Μαρτυρίες και προβληματισμοί για κρίσιμα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής
Διαδρομές: ο Βύρων Θεοδωρόπουλος αφηγείται στην Ινώ Αφεντούλη
«ΠΟΤΑΜΟΣ»
ΣΕΛ. 244, € 15
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ε. ΣΕΚΕΡΗΣ
Η Ελλάδα στη «Νέα Τάξη»: Η Εθνική μας Στρατηγική στον 21ο αιώνα
«ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ»
ΣΕΛ. 520, € 24
Οι Διαδρομές διαφέρουν σημαντικά από την προηγούμενη, πλουσιότατη πράγματι, συγγραφική δραστηριότητα του Βύρωνα Θεοδωρόπουλου. Διότι πρόκειται για «προφορική ιστορία», για «αφήγηση από μνήμης», όπως εκτυλίσσεται στη σειρά των συζητήσεων που είχε με την Ινώ Αφεντούλη το 2004. Οι ερωτήσεις κεντρίζουν και ο ερωτώμενος ανταποκρίνεται με το δικό του τρόπο. Η «προσωπική μαρτυρία», όμως, στη μακρόχρονη διπλωματική του θητεία έχει τη δική της βαρύτητα και αποτελεί απλώς αφορμή -πέραν των προσωπικών τόνων και των ανθρώπινων στιγμιότυπων που προσθέτουν αξία στη ροή του προφορικού λόγου- το έναυσμα για τη διατύπωση απόψεων και κρίσεων τόσο για τα «παρωχημένα», αλλά διαρκώς παρόντα όσο και για τα επίκαιρα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής. Τόσο για τις πολυσήμαντες και κρίσιμες επιλογές της χώρας, τις σταθερές πλέον συνιστώσες, όσο και για τα επίκαιρα προβλήματα. Προσεγγίζει έτσι και αναλύει στις βασικές τους διαστάσεις τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα, ώστε η «πλοήγηση του μικρού μας σκάφους» να γίνει με τον ασφαλέστερο δυνατό τρόπο, με άλλα λόγια, με την καλύτερη δυνατή διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων της χώρας.
Σ’ αυτό το συναρπαστικό για τον αφηγούμενο ταξίδι υπάρχουν στάσεις και κομβικό σημεία. Αν ήθελε, όμως, κανείς να επιλέξει μια κορυφαία στιγμή της σταδιοδρομίας του, αναμφίβολα θα υπογράμμιζε την επαγγελματική και συγκινησιακή λιτότητα με την οποία αναφέρεται, λίγο πριν αποχωρήσει από την ενεργό δράση, στην υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, πολιτική επιλογή του Κ. Καραμανλή που επηρέασε καθοριστικά όχι μόνο τη διεθνή πορεία της χώρας στη μεταπολιτευτική περίοδο αλλά και την οικονομική και κοινωνική της μεταμόρφωση. «Σκεφτόμουν», λέει, «πως αυτή η συμφωνία ήταν ουσιαστικά η μόνη υπόθεση, ο μόνος φάκελος που πέρασε από τα χέρια μου και έκλεισε ολοκληρωμένος. Είχα στα χρόνια αυτά ασχοληθεί και με άλλα θέματα, ιδιαίτερα τα τουρκικά και τα κυπριακά. Τα άφησα φεύγοντας όλα σε εκκρεμότητα, μίαν εκκρεμότητα που διαρκεί ακόμα» (σελ. 122).
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις και κρίσεις του για το Κυπριακό, από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν το πρόβλημα απέκτησε διεθνείς διαστάσεις: οι εσφαλμένες σταθμίσεις των διεθνών συσχετισμών, των αγγλικών και τουρκικών προθέσεων, η έλλειψη «ειλικρινούς συνεννόησης» μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας και οι διαφορετικοί τους στην πραγματικότητα στόχοι, οι ασυντόνιστες ενέργειες, τα διάφορα «αμαρτήματα» που διεπράχθησαν και συνεχίστηκαν με αλλαγμένη μορφή και ένταση μετά την τουρκική εισβολή του 1974, ο ρόλος και η πολιτική του Μακαρίου, που κάθε άλλο παρά επιδοκιμάζεται. Το αντίθετο μάλιστα.
