεώνει σε αναγκαστική συμβίωση, που ο διαχωρισμός τους γίνεται ερήμην τους, με πολιτικές αποφάσεις και διπλωματικά παίγνια

 

Ο Βρετανός δημοσιογράφος Bruce Clark νομίζω πως δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις στο ελληνικό κοινό. Έχει διατελέσει ανταποκριτής του πρακτορείου «Reuters» στην Αθήνα στη δεκαετία του ’80, διπλωματικός ανταποκριτής των «Financial Times», ανταποκριτής των «Times» του Λονδίνου στη Μόσχα και σήμερα υπεύθυνος σύνταξης του περιοδικού «Economist» σε θέματα διεθνούς ασφάλειας. Έχει Βαθιά γνώση της ελληνικής ιστορίας και πραγματικότητας και της ευρύτερης περιοχής. Διακρίνεται για το ήθος, την ευθυκρισία και την επαγγελματικότητά του.

Το Βιβλίο του «Δύο φορές ξένος», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, διαπραγματεύεται την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, απόρροια της Συνθήκης της Λοζάνης του 1923, η όποια, ακόμη και σήμερα, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στις σχέσεις των δύο χωρών. Αποτέλεσμα ήταν να «μετακινηθούν» περίπου 400.000 μουσουλμάνοι από την Ελλάδα στην Τουρκία (κυρίως από τη Μακεδονία και την Κρήτη) και 1,2 εκ. Ελληνο-ορθόδοξοι χριστιανοί από την Τουρκία (κυρίως από τη Μικρά Ασία και τον Εύξεινο Πόντο, αλλά και από την Καππαδοκία) στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει, μολονότι η «έξοδος» των Ελλήνων είχε ήδη αρχίσει πριν από την υπογραφή της συμφωνίας υπό καθεστώς ανελέητων διωγμών και σφαγών.

Είναι εμφανές πως το ενδιαφέρον του Clark για το θέμα έχει ως στέρεη Βάση τις πεποιθήσεις του και την αποστροφή που αισθάνεται για τη «φαύλη λογική των εθνοτικών διαχωρισμών», για τα διαρκή δεινά που σωρεύει η πολιτική διαμάχη στο όνομα της θρησκείας, για την τραγική ανθρώπινη περιπέτεια που συνόδευσε την καταναγκαστική αυτή ανταλλαγή – καθώς απέρχονται του κόσμου τούτου οι τελευταίοι επιζώντες του δράματος εκείνου και οι μνήμες ξεφτίζουν. Η Βόρειό-ιρλανδική του καταγωγή και εμπειρία σίγουρα τον φέρνουν σε θέση να γνωρίζει καλύτερα από πολλούς άλλους τι σημαίνουν αντίστοιχες Shankill Road και Falls Road στο Μπέλφαστ ή/ και Garvaghy Road στο Portadown.

