Η τελική λύση ενός «προβλήματος»

Η αρχιτεκτονική της σχεδιασμένης μαζικής δολοφονίας των Εβραίων της Ευρώπης από τη ναζιστική Γερμανία

SAUL FRIEDLANDER

The years of extermination: Nazi Germany and the Jews 1939-1945

«WEIDENFELD & NICOLSON», ΛΟΝΔΙΝΟ, ΣΕΛ. 870, € 39,97

«Τα χρόνια της εξολόθρευσης: Η ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι, 1939-1945» είναι ο δεύτερος τόμος του μνημειώδους έργου του Friedlander, καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Λος Αντζελες, συγγραφέα πολλών βιβλίων, ερευνητή και «ειδικού» του Ολοκαυτώματος εδώ και δεκαετίες, από τους πιο σημαντικούς. Γεννήθηκε στην Πράγα το 1932 από Εβραίους γονείς, και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην κατεχόμενη Γαλλία. Οι γονείς του δολοφονήθηκαν στα κρεματόρια του Αουσβιτς, αλλά ο ίδιος κατάφερε να επιζήσει στα χρόνια του πολέμου σε μοναστήρι Καθολικών, όπου τον είχαν κρύψει οι γονείς του.

Η συναισθηματική του ταύτιση με το θέμα είναι προφανής. Ο πρώτος τόμος («The Years of Persecution, 1933-1939»), που εκδόθηκε το 1997, καταπιάστηκε με τις απαρχές της ρατσιστικής πολιτικής του ναζιστικού καθεστώτος έναντι των Εβραίων της Γερμανίας και τις διώξεις που υπέστη ο εβραϊκός πληθυσμός, για να συνεχίσει τώρα με τον ογκώδη αυτόν τόμο των 870 σελίδων, που διαπραγματεύεται βήμα προς βήμα την πορεία προς το Ολοκαύτωμα, με την πολιτική γενοκτονίας που ακολούθησαν και εκτέλεσαν με «επιστημονική» ακρίβεια, γραφειοκρατική βιομηχανική οργάνωση, και κλινική ψυχρότητα, ο Χίτλερ και το γερμανικό ναζιστικά καθεστώς.

Ο συγγραφέας αποφεύγει θεωρητικές κατασκευές. Η ιστορική του αφήγηση είναι γραμμική και η οργάνωση της ύλης αυστηρά χρονολογική (π.χ., Σεπτέμβριος 1939 – Μάιος 1940 κ.τ.λ.), ταξινομημένη σε 10 κεφάλαια, που είναι με τη σειρά τους οργανωμένα σε 3 μέρη: Τρομοκρατία (φθινόπωρο 1939- καλοκαίρι 1941), Μαζική Δολοφονία (καλοκαίρι 1941-καλοκαίρι 1942) και Ολοκαύτωμα (καλοκαίρι 1942-άνοιξη 1945). Υποστηρίζει ότι η «ιστορία του Ολοκαυτώματος» είναι γερμανο-κεντρική, με την έννοια ότι επικεντρώνεται και περιορίζεται κατά κύριο -αν όχι αποκλειστικό λόγο- στη ναζιστική πολιτική, στις αποφάσεις και στα μέτρα που οδήγησαν στην πιο συστηματική και διαρκή γενοκτονία όλων των εποχών. Πιστεύει, λοιπόν, ότι η ιστορία αυτή έχει πολύ μεγαλύτερο εύρος και ότι αφορά το ευρύτερο περιβάλλον – όπως την υποτακτικότητα και συνεργασία που επέδειξαν οι εθνικές και αστυνομικές αρχές στις κατεχόμενες χώρες, την εκκωφαντική σιωπή ή εντελώς χλιαρή στάση της ηγεσίας της Καθολικής και Προτεσταντικής Εκκλησίας, την αδιαφορία των επαγγελματικών ομάδων και οργανώσεων και τη σιωπή της πνευματικής και επιστημονικής ηγεσίας για την τύχη των Εβραίων. Αφορά ακόμα τη συλλογική αδιαφορία, παθητικότητα και απάθεια του πληθυσμού -σ’ αυτήν τη φοβερή και ψυχρή απόσταση που συχνά τηρείται απέναντι στην τραγωδία των άλλων- ακόμη και τη στάση της ίδιας της εβραϊκής ηγεσίας σε ορισμένες περιπτώσεις, έστω και με περιορισμένο βαθμό ευθύνης. Και τέλος, την ίδια τη δυσεξήγητη παθητικότητα και έλλειψη αντίστασης των θυμάτων, με ορισμένες βέβαια ηρωικές εξαιρέσεις, που τα οδηγούσαν, σαν πρόβατα επί σφαγή, προς το μοιραίο.

