Ο επαναπροσδιορισμός της σοσιαλιστικής αριστερός σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελεί ζητούμενο που δεν έχει βρει ικανοποιητική απάντηση μέχρι τώρα.
Μελέτη του Κώστα Μποτόπουλου για τις πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, τη Γαλλία και την Ισπανία
Κώστας Μποτόπουλος: «Σοσιαλιστές και εξουσία». Εκδόσεις «Πόλις», Αθήνα 1994, σελ. 400.
Η δημοσίευση της διατριβής του Κώστα Μποτόπουλου, που αφορά στην άνοδο των σοσιαλιστικών αριστερών πολιτικών δυνάμεων στη Γαλλία, την Ισπανία και την Ελλάδα στη δεκαετία του ’80, είναι καθ’ όλα επίκαιρη. Πρώτον, διότι η κυβερνητική εμπειρία της δεκαετίας του ’80 αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη για την εξαγωγή συμπερασμάτων και την κριτική αποτίμηση πορείας και πεπραγμένων. Και δεύτερον, διότι στη σημερινή συγκυρία και τους «νέους καιρούς», ο επαναπροσδιορισμός της σοσιαλιστικής αριστερός σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελεί ζητούμενο που δεν έχει βρει ικανοποιητική απάντηση μέχρι τώρα, ή οι κομματικοί φορείς βρίσκονται ακόμα στην εξουσία (Ισπανία) ή έχουν επανέλθει (Ελλάδα) ή έχουν κατά κράτος ηττηθεί (Γαλλία).
Η απόπειρα συγκριτικής πολιτικής ανάλυσης τόσο σε θεωρητικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο πρακτικής πολιτικής σχετικά με τον λεγόμενο «σοσιαλισμό του Ευρωπαϊκού Νότου» -τον περίφημο «τρίτο δρόμο»- και τους κομματικούς φορείς (το PS στη Γαλλία το PSOE στην Ισπανία και το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα) συνεπάγεται πάρα πολλούς κινδύνους. Δημιουργεί κατ’ ανάγκη, από την ίδια την αφετηρία των υποθέσεων εργασίας, την αναζήτηση κοινών σημείων και αντιλήψεων εκεί όπου οι ομοιότητες και οι κοινοί παρονομαστές πόρρω απέχουν από την πραγματικότητα. Αλλά κι εκεί όπου υπάρχουν είναι αδύνατο να ερμηνευθούν επαρκώς, χωρίς γενικότερη αναφορά στο ιδιαίτερο πολιτικό υπόβαθρο, την παράδοση, την πολιτική κουλτούρα, τις οικονομικές και κοινωνικές δομές κ.λπ. της κάθε χώρας και την ιστορική διαμόρφωση του κάθε ονόματος ή κινήματος. Η επισήμανση δηλαδή των «κοινών σημείων» αναλαμβάνει τον κίνδυνο ενίοτε να παραμείνει απλώς μια εξωτερική και επιφανειακή διαπίστωση χωρίς πειστική ερμηνευτική αξία. Επί παραδείγματι, είναι εντελώς διαφορετική η γαλλική σοσιαλιστική παράδοση από την ισπανική και φυσικά απ’ την ελληνική, όπου η κομμουνιστική συνιστώσα ήταν κυρίαρχη και καθοριστική.
Ορισμένοι, λοιπόν, κρίκοι της συγκριτικής ανάλυσης της μελέτης είναι εντελώς χαλαροί και συνδέουν επιφανειακά κυρίως φαινόμενα Χρησιμότερες είναι οι παρατηρήσεις και αναλύσεις σχετικά με τις συνέπειες της κυβερνητικής εμπειρίας στη φυσιογνωμία των κομμάτων, τις πολιτικές που εφαρμόσθηκαν σε σχέση με τις προγραμματικές πολιτικές και ιδεολογικές διακηρύξεις και τις μεταβολές που επήλθαν στο ύφος και το ήθος άσκησης της εξουσίας σε σχέση με τα προσδοκώμενα ή τα επαγγελθέντα.
Συνήθως δεν γίνεται κατανοητό ότι η άσκηση της εξουσίας στο πλαίσιο των δημοκρατικών αντιπροσωπευτικών κοινοβουλευτικών συστημάτων συνεπάγεται ορισμένους περιορισμούς που τίθενται τόσο απ’ τις υπάρχουσες κοινωνικοοικονομικές δομές όσο και οπό το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων καθώς επίσης και από το διεθνές πλαίσιο, παράγοντες που αφ’ εαυτών θέτουν άμεσες προτεραιότητες. Κατά συνέπεια, οι παράγοντες αυτοί προσγειώνουν ανώμαλα τον πολιτικό βολουνταρισμό και νοθεύουν τις «καθαρές» ιδεολογίες των πολιτικών φορέων. Η «εκ των ένδον» θεώρηση των πραγμάτων γίνεται αναγκαστικά με άλλα μέτρα και σταθμά και υπακούει σε διαφορετικές υπαγορεύσεις απ’ αυτές που κατά κανόνα επιβάλλονται στην αντιπολιτευτική φάση.
