Κανείς δεν μένει στην κορυφή για πάντα και ο ήλιος δύει για τη Δύση
NIALL FERGUSON
ΚΟΛΟΣΣΟΣ: Η άνοδος και η πτώση της αμερικανικής αυτοκρατορίας
ΜΤΦΡ.: ΕΡΡΙΚΟΣ ΜΠΑΡΤΖΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
«ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ»
Tο βιβλίο του Βρετανού ιστορικού Niall Ferguson αποτελεί την πιο φιλόδοξη μέχρι τώρα προσπάθεια του να συνδέσει την ιστορική ανάλυση με τα γεγονότα του σημερινού κόσμου. Έρχεται αμέσως μετά την έκδοση του βιβλίου του για τη βρετανική αυτοκρατορία, όπου αναπτύσσει τις ιδέες και τα επιχειρήματά του για τις αυτοκρατορίες, την παρακμή και πτώση της βρετανικής, και τη βεβαιότητά του πως αν υπάρχει κάποια δύναμη που μπορεί σήμερα να παίξει τον ρόλο της αυτοκρατορίας, αυτή είναι η Αμερική, έστω κι αν δεν to ομολογεί δημόσια, έστω κι αν αιδημόνως και απροθύμως υποτίθεται πως «σύρεται» σε έναν τέτοιο ρόλο – αναγκαίο όμως, κατά τον συγγραφέα, για την επιβολή και διατήρηση της παγκόσμιας τάξης και ασφάλειας.
Η παρακμή και η πτώση των αυτοκρατοριών φαίνεται να ασκούν μια ιδιαίτερη έλξη στους Βρετανούς ιστορικούς, και το κλασικό έργο του Gibbon , πριν από 230 χρόνια, για την παρακμή και πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δεν έπαψε να αποτελεί σταθερό πρότυπο αναφοράς αλλά και πηγή άγχους και αγωνίας, μήπως οι σημερινοί μακρινοί κληρονόμοι της ακολουθήσουν την τύχη της. Διότι ο Gibbon απέδωσε την παρακμή και πτώση της Ρώμης σε έναν συνδυασμό αιτιών, όπως π.χ. στη στρατιωτική υπερεπέκταση, τη διαφθορά και την κοινωνική αποσύνθεση και τις βαρβαρικές επιδρομές, αιτίες που άνετα μπορούν σήμερα -κατ’ αναλογία ή αντιστοιχία- να απασχολήσουν τον προβληματισμό και το πληκτρολόγιο των ιστορικών για τον σύγχρονο κόσμο. Άλλωστε, η ίδια η έννοια της παρακμής δεν έπαψε να «γοητεύει» την ευρωπαϊκή διανόηση – είτε την αριστερή, με τη διαρκή υπόμνηση και αναμονή της επικείμενης κατάρρευσης του καπιταλισμού, είτε τη δεξιά, με χτυπητό παράδειγμα τη δημοτικότητα του βιβλίου του Spengler τον περασμένο αιώνα.
Πριν από 20 χρόνια ένας άλλος γνωστός Βρετανός ιστορικός, ο Paul Kennedy, σε βιβλίο του το 1987, που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση, θεώρησε με ωμό και κατηγορηματικό τρόπο ότι η θέση ισχύος της Αμερικής είχε οριστικά και ανεπίστρεπτα απολεσθεί, για να διαψευστεί μέσα σε λίγα χρόνια, πράγμα που δείχνει ότι ακόμη και μεγάλοι ιστορικοί μπορεί να λανθάνουν στη στάθμιση και αποφασιστική επίδραση τάσεων του παρόντος που προβάλλουν στο εγγύς μέλλον. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως ορισμένες αναλύσεις του ήταν άνευ σημασίας.
Ο Ferguson, νέος, πολυγραφότατος και με μεγάλη «ορατότητα» στα ΜΜΕ, ανήκει στην κατηγορία εκείνη των νέων ιστορικών που διατυπώνουν με σαφήνεια την άποψή τους και εγκαινιάζουν μια νέα γραφή, η οποία, χωρίς να κάνουν υποχωρήσεις στην επιστημονική παράθεση και διαχείριση του υλικού, είναι προσπελάσιμη και κατανοητή στον μη ειδικό αναγνώστη. Από αυτήν την άποψη, η συνηγορία του υπέρ της «φιλελεύθερης αυτοκρατορίας» μπορεί να μην είναι η εξαίρεση -εφόσον αρκετοί Αμερικανοί σχολιαστές, πολιτικοί και νεο-συντηρητικοί διανοητές άρχισαν να εκστομίζουν τη λέξη «αυτοκρατορία» (imperium) ή «νέος ιμπεριαλισμός» σχετικά με την αμερικανική ισχύ, τη μόνη «υπερ-δύναμη», ιδιαίτερα μάλιστα μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου το 2001-, φέρει όμως τη σφραγίδα της δικής του ιστορικής ανάλυσης. Ο Ferguson πιστεύει ότι κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι οι αυτοκρατορίες. Αυτό που ονομάζεται κατ’ αυτόν «ιστορία», δεν αποτελείται παρά από τα δρώμενα 50-70 αυτοκρατοριών, με την αμερικανική στην 68η θέση, και με ενδεχόμενους διαδόχους την Κίνα και την Ευρώπη.