Σκοπός του συγγραφέα δεν είναι, ερευνώντας επισταμένως το θέμα, να προσθέσει κάποια καινούρια συνταρακτικά και άγνωστα στοιχεία από τα διπλωματικά και άλλα αρχεία της εποχής ή να προσκομίσει κάποια εντελώς καινοφανή ερμηνεία των γεγονότων. Σαφής διακηρυγμένος στόχος του είναι να «εξιστορήσει», όχι από την επίσημη σκοπιά των κυβερνήσεων Ελλάδος και Τουρκίας ή της «διεθνούς κοινότητας», αλλά να γράψει και να αφηγηθεί μια «κοινωνική ιστορία», από τη σκοπιά των ξεριζωμένων εκατέρωθεν, τη σκοπιά των απλών ανθρώπων. Πρόκειται για ένα σκόπιμο αντίβαρο απέναντι στην επίσημη ιστορία, χωρίς να παραγνωρίζεται το ιστορικό-πολιτικό και διπλωματικό πλαίσιο. Κάθε άλλο μάλιστα. Ενδιαφέρεται πρωτίστως για τα ανθρώπινα δράματα του ξεριζωμού μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων – οι ατομικές περιπτώσεις αφήγησης που επιλέγει δεν αποτελούν παρά αντανάκλαση μαζικών φαινομένων. Προσπαθεί συνάμα να διερευνήσει το παράδοξο της «αγάπης-μίσους», τα αντιφατικά αισθήματα, την αμφιρρέπεια που διαποτίζουν και σε μεγάλο Βαθμό καθορίζουν τις σχέσεις εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων που η γεωπολιτική μοίρα υποχρεώνει σε αναγκαστική συμβίωση, που ο διαχωρισμός τους γίνεται ερήμην τους, με πολιτικές αποφάσεις και διπλωματικά παίγνια, τα οποία ουδόλως μπορούν να ελέγξουν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανταλλαγή των πληθυσμών αυτών συντέλεσε σε σημαντικό Βαθμό στη σφυρηλάτηση των εθνικών ταυτοτήτων, στην «ανακατασκευή των συνειδήσεων» στις δύο χώρες, εφόσον το εδαφικό κράτος συμπεριέλαβε στους κόλπους του το μεγαλύτερο μέρος του «έθνους», έχοντας πλέον τη δυνατότητα να θέσει σε κίνηση όλους τους μηχανισμούς εθνικής ομογενοποίησης. Ωστόσο, ορισμένες σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών δεν τονίζονται, όπως ίσως θα έπρεπε. Επί παραδείγματι, η συγκρότηση και η σφυρηλάτηση ελληνικής εθνικής ταυτότητας επιδιώχτηκαν από την ίδρυση του κράτους που προέκυψε από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας του 1821, ενώ το τουρκικό εθνικό κίνημα του Κεμάλ διαμορφώθηκε έναν σχεδόν αιώνα αργότερα. Το αιματηρό τίμημα που κατεβλήθη για τη συγκρότηση του έθνους-κράτους δεν ήταν το ίδιο για τις δύο χώρες.

Δεν είναι λογικό να έχουν την ίδια Βαρύτητα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από τις μετακινήσεις των πληθυσμών αφενός μερικών εκατοντάδων χιλιάδων μουσουλμάνων σε μια χώρα δεκάδων εκατομμυρίων και αφετέρου του 1,2 εκ. Ελλήνων σε μια χώρα μόλις 5 εκ. Ούτε το ειδικό Βάρος των δύο μειονοτήτων ήταν το ίδιο στις αντίστοιχες χώρες. Οι μουσουλμάνοι της νέας Ελλάδας των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913 σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδιο στην ολοκλήρωση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας ούτε κάποιο στόχο, έστω και τοπικά, όπως π.χ. στη Θεσσαλονίκη, ως ξένη «άρχουσα τάξη». (Ως τέτοια, θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί η οικονομική ελίτ Εβραίων και χριστιανών της πόλης μάλλον, παρά οι μουσουλμάνοι Οθωμανοί). Αντιθέτως, κάθε τουρκικό εθνικό κίνημα, αργά ή γρήγορα, θα στρεφόταν κατά κύριο λόγο εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων (Ελλήνων και Αρμενίων) που είχαν υπό τον έλεγχό τους την οικονομική ζωή της χώρας.

Κανένα τουρκικό εθνικό κίνημα άξιο λόγου δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί τη διαιώνιση του καθεστώτος των διομολογήσεων και του ελέγχου της οικονομικής ζωής από «ξένους», «πράκτορες» ξένων οικονομικών συμφερόντων. Δεν έχω υπόψη μου κανένα εθνικιστικό και απελευθερωτικό κίνημα που να μην εστράφη βίαια, δικαίως ή αδίκως, εναντίον των θεωρούμενων ως ξένων συμφερόντων και των ισχυρών της οικονομικής ζωής. Το φάσμα είναι ευρύ: από το τυφλό μίσος μέχρι τη συστηματική εξόντωση. Αναφορικά με την τουρκική περίπτωση, νομίζω ότι ο ισχυρισμός αυτός εύκολα στηρίζεται στα αποτελέσματα της μετέπειτα πολιτικής του κεμαλικού καθεστώτος, που με φορολογικά και άλλα μέσα κυριολεκτικά εξόντωσε και τα υπολείμματα κάθε μειονότητας στο έδαφος του, τη στιγμή μάλιστα που ουδείς απειλούσε, τουλάχιστον όχι η ηττημένη Ελλάδα, την ασφάλεια του τουρκικού κράτους.