Γενικότερα, πολλοί παράγοντες συνθέτουν τη συνολική εικόνα του Ολοκαυτώματος. Ασφαλώς, υπήρξαν έξοχα και ηρωικά παραδείγματα αλληλεγγύης προς τον χειμαζόμενο εβραϊκό λαό -ακόμη και εντός της Γερμανίας-, με τίμημα την ίδια τη ζωή των θαρραλέων αυτών ανθρώπων. Αποτέλεσαν, όμως, την εξαίρεση. Ο Friedlander ενσωματώνει στην ιστορία αυτή και τη φωνή των θυμάτων. Προσωπικά ημερολόγια, επιστολές, συνεντεύξεις με επιζώντες, προσωπικές μαρτυρίες κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην ιστορική του αφήγησή του και της προσδίδουν μια αναγκαία ανθρώπινη διάσταση.

Για την κατανόηση και ερμηνεία τού γιατί του Ολοκαυτώματος -με τα περίπου 6 εκ. νεκρούς, από τους οποίους το 1,5 εκ. ήταν κάτω των 14 ετών- ο συγγραφέας αποδίδει ρόλο-κλειδί στην ιδεολογία, στον φανατικό ρατσισμό και κυρίως στον αντι-σημιτισμό του ίδιου του Χίτλερ, που θεωρούσε την αποστολή του ένα είδος σταυροφορίας για τη «λύτρωση» του κόσμου από την «παγκόσμια απειλή και συνωμοσία» των Εβραίων. Τα στοιχεία που προσκομίζει γι’ αυτό το ψυχαναγκαστικό και παθολογικό μίσος είναι αρκούντως πειστικά. Άλλωστε, ο παραδοσιακός χριστιανικός, εκκλησιαστικός αντι- ιουδαϊσμός και ο ενδημικός αντι-σημιτισμός στην Ευρώπη προσέφεραν γόνιμο έδαφος για την προπαγάνδα του Χίτλερ.

Η πολιτική αυτή της ναζιστικής Γερμανίας απέναντι στους Εβραίους θα πρέπει να τοποθετηθεί στο ευρύτερο πλαίσιο της ρατσιστικής της πολιτικής, με την εξόντωση εκατομμυρίων Ρώσων αιχμαλώτων πολέμου, εκατοντάδων χιλιάδων Ρομά, ομοφυλόφιλων, πνευματικά καθυστερημένων και αναπήρων, τη συστηματική εξόντωση πολιτικών κρατουμένων και διανοουμένων, τα προγράμματα ευθανασίας και μαζικών στειρώσεων, αλλά και τα σχέδια μαζικών εκτοπίσεων μη γερμανικών πληθυσμών. Η γιγαντιαία αυτή επιχείρηση, όχι απλώς μαζικής δολοφονίας, αλλά πραγματικής εκμηδένισης και αφανισμού – εθνοφυλετικής κάθαρσης στην κυριολεξία- είχε, φυσικά, ως στόχο τη ριζική αλλαγή του πολιτικού χάρτη της Ευρώπης.

Οι ιστορικοί αγωνιούν και αγωνίζονται να κατανοήσουν τα ιστορικά γεγονότα, να ανακαλύψουν το νόημά τους και να συγκροτήσουν τη συνθετική εικόνα – προσπάθειες πάντα ατελείς, ανεπαρκείς και ανολοκλήρωτες, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για γεγονότα «αδιανόητα», που δεν τα χωρά ο νους, όπως το Ολοκαύτωμα. «Στόχος της ιστορικής γνώσης είναι να μας εξοικειώσει με το απίστευτο και το αδιανόητο», σημειώνει ο συγγραφέας, και ίσως γι’ αυτό, μπροστά στην αδυναμία της επιστημονικής γνώσης να συλλάβει ορθολογικά το «αδιανόητο» και το «απίστευτο», καταφεύγει -σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό «Spiegel» (8/10/2007)- στη μελαγχολική διαπίστωση ότι «όλα τα δολοφονικά ένστικτα και οι ιδεολογικές ψευδαισθήσεις προφανώς κείνται αδρανή (“κεκοιμισμένα”) μέσα στην ίδια τη φύση του ανθρώπινου γένους»: τα ανθρώπινα ένστικτα, γυμνά απέναντι στον φόβο, ικανά να οδηγήσουν σε απίστευτες αγριότητες, φοβερά εγκλήματα.

Κι έτσι, από μια άλλη, πιο απτή άποψη, η αδυνατότητα της ενθύμησης -για όσους είναι πολύ οδυνηρό να την αντέξουν, ή για όσους έχουν συμφέρον να καταφεύγουν σ’ αυτήν και την επικαλούνται λόγω ενοχών ή για άλλους λόγους- συνυπάρχει πάντα αναγκαστικά μέσα στον ιστορικό χρόνο ως αντίπαλος πόλος μαζί με την αδυνατότητα της λησμοσύνης. Κι επειδή η «ιστορία» σπανίως διδάσκει, ας κρατηθεί τουλάχιστον ζωντανό το «πάθος της μνήμης» σε μία ακόμη επέτειο (27/01) του Ολοκαυτώματος.