Παγκοσμιοποίηση: απειλές, κίνδυνοι και δυνατότητες

Μια κριτική προσέγγιση αισιόδοξων και απαισιόδοξων εκτιμήσεων σ’ ένα φαινόμενο που μας επηρεάζει όλους

WILL HUTTON, ANTHONY GIDDENS (επιμ.)

ON THE EDGE: Living with Global Capitalism

«VINTAGE, RANDOM HOUSE», ΣΕΛ. 242

Ένας οικονομολόγος, o Will Hutton, τακτικός αρθρογράφος της κυριακάτικης βρετανικής εφημερίδας «The Observer» και με σημαντικό συγγραφικό έργο και ένας κοινωνιολόγος, ο Anthony Giddens, διευθυντής της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE), γνωστός ευρύτερα από τα βιβλία του για τον Τρίτο Δρόμο, αλλά και γενικότερα από το ογκώδες και σπουδαίο θεωρητικό του έργο στην κοινωνιολογία, επιμελούνται του τόμου αυτού, φιλοξενώντας μια σειρά από εξαιρετικούς στοχαστές (Manuel Castells, Ulrich Beck, Richard Sennett κ.τ.λ.), με σκοπό να εξετάσουν το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης στις πιο σημαντικές οικονομικές, τεχνολογικές, πολιτισμικές και πολιτικές πτυχές του.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα γνωρίσματα του τόμου είναι ο διαλογικός χαρακτήρας του. Η συνομιλία μεταξύ των δύο επιμελητών της έκδοσης, αντί εισαγωγής, στην αρχή του βιβλίου, αποτελεί εξαιρετικό δείγμα ουσιαστικής και αναλυτικής πολιτικής συζήτησης. Οι ίδιοι, επίσης από κοινού, συνοψίζουν τις θέσεις τους σε ένα περιεκτικότατο πολιτικό κείμενο εν είδει Επιλόγου, όπου υποβάλλουν σε κριτική εξέταση το εύλογο των αισιόδοξων και απαισιόδοξων εκτιμήσεων για την παγκοσμιοποίηση, υιοθετώντας μια μαχητική στάση αντιμετώπισης του φαινομένου.

Hutton και Giddens συμφωνούν σε πολλά σημεία σχετικά με τις διαδικασίες και το περιεχόμενο της παγκοσμιοποίησης, την οποία ορίζουν ως σειρά αλληλοεπικαλυπτόμενων αλλαγών επαναστατικού χαρακτήρα, με επίκεντρο την κοσμογονία στις επικοινωνίες και τη λεγάμενη οικονομία της γνώσης. Και οι δύο θεωρούν το 1989, την κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού, ορόσημο για τη μετέπειτα επιθετική εξάπλωση του καπιταλισμού, άνευ αντίπαλου δέους πλέον, ενός τούρμπο-καπιταλισμού, κατά τον Edward Luttwak, σε αντίθεση με τον πιο ρυθμιζόμενο και ελεγχόμενο καπιταλισμό των δεκαετιών του ’50 και του ’60.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κι αυτός ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός δεν είναι εντελώς ξέφραγος ούτε ανεπίδεκτος ρυθμίσεων και περιορισμών. Κράτη και κυβερνήσεις, μεταξύ άλλων φορέων, μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη θέσπιση περιορισμών και ρυθμίσεων, σε αντίθεση με μια διάχυτη αντίληψη, που θέλει τα κράτη ανίσχυρα και έρμαια/ ή και υποχείρια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Πεποίθηση και των δύο είναι επίσης ότι η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης είναι άκρως επισφαλής, καθώς εμπεριέχει τόσο κινδύνους και απειλές όσο και δυνατότητες. Υπάρχουν συνέχειες και ασυνέχειες στην ιστορική πορεία του καπιταλισμού και στα διάφορα πρότυπά του.