Επίσης, μολονότι οι μηχανισμοί (ανα)συγκρότησης εθνικής ταυτότητας μπορεί να είναι ταυτόσημοι (π.χ. εκπαιδευτικό σύστημα, θρησκευτικός και στρατιωτικός μηχανισμός), εν τούτοις δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι διαφορές πολιτικού καθεστώτος στα δύο κράτη ούτε ο κυρίαρχος ρόλος του τουρκικού στρατιωτικού μηχανισμού ακόμη και σήμερα στη διαδικασία αυτή.

Από την άλλη μεριά, οι ανωτέρω παρατηρήσεις σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθούν ως υποβάθμιση του ανθρώπινου κόστους συγκρότησης του σύγχρονου τουρκικού κράτους, που κάθε άλλο παρά αμελητέο ήταν. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Clark, το 20% του πληθυσμού της Μικράς Ασίας εξοντώθηκε κατά τη διάρκεια των 10 τελευταίων ετών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που έπνεε τα λοίσθια: κάπου 2,5 εκ. μουσουλμάνοι, 800.000 Αρμένιοι (ο Clark δεν υιοθετεί τον όρο Γενοκτονία) και 300.000 Έλληνες.

Για την Ελλάδα, η ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν τόσο προϊόν ανάγκης όσο και πολιτικής σκοπιμότητας. Εφόσον η Βίαιη «έξοδος» των Ελλήνων είχε ήδη αρχίσει από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, ό,τι μπορούσε να περισωθεί από μια ηττημένη χώρα που δεν μπορούσε να προστατεύσει τους πληθυσμούς αυτούς, ήταν λογικό να επιδιωχθεί. Από την άλλη πλευρά, η εγκατάσταση του ήμισυ και πλέον των προσφύγων στη Μακεδονία επέφερε τη συντριπτική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου και την ποθητή εθνοτική ομοιογένεια, γεγονός που ο Ελευθέριος Βενιζέλος προέβλεψε με ωμή ακρίβεια.

Οποιεσδήποτε όμως παρατηρήσεις τέτοιου είδους δεν μπορούν να υπονομεύσουν ούτε στο ελάχιστο να μειώσουν τη σημασία της Βασικής παραδοχής πάνω στην οποία οικοδομείται η πολιτική ανάλυση, απερίφραστη άλλωστε πεποίθηση του συγγραφέα: ότι η Συμφωνία της Λοζάνης στηρίχτηκε στο κριτήριο της θρησκείας για τη μαζική μεταφορά πληθυσμών, αρχή για την οποία δεν κρύβει την αποστροφή του, αν μη τι άλλο λόγω των σημερινών προεκτάσεων και συνεπειών που μπορεί να έχει ανάλογη εφαρμογή της (π.χ., οι εμφύλιοι σπαραγμοί στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η εθνοκάθαρση στο Κοσσυφοπέδιο, το πογκρόμ των Κοσοβάρων Αλβανών εναντίον των Σέρβων την άνοιξη του 2004 κ.τ.λ.).

Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο, λίαν ευπρόσδεκτο διότι, εκτός των άλλων, έχει πολλά να προσφέρει και στη δική μας ιστορική αυτογνωσία, γραμμένο με την επαγγελματική δεξιότητα που χαρακτηρίζει την πένα του Clark, με μια ανθρώπινη προσέγγιση χωρίς διακρίσεις, με πραγματική αγάπη, συμπόνια και σεβασμό, για ζώντες τε και νεκρούς, προς όλους εκείνους που υπέστησαν τις ζοφερές συνέπειες ιστορικών αποφάσεων που καθόρισαν τη ζωή και τη μοίρα τους.

