Μια πειθαρχημένη διεπιστημονική προσέγγιση για αμφιλεγόμενα προβλήματα
ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΙΒΑΚΟΥ
Τα Ευέλικτα Όρια των Κοινωνικών Συστημάτων
«ΝΕΦΕΛΗ», € 19,7
Η νέα πραγματεία της Ιωάννας Τσιβάκου αποτελεί σημαντικό ορόσημο στο θεωρητική της προβληματική, που επίπονα καλλιεργεί και εξελίσσει, με την έννοια ότι αποσαφηνίζει, συστηματοποιεί και προχωρεί περαιτέρω με συγκεκριμένο θεωρητικό στόχο προηγούμενες επεξεργασίες της (βλ. Υπό το βλέμμα του Παρατηρητή: Περιγραφή και Σχεδίαση Κοινωνικών Οργανώσεων, «θεμέλιο» 1997 και Το Οδοιπορικό του Εαυτού, «θεμέλιο. 2000).
Η προσέγγιση αυτή τη φορά είναι περισσότερο κοινωνιολογική-επικοινωνιακή, με επίκεντρο την πλαστικότητα, πολυπλοκότητα και τα όρια (ευέλικτα) των σύγχρονων κοινωνικών συστημάτων με βασικό αναλυτικό εργαλείο το εννοιολογικό δίπολο της λειτουργικής διαφοροποίησης/ενσωμάτωσης και συνεπίκουρη την καθοριστική σημασία της επικοινωνίας.
Η σύζευξη αυτή αποδίδει σε πολλά πεδία της ανάλυσης πλούσιους καρπούς, αν μάλιστα πάρουμε υπ’ όψιν μας ότι η πρόταση για ένα θεωρητικό πρότυπο που επεξεργάζεται και παραθέτει η Τσιβάκου -και που αποτελεί τον κύριο κορμό της πραγματείας της- προκύπτει μέσα από μια ενδελεχή και κριτική εξέταση και αποτίμηση του λειτουργιοτικού θεωρητικού προτύπου τού Τ. Parsons και του επικοινωνιακού τού Ν. Luhmann, όσον αφορά τόσο την αρχική τους διατύπωση όσο και τη μετεξέλιξή τους από τους ίδιους τους εμπνευστές τους, από τις επεξεργασίες των οπαδών τους καθώς και από τις κριτικές τοποθετήσεις άλλων σημαντικών θεωρητικών της σύγχρονης κοινωνικής σκέψης (π.χ. Giddens, Mouzelis, Beck, Braudillard, Bourdieu, Habermas, Munch, κ.τ.λ.).
Συνοπτικά, τα «θεωρητικά προαπαιτούμενα» της πρότασής της αντλούν κριτικά τόσο από την πλούσια παράδοση της κοινωνιολογικής θεωρίας όσο και από νεώτερες θεωρητικές κατασκευές, πέραν μάλιστα της κοινωνιολογίας. Ενα από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μελέτης είναι η επιδίωξη μιας πειθαρχημένης διεπιστημονικής προσέγγισης με εννοιολογήοεις π.χ. από τη φιλοσοφία (κυρίως τη φιλελεύθερη, Berlin, Rawls) και τη γλωσσολογία, ακόμη δε από τη θεωρία των οργανώσεων και του management.
Η διάρθρωση και η διάταξη παρουσίασης της μελέτης εξυπηρετούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις φιλοδοξίες της: έχοντας ως αφετηρία τους θεωρητικούς προβληματισμούς, όπως έχουν διαμορφωθεί από τη σύγχρονη συζήτηση, προχωρά στη λεπτομερή επεξεργασία και συνεκτική διατύπωση μιας πρότασης για ένα θεωρητικό πρότυπο λειτουργικής διαφοροποίησης/ενσωμάτωσης, επισημαίνει στη συνέχεια τους εναλλακτικούς τρόπους ενσωμάτωσης αναλύοντας και εμβαθύνοντας στις σχέσεις αλληλόδρασης και εξετάζοντας τα κοινωνικά κινήματα και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών για να μεταβεί έτσι στην «κυοφορία του νέου» με επίκεντρο τα σημερινά δίκτυα, το Διαδίκτυο και τις σημερινές τάσεις του οργανώνειν σταθμίζοντας το σημερινό ειδικό τους βάρος. Η μελέτη καταλήγει με τη συζήτηση περί αυτονομίας και αυθεντικότητας και την εισαγωγή τους στα αξιολογικά μέσα των λειτουργικών συστημάτων. Πρόκειται, κατά την άποψή μου, για ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια του βιβλίου.
