Αριστερές αγωνίες

Αιμίλιος Ζαχαρέας – Αναζητώντας την Αριστερά

(εχδ. Παρατηρητής) Θεσσαλονίκη 1990 Ξενοφών Γιαταγάνας

Η Ευρώπη και η Αριστερά (εχδ. Θεμέλιοί) Αθήνα Ι99θ.

Εσωτερικές κιχ: εσωτερικές εξελίξεις έχουν αέρι., όπως εκφράζεται από τον Συνασπισμό, την ελληνική Αριστερά αλλά κυρίως το ΚΚΕ, σε δεινή θέση. Είναι κοινότυπη βέβαια η διαπίστωση ότι η κατάρρευση των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη το 1989 επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την παρακμή και κρίση των ΚΚ της Αττικής Ευρώπης, όσων τουλάχιστον μπορούν ακόμα να θεωρούνται υπολογίσιμες πολιτικές δυνάμεις.

Την αναζήτηση διεξόδου για την ελληνική Αριστερά σκιαγραφούν τα κείμενα του Αιμίλιος Ζαχαρέα (Αναζητώντας την Αριστερά, Παρατηρητής. Θεσ/νίκη 1990). Αναζήτηση που δεν έχει να κάνει με τον «χαμένο παράδεισο» αλλά με την τοποθέτηση και τις προοπτικές της Αριστεράς στα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Ενεργό πολιτικό στέλεχος της ΕΑΡ, μέλος της ΚΕ, ο Ζαχαρέας μάχεται διάφορες απόψεις στον χώρο του που εκφράζονται τόσο από το ΚΚΕ όσο και από το κόμμα του και οι οποίες, κατά την άποψή του φαλκιδεύουν κάθε προοπτική χάραξης κάποιου ορίζοντα αριστερής στρατηγικής στο χώρο της οικονομίας και της πολιτικής. Η αριστερή ηγεσία εγκαλείται για θεωρητική και ιδεολογική απραξία ο δε πολιτικός της λόγος επικρίνεται για εσκεμμένη ασάφεια που συγκαλύπτει την αμηχανία και την έλλειψη προτάσεων. Αμετανόητος μαρξιστής ο Ζαχαρέας επιμένει στην αξία που έχει η επαρκής γνώση της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, στην αναντικατάστατη σημασία των θεωρητικών εργαλείων της ανάλυσης και στο ζωτικό ρόλο που καλούνται να παίξουν οι διανοούμενοι της Αριστεράς.

Ο εκσυγχρονισμός και η δημοκρατική ανανέωση θεωρούνται τα μεγάλα ζητούμενα της ελληνικής κοινωνίας. Αλλά ο επιχειρούμενος εκσυγχρονισμός της Αριστεράς βάλλεται ως ανεπαρκής, εγκλωβισμένος, καθώς χαρακτηρίζεται, στην αφομοιωτική ικανότητα του καπιταλισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Προτάσσει λοιπόν την «επιστροφή» στην μαρξιστική θέση περί διασύνδεσης του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού χώρου, αλλά και την αναγκαία στροφή προς το χώρο της εργασίας, της απασχόλησης, της ανάλυσης της ταξικής δομής και των ταξικών σχέσεων για την οικοδόμηση μιας αριστερής στρατηγικής ανάπτυξης.

Δε νοείται αριστερή πολιτική χωρίς επέμβαση στην ταξική διάρθρωση, όπως ο ίδιος τη συλλαμβάνει κυρίως ως διάρθρωση της απασχόλησης. Τελικά, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η κρίση της ελληνικής Αριστεράς, η ιστορική της αμηχανία, εκφράζεται κυρίως ως κρίση κουλτούρας. Γι’ αυτό και η ανάλυσή του τροφοδοτείται από κάποιο στοιχείο ουτοπίας που επιδιώκει να εμβολιάσει εκ νέου την ελληνική Αριστερά με κάποιο ζωντανό ιδεολογικό στοιχείο σαν αντίδοτο απέναντι στον βάλτο του πραγματισμού.

