Μια νέα «εξερεύνηση» της Ελλάδας

Μια μελέτη-αντίδοτο στις ιδεοληπτικές κατασκευές

JOHN S. KOLIOPOULOS – THANOS Μ. VEREMIS

GREECE: The Modern Sequel-From 1831 to the Present

«HURST AND COMPANY», ΣΕΛ. 416

To βιβλίο των καθηγητών Γιάννη Κολιόπουλου και Θάνου Βερέμη (αμφότεροι με πλούσιο και σημαντικό ιστορικό ερευνητικό έργο για την Ελλάδα) έρχεται να συμπληρώσει ένα μεγάλο κενό στη διεθνή βιβλιογραφία για τις πιο σημαντικές πτυχές της ανάπτυξης του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας από την ανεξαρτησία μέχρι σήμερα. Οι μέχρι τώρα διαθέσιμες σύντομες ή συνοπτικές «ιστορίες» στα αγγλικά του Chris Woodhouse και του Richard Clogg, με τις αναθεοορημένες εκδόσεις τους, από τη φύση τους δεν ήταν σε θέση να δώσουν με τέτοια μεθοδικότητα μια τόσο περιεκτική, συμπυκνωμένη, πρισματική και πολυδιάστατη εκδοχή της ελληνικής ιστορίας και κοινωνίας. Οι ένθετες, θεματολογικές παρεμβάσεις εντός του κειμένου, με τις δικές τους χρησιμότατες βιβλιογραφικές αναφορές, η οργάνωση του κειμένου, της θεματολογίας, της βιβλιογραφίας, το χρονολόγιο και το ευρετήριο ονομάτων παράγουν συνολικά ένα εξαιρετικό και υποδειγματικό συγγραφικό κι εκδοτικό αποτέλεσμα, πολύτιμο και για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αν και η έκδοση απευθύνεται κατεξοχήν σε ξένο κοινό.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το βιβλίο έχει θεματική μάλλον, παρά χρονολογική δομή και η λογική αυτή ακολουθείται στα κεφάλαια και υπο-κεφάλαια του βιβλίου: Πολιτική και Πολιτικό Καθεστώς, Θεσμοί, Οικονομία, Κοινωνία, Ιδεολογία, Εξωτερική Πολιτική, Εθνική Γεωγραφία είναι τα βασικά θέματα, που οργανώνονται σε τέσσερα μέρη. Κατά τους ίδιους τους συγγραφείς, η επιλογή αυτή βασίστηκε στην παραδοχή ότι στην ελληνική Ιστορία μπορεί κανείς να εντοπίσει ορισμένους σταθερούς παράγοντες οι οποίοι δύνανται να χρησιμεύσουν ως πολύτιμο βοήθημα για να διαφωτιστούν στάσεις, πολιτικές και θεσμοί της σύγχρονης Ελλάδας. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο βασικός δεσμός μεταξύ αυτών των παραγόντων είναι η αίσθηση της συνέχειας που η ελληνική γλώσσα εμπνέει στους χρήστες της. Υποστηρίζεται ότι ελάχιστες άλλες γλώσσες έχουν να επιδείξουν τέτοια ανθεκτικότητα και αντοχή, τέτοια διάρκεια. Ο παράγοντας μάλιστα της γλωσσικής συνέχειας χρησιμοποιείται και ως κριτήριο σηματοδοτικού διαχωρισμού της αρχαίας από τη σύγχρονη ελληνική Ιστορία.

Είναι επίσης απαραίτητο να σημειωθεί ότι οι συγγραφείς δεν έχουν καμία διάθεση να προσποιηθούν ότι αποπειράθηκαν να διαπραγματευθούν την ύλη τους από κάποια υποτιθέμενη «ουδέτερη» σκοπιά, καταφύγιο συνήθως εκείνων που λανθασμένα πιστεύουν σε κάποιες «τυφλές» ιστορικές δυνάμεις. Αντιθέτως, ουδεμία προσπάθεια απόκρυψης των φιλελεύθερων αρχών τους καταβάλλουν. Και η στάση τους αυτή είναι πολλαπλά χρήσιμη, αν μη τι άλλο, διότι οι φιλελεύθερες αρχές πάνιο στις οποίες επιδίωξαν να οικοδομήσουν το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος οι ιδρυτές του αντιπαραβάλλονται με τις τότε επικρατούσες εγχώριες νόρμες και πρακτικές -προϊόν συγκεκριμένων ιστορικών διαμορφώσεων- καθώς και με την έκβαση της σύγκρουσης μεταξύ των αντιτιθέμενων και αντίπαλων δυνάμεων.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι συγγραφείς κάνουν τις δικές τους θεματολογικές επιλογές, αφήνοντας εκτός ανάλυσης πτυχές της ελληνικής Ιστορίας που άλλοι δεν θα θεωρούσαν, ενδεχομένως, λιγότερο σημαντικές. Είναι επίσης εξίσου φανερό ότι η διαπραγμάτευση των θεμάτων δεν είναι -και εξ αντικειμένου δεν θα μπορούσε να είναι- εξαντλητική. Είναι όμως δεδηλωμένος πρωταρχικός στόχος του βιβλίου μια νέα «εξερεύνηση» της Ελλάδας, με εμφανή -ορθότατα βέβαια- τη διάθεση πολλαπλών «διορθώσεων» της «συμβατικής εικόνας» που σχηματίστηκε για την Ελλάδα από περιηγητές, ταξιδιώτες, παρατηρητές και ιστορικούς κατά το 19ο αιώνα. Ορθότατα, διότι τα στερεότυπα στοιχεία εκείνων των προσεγγίσεων, εμποτισμένες καθώς ήταν από τις ανεκπλήρωτες «προσδοκίες» και τις προκατασκευασμένες προσλαμβάνουσες των συγγραφέων τους για την «πραγματική» Ελλάδα, μας παρακολουθούν -φευ- ακόμη και σήμερα. Και απ’ αυτήν την άποψη το βιβλίο δεν είναι μόνο ένα ισχυρό αντίδοτο απέναντι σε όλες αυτές τις ιδεοληπτικές κατασκευές, αλλά και μια έντονη υπόμνηση προς τους ίδιους τους Έλληνες να πάρουν σοβαρά και να συνειδητοποιήσουν τη δική τους νεωτερικότητα, τις ρίζες του σύγχρονου κράτους, καθώς και το γεγονός ότι αναπόφευκτα η κρίση των άλλων βασίζεται πλέον στα σύγχρονα επιτεύγματα που έχει να επιδείξει το σύγχρονο ελληνικό έθνος και όχι σε δάφνες του παρελθόντος.

Δεν θα ήταν, πιστεύω, καθόλου παρακινδυνευμένο εκ μέρους μου να τονίσω εν κατακλείδι ότι το βιβλίο των Κολιόπουλου και Βερέμη θα αποτελέσει για το προβλεπτό μέλλον όχι μόνο ένα πολύτιμο έργο αναφοράς αλλά κι έναν αναντικατάστατο οδηγό κατανόησης της σύγχρονης Ελλάδας, ιδιαίτερα από το ξένο κοινό.