Ο Giddens πιστεύει ότι σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα μορφή καπιταλισμού και υποστηρίζει ότι επί του παρόντος δεν μπορεί να δει καμία αποτελεσματική εναλλακτική λύση έναντι του συνδυασμού της οικονομίας της αγοράς και του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος, παρά τα εμφανή μειονεκτήματα και φυσικά τα όρια του συνδυασμού αυτού. Εδώ ανακύπτει και η έννοια της «καλής κοινωνίας» (the good society) σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, που πρέπει να ισορροπεί κράτος και κυβέρνηση, κοινωνία των πολιτών και οικονομία της αγοράς. Αυτή η έννοια της ισορροπίας έχει κεντρική σημασία. Επί παραδείγματι, κοινωνία όπου το κράτος είναι πολύ ισχυρό γίνεται αναπόφευκτα καταπιεστική, οι αγορές δεν πρέπει να αφεθούν ελεύθερες να κατακλύσουν τα πάντα και να εμπορευματοποιήσουν όλες τις αξίες. Για τον Giddens το κεντρικό πρόβλημα έγκειται στο βαθμό στον οποίο μπορεί να τροποποιηθεί ο σημερινός καπιταλισμός. Κι αυτός είναι ταυτόχρονα ο βασικός λόγος που επανέρχεται στην πολιτική του Τρίτου Δρόμου, τονίζοντας ότι οι αξίες της Αριστεράς -η αλληλεγγύη, η κοινωνική δικαιοσύνη, η προστασία των ευάλωτων και αδυνάτων και η πεποίθηση ότι η ενεργός παρέμβαση της κυβέρνησης αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξή τους- εξακολουθούν να έχουν κρίσιμη σημασία στο σύγχρονο κόσμο. Γι’ αυτό η ανανεωμένη σοσιαλδημοκρατία θα πρέπει να συζητήσει και να αντιμετωπίσει σοβαρά την παγκοσμιοποίηση.

Ο Hutton, από την άλλη μεριά, χωρίς να διαφωνεί σε γενικές γραμμές με την τοποθέτηση του Giddens, είναι λιγότερο ανεπιφύλακτος θαυμαστής του αμερικανικού οικονομικού προτύπου, σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό, τονίζει περισσότερο τις εμφανείς τεράστιες και διευρυνόμενες ανισότητες που δημιουργούνται σήμερα (για την ανισότητα και την παγκόσμια οικονομία εξαιρετικά διαφωτιστικό είναι το άρθρο των Jeff Faux και Larry Mishel που δημοσιεύεται στο βιβλίο), δίνει σαφώς μεγαλύτερη έμφαση στη διάκριση Αριστερά – Δεξιά και φαίνεται λιγότερο πρόθυμος να δεχτεί ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι νεκρός στο πολιτικό επίπεδο, φέρνοντας ως ζωντανό παράδειγμα την πολιτική των Μπλερ και Σρέντερ με την «αφελή», όπως την αποκαλεί, εμπιστοσύνη που δείχνουν στις αγορές. «Το πρόβλημα με τις αγορές αγγλοσαξονικού τύπου», υπογραμμίζει ο Hutton σε ένα άρθρο του, «είναι ότι, όποιες και να είναι οι αρετές τους σε σχέση με την παραγωγή πλούτου, παραμένουν τυφλές απέναντι στη δικαιοσύνη».

Όλα τα άρθρα διακρίνονται από σοβαρότατη προσέγγιση και στοιχειοθέτημένη επιχειρηματολογία. Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον, τουλάχιστον λόγω θέματος, που συνήθως παραλείπεται ή υποβαθμίζεται σε ανάλογες εκδόσεις, παρουσιάζει το άρθρο της Polly Toynbee, αρθρογράφου της εφημερίδας «The Guardian», που εστιάζεται αποκλειστικά στην παγκόσμια κουλτούρα και την πολιτισμική παγκοσμιοποίηση. Οι θέσεις που αναπτύσσει έρχονται σε ανοιχτή σύγκρουση με τις διάφορες φοβίες περί αμερικανικής πολιτιστικής ηγεμονίας. Με την επιχειρηματολογία της προσπαθεί να αποδείξει -και νομίζω ότι το επιτυγχάνει σε σημαντικό βαθμό- ότι οι ελεύθερες κοινωνίες μπορούν τελικά να βρίσκουν τρόπους με τους οποίους και τον πολιτιστικό πλουραλισμό να εγγυώνται και να αποκρούουν με επιτυχία την απειλή ηγεμονικής επικράτησης μίας και μοναδικής τάσης. Συνοπτικά, το δοκίμιό της διατρέχει εμφανώς η αντίληψη ότι η δυτική κουλτούρα βασίζεται στην καθολικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αρχή από την οποία απορρέουν όλα τα υπόλοιπα και επί της οποίας ουδείς συμβιβασμός είναι δυνατός.