Τέλος, θα ήμουν ο τελευταίος που δεν θα συνυπέγραφα και δεν θα υποστήριζα την αρχή που ο ίδιος ο -Clark με πάθος υποστηρίζει, ότι δηλαδή πάνω από μια γλώσσα, κουλτούρα και θρησκεία μπορούν να συνυπάρχουν και να συμβιώνουν αρμονικά και δημιουργικά κάτω από την ίδια πολιτική στέγη, υπό έναν όμως και απαράβατο όρο: ότι τα μέλη ίων κοινοτήτων αυτών είναι πολίτες, με όλα τα δικαιώματα αλλά και τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η ιδιότητα αυτή., απότοκος επαναστάσεων κι όχι απλών διευθετήσεων εντός ευρύτερων διεθνών συνόλων. Διότι, στο βιβλίο του Clark -αλλά θα πρόσθετα και στη «Θεσσαλονίκη» του Mazower και άλλων συγγραφέων-, αν δεν λανθάνω, διακρίνει κανείς μια υφέρπουσα νοσταλγία για κάποιο «χαμένο παράδεισο» αρμονικής συνύπαρξης μειονοτήτων σε καλές ‘ καγαθές και ανεκτικότατες αυτοκρατορίες. Γεγονός, όμως, είναι ότι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι μη μουσουλμανικές θρησκευτικές κοινότητες ήταν υποδεέστερες, τα μέλη της, υπήκοοι, φόρου υποτελείς στο Σουλτάνο κ.τ.λ. Όταν οι υπήκοοι διεκδίκησαν την ανεξαρτησία και την πολιτική τους χειραφέτηση, βαρύς έπεσε ο πέλεκυς και το αίμα έρευσε ποτάμι. Η εθνική χειραφέτηση και ο, σχηματισμός εθνών- κρατών στα Βαλκάνια για ιστορικούς λόγους υστέρησε μεν, αλλά αναμφισβήτητα υπήρξε απότοκος δυτικό-ευρωπαϊκών πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων. Το ανθρώπινο κόστος πάντα είναι βαρύ και οι «βελούδινες» λύσεις βρίσκονται μάλλον σε μικρή προσφορά. Οσες μειονότητες βρέθηκαν στη «λάθος» πλευρά ασφαλώς και κατέβαλαν βαρύ τίμημα. Δεν μπορεί κανείς να αλλάξει τα «τετελεσμένα» της ιστορίας αλλά και δεν μπορεί παρά να σκύβει με τον δέοντα σεβασμό απέναντι στα θύματα.

Κανείς, πιστεύω, δεν θα ήθελε σήμερα να ανταλλάξει την ιδιότητα του πολίτη με αυτήν του «φιλήσυχου» υπηκόου. Οι φανατικοί εθνικισμοί, χωρίς εξαίρεση, ασφαλώς και ευθύνονται για πολλές ωμότητες και φρικαλεότητες απεχθείς για όσους σέβονται τον πολιτισμό. Δεν είναι, όμως, η ιστορία των εθνών- κρατών γεμάτη μόνο μελανές σελίδες, όπως ορισμένοι θέλουν σήμερα να υποστηρίζουν, κάθε άλλο παρά αφελώς.

Το μοναδικό και επιτυχημένο πείραμα της καντιανής διαρκούς ειρήνης στην Ευρώπη με την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πολλά να δείξει σήμερα αναφορικά με τις αξίες που υπερασπίζεται ο Clark, παρά το γεγονός ότι η Ένωση φέρει βαρύτατες ευθύνες, ως σύνολο, για το γεγονός πως δεν κατάφερε να χαλιναγωγήσει στην ίδια την αυλή της τα ύστερα ξεσπάσματα βαλκανικών εθνικισμών.

Ας ελπίσουμε ότι αυτά θα είναι και τα τελευταία, τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή γειτονιά μας, κι ότι έχουμε γίνει, δια πυράς και σιδήρου, σοφότεροι. Άλλωστε, στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο η σημερινή μας ταυτότητα μπορεί να διαμορφώνεται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, χωρίς την αποκλειστική ανάγκη του εχθρικού «Αλλού».