Αυτά όλα δεν σημαίνουν ότι εξανεμίζεται κάθε περιθώριο ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων ή ότι προτεραιότητες, προγράμματα και στόχοι δεν είναι δυνατόν να προσαρμοστούν με ρεαλισμό στα δεδομένα του κυβερνάν χωρίς να χάσουν την έμπνευσή τους και τη γενικότερη αναφορά και νομιμοποίησή τους σε ιδέες και αξίες. Το περιεχόμενο της αλλαγής και του εκσυγχρονισμού είναι πάντα πρόβλημα όχι μόνο πρακτικό αλλά και προγραμματικό. Η κατεύθυνση και το περιεχόμενο του εκσυγχρονισμού εξαρτώνται απ’ την ιδεολογική και πολιτική φυσιογνωμία των δυνάμεων που επιδιώκουν την πραγμάτωσή του.
Δεν υπήρξε λοιπόν αλλαγή στη δεκαετία του ’80 στις τρεις αυτές χώρες του Νότου; Ήταν άνευ πολιτικής σημασίας το εγχείρημα; Κατ’ αρχάς, ορθότερο θα ήταν να υποστηρίξει κανείς ότι επήλθαν πολλές επιμέρους αλλαγές, έστω κι αν ορισμένες προέκυψαν ως ώριμο χρονικά φρούτο. Χρειάζεται πάντα η πολιτική – κυβερνητική βούληση για να γίνουν ανέξοδες ίσως, πλην όμως αναγκαίες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς. Ποιοτική εν συνόλω αλλαγή και μεταρρύθμιση φυσικά δεν υπήρξε και ούτε μπορούσε, κατά την άποψή μου, να υπάρξει, δεδομένων των οικονομικών και άλλων διεθνών περιορισμών και συντεταγμένων. Ιδιαίτερα στην ελληνική περίπτωση, παρά την ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ και τη γενικότερη συναίνεση, η «Αλλαγή» προσέκρουσε στις ίδιες τις αδυναμίες του προτάγματος της αριστερός και τον κυρίαρχο λαϊκιστικό χαρακτήρα του Κινήματος – πτυχή που ο συγγραφέας φαίνεται να υποβαθμίζει ή να παραγνωρίζει σοβαρά. Οι συνέπειες των ιδεολογικών χαρακτηριστικών και πολιτικών πρακτικών του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία εκδηλώνονται ακόμα και σήμερα στις δυσκολίες προσαρμογής σ’ ένα διαφορετικό αλλά αναγκαίο ιδεολογικο-πολιτικό πρότυπο και στις αδυναμίες συγκεκριμένου προσδιορισμού της εκσυγχρονιστής επαγγελίας.
Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η άνοδος των σοσιαλιστικών κομμάτων στην εξουσία στην Ισπανία και την Ελλάδα στη δεκαετία του ’80 αποτέλεσε αναγκαίο σταθεροποιητικό παράγοντα του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού συστήματος σε χώρες που δοκιμάστηκαν από δικτατορικά καθεστώτα και συμπαγή μακρόχρονη διακυβέρνηση από συντηρητικές δυνάμεις. Ορθώς ο συγγραφέας επισημαίνει την αποδοχή της εναλλαγής στην εξουσία κομμάτων με «ριζικά» διαφορετικό ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο σαν σταθεροποιητικό στοιχείο που απομάκρυνε οριστικά τον κίνδυνο πολιτικών ανωμαλιών και παλινδρομήσεων.