Το βιβλίο διαιρείται σε δύο μέρη: το πρώτο αναφέρεται στην άνοδο, με κεφάλαια για τα όρια και τους περιορισμούς της αμερικανικής αυτοκρατορίας, γι’ αυτό που αποκαλεί ιμπεριαλισμό του αντί-ιμπεριαλισμού, για τον πολιτισμό των συγκρούσεων και για την πολυμερή διπλωματία, ενώ το δεύτερο επικεντρώνεται στην πτώση, με κεφάλαια για την υπεράσπιση της «φιλελεύθερης αυτοκρατορίας» και για τον εύλογο ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ευρώπη ως εταίρος, χωρίς όμως να καταφεύγει σε αναλύσεις τύπου Kagan.
Ο συγγραφέας δεν απολογείται για τη θέση του αλλά ανερυθρίαστα την υποστηρίζει, τονίζοντας την αναγκαιότητα του Ηγεμόνα στη διεθνή σκηνή και προσεγγίζοντας το θέμα από την άποψη των θετικών και αρνητικών επιπτώσεων της αυτοκρατορίας, κάτι που ισοδυναμεί με το «ουδέν κακόν αμιγές καλού», όπου τα «καλά» περιορίζονται σε όσους κερδίζουν από αυτήν την υπόθεση, συν ορισμένα «δημόσια αγαθά» τα οποία οι αυτοκρατορίες καταλείπουν ως κληρονομιά στους υπηκόους τους – αγαθά των οποίων την αξία μπορεί εύκολα να κρίνει ο αναγνώστης. Ο – ίδιος υποστηρίζει την αυτοκρατορία από την πλευρά της παγκόσμιας τάξης και των ωφελειών που αποκομίζουν ο Ηγεμόνας και οι συνεργάτες του (δεν τον ενδιαφέρουν οι υφιστάμενοι, οι συνέπειες ή το κόστος που καταβάλλουν όσοι ζημιώνονται – κόστος οικονομικό, ανθρώπινο, πολιτικό και ηθικό). Διατηρεί, όμως, τις επιφυλάξεις του για τους πιο «ευ- γενείς» σκοπούς της αμερικανικής αυτοκρατορίας, όπως η διάδοση της «ελευθερίας» (το αμερικανικό πρότυπο δημοκρατίας και καπιταλισμού, όπως γράφει), που έχει την αναλογία του στην εξάπλωση του «πολιτισμού» της βικτοριανής εποχής. Απεχθάνεται τη διεθνή αναρχία και το διεθνές κενό εξουσίας, το οποίο θεωρεί πηγή τεράστιων κινδύνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον πρόλογο της χαρτόδετης έκδοσης του βιβλίου του (2005) προσπαθεί να διαπιστώσει τι λάθη έγιναν στην περίπτωση του Ιράκ και του Αφγανιστάν, όχι να αναρωτηθεί για το δίκαιο ή τη σκοπιμότητα των παρεμβάσεων. Δεν αναζητεί τους λόγους για τους οποίους η ικανότητα της Αμερικής να επηρεάζει τον «νου και την καρδιά» των ανθρώπων απανταχού, ακόμη και στο εσωτερικό της χώρας, έχει δραματικά μειωθεί, η ισχύς της έχει εξασθενίσει και ο αντί-αμερικανισμός έχει μεταπλαστεί σε πολιτική δύναμη, για να μνημονεύσει κανείς ορισμένες μόνον από τις διαπιστώσεις που δεν διαφεύγουν την προσοχή έγκυρων Αμερικανών σχολιαστών. Κάθε άλλο, μάλιστα. Πολυάριθμα είναι ία άρθρα, οι αναλύσεις, οι τοποθετήσεις κ.τ.λ. που επικρίνουν την πολιτική του προέδρου Μπους, επισημαίνοντας τις συνέπειες της χρήσης της αμερικανικής ισχύος στις διεθνείς σχέσεις και στα συμφέροντα της χώρας.