Η κατασταλαγμένη εμπειρία αναπόφευκτα επηρεάζει και την οπτική γωνία μέσα από την οποία γίνεται και η προσπάθεια συνολικής θεώρησης των σύγχρονων προβλημάτων της διεθνούς ζωής. Διότι, η χάραξη της εξωτερικής πολιτικής είναι «ανάγκη διαχρονική», όπως ο ίδιος υπογραμμίζει. Ωστόσο, σήμερα τα προβλήματα είναι πολύ πιο σύνθετα και το πεδίο που καλύπτουν, ευρύτερο και κατά συνέπεια η προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί, εντονότερη και δυσκολότερη.
Ως προφορική αφήγηση το βιβλίο δεν στηρίζεται φυσικά σε πηγές, ούτε προσκομίζει κάποια «έγγραφα» ή άλλα «αποδεικτικά» στοιχεία προς επίρρωσιν ή δικαίωση των επιχειρημάτων που χρησιμοποιούνται και των κρίσεων που διατυπώνονται. Μπορούμε, λοιπόν, να δούμε την κριτική αυτή αφήγηση ως μια μακρά διαλογική συνέντευξη, που κατ’ ανάγκην επισκέπτεται ορισμένες φορές τα ίδια θέματα με αρκετές αλληλοεπικαλύψεις. Ωστόσο, η διαδρομή αυτή της μνήμης, αντί να κουράζει, ενδυναμώνει, τόσο την έμφαση σε ορισμένα ζητήματα όσο και την επιχειρηματολογία. Ως τέτοιο ανάγνωσμα, απαύγασμα «σοφού ανδρός» πρέπει να διαβαστεί η περιπλάνηση αυτή της μνήμης, που διαθέτει και ειρμό και συνοχή και αλληλουχία και που συνεχώς παρακινείται εύστοχα από μια στρατηγική και τεχνική ερωτήσεων μιας πεπειραμένης δημοσιογράφου που γνωρίζει και τα προβλήματα και το σημερινό διεθνές περιβάλλον.
Διαφορετικό στη δομή του είναι το βιβλίο του Γεωργίου Ε. Σέκερη, μολονότι ταυτόσημος ο στόχος: η θεώρηση των διεθνών πραγμάτων και εξελίξεων και η τοποθέτηση της μικρής μας χώρας μέσα στους μεταβαλλόμενους διεθνείς συσχετισμούς ισχύος.
Εδώ, η ανάλυση και οι κριτικές παρατηρήσεις και απόψεις, που συνοδεύονται από 500 περίπου βιβλιογραφικές παραπομπές και υποσημειώσεις, έχουν ως αφετηρία το ευρύτερο διεθνές περιβάλλον («Ο κόσμος γύρω μας») που καλύπτει περίπου τα δύο τρίτα της ύλης του βιβλίου. Σταθμίζονται από σκοπιά βασικά γεωπολιτική οι συνέπειες της αμερικανικής ισχύος, της μόνης υπερδύναμης, ο ρόλος του ΝΑΤΟ (για το οποίο επισημαίνεται ότι πολλοί εσφαλμένα έσπευσαν να εκφωνήσουν πρόωρα τον επικήδειο του), η Ευρωπαϊκή Ένωση (για την οποία διατυπώνονται απαισιόδοξες απόψεις τόσο για τις προοπτικές ομοσπονδιακής πολιτικής οργάνωσης όσο και ενιαίας φωνής και ισχύος στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας) καθώς και άλλα κέντρα διεθνούς ισχύος (Ρωσία, Ιαπωνία και οι ασιατικοί γίγαντες Κίνα και Ινδία). Το πρώτο αυτό μέρος του βιβλίου συμπληρώνεται από τις εξελίξεις στα Βαλκάνια, την ανάλυση των τουρκικών προσανατολισμών, τις μεσανατολικές κρίσεις και την ανάλυση του φαινόμενου της παγκοσμιοποίησης στις οικονομικές, πολιτισμικές, πολιτικο-στρατιωτικές και διεθνείς πτυχές του.