Παγκόσμιες διαδικασίες, όπως αυτές της παγκοσμιοποίησης, παρά τον άνισο χαρακτήρα ως προς την εξάπλωση και τα αποτελέσματά τους, απαιτούν αντιμετώπιση σε παγκόσμιο επίπεδο. Giddens και Hutton συμμερίζονται την άποψη για την ανάγκη ενός διεθνιστικού τρίτου δρόμου, που θα συνδυάζει την οικονομική αποτελεσματικότητα με την κοινωνική πολιτική, με άξονα τις σοσιαλδημοκρατικές αξίες. Εναποθέτουν δε τις ελπίδες τους στη συγκρότηση μιας αυθεντικής κοινωνίας των πολιτών, που να ξεπερνάει τα στενά όρια του κράτους – έθνους και να έχει ως κύριο όχημά της τις μη κυβερνητικές οργανώσεις. Η προσέγγισή τους αυτή θέτει στο επίκεντρο την κρίσιμη σημασία που αποδίδουν στην επιτυχία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Τελικά, παρά τις διαφορές έμφασης που παρατηρούνται στις προσεγγίσεις των διαφόρων συγγραφέων του τόμου, κοινή φαίνεται να είναι η πεποίθηση ότι τα μεγάλα κινήματα για δημοκρατία, ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη που αναπτύχθηκαν στο 18ο και το 19ο αιώνα μέσα στο πλαίσιο του κράτους – έθνους, μπορούν σήμερα να αναπαραχθούν σε παγκόσμιο επίπεδο, φυσικά με άξονα και τα σημερινά σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος, το παγκόσμιο χωριό.

Πρόκειται, βέβαια, για μια εμφανώς αισιόδοξη, αλλά συνάμα και μαχητική στάση, που προκύπτει από συγκεκριμένη ανάλυση και άποψη για την παγκοσμιοποίηση, με συγκεκριμένο ιδεολογικό – πολιτικό υπόβαθρο. Από αυτήν την άποψη πλεονεκτεί τόσο έναντι μιας φαταλιστικής αντίληψης, που θεωρεί τα πάντα κατά το μάλλον ή ήττον αναπόφευκτα και μη υποκείμενα, εξ ορισμού, σε ρυθμιστικό πλαίσιο, όσο και έναντι μιας αρνητικής και απορριπτικής στάσης, που συνήθως προσλαμβάνει έντονο αντι-ευρωπαϊκό χαρακτήρα. Διότι στο όνομα ενός ακτιβισμού που περιορίζεται στην καταγγελία και σε μια στάση αντι- , χωρίς την ευθύνη πειστικών και βιώσιμων εναλλακτικών λύσεων, απορρίπτεται το μόνο πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης που έχει να επιδείξει απτά αποτελέσματα και που μπορεί να αντισταθεί απέναντι στις ηγεμονικές επιδιώξεις του αμερικανικού προτύπου. Όσοι δεν διακρίνουν τις κρίσιμες διαφορές ή δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτές αδυνατούν να οικοδομήσουν αποτελεσματικά πολιτικά και κοινωνικά κινήματα για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων.

Τόσο η ολοκληρωτική απόρριψη όσο και η παθητική αποδοχή των τετελεσμένων είναι στην ουσία θέσεις εύκολες και άνετες. Αντιθέτως, η πραγματική πρόκληση για τα σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα χειραφέτησης και διάχυσης των δικαιωμάτων, που δεν ταυτίζονται αναγκαστικά ούτε εξαντλούνται στα πολιτικά κόμματα, είναι η ικανότητά τους να εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες που προσφέρει μια κατάσταση, η οποία ταυτόχρονα είναι και επισφαλής, γεμάτη νέες απειλές και νέους κινδύνους.

Πότε όμως η πολιτική πάλη για την χειραφέτηση ήταν άνετη πλεύση, άνευ κινδύνων και δύσκολων επιλογών;