Υποστηρίζει επίσης ότι οι αυτοκρατορίες έχουν συγκεκριμένο κύκλο ζωής, και ότι η αμερικανική βρίσκεται σε παρακμή, για λόγους που εύκολα μπορούν να γίνουν κατανοητοί από τον αναγνώστη, ακολουθώντας τα στοιχεία και την επιχειρηματολογία του συγγραφέα. Γι’ αυτόν, πρόκειται για μια «εφήμερη αυτοκρατορία» και οι λόγοι είναι εσωτερικοί – αφορούν δηλαδή την απροθυμία του αμερικανικού λαού να επωμιστεί το οικονομικό κόστος που συνεπάγονται οι παγκόσμιες ευθύνες και ο ρόλος της χώρας του ως Ηγεμόνα. Πρόκειται δηλαδή για ένα κλασικό επιχείρημα, δίκην αιτιολογίας αλλά και δικαιολογίας, που αφορά την αιώνια πολιτική επιλογή μεταξύ «βουτύρου και όπλων». Πιστεύει, δηλαδή, πως ο ρόλος απαιτεί περισσότερα όπλα και λιγότερο βούτυρο, και εφόσον αυτό δεν είναι δυνατόν, η εξασθένιση και η παρακμή της αυτοκρατορίας είναι αναπόφευκτες, γι’ αυτό και την προσομοιάζει περισσότερο με τη βρετανική παρά με άλλες αυτοκρατορίες.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, ποια ενδεχομένως να ήταν η διάδοχη κατάσταση; Υποψήφιοι η Κίνα και η Ευρώπη, αλλά για λόγους που αναλύει στο βιβλίο του, καθώς και σε μετέπειτα άρθρα του, δεν θεωρεί πιθανή μια τέτοια εκδοχή.
Για τον Ferguson, η πραγματικότητα της αυτοκρατορίας είναι τόσο απτή όσο και η βρετανική αυτοκρατορία, που κράτησε 300 ολόκληρα χρόνια και συντέλεσε αποφασιστικά στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου, αν και μια τέτοια τοποθέτηση αφήνει εκτός ανάλυσης πολλούς και σημαντικούς άλλους πρωταγωνιστές και παίκτες του διεθνούς γίγνεσθαι. Ο πρώην υπουργός των Εξωτερικών της Αμερικής, Dean Acheson, είπε κάποτε για τη Βρετανία ότι έχασε μια αυτοκρατορία αλλά δεν κατάφερε να βρει κάποιο ρόλο. Φοβάμαι πως αν πράγματι η Αμερική βρίσκεται σε μια φάση σταδιακής, αναπόφευκτης μείωσης της ισχύος της -σε σύγκριση πάντα με άλλες ανερχόμενες δυνάμεις ή εξαιτίας αυτών-, η αναζήτηση ενός νέου ρόλου εντός μιας νέας πολυπολικής και πιο ισορροπημένης διεθνούς τάξης ενδέχεται να εγκυμονεί πολλές τριβές και πολλούς κινδύνους για υποδεέστερους και σχετικά αδύνατους παίκτες, πόσω μάλλον για τους τελείως ανυπεράσπιστους. Ωστόσο, πιστεύω ότι μια σωστή και εμπνευσμένη πολιτική, κυρίως από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην αποφυγή τέτοιων κινδύνων, στην αποφυγή ενός α-πολικού συστήματος (apolarity) που, κατά τον συγγραφέα, θα δημιουργούσε ένα παγκόσμιο κενό εξουσίας, έναν «αναρχικό νέο Μεσαίωνα». Κατά συνέπεια, κάποια Pax, Americana ή άλλη, είναι απολύτως αναγκαία, κατά τον συγγραφέα.
Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ το βιβλίο του Ferguson πολύτιμο, που αξίζει να διαβαστεί με μεγάλη προσοχή, διότι, αν μη τι άλλο, χωρίς δηλαδή να δεχτεί κανείς την ορθότητα των ιστορικών του αναλύσεων ή τη λογική του, μας επαναφέρει στη σκληρή πραγματικότητα της ισχύος που διέπει τις διεθνείς σχέσεις, συχνά με τη μορφή της ωμής στρατιωτικής βίας, της εισβολής και της κατάκτησης. Η «ήπια ισχύς», που με τόση επιτυχία και αποτελεσματικότητα ασκεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, διέπεται από άλλη προσέγγιση και δημιουργεί άλλες δυνατότητες για τους μικρούς παίκτες στη διεθνή σκηνή, στον βαθμό που συνδυάζεται με την προσέγγιση της «διεθνούς κοινότητας», τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου, νόμιμες και νομιμοποιητικές διαδικασίες παρεμβάσεων συγκεκριμένου σκοπού και περιορισμένης χρονικής διάρκειας, λελογισμένης χρήσης στρατιωτικών μέσων και τα συναφή. Με άλλα λόγια, στον βαθμό που τέτοιες παρεμβάσεις δεν καθίστανται προσχηματικές, δηλαδή στην ουσία «ιμπεριαλισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Εν κατακλείδι, βέβαια, κάθε μορφή ισχύος, ήπια ή όχι, έχει τα όριά της. Απλώς, η ωμή και απροκάλυπτη στρατιωτική βία χωρίς την κάλυψη της διεθνούς νομιμότητας είναι βέβαιο πως απολήγει σε ωμή τυραννία.