Το δεύτερο μέρος αφιερώνεται στην εθνική πορεία, στις συνιστώσες της εθνικής ισχύος και τη βασική επιλογή της χώρας, τη Δύση, στον αστερισμό της οποίας κινήθηκε από την εποχή της ανεξαρτησίας της μέχρι σήμερα. Για το συγγραφέα η επιλογή αυτή είναι «οριστική και καθοριστική». Πιστεύει ταυτόχρονα ότι η Ελλάδα ανήκει συγχρόνως «στον ατλαντικό και ευρωκοινοτικό χώρο», θεωρώντας ανεδαφική την αντίληψη ότι πρέπει να επιλέξει μεταξύ των δύο. Το ερώτημα βέβαια είναι κατά πόσο μια μικρή χώρα μπορεί να διατηρεί μια τέτοια ισορροπία, εκ των πραγμάτων ασύμμετρη, λόγω της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής όσμωσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και του διατλαντικού ρήγματος που μπορεί να καταστήσει συγκυριακές επιλογές μάλλον σχοινοβατικές.
Ο συγγραφέας ανήκει επίσης σε εκείνη την κατηγορία των διπλωματών μας, εν ενεργεία ή μη, που φαίνεται να πιστεύουν ότι στο Κυπριακό, εφόσον η ανάκτηση του Βορρά είναι ανέφικτη, η μόνη λύση που ανταποκρίνεται στο εθνικό συμφέρον είναι η ενωτική επιλογή, υπό την έννοια της διπλής ένωσης με τις δύο μητέρες-πατρίδες, Ελλάδα και Τουρκία. Προτείνεται, λοιπόν, ως τελικός στόχος η ελληνο-κυπριακή ομοσπονδία, με το σκεπτικό ότι κάθε άλλη λύση αποτελεί de facto παραίτηση της Ελλάδας από την πολιτικοστρατιωτική παρουσία της στη Μέση Ανατολή. Μια τέτοια λύση θεωρείται πραγματοποιήσιμη, διασφαλίζοντας έναν «ενιαίο πολιτικό και αμυντικό χώρο». Υπό το πρίμα αυτό είναι φυσιολογικό τα σχέδια Ανάν, οιαδήποτε σχέδια, να απορρίπτονται, διότι το μόνο που δεν εξυπηρετούν είναι τα εθνικά συμφέροντα Ελλάδας και Κύπρου, οδηγώντας στη νομιμοποίηση της διχοτόμησης, χωρίς τα πλεονεκτήματα ενός «βελούδινου διαζυγίου», το οποίο θα προσκόμιζε τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα που αναφέρθηκαν.
Ο Σέκερης ασκεί οξύτατη κριτική σε χειρισμούς που έγιναν κατά τη διάρκεια σοβαρών κρίσεων (Ιμια, Οτσαλάν, ρωσικοί πύραυλοι S-300, Αλβανία, ΠΓΔΜ). Εκτιμώντας ότι το στρατηγικό βάρος της χώρας έχει μειωθεί, ότι η σύμμαχος γειτονική μας χώρα παραμένει απειλητική και ότι η Ε.Ε. πόρρω απέχει από το να είναι σε θέση να εγγυηθεί την ασφάλεια της χώρας, υποστηρίζει ότι η σημασία του αμερικανικού παράγοντα και η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ διαδραματίζουν εκ των πραγμάτων καθοριστικό ρόλο για τα ελληνικά συμφέροντα.
Θεωρώντας τη σημερινή κατάσταση καθόλου ικανοποιητική από άποψη χάραξης εθνικής στρατηγικής ο συγγραφέας λοιδορεί συλλήβδην την πολιτική ηγεσία διαχρονικά, την οποία χαρακτηρίζει αναξιόπιστη, λαϊκιστική, ηθικά ανυπόληπτη και αναξιόπιστη, διεφθαρμένη, υπεύθυνη για το χαμηλό εθνικό φρόνημα, όπως πιστεύει, και τον ογκούμενο ευδαιμονισμό και αμοραλισμό μερίδας της κοινής γνώμης καθώς και την κατάσταση του κράτους (πελατειακές σχέσεις, κομματισμός, αναξιοκρατία, ασυδοσία κ.λπ.).
Το συλλογικό αυτό ανάθεμα είναι εμφανώς άδικο και άστοχο, τουλάχιστον, αλλά κυρίως αντι-πολιτικό στην ουσία και τις προεκτάσεις του, δηλαδή εξόχως επικίνδυνο για το δημοκρατικό πολιτικό μας σύστημα, αν μη τι άλλο διότι άπαντες γνωρίζουν πλέον τη «γύψινη θεραπεία» που επιφυλάσσουν οι ελλοχεύοντες «αδιάφθοροι», μετά γνωστά ολέθρια αποτελέσματα. Δεν ήταν οι «διεφθαρμένοι» πολιτικοί που προκάλεσαν την καταστροφή στην Κύπρο.