Τα συμπεράσματα του συγγραφέα δημιουργούν επίσης την εντύπωση ότι υπάρχει κάτι το εγγενές φθοροποιό της αριστερής ιδεολογίας που εντοπίζεται μάλιστα στην ορθή διαχείριση των πραγμάτων από τα κόμματα που έρχονται στην εξουσία και ότι κάθε μορφή δομικής σοσιαλδημοκρατίας αναπόφευκτα αποκλείει το σχεδίασμά εναλλακτικών λύσεων (ποιων άραγε;). Ωστόσο τίποτα δεν εμποδίζει το σχεδίασμά και την εφαρμογή πολιτικών μέσα απ’ τη σοσιαλδημοκρατική μήτρα που σε ένα βαθμό θα έμειναν πιστά σε αρχές κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας και ελευθερίας. Ιδιαίτερα μάλιστα σήμερα σε εποχή κρίσης της ίδιας της πολιτικής αλλά και του πολιτικού συστήματος. Δεν είναι τελικά σαφές ποιο «αριστερό ιδεώδες» εγκαταλείφθηκε από τα σοσιαλιστικά κόμματα στη δεκαετία του ’80 και γιατί δεν είναι εφικτό σήμερα να σχεδιασθούν πολιτικές που θα εμπνέονται από αξίες και αρχές που ενστερνίζεται η εκλογική και κοινωνική βάση των κομμάτων αυτών. Αρκεί, βέβαια, να ’χει κανείς συνείδηση ότι οι πολιτικές αυτές δεν μπορούν να χαραχθούν και να εφαρμοσθούν στο όνομα μιας «καθαρής» ιδεολογίας και μιας κοινωνικής «πρωτοπόρας» μειοψηφίας, αλλά οφείλουν να πάρουν υπόψη τους μια κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία που παρά τα ενοποιητικά της στοιχεία διακρίνεται επίσης από σοβαρές συγκρούσεις συμφερόντων και διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις.
Οι κριτικές αυτές παρατηρήσεις και ο σκεπτικισμός για την επάρκεια του μεθοδολογικού συγκριτικού εγχειρήματος κάθε άλλο παρά αποσκοπούν στην υποβάθμιση της διατριβής του Κ. Μποτόπουλου, που είχε, πράγματι, να αντιμετωπίσει σοβαρότατα προβλήματα. Πρόκειται για συστηματική προσπάθεια που έχει πολλά να πει και πολλά να προσφέρει αν διαβαστεί προσεκτικά και με επίγνωση τόσο των μεθοδολογικών δυσχερειών όσο και των ορίων της συγκριτικής ανάλυσης.
Η μελέτη αυτή αποτελεί πολύτιμη συμβολή σε μια ισχνή βιβλιογραφία επί του θέματος. Η εμπειρία της σοσιαλιστικής διακυβέρνησης στον ευρωπαϊκό νότο στη δεκαετία του ’80 για να εκτιμηθεί σωστά πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με την κατάρρευση των καθεστώτων του ανατολικού «υπαρκτού σοσιαλισμού» και με την επικράτηση του νεο-συντηρητισμού και νεο-φιλελευθερισμού. Πρόκειται, πράγματι, για μια άλλη -μήπως όμως είναι η διαφορετική όψη του νομίσματος;- πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία.
Ας επαναλάβω, τέλος, για μια ακόμη φορά ότι η άντληση ενός και μοναδικού μέτρου στάθμισης και κρίσεως από το όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας απαλλαγμένης από συγκρούσεις συμφερόντων και αξιών αποτελεί ψευδαίσθηση. Ενδεχομένως όμως ν’ αποτελεί και μια αθεράπευτη μεταφυσική ανάγκη για εγγυήσεις περί αιώνιας εγκυρότητας πεποιθήσεων, αξιών και επιλογών. Εξίσου ψευδαισθητική είναι και η άποψη ότι από μια «επιστημονική» ανάλυση των καταστάσεων προκύπτει μια και μοναδική «λύση». Η πλάνη έγκειται στο γεγονός ότι όλες οι θετικές αξίες στις οποίες οι άνθρωποι -έστω μια μεγάλη μερίδα του «λαού»- πιστεύουν, όπως η ελευθερία, η ισότητα, η αδελφοσύνη, η αλληλεγγύη, η δικαιοσύνη δεν είναι συμβατές κατ’ απόλυτο τρόπο μεταξύ τους και οι συγκρούσεις μεταξύ των ιδανικών αυτών ίσως .αποτελούν αναπόσπαστο και αμετάθετο στοιχείο της ζωής των ανθρώπινων κοινωνιών.
Εν κατακλείδι αυτόν τον «εκσυγχρονισμό» που δεν κατάφεραν να επιτύχουν τα σοσιαλιστικά κόμματα που ήρθαν στην εξουσία τη δεκαετία του ’80 στον ευρωπαϊκό νότο πολλοί θα τον έβλεπαν με κάποιο σκεπτικισμό, όχι διότι δεν δέχονται τον εκσυγχρονισμό αλλά διότι φοβούνται τις κοινωνικές τους συνέπειες – τη μεγάλη ανισότητα και την κοινωνική εξαθλίωση.