Η απλή παράθεση ορισμένων επικεφαλίδων της θεματολογίας ελάχιστα, βέβαια, διαφωτίζει περί του περιεχομένου και των αναλυτικών κατηγοριών που χρησιμοποιούνται σ’ ένα ευρύτατο φάσμα θεωρητικών και πρακτικών πεδίων. Αξίζει όμως να επισημάνουμε ότι η προβληματική στα πεδία και τα δέματα αυτά δεν έχει μόνο καθαρά θεωρητική σημασία αλλά και πολιτική, υπό την ευρεία έννοια του όρου, για όσους τουλάχιστον ενδιαφέρονται και επιμένουν να τοποθετούν ρεαλιστικά τη σημερινή πολιτική δράση εντός ενός πλαισίου σύγχρονων συντεταγμένων, που αφορούν τόσο τους δομικούς περιορισμούς των συστημάτων και το ρόλο του κράτους όσο και το είδος και την ποιότητα μιας νέας ατομικότητας που κάθε άλλο παρά (εξ)αφανίζεται μέσα στις διάφορες μαζικές και συλλογικές οργανώσεις, θέματα, βέβαια, αμφιλεγόμενα και αντικείμενο έντονης θεωρητικής και πρακτικής-πολιτικής διαμάχης. Η συγγραφέας, όμως, καταφέρνει να τα διαχειριστεί μ’ έναν αποστασιοποιημένο τρόπο καθώς είναι προσηλωμένη περισσότερο στη δόμο-λειτουργική ανάλυση με επίκεντρο τους «αντικειμενικούς όρους συγκρότησης και διακίνησης της επικοινωνίας και κατ’ επέκταση της δράσης». Γι’ αυτό, από το θεωρητικό της πρότυπο, ενώ δεν απουσιάζει το δρών υποκείμενο, στην ουσία αποκλείονται ενσυνειδήτως η ανθρώπινη πρόθεση, ο σχεδιασμός, ο βουλησιακός παράγοντας, η στρατηγική δράση των συλλογικών φορέων -πράγμα που αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε ένα άλλο πεδίο προβληματικής: στο πώς τα κοινωνικά συστήματα συγκροτούνται, διατηρούνται και μεταβάλλονται και υπό ποιους όρους.
Η ίδια η συγγραφέας έχει πλήρη επίγνωση των σοβαρών δυσκολιών που συνεπάγεται το συνθετικό και συζευκτικό θεωρητικό της εγχείρημα. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ αξιόλογο όχι μόνο από άποψη συνεκτικότητας αλλά και ως μια νέα αφετηρία θεωρητικού προσανατολισμού. Άλλωστε, σκοπός στο στάδιο αυτό θεωρητικής ωρίμανσης δεν είναι η προσφορά λύσεων. Η συγγραφέας στερείται της συνήθους εμφανούς ή έρπουσας αυταρέσκειας για να επικαλεστεί κάτι τέτοιο. Αντίθετα, στόχος, όπως άλλωστε η ίδια ορθώς τον περιγράφει, είναι η ανάδειξη χωρίς δογματισμούς των σύγχρονων δομικο-λειτουργικών περιορισμών που ορθώνει η επικοινωνία σε παγκόσμιο επίπεδο καθώς και η επισήμανση και ανάλυση των δεδομένων τα οποία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, «δύνανται να αποτελέσουν σημεία της ανθρώπινης παρέμβασης ή καλύτερα πεδία πολιτικής». Ο καθ’ όλα νόμιμος αυτός στόχος εξυπηρετείται με άκρα συνέπεια και εμφανή επάρκεια.
Τέλος, εκπληκτικός και ρηξικέλευθος στην κυριολεξία είναι ο χειρισμός της ελληνικής γλώσσας, παράγοντας μια σπάνια -μοναδική θα έλεγα, άνευ παραμικρού ενδοιασμού- σαφήνεια, απολαυστική γλωσσοπλαστική ωραιότητα και ροϊκότητα επιστημονικού λόγου. Είθε να εύρει (ισ)άξιους μιμητές στην ελληνική επιστημονική κοινότητα.