Νηφάλια αντιμετώπιση εθνικών δεμάτων

ΓΙΑΝΚΗ ΒΑΛΗΝΑΚΗ: «Εξωτερική Πολιτική καί Εθνική Άμυνα 1974 – 1987, η Ελλάδα στο σύστημα Ανατολής — Δύσης», Εκδόσεις «Παρατηρητής», Θεσσαλονίκη 1987, σ.σ. 429.

Η επιστημονική καί ακαδημαϊκή ενασχόληση μέ τά προβλήματα τής εξωτερικής κι «μαντικής πολιτικής τής χώρας καθώς καί η εξέταση — ανάλυση τής υποκείμενης λογικής τους, αποτελούν πρόσφατο φαινόμενο: Τόσο οι επαγγελματίες διπλωμάτες όσο καί η πολιτική ηγεσία είναι επιφυλακτικοί άν όχι δύσπιστοι απέναντι στούς «διανοουμένους» τής εξωτερικής πολιτικής, τή λειτουργία των οπαίων συνήθως υποβαθμίζουν στό επίπεδο «τεχνικών συμβούλων». Ωστόσο ή σύζευξη ακαδημαϊκής κοινότητας καί θεσμικών φορέων διαμόρφωσης, άσκησης καί προβολής τής εξωτερικής πολιτικής μόνο θετικά αποτελέσματα έχει μέχρι στιγμής αποδώσει. Γι’ αυτό προσπάθειες ατομικές σάν αυτή τού Γ. Βαληνάκη ή συλλογικότερες όπως τού Ελληνικού Ινστιτούτου Αμυντικής καί Εξωτερικής Πολιτικής πρέπει νά τύχουν αμέριστης κι ανεπιφύλακτης υποστήριξης. Η ενθάρρυνση σε πανεπιστημιακά τμήματα και THINK—TANKS (δεξαμενές εγκεφάλων) είναι απαραίτητη γιά τή δημιουργία κλίματος συζήτησης, μελέτης κι ανάλυσης τών κρίσιμων προβλημάτων τής εξωτερικής κι αμυντικής μας πολιτικής. Ίσως αυτό το κλίμα «απ’ έξω» δημιουργήσει καί τήν ανάγκη «μέσα» γιά συγκρότηση οργάνων καί θέσπιση διαδικασιών στη διαμόρφωση τών εναλλακτικών προτάσεων.

Τό βιβλίο τού Βαληνάκη εξετάζει εκτεταμένα τά τρία μεγάλα θέματα τής ελληνικής συμμετοχής στο σύστημα Ανατολής — Δύσης, δηλαδή τή συμμετοχή τής Ελλάδος στό ΝΑΤΟ, τά πυρηνικά καί τις αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις. Ανάλογη είναι καί η διαίρεση του βιβλίου σέ τρία μέρη. Αναπόφευκτα η χρονική συνέχεια τέμνεται από τήν ‘κυβερνητική αλλαγή -τού 1981, πράγμα πού σέ πολλές περιπτώσεις συντελεί στο νά επισημαίνονται οι διαφορές πού τυχόν υπάρχουν στους στόχους καί τήν άσκηση τής εξωτερικής πολιτικής στις περιόδους 1974—81 και 1981-1987. Τά παραρτήματα μέ τά κείμενα επανένταξης τής Ελλάδος στήν στρατιωτική δομή τού ΝΑΤΟ, τό σχέδιο συμφωνίας Ελλάδος — ΗΠΑ γιά τις βάσεις (Ιούνιος 1981) καθώς καί τό κείμενο (ελληνικό καί αγγλικό) τής τελικής συμφωνίας αμυντικής καί οικονομικής συνεργασίας μέ τις ΗΠΑ (Σεπτέμβριος 1983) αποτελούν χρήσιμα βοηθήματα γιά τήν ανάγνωση τού βιβλίου. Εξ ίσου πολύτιμη είναι η επιλογή ελληνικής καί ξένης βιβλιογραφίας.

Θά ήταν άσκοπο νά παραθέσω περισσότερες λεπτομέρειες γιά ένα βιβλίο πού διακρίνεται, από ερευνητική άποψη, γιά τήν άριστη αξιοποίηση πληροφοριών πού έχουν δημοσιευθεί στόν Τύπο, πηγή πού γιά πρώτη φορά, απ’ όσα γνωρίζω, τοποθετείται σέ τόσο περίοπτη θέση, πράγμα διεθνώς τουλάχιστον ασυνήθιστο. Ακόμα πιό μάταιο θά ήταν νά σταθώ κριτικά απέναντι στις απόψεις πού εκφράζονται στη μελέτη. Σοβαρά προβλήματα απαιτούν σοβαρή αντιμετώπιση. Η ίδια η φύση τών προβλημάτων δεν επιδέχεται ανάλυση ή κρίση ανάλογη μέ εκείνη πού συνήθως επιφυλάσσεται γιά τον τομέα τής εσωτερικής μας πολιτικής.

Γι’ αυτό περιορίζομαι νά συστήσω τό βιβλίο ανεπιφύλακτα, ιδιαίτερα σέ όσους από άγνοια φωνασκούν σέ διάφορους τόνους κι αποχρώσεις, ως δείγμα νηφάλιος και ρεαλιστικής αντιμετώπισης εθνικών μας θεμάτων κρίσιμης σημασίας.

Ωστόσο, η υπόσχεση τού συγγραφέα στό τέλος τού βιβλίου περί συνδυασμού των συμπερασμάτων πού προέκυψαν απτό τήν ανάλυση καί τήν χωρίς συναισθηματισμούς ενατένιση τού μέλλοντος, δύσκολα μπορεί νά θεωρηθεί ότι εκπληρώνεται. Πέρα από ορισμένες, γενικού χαρακτήρα, προβολές οπό’ εγγύς μέλλον, λείπει η κριτική ανάλυση, τών δυνατών σεναρίων καί η εκτίμηση τής πιθανότητας επιλογής ή εφαρμογής τους, σύμφωνα μέ καθορισμένα κριτήρια. Όλα όμως δείχνουν ότι ο συγγραφέας σύντομα θά επανέλθει. Η εξωτερική πολιτική είναι πολύ δύσκολη υπόθεση γιά νά τήν αφήσουμε μόνο στούς διπλωματικούς καί τούς πολιτικούς.