Και σ’ αυτό το στοιχείο ίσως έγκειται η αξία του βιβλίου, πέρα από τις συγκεκριμένες: αναλύσεις, τις απόψεις που εκφράζει και τα στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας.

Αλλά αν ο Ζαχαρέας αναζητεί άλλους, νέους δρόμους για την ελληνική Αριστερά, ο Ξεναγών Γιαταγάνας (Η Ευρώπη και η Αριστερά, Θεμέλιο 1990), είναι βέβαιος ότι η ευρωπαϊκή διάσταση αποτελεί μονόδρομο για την Αριστερά. Κείμενα γραμμένα στην τελευταία δεκαετία συγκεντρώνονται σε αυτόν τον τόμο σε θεματικές ενότητες που αναδεικνύουν τον σοβαρό προβληματισμό του συγγραφέα για την πράγματι προβληματική» σχέση της Αριστεράς με την Ευρώπη και συγκεκριμένα με την ευρωπαϊκή οικονομική και πολιτική ενοποίηση. Και δεν πρόκειται απλώς για «σημειώσεις» όπως σεμνά διατείνεται ο συγγραφέας (μέλος της ΚΕ της ΕΑΡ και αέλος της Νομικής Υπηρεσίας της Commission) αλλά για εύστοχους και σοβαρούς προβληματισμούς «εφ’ όλης της ευρωπαϊκής ύλης». Και ορθώς άφησε τα κείμενα αυτά ανέγγιχτα, ώστε και τη δίκη του διαδρομή να απορεί κανείς να παρακολουθήσει αλλά και μια πιστότερη απεικόνιση των προβλημάτων να έχει στον χρόνο, κυρίως δε στις στάσεις των ελληνικών κομμάτων.

Ο Γιαταγάνας ενδιαφέρεται βέβαια πρωταρχικά για την ελληνική Αριστερά. Θα λυπόταν, φαντάζομαι, σφόδρα σήμερα διαβάζοντας την εισήγηση της KL στο 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ που αναμασά τα περί «αποδέσμευσης» από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα παρόμοια. Γιατί ακόμα και σήμερα η ιδιότητα του Αριστερού και του Ευρωπαϊστή, δεν θεωρούνται συμβιβάσιμες για σημαντικό μέρος της ελληνικής Αριστεράς που δεν εξαντλείται στο ΚΚΕ και τον ΣΥΝ.

Μολονότι υπάρχουν εμφανείς μετατοπίσεις θέσεων στην Αριστερά, η κουλτούρα της παραμένει βαθύτατα αντι-δυτική και αντί-ευρωπαϊκή. Πάντα λίγα και δειλά βήματα, πάντα αργά.

Αλλά αυτά δεν είναι αρκετά για να παρακολουθήσουν τους ραγδαίους ρυθμούς με τους οποίους αλλάζει η Ευρώπη. Και γενικότερα, αν πράγματι μας χρειαστεί άλλη μια δεκαετία προκειμένου να ενεργοποιήσουμε τις δυνάμεις που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των νέων δεδομένων, πράγματι θα είναι ανεπανόρθωτα αργά, όπως προειδοποιώ ο συγγραφέας.

Όμως, δεν συμμερίζομαι την υπόγεια αισιοδοξία του συγγραφέα —μολονότι υποθετική— ότι αρκεί η ελληνική Αριστερά να το θελήσει και να το τολμήσει σύντομα (!) για να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να καλύψει το κενό στην ελληνική πολιτική.

Ούτε θέλει, ούτε μπορεί, ούτε τολμά. Το μόνο που μπορεί να ελπίζει κανείς —αλλά από πού να αντλήσει ελπίδα;— είναι η χώρα να προλάβει να πηδήσει, την ύστατη έστω στιγμή, στο τελευταίο βαγόνι του τραίνου της ευρωπαϊκής οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης.